Σάρα Κέιν: Η συγγραφέας που αποτύπωσε τη λατρευτική πλευρά του έρωτα ήταν βαθιά τραυματισμένη
Μια από τις σπουδαιότερες συγγραφείς του Βρετανικού θεάτρου μάς επιτρέπει να δούμε πίσω από την αυλαία, αποκτώντας μια υστεροφημία που ενώ δεν θέλησε, κατέκτησε.
Η Σάρα Κέιν ζήτησε να μη γραφτεί ποτέ καμία βιογραφία για εκείνη. Τα βασικά δημογραφικά της στοιχεία βρίσκονται διάσπαρτα στο διαδίκτυο, μαζί με το έργο της. Σεβόμενη την επιθυμία της, θα επιχειρήσουμε μια σκιαγράφηση του χώρου και του χρόνου που έδρασε. Η Σάρα Κέιν ήταν δωρική, τίποτα στο έργο της δεν είναι περιττό, ο ρυθμός, το πάθος, η αλήθεια της, είναι όλα εκεί για να ερεθίσουν το μυαλό και τα συναισθήματα. Τρεις πυλώνες στηρίζουν το έργο της: αγάπη, ερωτική επιθυμία και θάνατος.
Από καθαρή τύχη γεννιέται το 1971, έτσι θα έχει την ευκαιρία να γαλουχηθεί σε μια εποχή που δίνει απλόχερα ερεθίσματα για την γυναικεία θεατρική δημιουργία. Σπουδάζει θέατρο και το 1995 είναι έτοιμη να ανεβάσει το πρώτο της θεατρικό έργο «Έλεος» στο Royal Court Upstairs. Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τον Ίαν, την Κέητ και έναν στρατιώτη κατά τη διάρκεια του Γιουγκοσλαβικού εμφυλίου. Σέ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ο Ίαν βιάζει την, κατά πολύ μικρότερή του, Κέητ και στην συνέχεια ένας στρατιώτης μπαίνει στο δωμάτιο, βιάζει τον Ίαν και κατόπιν αυτοκτονεί.
Η συγγραφέας παίρνει σαφή θέση και στηλιτεύει την εμπλοκή της Αγγλίας στον πόλεμο, μιλάει για τις συνέπειες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, τον εθνικισμό, τον παραλογισμό του πολέμου και φυσικά τον σεξισμό. Απευθυνόμενη στην αστική βρετανική τάξη, η Κέιν στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα το οποίο θα σοκάρει και θα συνεπάρει συνάμα κοινό και κριτικούς. Το πρώτο της έργο, αλλά και όσα θα ακολουθήσουν, επηρεάζονται από την φιλόσοφο Τζούντιθ Μπάτλερ και αποτελούν σημείο αναφοράς του φεμινιστικού κινήματος του 1990. Η Σάρα Κέιν γράφει και σκηνοθετεί με σαφή στόχο την ανάδειξη της ανοχής της κοινωνίας σχετικά με το έμφυλο ζήτημα.
Ίαν: Δε βρήκες δουλειά ακόμα; Ακόμα σε ταΐζουν οι φορολογούμενοι. Πότε θα σταθείς στα πόδια σου. Είσαι ηλίθια. Δεν είσαι σε θέση να βρεις δουλειά ποτέ.
Κέητ: Είμαι. Δεν είμαι... Δεν είμαι, δεν είμαι.
Η Κέτη αρχίζει να τρέμει. Ο Ίαν γελάει. Η Κέητ λιποθυμάει.
(Έλεος/ Blasted – 1993)
Το πατριαρχικό αφήγημα αποδομείται άρτια μπροστά στα μάτια μας και αρκούν μόνο μερικά αποσπάσματα από το «Έλεος» για να γνωρίσουμε καλύτερα την Κέιν. Μεταφερόμαστε στο 1995, οπότε η συγγραφέας παρουσιάζει τη μοναδική της ταινία, το «Δέρμα». Με δέκα λεπτά στη διάθεσή της, αφηγείται την ιστορία ενός φασίστα και προφανώς ρατσιστή, του Μπίλυ, και πώς τα θύματα του εκφοβισμού του τον εκδικούνται. Ιδεολογία, φυλετικός ρατσισμός και ομοφυλοφιλία συνθέτουν το πορτρέτο μιας κοινωνίας, μπερδεμένης, που βουλιάζει από τα στερεότυπα, τα οποία η ίδια έφτιαξε. Η Κέιν είναι αποφασισμένη να ονομάσει καθετί προβληματικό στον χώρο γύρω της.
