Στέλα Φυρογένη: «Οι κατάρες είναι κάτι που μπορεί να σε αρρωστήσει»
Η Στέλα Φυρογένη γεννήθηκε στη Γερμανία από γονείς μετανάστες. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, κατέβηκε την Αθήνα για να σπουδάσει θέατρο στο Εθνικό. Μετακόμισε στην Κύπρο από έρωτα και σήμερα ζει σε ένα χωριό έξω από τη Λευκωσία με τον άντρα της- σ' ένα κτήμα γεμάτο ελιές και πολλά ζώα. Με τη Χάιδω από τη «Γη της Ελιάς» και τις «κατάρες» της, έκανε μια επεισοδιακή είσοδο στη ζωή μας –το ταλέντο της ωστόσο είχε φανεί προ πολλού στο σανίδι και τη μεγάλη οθόνη.
«Αν και το ξέρω, αν και σ' αυτόν τον κόσμο ζω κι εγώ, πάντα μου κάνει εντύπωση η επίδραση που έχει η τηλεόραση. Ηδη στις πρώτα δέκα μέρες που προβαλλόταν η “Γη της ελιάς” κι έκανα ταξίδια στην Ελλάδα, παρά τη μάσκα, ο κόσμος με αναγνώριζε και με ρωτούσε για τη συνέχεια της σειράς -και για τις κατάρες, πολλές κατάρες. Μου φάνηκε ότι συνέβη πολύ νωρίς.
Πρώτη φορά τηλεόραση; Ναι, ακριβώς. Ολα τα προηγούμενα χρόνια η απασχόλησή μου στο θέατρο ήταν συνεχής και αδυσώπητη και θαυμάσια παρ΄ ότι επιλογή, οπότε δεν είχα καθόλου χρόνο. Επίσης για κάποιο χρονικό διάστημα εμείς οι ηθοποιοί του ΘΟΚ δεν επιτρεπόταν να δουλεύουμε στην τηλεόραση. Αλλαξαν όμως τα πράγματα, η εποχή έγινε δύσκολη για το θέατρο και η τηλεόραση είναι ένα ισχυρό μέσο –έκλεισαν και τα θέατρα τα τελευταία χρόνια, έχουμε υποστεί ένα βαρύ πλήγμα.
Ο ρόλος της Χάιδως ήταν πολύ προκλητικός. Ήρθε ο Αντρέας (σ.σ. Γεωργίου) με μια πολύ ωραία πρόταση και σκέφτηκα γιατί όχι. Επιβεβαιώνεται το καλό μου ένστικτο. Χαίρομαι που βρίσκομαι εκεί, η ατμόσφαιρα είναι ζεστή γιατί οι άνθρωποι δουλεύουν πολλά χρόνια μαζί, οι περισσότεροι τουλάχιστον. Κι αυτό ήταν μια πολύ ωραία αγκαλιά για μένα που ερχόμουν απ' έξω. Επίσης, γνώρισα από κοντά συναδέλφους που θαύμαζα, νεότερους αλλά και το συνεργείο που δουλεύει πολύ σκληρά… Είναι ξεχωριστή εμπειρία».
«Με τον Αντρέα είχαμε γνωριστεί πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν πολύ μικρός. Μου είχε κάνει εντύπωση –ευγενέστατος, τρομερά αποδοτικός σε οτιδήποτε αναλάμβανε και πανέμορφος… Και τώρα είναι ένα άτομο με τρομερή δύναμη. Δεν ξαναβρεθήκαμε ως τώρα που συνεργάστηκα μαζί του.
