Σταυριάνα Σάββαινα: Η γενναία αγωνίστρια της Μάνης
Η Σταυριάνα Σάββαινα, γνωστή και ως Λάκαινα, γεννήθηκε στο Παρόρι της Σπάρτης το 1772. Όμορφη και έξυπνη κέρδισε την καρδιά του Γιωργάκη Σάββα, πρόκριτου και μέλους της Φιλικής Εταιρίας, από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης, τον οποίο και παντρεύτηκε.
Από τα πρώτα χρόνια όμως της Επανάστασης, όταν οι Τούρκοι από τα Μπαρμπουνοχώρια άρχισαν να υποχωρούν προς Τρίπολη, ο τουρκαλβανός αγάς της περιοχής Ρουμπή άρπαξε τον Σάββα, τον έσυρε στον Μυστρά και εκεί τον απαγχόνισε.
Εκείνη μόλις χήρεψε αποφάσισε να εκδικηθεί τον θάνατό του. Άφησε τα ανήλικα παιδιά της στην αδερφή της και κατατάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που ήταν φίλος του άντρα της. Μάλιστα είχε το δικό της ασκέρι, αποτελούμενο μόνο από γυναίκες, το οποίο συγκρότησε και όπλισε με δικά της χρήματα. Μαζί τους πήρε μέρος σε μια σειρά από μάχες: στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη νικηφόρα μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821), στη μάχη των Τρικόρφων (23 Ιουνίου 1524), στην Εύβοια, στο Πέτα, στη Βέργα του Αλμυρού. Ντυμένη σαν άνδρας, ορμούσε πάνω στους Τούρκους, χωρίς να λογαριάζει τη ζωή της, κάνοντας όλους τους οπλαρχηγούς να τη θαυμάζουν για τον ηρωισμό της.
Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραψε γι αυτή την στην ιστορική «Εφημερίδα των Κυριών» πως ήταν «τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου», συμπληρώνοντας ότι «μόνη μεταξύ των ανδρών, αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος».
Την τόλμη της και το θάρρος εκθείασε και ο ιστορικός Ι. Φιλήμων που σημείωσε: «Μόνη ἐτόλμα συνεχῶς ἐξέρχεσθαι ἀπό τοῦ ἑνός εἰς τόν ἄλλον προμαχῶνα καί διανέμειν πυριτοβολάς, ὅπου ἡ ἀνάγκη ἐκάλει. Ἦν δέ αὕτη ἀναστήματος ὑψηλοῦ, ἐξαισίας γενναιοψυχίας…».
Με το τέλος της Επανάστασης και την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κρατιδίου, η Σταυριάνα, κουρασμένη κι απογοητευμένη από το εμφυλιοπολεμικό κλίμα μεταξύ των αγωνιστών αποστρατεύεται με το βαθμό του ταγματάρχη, χωρίς καμία σύνταξη κι εγκαθίσταται στο Ναύπλιο σ’ ένα λιτό σπιτάκι δίπλα στο Γυμνάσιο, δουλεύοντας σκληρά για να εξασφαλίσει τα προς το ζην!
Τον Αύγουστο του 1829, όταν συνέρχεται στο Άργος η Δ΄ Εθνοσυνέλευση, με νωπές ακόμα στο σώμα της τις πληγές του πολέμου, η Σάββαινα κάνει μια αναφορά και ζητά να της δοθεί κάποια σύνταξη. Στην αναφορά αυτή μεταξύ άλλων έγραφε: «Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια δια τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις…».
Πράγματι, ο Ιωάννης Καποδίστριας εισάκουσε το δίκαιο αίτημά της και της χορήγησε μια οικονομική ενίσχυση, όχι από το κρατικό αλλά από το προσωπικό του ταμείο, ενώ τα δυο της ορφανά μπήκαν σε ίδρυμα. Μετά όμως από τη δολοφονία του, ακόμα κι αυτή τη μικρή βοήθεια, της την αφαίρεσαν οι Βαυαροί του βασιλιά Όθωνα.
Η Σταυριάνα τότε αναγκάστηκε να δουλεύει σαν πλύστρα, τα παιδιά την κορόιδευαν κι όλοι πια είχαν ξεχάσει την προσφορά της. Έτσι φτωχή κι εγκαταλειμμένη, ζούσε από τη βοήθεια των οικογενειών άλλων συμπολεμιστών της, ενώ τα παιδιά της βρήκαν μια δουλειά μετά από πολλές προσωπικές της προσπάθειες στο «Οπλοστάσιον», το εργοστάσιο κατασκευής όπλων. Εκείνη όμως αντιμετωπίζει τη φτώχεια της με αρχοντική αξιοπρέπεια. Ποτέ δεν παραπονέθηκε και δεν είπε πικρό λόγο για την πατρίδα. Το περίεργο είναι πως ξαναπαντρεύτηκε, αλλά δεν είχε τύχη με τον δεύτερο σύζυγό της, ο οποίος συχνά την χτυπούσε. Κι εκείνη παρακαλούσε να μην μείνει χήρα και πάλι και βρει άντρα χειρότερο. Τελικά πέθανε στο Ναύπλιο το 1868 πλήρης ημερών, όμως για τα έξοδα της κηδείας της χρειάστηκε να γίνει έρανος!