Σταμάτης Φασουλής: «Η Αλίκη που γνώρισα εγώ...»
Ο Σταμάτης Φασουλής μιλάει εκ βαθέων για την Αλίκη που γνώρισε, για την Αλίκη με την οποία μοιράστηκε μια βαθιά φιλία, μια σχέση ζωής. Και θυμάται περιστατικά, γεγονότα, μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες από την πορεία της γυναίκας που έγινε σταρ και μετά μύθος -αξεπέραστος. Ο Ιούλιος άλλωστε ήταν ο μήνας της –γεννήθηκε στις 20 του 1934 και πέθανε στις 23 του 1996. Ποιος θα μπορούσε να τη φανταστεί, σήμερα, να κοντεύει τα 90...
«Με την Αλίκη γνωριστήκαμε επαγγελματικά. Ο Δάνης (σ.σ. Κατρανίδης), που έπαιζε μαζί της, της μίλησε για μένα. Κάναμε ένα πρώτο ραντεβού με τον Γιώργο Ηλιάδη, τότε παραγωγό και εραστή της, για να την σκηνοθετήσω. Ημουν πολύ νέος -ένα πράγμα είχα κάνει ως τότε εκτός Ελευθέρου Θεάτρου, τους “Βρυκόλακες” του Ιψεν με τον Φέρτη και την Μπεμπεδέλη. Μου λέει λοιπόν η Αλίκη “έλα το βράδυ από το θέατρο να πάμε στο χωριό και να τα πούμε”. Πήγαμε στο χωριό, η Αλίκη, ο Γιώργος, η Νότα, ο Δάνης κι εγώ. Συζητήσαμε από την Κυριακή το βράδυ ως την Τρίτη που μείναμε στο χωριό. Αποφασίστηκε τότε να κάνουμε την “Τζούλια”.
Τα πήγαμε καλά μεταξύ μας ως ενός ορισμένου σημείου αλλά μετά, δημιουργήθηκε μια ψυχρότητα ελαφριά, όχι άσχημη, επειδή η παράσταση δεν έσκισε -ήμουν και άγνωστος εγώ. Το περιβάλλον της έκανε αγιασμούς και μ΄έλεγε κατσικοπόδαρο. Ετσι και για ένα-δύο χρόνια είχαμε τυπικές σχέσεις όταν συναντιόμασταν σε κοινούς φίλους και τραπέζια. Αυτό ήταν το ΄80...
Μετά το ΄83, μόλις πέρασε το επαγγελματικό πλαίσιο της σχέσης, άρχισε μια φιλία κανονική, με μια αγαπησιάρικη ατμόσφαιρα. Κάναμε πολλή παρέα. Είχε πολύ χιούμορ η Αλίκη, κάτι που ίσως δεν καταλαβαίνει το κοινό και απίστευτο αυτοσαρκασμό.
Με τον καιρό όμως και κυρίως από το ΄90 συνδεθήκαμε –ήταν από τα πρόσωπα που αγαπούσα πάρα πολύ και αγαπώ ακόμα. Σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου μου φέρθηκε με έναν τρόπο που δεν μου έχει φερθεί κανείς ποτέ. Για να με στηρίξει, γιατί εγώ ήμουν στο χείλος της αβύσσου –αν δεν είχα πέσει κιόλας-, για να με σηκώσει επάνω, επί δέκα ώρες, από τις έντεκα το βράδυ ως το τις οκτώ το πρωί που βγήκε ο ήλιος, άρχισε να μου εξιστορεί όλα τα καλά και τα κακά της ζωής της. Κι όλο αυτό με έναν τρόπο σαν να σου΄λεγε “έχουμε όλοι πέσει έτσι κι έχουμε ξανασηκωθεί. Κι όχι μόνο έχουμε σηκωθεί αλλά έχουμε φτάσει όπου έχουμε φτάσει”. Αυτό και με βοήθησε εμένα πολύ να σταθώ στα πόδια μου αλλά και με έκανε να την εκτιμήσω πάρα πολύ. Οχι μόνο για την κίνησή της αυτή αλλά και για τον τρόπο της κίνησής της. Δεν δίστασε να εμφανίσει την ψυχή της μπροστά μου ολόγυμνη.
Από τότε μας συνέδεε μια πολύ βαθιά φιλία, από τις λίγες που είχα στην ζωή μου.
