Sonia Liza Kenterman

Η Σόνια Λίζα Κέντερμαν αποκαλύπτει τα μυστικά του «Ράφτη»

Η Σόνια Λίζα Κέντερμαν με καταγωγή από την Ελλάδα και τη Γερμανία στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, τον «Ράφτη», εμπνέεται από την κρίση και τις μεγάλες αλλαγές που επέφερε.

Μια ταινία σαν παραμύθι, που μιλάει για την ικανότητα να επιβιώνει κανείς, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν πολύ δύσκολα. Γι’ αυτήν, άλλωστε, άφησε πίσω της το Λονδίνο, όπου και σπούδασε, και επέστρεψε στην Αθήνα, προκειμένου να μπει στον μαγικό κόσμο των ραφτάδικων, που κινδυνεύει να χαθεί.

Ο «Ράφτης» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο 24ο Tallinn Black Nights Film Festival στην Εσθονία, ενώ η πανελληνία πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στο 61ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε το Βραβείο FIPRESCI, το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής Νεότητας και το Πρώτο βραβείο ΕΡΤ.

Η σκηνοθέτις μιλά στο Bovary.gr για τον «Ράφτη», τις γυναίκες στον χώρο της σκηνοθεσίας και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου.

Πώς εμπνευστήκατε την ιστορία του Ράφτη;

Θέλαμε να γράψουμε μια ιστορία με εφαλτήριο την οικονομική και ανθρωπιστική κρίση που βίωνε -και για πολλούς λόγους βιώνει ακόμα- η Ελλάδα. Τα προηγούμενα χρόνια ζούσα στο Λονδίνο και επέστρεψα στα μέσα της κρίσης. Ήταν σοκαριστικό το πώς η κρίση επηρέασε τα επαγγέλματα, που ούτως ή άλλως έχουν αρχίσει να εκλείπουν. Έτσι, επέλεξα το επάγγελμα του ράφτη. Μια τέχνη πολύ γοητευτική, που απαιτεί τεράστια εξάσκηση και επιμονή στις λεπτομέρειες. Όσο ανακαλύπταμε τον κόσμο της ραπτικής, τόσο διαμορφώναμε και τον χαρακτήρα της ταινίας. Είναι ένας καλλιτέχνης με βελόνα και κλωστή, ένας ονειροπόλος ήρωας που πατάει μόνο με το ένα πόδι στη γη. Λίγο αλαφροΐσκιωτος, με ευγένεια και τρόπους μιας άλλης εποχής, με παιδική περιέργεια και αποσυρμένος από τον έξω κόσμο, που όμως θα βρει τη δύναμη και το κουράγιο να πάρει το μέλλον του στα χέρια του.

Τι εκπροσωπεί για εσάς ο Ράφτης;

Τη μεταμόρφωση. Την εσωτερική δύναμη που βρίσκει κάποιος να αλλάξει τις συνθήκες της ζωής του, ακόμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ο ήρωας ζει αυτοεξόριστος στο πατάρι του ραφτάδικου στο κέντρο της Αθήνας. Ο πατέρας του, που έχει τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης, μπαίνει στο νοσοκομείο και η τράπεζα απειλεί να κατάσχει το ραφτάδικο λόγω χρεών, που έχουν συσσωρευτεί με τα χρόνια. Είναι χαρακτήρας ντροπαλός και μαζεμένος, αλλά οι συνθήκες τον ωθούν να κάνει την υπέρβαση. Γίνεται μαχητής. Μεταμορφώνεται σε πλανόδιο ράφτη και απελευθερώνεται από τα δεσμά της παλιάς του ζωής. Βρίσκει μία διέξοδο. Μία ευκαιρία να ανακαλύψει τον εαυτό του και να επανεφεύρει την τέχνη του. Η ταινία διηγείται μία ελπιδοφόρα και αισιόδοξη ιστορία για την αλλαγή και την ικανότητα να προχωράμε, να εξελισσόμαστε.

