Σκάνδαλο Γουάινστιν: Πώς ένα άρθρο των New York Times οδήγησε στη φυλάκιση του παραγωγού
Η νέα ταινία της Μαρίας Σρέιντερ, η οποία σκηνοθέτησε επίσης τη σειρά «Unorthodox», με τίτλο «She said» και πρωταγωνίστριες τη Ζόι Καζάν και την Κάρεϊ Μάλιγκαν βασίζεται στο βιβλίο δύο θαρραλέων δημοσιογράφων των New York Times, της Τζόντι Κάντορ και της Μέγκαν Τούι, που έφεραν στο φως την πολύκροτη υπόθεση Γουάινσταϊν.
Όλα ξεκίνησαν το 2017, όταν οι δυο γυναίκες άρχισαν μια έρευνα για υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Τότε, ακόμα δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα έρχονταν αντιμέτωπες με τον πιο ισχυρό άνδρα του Χόλιγουντ και θα αποκάλυπταν ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα του αιώνα μας, που οδήγησε στη γιγάντωση του #metoo.
Για μήνες η Κάντορ και η Τουι είχαν επαφές με διάσημες ηθοποιούς, πρώην υπαλλήλους του Γουάινσταϊν και άλλες πηγές, μαθαίνοντας πως τα κουτσομπολιά που καιρό κυκλοφορούσαν για τον μεγάλο παραγωγό, ήταν τελικά παραπάνω από αληθινά. Μάλιστα κάποιες από τις γυναίκες που είχαν υποστεί κακοποίηση, στο παρελθόν ήθελαν να τον καταγγείλουν, αλλά τελικά είχαν έρθει σε εξωδικαστικό διακανονισμό μαζί του, γεγονός που λειτουργούσε ως τροχοπέδη στο να έρθει στο φως αυτή η συνταρακτική ιστορία.
Ένα χρόνο πριν βέβαια οι φήμες είχαν αρχίσει ήδη να οργιάζουν, όταν η ηθοποιός και συγγραφέας Ρόουζ ΜακΓκάουαν αποκάλυψε στο Twitter πως είχε βιαστεί από το αφεντικό μιας εταιρείας παραγωγής, χωρίς όμως να δίνει περισσότερα στοιχεία. Συγκεκριμένα η Ρόουζ είχε σχολιάσει μια ανάρτηση της δημοσιογράφου Λιζ Πλανκ, η οποία αναρωτιόταν γιατί οι γυναίκες που παρενοχλούνται ή κακοποιούνται σεξουαλικά δεν προβαίνουν σε καταγγελία.
Οι Κάντορ και Tούι φυσικά γνώριζαν ότι από το 2000 υπήρχε καπνός γύρω από το όνομα Γουάϊνστάιν και ήταν ενήμερες για την έρευνα που είχε κάνει ένας συνάδελφός το 2002. Δυστυχώς, τότε τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του δεν ήταν ακλόνητα. Οι δυο γυναίκες με πολύ κόπο και έχοντας απέναντι τους τους δικηγόρους του Γουάινσταϊν, αλλά και τον ίδιο, κατάφεραν να ξεπεράσουν επικίνδυνους σκοπέλους και τελικά να υπογράψουν το περιβόητο άρθρο «Harvey Weinstein Paid Off Sexual Harassment Accusers for Decades» («O Harvey Weinstein δωροδοκούσε κατήγορους για σεξουαλική παρενόχληση για δεκαετίες»), γράφοντας το πρώτο κεφάλαιο της πτώσης του.