Την Αλίκη εγώ την γνώρισα σαν σταρ, μεγάλη σταρ. Οταν έπαψε να είναι σταρ κι έγινε μύθος, τότε τα πράγματα ησύχασαν πάρα πολύ μέσα της. Ησύχασε η αγωνία της. Το΄ νιωθες αυτό, το΄ νιωθες γύρω σου. Δεν την αντιμετώπιζαν ούτε σαν ηθοποιό ούτε σαν σταρ. Ηταν ο μύθος Αλίκη –δεν την είχαν πια τα λαϊκά περιοδικά εξώφυλλο αλλά και τα πιο προχωρημένα της εποχής. Και στις συνεντεύξεις, οι άνθρωποι που της έπαιρναν συνεντεύξεις, ο τρόπος που την αντιμετώπιζαν, είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια η βεντέτα, η σταρ, αλλά ο μύθος. Κι εκείνη ησύχασε. Αντί ν΄ αφήσει ό,τι ανθρώπινο και να γίνει ένα τοτέμ, έγινε πιο άνθρωπος από ποτέ».
«Ναι, η Αλίκη ήθελε να γίνει σταρ με νύχια και με δόντια. Απλώς όταν αυτό έγινε εντελώς αποδεκτό ηρέμησε κι έγινε άνθρωπος, δεν ξέφυγε. “Πώς δεν τρελάθηκα”, μου΄πε μια φορά. “Σκέψου ότι ήμουν 26-27 χρονών και μου έπαιρναν το αυτοκίνητο στα χέρια για να με πάνε στο θέατρο. Σκέψου ότι δεν τολμούσα να κυκλοφορήσω, με μαδάγανε... Θα μπορούσα να είχα τρελαθεί”.
Νομίζω ότι σε όλο αυτό την βοήθησε μια εσώτερη δύναμη, από τα παιδικά της χρόνια –ο τρόπος που έμαθε τον θάνατο του πατέρα της, ο τρόπος που επέζησε χωρίς τον πατέρα της. Μου είχε κάνει εντύπωση, και το σκεφτόμουν αργότερα, ότι μπορεί να είχε μερικές φορές ζήλεια, αλλά ποτέ κανέναν φθόνο και κανένα μίσος για κανέναν. Δηλαδή το να σκοτώσει μια μερίδα του ελληνικού λαού στον εμφύλιο τον πατέρα σου, μπορεί να σε κάνει έναν άνθρωπο πάρα πολύ σκληρό απέναντι στην αντίθετη πλευρά. Αυτό εγώ δεν το είδα ποτέ στην Αλίκη. Οι παρέες της τότε ήταν απ΄ όλες τις μεριές. Δεν την άκουσα να μιλάει ποτέ με μίσος για τους αριστερούς –ποτέ, και θα μπορούσε, όταν έχουν σκοτώσει τον πατέρα σου...
”Δεν ανήκω ούτε στην αριστερά ούτε στην δεξιά”, έλεγε, “ανήκω στον λαό μου”...
Μια φορά, κι αυτό με έχει εντυπωσιάσει, σε μια επέτειο του Πολυτεχνείου, βλέπαμε στην τηλεόραση την ανταπόκριση, αργά το βράδυ, μετά το θέατρο σπίτι της. Ενας νέος, αναρχοαυτόνομος, έξω από το Πολυτεχνείο, είχε πάρει την ελληνική σημαία και είχε αρχίσει να την καίει. Το σχολίασε άσχημα δημοσιογράφος και τότε η Αλίκη, είπε, σαν μονόλογο “ποιος ξέρει τι μαύρο κουβαλάει αυτό το παιδί”...».
«Ολα τα μαύρα, τα ζοφερά πράγματα που πέρασε στην ζωή της δεν την έκαναν να μισήσει. Βέβαια η Αλίκη είχε την τύχη ή την προνοητικότητα, οι δύο πρώτοι άνδρες της ζωής της να είναι ο Αλέξης Σολομός και μετά ο Μάριος Πλωρίτης, από το ΄54 ως το ΄62, στα χρόνια δηλαδή που διαμορφώνεται ένας άνθρωπος... Από τη μια μπορεί να γύριζε την ταινία “Διακοπές στην Αίγινα”, αλλά από την άλλη, με τον Πλωρίτη έκανε παρέα στον “Ικαρο” με όλους, τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, όλους όσους σύχναζαν εκεί που ήταν μια φωλιά, μια όαση πνευματικότητας –η οποία και καθόρισε όλη αυτή την δεκαετία ως την δικτατορία.
Νομίζω ότι αυτό την βοήθησε πολύ και το εκτιμούσε αλλά από την άλλη είχε κι αυτό το λαϊκό αίσθημα κι ένα ένστικτο, μαζί με τον αυτοσαρκασμό.
Μια μέρα θυμάμαι, ήμασταν πάνω στην σκηνή και μου λέει ότι θέλει να αλλάξει την αυλαία –μου δείχνει δύο δείγματα, ένα μωβ κι ένα μπορντό. Της λέω ότι προτιμάω το μπορντό. “Εγώ πάλι, που είμαι βούρλο, προτιμάω το μωβ”. Και βέβαια έβαλε το μωβ.