Στα γυρίσματα του «Ράφτη»

Βλέπουμε στην ταινία σας έναν κόσμο που χάνεται, το ραφτάδικο, και μια νέα  αισθητική που έρχεται. Μπορούν αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι κάπου να συναντηθούν;

Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος της ραπτικής, του Bespoke, του Sur Mesure σιγά σιγά συρρικνώνεται. Δεν θα έλεγα ότι εξαφανίζεται, γιατί υπάρχουν ακόμα αρκετοί άντρες –και νέοι ακόμα– που ράβουν κοστούμια στα μέτρα τους. Το κόστος για ένα ραμμένο κοστούμι είναι σαφέστατα μεγαλύτερο. Η εποχή που η ραπτική ήταν η μοναδική επιλογή ένδυσης, φυσικά, έχει περάσει. Η αισθητική, όμως, μπορεί κάλλιστα να συνεχίζεται άρρηκτα από το παρελθόν μέχρι τώρα. Οι μόδες αλλάζουν, οι τάσεις αλλάζουν, αλλά η αισθητική βρίσκεται τόσο σε ένα ρούχο υψηλής ραπτικής όσο και σε ένα οικονομικό ρούχο, προσιτό για όλους μας. Νομίζω ότι η μεγαλύτερη διαφορά από το παρελθόν στο σήμερα είναι ο χρόνος. Για να ράψει κάποιος ένα κοστούμι πρέπει να αφιερώσει πολύ χρόνο. Να βρει το ύφασμα, την ώρα για να κάνει πρόβες με τον ράφτη, να επιλέξει τα κατάλληλα αξεσουάρ που ταιριάζουν με το συγκεκριμένο κοστούμι. Οι περισσότεροι δεν αφιερώνουμε αυτόν τον χρόνο. Ίσως αυτό μόνο επηρεάζει και την αισθητική μας.

Η σκηνοθεσία σας ακολουθεί τη λογική ενός παραμυθιού. Γιατί κάνατε αυτή την επιλογή; Ποιες είναι οι επιρροές σας;

Αυτό που περισσότερο δημιουργεί την αίσθηση του παραμυθένιου στην ταινία νομίζω ότι είναι ο ίδιος ο ήρωας. Μοιάζει να είναι ήρωας εποχής, τόσο στο ντύσιμο όσο και στους τρόπους. Σαν να έχει ζήσει όλα αυτά τα χρόνια σε μια φούσκα, σε έναν μικρόκοσμο, και είναι ακόμα παιδί. Επίσης, ο μικρόκοσμος του ραφτάδικου που ζει, οι τροχαλίες, τα έπιπλα που «πακετάρονται» και μετατρέπονται σε κάτι άλλο, η τροχήλατη άμαξα–ραφτάδικο, όλα αυτά τα στοιχεία δίνουν έναν παραμυθένιο τόνο. Τα πρόσωπα της ταινίας έχουν και μια συμβολική διάσταση: η Ταμίλα  Κουλίεβα έχει τον ρόλο της μούσας, το κοριτσάκι που είναι λίγο σαν τον μάντη, για παράδειγμα. Επίσης, ο χρόνος που εκτυλίσσεται η ταινία, ενώ είναι  τοποτεθημένος στη σημερινή εποχή, θα μπορούσε να συμβαίνει και σε κάποιο απροσδιόριστο σημείο στο παρελθόν. Το κωμικό στοιχείο και το χιούμορ της ταινίας προκύπτουν από την αντίστιξη ενός παλιομοδίτη και ευγενικού άντρα με τη σύγχρονη Αθήνα και την απόπειρά του να συντονιστεί με τον έξω κόσμο και να τα καταφέρει.