Λίγες μέρες μετά ο Ρόμαν Φάροου, γιος της Μία Φάροου και του Γούντι Άλεν, αλλά και δημοσιογράφος του «New Yorker», άρχισε να γράφει και για τον Γουάινσταϊν, επικαλούμενος τρεις γυναίκες που τον κατηγορούσαν για βιασμό και άλλες τέσσερις για σεξουαλική επίθεση. Μάλιστα, ο Φάροου είχε στα χέρια του ένα ηχητικό ντοκουμέντο από το 2015, στο οποίο ο μεγαλοπαραγωγός προσπαθεί να πείσει την Αμπρα Γκουτιέρεζ, μοντέλο με καταγωγή από τις Φιλιππίνες και την Ιταλία, να τον ακολουθήσει στο δωμάτιό του σε κάποιο ξενοδοχείο. Το εν λόγω ντοκουμέντο είχε στείλει στις εισαγγελικές αρχές, αλλά ο τότε γενικός εισαγγελέας Σάιρους Βανς επέλεξε να μην ασκήσει ποινική δίωξη. Δυο χρόνια μετά, εκπρόσωπός του υπερασπίστηκε δημόσια την απόφασή του, λέγοντας πως τα στοιχεία που είχε τότε στη διάθεσή του ήταν ανεπαρκή. Στη συνέχεια, όμως αποκαλύφθηκε πως δικηγόρος του Γουάινσταϊν είχε προσφέρει 10.000 δολάρια στην εκστρατεία επανεκλογής του Βανς.
Αυτό που δεν φανταζόταν τότε κανείς ήταν πως δεκάδες γυναίκες αισθάνθηκαν ότι η φωνή τους μπορεί να ακουστεί και προέβησαν σε σοβαρές καταγγελίες. Ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, ο πανίσχυρος πρόεδρος της Miramax αλλά και της Weinstein Company, πλέον δεν μπορούσε να απολαμβάνει τη συγκάλυψη του συστήματος. Η Άσλεϊ Τζουντ και η Άσια Αρτζέντο πήραν τη σκυτάλη στη συνέχεια και εξομολογήθηκαν τις δικές τους εμπειρίες, επιβεβαιώνοντας πως «ο βασιλιάς» ακολούθησε την ίδια σταθερή τακτική για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, πιστεύοντας ότι η εξουσία και τα χρήματά του θα τον προστάτευαν εσαεί.
Η Πατρίσια Αρκέτ, η Αντζελίνα Τζολί, η Μίρα Σορβίνο και η Γκουίνεθ Πάλτροου είναι μόνο μερικές από τις διάσημες σταρς που στάθηκαν στο πλευρό όλων αυτών των θαρραλέων γυναικών, ισχυροποιώντας με τις δικές του μαρτυρίες τα λεγόμενά τους. Η δικηγόρος του Γουάϊνστάιν κάτω από αυτό το τσουνάμι αποκαλύψεων παραιτήθηκε, η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και η Ακαδημία τον έσβησε από τις λίστες της.
Το γιατί καθυστέρησε τόσες δεκαετίες να μαθευτεί η αλήθεια οφείλεται σύμφωνα με κάποιους το ότι ο Γουάϊνστάιν ήταν μια ιδιοφυΐα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, που μόνο ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μπορούσε να συναγωνιστεί. Πόσο όμως αυτή η ικανότητα μπορούσε να τον διευκολύνει στα δεκάδες εγκλήματά του, αν δεν υπάρχει ένα ισχυρό σύστημα που όχι μόνο τον στήριζε, αλλά και δικαιολογούσε τις πράξεις του ως «τυπική ανδρική συμπεριφορά»...
Μετά από τη δημοσίευση του άρθρου του Φάροου στο «New Yorker», η αστυνομία της Νέας Υόρκης εντόπισε τη Λουσία Έβανς, μια σύμβουλο μάρκετινγκ, η οποία είχε καταγγείλει δημοσίως πως ο Γουάινσταϊν την είχε εξαναγκάσει σε στοματικό σεξ κατά τη διάρκεια συνάντησής του στο γραφείο του στο Μανχάταν το 2004. Δεδομένου ότι πολλές από τις καταγγελίες αφορούσαν γεγονότα που είχαν συμβεί πολλά χρόνια πριν, άρα είχαν παραγραφεί, η Εβανς ήταν η μοναδική που θα μπορούσε να τον οδηγήσει ενώπιον της δικαιοσύνης. Εκείνη λοιπόν σήκωσε στους ώμους της το βάρος αυτή της ιστορίας, μιλώντας εξ ονόματος τόσων γυναικών, υπέμενε τις προσπάθειες συκοφάντησης και δυσφήμησής της από την αντίπαλη πλευρά και πράγματι το 2018 ο μεγιστάνας οδηγήθηκε στη φυλακή, κατηγορούμενος για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση δύο γυναικών.