Ποτέ δεν αναφερόταν στο παρελθόν της –εκτός από εκείνο το βράδυ που μου είχε πει τα πάντα... Δεν την είδα να αναφέρεται ποτέ σε εποχές δόξας. Στόχος της ήταν κάθε φορά η επιτυχία, αυτός ήταν ο μεγάλος της στόχος. Εγώ την γνώρισα σε μια άλλη καμπή της ζωής της.
Θυμάμαι, είχα κάνει μια παράσταση με τον Γιάννη Φλερύ και όπως μιλούσαμε ανέφερα εγώ κάτι μάλλον καλό για την Αλίκη. Και μου λέει τότε ο Φλερύ: “Εσύ δεν την γνώρισες τότε που ανέβαινε. Εμείς την ξέραμε τότε”. “Ε και;”, του λέω. “Ηταν άλλη, τότε ήταν άλλη” και αναφερόταν στις δεκαετίες του ΄50, ΄60 και ΄ 70. Αλλά μπορώ να το φανταστώ.
Δεν αναπολούσε, σε μένα τουλάχιστον, τις επιτυχίες και τις δόξες της. Δεν μιλούσε για τις επιτυχίες, για τις αποτυχίες της μόνο μιλούσε.
“Ξέρεις τι σημαίνει, να παντρευτείς στους Δελφούς, να γυρίσεις στην Αθήνα και να βλέπεις όλη την πλατεία της Παλαιάς Βουλής με κόσμο, να μην μπορείς να πλησιάσεις το θέατρο, να μην μπορείς να πας ως εκεί –τότε ήταν που σήκωσαν στα χέρια την Citroen- και μέσα στο θέατρο να έχουμε είκοσι εισιτήρια;”».
«Και το άλλο που δεν μπορούσε να ξεχάσει: “Να είσαι η πρώτη σταρ, να πηγαίνεις στο Ρεξ και να μην βλέπεις κανέναν στο ταμείο του θεάτρου για το “Καίσαρ και Κλεοπάτρα” και κανέναν στο ταμείο του κινηματογράφου για “Το Ταξίδι”, από κάτω. Να βλέπεις δηλαδή τις δύο μεγάλες αποτυχίες της μεγάλης σταρ εκείνης της εποχής”.
Θυμάμαι μια φορά, γενέθλια, γιορτή της ήταν, της είχα αγοράσει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, μέλισσες από τον Φανουράκη και της τα έστειλα μαζί με ένα μπουκέτο -τα είχα κρεμάσει πάνω στην κορδέλα της ανθοδέσμης. “Είσαι τρελός”, μου λέει. “Να τα πας πίσω, εγώ θέλω τα λουλούδια, αυτά μου φτάνουν. Πήγαινε να πάρεις πίσω τα λεφτά” –δεν τα πήγα βέβαια. “Αυτά είναι να μας τα κάνουν δώρο οι πλούσιοι”...
Ολοι πιστεύαμε ότι η Αλίκη θα λυγίσει (σ.σ. όταν αρρώστησε). Δεν συνέβη. Ηταν πολύ υψηλού επιπέδου η στάση της, δεν λύγισε ποτέ, εγώ τουλάχιστον δεν την είδα. Μια φορά μόνον την άκουσα, όταν η Νότα της είπε πως θα πάει στο χωριό, για να το ετοιμάσει, ώστε μετά να πάνε μαζί, και μετά της μίλησε για τον χειμώνα και το θέατρο... “Δεν θέλω ούτε φουστάνια, ούτε επιτυχία, ούτε θέατρο, ούτε τίποτα. Μπορώ να είμαι χοντρή γριά που μαζεύει χόρτα στο χωριό; Αυτό μου το δίνεις;”».
«Οταν πήγε στη Βοστώνη με παίρνει μια μέρα τηλέφωνο και μου λέει “πήγαινε να δεις την Νότα στο σπίτι αν είναι καλά, γιατί έχει πίεση”. Και προσθέτει: “Κοίταξε, μου λέει, εγώ τελείωσα. Ακουσα τον γιατρό που μιλούσε στο παιδί (σ.σ. ο Γιάννης, ο γιος της είχε πάει μαζί) και του είπε “είχες μια πολύ καλή μητέρα –σε παρελθόντα χρόνο. Δεν έχω καμία ελπίδα. Από΄την άλλη, έζησα πολύ καλά, έκανα τα πράγματα που ήθελα, ερωτεύτηκα, δεν νομίζω ότι μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο από αυτό που έκανα στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Εγινα αυτό που έγινα, τελείωσε. Μόνον δεν θέλω να με υποδεχτείτε με κλάματα”. Επιστρέφει λοιπόν και πάω σπίτι να τη δω. Βαμμένη, χτενισμένη, μου λέει: “Ηταν λάθος αυτό που σου είπα, εγώ τώρα είμαι με την ελπδα, θα το παλέψω”. Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ γι΄αυτό.
Αυτήν την Αλίκη γνώρισα εγώ...».