Κεφάλαιο κατάρες: Για να φτάσεις να κάνεις δικό σου το κομμάτι με τις κατάρες, πρώτα πρέπει να κάνεις δικό σου αυτό το πρόσωπο. Εκανα πολλές σκέψεις και έψαξα σε μνήμες του παρελθόντος, σε γυναίκες της υπαίθρου που έχω γνωρίσει. Η μαμά μου ήταν από την Πρέβεζα, υπήρχαν συγγενείς και φίλοι στα χωριά, άνθρωποι που ασχολούνται με τη γη, ίσως όχι τόσο σκληροί όσο διαγράφεται να είναι πολλά από αυτά τα πρόσωπα της σειράς. Αλλά είχα εικόνες και μνήμες τουλάχιστον από αυτή τη δύναμη που μπορεί να έχει μια τέτοια γυναίκα. Αυτές οι κατάρες –ότι έτσι θα διώξω το κακό δηλαδή, μπορεί να σημαίνουν ταυτόχρονα και μια δειλία. Γιατί αυτός που καταριέται φαντάζομαι ότι δεν δρα, είναι λίγο σαν σκυλί που γαβγίζει και δεν δαγκώνει. Γιατί αυτός που δρα είναι πιο σιωπηλός.
Η αλήθεια είναι ότι οι κατάρες είναι ένα πολύ νόστιμο πράγμα, να ψάξεις να βρεις από που πηγάζει όλο αυτό το μένος και ο τρόπος που βγαίνει προς τα έξω…
Ανάτρεξα στον εαυτό μου, στις στιγμές που είμαι στο αυτοκίνητο, όπου μου αρέσει πολύ να βρίζω, να είμαι αθυρόστομη, γιατί δεν κινδυνεύω να προσβάλω κάποιον. Παίζω πολύ μ΄ αυτό χωρίς να το αφήνω να δηλητηριάζει το συκώτι μου και μ΄ έναν παρόμοιο τρόπο το παλεύω και με τις κατάρες της Χάιδως. Η ραχοκοκαλιά μέσα μου είναι γερή γιατί είναι μια γυναίκα που τουλάχιστον έχει δίκιο για τον πόνο της, γι' αυτό που της έχει συμβεί. Από εκεί και πέρα το πώς ο ίδιος ο χαρακτήρας εξελίσσεται, τι εμμονές και τι διαταραχές έχει ή ποια εξέλιξη θα έχει αυτό είναι κάτι που ακολουθεί στην πορεία του».
«Οι κατάρες είναι κάτι που μπορεί να σε αρρωστήσει, είναι κάτι πολύ δυνατό, πολύ αρνητικό κι όταν βγαίνει από μέσα σου, μπορεί να αποδυναμώσει το μυαλό και την ψυχή. Γι΄ αυτό για μένα οι κατάρες είναι ένα παιχνίδι με τον εαυτό μου σε σχέση με το πόση ειλικρίνεια μπορεί να έχουν και ταυτόχρονα να είμαι εγώ προστατευμένη. Μετά από αυτό γελάω πολύ -εκεί θέλω να καταλήξω.
Είναι και ο συμβολισμός της Μανιάτισσας. Οι γυναίκες είναι πολύ δυνατές στη Μάνη. Είναι βράχος η γυναίκα και μια τέτοια γυναίκα είναι η Χάιδω. Το μεγάλο στοίχημα για μένα είναι ότι ενώ έχει δίκιο στον πόνο της, τα πυρά που κατευθύνει έχουν κάτι παράλογο μέσα τους. Και εκεί είναι και για μένα το στοίχημα, να μπορώ να κάνω αυτή τη γυναίκα έναν κανονικό άνθρωπο και όχι ένα κατασκεύασμα που ακολουθεί το σενάριο όσο καλογραμμένο κι αν είναι.
Υπάρχουν κάποιες σκηνές που θέλουν πολύ στομάχι και γιατί έχουν πολύ μαύρο και αρνητικό φορτίο, αλλά και γιατί βγαίνουν μέσα από τα σωθικά, από πολύ κάτω περιοχές, σωματικά ακόμα. Είμαστε πολύ καλά προετοιμασμένοι και αυτές τις δύσκολες σκηνές τις βγάζουμε, συνήθως, χωρίς επαναλήψεις -κάνουμε πρόβες...».
«Αν θα μαλακώσει η Χάιδω; Μπορώ να ελπίζω μόνον σε αυτό. Ακόμα και τώρα υπάρχουν διακυμάνσεις σ' αυτή τη σκληρότητα, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι το πλήγμα είναι τόσο βαρύ που βιώνει διαφορετικές στιγμές της και πιστεύω ότι εκεί θα πάει. Κι όσο δε λύνεται το μυστήριο του διπλού φονικού, τόσο θα τραβάει έναν δρόμο, γεμάτο εκπλήξεις.