Αλλά λίγους μήνες αργότερα, οι κατηγορίες κατέρρευσαν, όταν ένας ερευνητής της αστυνομίας ανέφερε πως στενός φίλος της Εβανς υποστήριξε πως η ίδια του είχε εκμυστηρευτεί πως συνευρέθηκε συναινετικά με τον Γουάινσταϊν για να προωθήσει την καριέρα της. Εκείνη το αρνήθηκε, ωστόσο ο παραγωγός αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση 1 εκατ. δολάρια, η οποία μήνες αργότερα αυξήθηκε σε 5 εκατ. δολάρια, έπειτα από υπόνοιες ότι απενεργοποίησε το «βραχιολάκι» που ήταν υποχρεωμένος να φορά.
Στις 6 Ιανουαρίου 2020 τελικά ξεκινά η δίκη του στη Νέα Υόρκη για τον εξαναγκασμό της Μίριαμ Χάλεϊ, πρώην τηλεοπτικής παραγωγού, σε στοματικό σεξ στο διαμέρισμά του στο Μανχάταν το 2006 και τον βιασμό της κομμώτριας και ηθοποιού Τζέσικα Μαν σε ξενοδοχείο του Μανχάταν το 2013. Στις 24 Φεβρουαρίου, κρίνεται ένοχος από τους ενόρκους και στις 11 Μαρτίου ανακοινώνεται η ποινή του: 23 χρόνια κάθειρξη. Μεταφέρεται στις φυλακές Wende Correctional Facility κοντά στο Μπάφαλο.
Το 2021, το δικαστήριο αποφασίζει ότι η εταιρεία του, που είχε εν τω μεταξύ έχει κηρύξει πτώχευση, πρέπει να καταβάλλει το ποσό των 17 εκατομμυρίων δολαρίων σε γυναίκες (περίπου πενήντα) που κατηγόρησαν τον Γουάινσταϊν για σεξουαλικές επιθέσεις. Οι διευθυντές και οι αξιωματούχοι της εταιρείας, μεταξύ των οποίων ο αδελφός του, Μπομπ, απαλλάχθηκαν από οποιαδήποτε πιθανή ευθύνη.
Στα 2 Ιουλίου στη δίκη στο Λος Άντζελες για ανάλογα εγκλήματα εμφανίστηκε καταβεβλημένος σε αναπηρικό καροτσάκι και δήλωσε αθώος. Στις 2 Ιουνίου του 2022, το δικαστήριο της Νέας Υόρκης απέρριψε τους ισχυρισμούς του ότι η δικαστική έδρα ήταν προκατειλημμένη εναντίον του, αφήνοντας γυναίκες να καταθέσουν για θέματα που δεν αφορούσαν στις εγκληματικές του πράξεις.
Τον Οκτώβριο του 2022 βρέθηκε και πάλι στο εδώλιο σε δικαστήριο του Λος Άντζελες, αντιμετωπίζοντας τουλάχιστον 11 κατηγορίες για βιασμούς, που φέρεται ότι τελέστηκαν μεταξύ 2004 και 2013. Ανάμεσα στις γυναίκες που κατέθεσαν εναντίον του είναι και η Τζένιφερ Σίμπελ Νιούσομ, δημιουργός ντοκιμαντέρ και ηθοποιός, η οποία είναι σήμερα παντρεμένη με τον κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούσομ, που τον κατηγορεί ότι τη βίασε κατά τη διάρκεια ενός ραντεβού που πίστευε ότι είναι επαγγελματικό, το 2005.
Το βέβαια είναι πως μετά από τον αγώνα της Κάντορ και της Τουί, που δημοσιοποίησαν τις εμπειρίες τους στο βιβλίο «She said», στο οποίο βασίζεται κι η ταινία, εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο αποφάσισαν να μιλήσουν ανοιχτά για τις δικές τους ιστορίες κακοποίησης, κι έτσι ένα θέμα που πρωτίστως παρέμενε ταμπού, πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας, αποκαλύπτοντας το αδυσώπητο πρόσωπο της πατριαρχίας και της ανοχής ανάλογων εγκλημάτων.