Μελέτησα πολύ ασπρόμαυρες ταινίες και ιδίως τις ταινίες του Buster Keaton. Ο ηθοποιός αυτός ήταν και η βασική μας αναφορά με τον Δημήτρη Ήμελλο. Η τόσο ισχυρή εκφραστικότητά του και η κίνησή του λένε τα πάντα στη σιωπή. Μελέτησα επίσης γαλλικές κωμωδίες, όπως τις ταινίες του Jacques Tati, και το  «L'amour c'est gai, l'amour c'est triste» του Pollet. Αλλά και μια ρεαλιστικές ταινίες, όπως το «Man push cart» του Ramin Bahrani.

Στα γυρίσματα του «Ράφτη»

Πόσο εύκολο είναι για μια γυναίκα να σκηνοθετεί στον κινηματογράφο σήμερα; Έχετε αντιμετωπίσει καχυποψία λόγω του φύλου σας;

Στην Ελλάδα σήμερα είναι σίγουρα πιο εύκολο ή μάλλον πιο πιθανό από ό,τι στο παρελθόν. Είχα την τύχη να ξεκινήσω την πορεία μου στην Ελλάδα με τη μικρού μήκους ταινία μου «Νικολέτα», τη χρονιά που στο Φεστιβάλ Δράμας όλα τα βραβεία πήγαν σε γυναίκες. Και ανήκω στην πρώτη γενιά που τόσες πολλές γυναίκες κάνουν ταινίες για πρώτη φορά. Είναι, όμως, αποκαρδιωτικό το γεγονός ότι, ακόμα υπάρχουν διακρίσεις στην εποχή μας. Είναι ενοχλητικό μία νέα γυναίκα δημιουργός να δέχεται ακόμα αυτήν την ερώτηση και πιστεύω ότι το να πρέπει να αποδείξεις τον εαυτό σου εξαιτίας του φύλου σου ή να πρέπει να δουλέψεις πιο σκληρά για να γίνεις αποδεκτή σε μία πατριαρχική κοινωνία είναι πραγματικά απαξιωτικό. Γιατί να πρέπει αποδείξεις τι αξίζεις σε μία κοινωνία, που δεν έχει η ίδια αποδείξει τι αξίζει;

Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με το σινεμά;

Αγάπησα τις ταινίες από μικρή ηλικία. Ήταν η εποχή που το περιοδικό «Σινεμά» κυκλοφορούσε μαζί με μια VHS κασέτα. Έτσι άρχισα να βλέπω ταινίες. Πήγαινα από μικρή στον κινηματογράφο. Κάποιες ταινίες δεν μπορούσα να τις δω γιατί ήταν «μεγαλίστικες», οπότε διάβαζα για αυτές από τις κριτικές στις Κυριακάτικες εφημερίδες. Από τότε, άρχισα να ονειρεύομαι ότι μια μέρα θα κάνω ταινίες. Ξεκίνησα να ασχολούμαι με το σινεμά μετά τις σπουδές μου στην Κοινωνιολογία στο Πάντειο, όταν πήγα στη σχολή Σταυράκου και έπειτα στο London Film School. Είναι μεγάλη ευτυχία και τύχη να σε βρίσκει η τέχνη στη ζωή σου. Μου δίνει τη δυνατότητα να δημιουργώ κόσμους και να βουτάω σε ζωές χαρακτήρων διαφορετικών από εμένα. Βουτώντας στον κόσμο των ραφτάδικων, γνώρισα ανθρώπους και καταστάσεις που ποτέ δεν θα είχα τη δυνατότητα να συναναστραφώ. Αυτός είναι ο πλούτος της τέχνης, σου φέρνει άλλους δρόμους.