Εχει πολύ ενδιαφέρον ότι ο ρόλος δεν είναι προβλέψιμος. Πάντως νιώθω ότι κυλάει πολύ καλύτερα μέσα μου τώρα και κάπως έχω αρχίσει να καταλαβαίνω τι είναι εκείνο που θα της κόψει την ανάσα ή θα της την δώσει. Τώρα νιώθω και μεγαλύτερη κατανόηση απέναντί της.
Οσο για την δημοσιότητα, δεν έχει αλλάξει κάτι στη ζωή μου. Ευτυχώς είμαι τυχερή που συμμετέχω σε κάτι που έχει μεγάλη απήχηση τώρα, αλλά δεν το είχα επιλέξει νωρίτερα. Εχω επιλέξει να κάνω θέατρο. Δεν ήταν ποτέ η πρώτη επιλογή μου η δημοσιότητα.
Γεννήθηκα στη Γερμανία -ο πατέρας μου από τον Πειραιά, η μητέρα μου από την Ηπειρο, την Πρέβεζα, μετανάστες. Επιστρέψαμε όταν ήμουν μωρό, δυόμιση ετών. Μεγάλος ο νόστος τους. Εγκατασταθήκαμε στη Θεσσαλονίκη όπου και μεγάλωσα, πανέμορφη πόλη. Στην Αθήνα κατέβηκα για τις σπουδές μου στο Εθνικό».
«Ηταν δύσκολα, από οικονομικής πλευράς τα παιδικά χρόνια. Κλείσιμο, χαμηλοί τόνοι, χαμηλές προσδοκίες για οτιδήποτε. Ηταν τελικά και για μένα μεγάλη έκπληξη η επιλογή αυτής της δουλειάς. Τι με οδήγησε στο θέατρο; Διαπιστώνοντας ότι δεν είναι πεδίο άφταστο και όχι κατάλληλο για ομάδες ανθρώπων. Μεγάλωνα πιστεύοντας ότι οι ηθοποιοί, οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι που κατασκευάζουν με το μυαλό, έχουν γεννηθεί κάτω από ένα ιδιαίτερο άστρο και ότι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε κοινοί θνητοί απέναντί τους. Οσο κι αν διάβαζα ασταμάτητα, τραγουδούσα, χόρευα, έγραφα ποίηση -αστεία, παιδικά πράγματα, ζωγράφιζα, καταλάβαινα ότι ήμουν ντροπαλή. Ενας πολύ ντροπαλός καλλιτέχνης, κουκουλωμένος κάτω από πολλά βάρη και τραύματα και μνήμες και θέσεις απέναντι στην ζωή, χωρίς ανοίγματα. Αλλά είδα φίλους μου, ερασιτέχνες, στις τελευταίες τάξεις τους λυκείου, που έπαιζαν θέατρο κι αυτό ήταν ένα φοβερό σοκ. Σκέφτηκα ότι όλοι μπορούμε να το κάνουμε και αποφάσισα να το κάνω κι εγώ. Μπήκα στην ερασιτεχνική ομάδα και μετά από δύο χρόνια αποφάσισα να δώσω στην σχολή του Εθνικού. Εδωσα και στο ΚΘΒΕ αλλά δεν πέρασα. Ενιωσα πολύ οικεία μέσα στην σχολή του Εθνικού και με συγκίνησε πολύ ο χώρος. Δάσκαλοί μου ο Κώστας Καστανάς, ο Νίκος Αρμάος, ο Ιάκωβος Ψαρράς, και στις τελευταίες τάξεις η Λυδία Κονιόρδου και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, πολύ αγαπημένος φυσικά. Και τώρα με τη Λυδία με μεγάλη χαρά συναντιόμαστε στη σειρά…
Ξεκίνησα στο Εθνικό ως αριστούχος, στην αρχή τουλάχιστον. Εμεινα τρία χρόνια, πολύ δημιουργικά και πολύ ενδιαφέροντα -τελευταία δουλειά η “Σιωπηλή γυναίκα” του Μπεν Τζόνσον με πρωταγωνιστή τον Κώστα Ρηγόπουλο και σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου. Εξαιρετική εμπειρία».
«Μετά ερωτεύτηκα και έφυγα για την Κύπρο. Ημουν πάντα ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, ως κατάλοιπο της παιδικής μου ηλικίας και εκείνη την εποχή στην Αθήνα αισθανόμουν ότι για έναν άνθρωπο με τον δικό μου χαρακτήρα θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να μπορέσω να εξελιχθώ, να κάνω πράγματα που με ενδιαφέρουν και να ζω απ' αυτό. Γιατί καλώς ή κακώς εγώ από αυτή τη δουλειά ζούσα και ζω πάντα. Η Αθήνα ήταν λίγο ξένη για μένα. Εμαθα ότι υπήρχε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, είχα δύο αγαπημένους φίλους από το Εθνικό, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τον Γιώργο Χριστοδουλίδη και μέσω αυτών γνώρισα την Κύπρο. Στον ΘΟΚ είδα ξαφνικά μέσα σε έναν θίασο ένα εξαιρετικό δυναμικό και πόσο καλά δούλευαν μεταξύ τους.
Ο έρωτας είναι ένα πολύ δυνατό κομμάτι για μένα κι είναι κάτι που μου συμβαίνει με ό,τι καταπιάνομαι και ό,τι μ΄ενδιαφέρει
Δεν μετάνιωσα που πήγα στην Κύπρο, ήταν μια σωστή απόφαση τότε. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι θα μπορούσαν να είναι αλλιώς τα πράγματα για μένα αλλά δεν έχει σημασία γιατί είμαστε αποτέλεσμα των πράξεων και των αποφάσεών μας. Κι αυτή ήταν μια απόφαση που την υποστηρίζω μέχρι τώρα. Παρ' όλα αυτά, όπως μ' αρέσει να έχω ένα καταφύγιο -όπως όλα τα θηλαστικά, έτσι μ' αρέσει και να φεύγω, να ταξιδεύω, να απομακρύνομαι και να επιστρέφω. Κι έτσι έχω συμμετάσχει και σε δουλειές στην Ελλάδα, πολύ ενδιαφέρουσες.
Ο έρωτας είναι ένα πολύ δυνατό κομμάτι για μένα κι είναι κάτι που μου συμβαίνει με ό,τι καταπιάνομαι και ό,τι μ' ενδιαφέρει. Ενα πρότζεκτ, όταν παίζω, όταν τραγουδάω -ασχολούμαι μόνον με αυτά που είμαι ερωτευμένη. Ο ρυθμός είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, υπάρχει κάτω από κάθε κίνησή μου, πνευματική, σωματική. Και ο έρωτάς μου για τα βιβλία είναι τεράστιος, για τους ανθρώπους, παρ' ότι παλεύω συνέχεια με αυτούς. Η κόλαση είναι οι άλλοι, ακριβώς τη στιγμή που τους χρειαζόμαστε».
«Ζω σε ένα χωριό έξω από την Λευκωσία, σε ένα χωράφι, δίπλα έχει ελιές… Ζω σε συνθήκες άργητας. Κι αυτό επηρεάζει λίγο τον ρυθμό, γίνονται τα πράγματα λίγο πιο αργά. Και με κάνει κι εμένα να έχω μια γενικότερη άργητα. Αγαπώ τη φύση, τα ζώα, είναι κομμάτι της ζωής μου -σκύλος, γάτες και έχω πάντα παραπάνω φαγητό για να ταΐσω κι άλλα
Στέλα, με ένα λάμδα; Ναι, γιατί; Από πολύ νωρίς η μαμά μου μου έδειξε πώς να γράφω το όνομά μου και μου το έδειξε με ένα λάμδα. Αν σκεφτεί κανείς ότι προέρχεται από το Στυλιανή, λογικό είναι. Κατέληξε να γράφεται με δύο, από τα λατινικά. Το περίεργο είναι πως κανείς στο σχολείο, δάσκαλος, καθηγητής, δεν μου το διόρθωσε. Οπότε έμεινε έτσι».
«Η γη της ελιάς», από Κυριακή ως Πέμπτη στις 21.00 (Mega)