Πρεμιέρα της ταινίας Ράφτης

Πώς αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα και να κάνετε ταινίες;

Η ιστορία του «Ράφτη» με έφερε πίσω. Είχα ολοκληρώσει τις σπουδές μου στο Λονδίνο, επέστρεψα για την πτυχιακή μου ταινία, τη «Νικολέτα», και έπειτα πήγα πάλι στο Λονδίνο. Αρχίσαμε μαζί με τη συν-σεναριογράφο μου να γράφουμε το σενάριο του « Ράφτη» και πια ήταν αδύνατο να βρίσκομαι μακριά από την Αθήνα, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία. Εφαλτήριο του σεναρίου είναι η κρίση και χρειαζόμουν να είμαι εδώ, για να καταλάβω αληθινά τις περιστάσεις και τις συγκεκριμένες συνθήκες που κινούν τον ήρωά μας.

Πώς βλέπετε το τοπίο σήμερα στο σινεμά; Πολλοί λένε ότι  οι πλατφόρμες, και δη οι τηλεοπτικές παραγωγές, απειλούν τον κινηματογράφο...

Η τηλεόραση υπήρχε πάντα παράλληλα με τον κινηματογράφο και το κοινό που θέλει να βλέπει σινεμά στη μεγάλη οθόνη δεν τον εγκατέλειψε. Μια ταινία φτιάχνεται για τη μεγάλη οθόνη και για να επικοινωνήσει με το κοινό. Είναι μια κοινωνική εμπειρία η συνάντηση στην αίθουσα. Τίποτα δεν μπορεί πραγματικά να αντικαταστήσει τον κινηματογράφο. Μεγάλη οθόνη σημαίνει και μεγάλο συναίσθημα. Οι πλατφόρμες, όμως, δίνουν τη δυνατότητα στις ταινίες να υπάρξουν, αν δεν βρουν διανομή στις αίθουσες, και επίσης να συνεχίσουν το ταξίδι τους σε βάθος χρόνου, αλλά και σε πολλές χώρες. Διευρύνουν έτσι το κοινό μιας ταινίας και αυτό είναι πολύτιμο. Η μοναξιά και το βόλεμα, όμως, του καναπέ είναι μια καινούργια συνθήκη ζωής. Όχι μόνο για το μέσο θέασης των ταινιών, αλλά και για πολλές άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής μας ζωής. Βλέπουμε σινεμά με τηλεοπτικούς, μοναχικούς όρους. Στη φάση που αυτό είναι μονόδρομος, όπως στην καραντίνα, είναι σημαντικό. Αλλά αν συνηθίσουμε να βλέπουμε ταινίες από τον καναπέ, αυτό σίγουρα μπορεί να βλάψει πολύ το σινεμά.

Σόνια Λίζα Κέντερμαν

Μπορεί ο ελληνικός κινηματογράφος να αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική κι εκτός συνόρων;

Το άνοιγμα του ελληνικού κινηματογράφου στο εξωτερικό έχει ξεκινήσει και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει σε τέτοια κλίμακα. Πολλές ταινίες κάθε χρόνο ταξιδεύουν σε μεγάλα φεστιβάλ και σιγά σιγά βρίσκουν τον δρόμο τους και στα σινεμά εκτός συνόρων. Αυτό βέβαια είναι πιο δύσκολο. Οι πλατφόρμες βοηθούν και σε αυτό. Είμαι πολύ χαρούμενη που  ο «Ράφτης» έχει διανομή σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Από τη Γερμανία και την Ισπανία έως την Κορέα και την Ιαπωνία. Για να αποκτήσουν οι ελληνικές ταινίες πραγματικά κοινό στο εξωτερικό, χρειάζεται κατά τη γνώμη μου να έχουν αυτούσια ελληνική ταυτότητα. Για παράδειγμα, βλέπουμε ιρανικό σινεμά γιατί είναι ένα σύμπαν ξεχωριστό από εμάς, γιατί έχει ταυτότητα.

Έχετε πλάνα για επόμενη ταινία;

Αυτόν τον καιρό γράφουμε μαζί με την Αμερικανίδα συν-σεναριογράφο μου το σενάριο για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μου, που διαδραματίζεται στην Ελλάδα και τη Γερμανία.