Οι κριτικοί θεάτρου έχουν ήδη αρχίσει να χαρακτηρίζουν τα έργα της «μη θεατρικά» και με «έλλειψη λυρισμού». Η ίδια σε όλα αυτά απαντά πάντα με ψυχραιμία και σιγουριά για τις εικόνες που επιλέγει να δημιουργεί και σήμερα την γνωρίζουμε ως την πιο αντιπροσωπευτική θεατρική συγγραφέα του κινήματος «in-yer-face theatre».
Επιστρέφει στο θέατρο το 1996 με το «Φαίδρας Έρως», ένα έργο το οποίο η Κέιν γράφει κατά παραγγελία του Gate Theatre (Θέατρο Πύλης, Δουβλίνο). Η δική της Φαίδρα βασίζεται στο έργο του Ρωμαίου φιλόσοφου, Σενέκα. Στη σύγχρονη Βρετανία, ο καταθλιπτικός πρίγκιπας Ιππόλυτος αδιαφορεί για τα όσα γίνονται γύρω του, μέχρι που η μητριά του, Φαίδρα, του εξομολογείται την αγάπη της. Όταν αυτός δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματα της, γιατί δεν πιστεύει πλέον στον έρωτα, η Φαίδρα αυτοκτονεί, αφήνοντας πίσω της ένα σημείωμα με το οποίο κατηγορεί τον Ιππόλυτο για βιασμό. Στην «Φαίδρα» κανείς δεν είναι απολύτως ισορροπημένος, ο καθένας έχει τους δαίμονες του και εν τέλει χάνει τον έλεγχο.
Το 1998 η Κέιν μας παρουσιάζει το «Καθαροί πιά», ίσως το πιο πολύπλοκο έργο της, δραματολογικά. Η σεξουαλική ταυτότητα και το ζήτημα του «Μεγάλου Αδερφού» απασχολούν την πλοκή, σοκάρoντας το κοινό για μια ακόμη φορά. Η Κέιν προβληματίζεται έντονα με την εσωτερική επιθυμία και την καταπίεση αυτής. Η ίδια αγαπά τις γυναίκες, πολύ. Τις ερωτεύεται, γράφει για αυτές, πληγώνεται εξαιτίας τους. Πολλές από τις σχέσεις της θα τη σημαδέψουν και ποτέ δεν θα βρει τον τρόπο να διαχειριστεί τον αντίκτυπο τους πάνω της.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς γράφει τον πιο γνωστό της μονόλογο, «Λαχταρώ». Το κείμενο είναι μια ερωτική εξομολόγηση, μια σπουδή σε όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα που δύο ερωτευμένα πλάσματα μοιράζονται. Ένας διάλογος τεσσάρων ατόμων, αφαιρετικός και παράλληλα πλούσιος, μια ωδή στον έρωτα. Η Κέιν όμως, έχει πλέον ξεγυμνωθεί και όπως πολλοί από τους ήρωες της, έχει χάσει την ελπίδα της και δεν μπορεί να ερωτευτεί ξανά.
C: Θέλω να νιώθω με το σώμα μου έτσι όπως νιώθει η ψυχή μου. Λιμασμένη.
Μ: Δαρμένη.
Α: Τσακισμένη.(Λαχταρώ/ Crave, 1998)
Τον Φεβρουάριο του 1999, σε ηλικία 28 χρονών, έδωσε τέλος στη ζωή της. Κρεμάστηκε με κορδόνια παπουτσιών. Δεν ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκε αντιμέτωπη με το βάρος της ίδιας της ύπαρξης, -είχαν προηγηθεί αρκετές απόπειρες. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε η Κέιν ήταν η ηχογραφημένη φωνή της Sylvia Plath, να απαγγέλει ποιήματα της στο walkman που βρέθηκε στο δωμάτιο της. Πολλοί θα πουν ότι το τελευταίο της έργο Ψύχωση 4:48 (4:48 Psychosis, 1999) αποτέλεσε ένα είδος προοικονομίας.
Στις 4:48 το ξημέρωμα, την ώρα που καταγράφονται οι περισσότερες αυτοκτονίες, η Κέιν χωρίς σκηνοθετικές οδηγίες περιγράφει με ακρίβεια την συναισθηματική κατάρρευση και την απουσία ελέγχου που μπορεί ένα άτομο να βιώσει από την σκληρότητα του κόσμου αλλά και του εαυτού του. Πριν φύγει οριστικά έγραψε ένα ακόμα θεατρικό έργο το οποίο θα παραμείνει άτιτλο και θα το κληρονομήσει ο αδερφός της, Σάιμον.
Η Σάρα Κέιν έζησε μια ζωή γεμάτη εντάσεις. Μέσα από τα έργα της επιτέθηκε στους θεσμούς και την ψευδή πραγματικότητα που κατασκευάζουν και επιβάλλουν. Περιγράφει και αναλύει τον κόσμο μας, έτσι όπως είναι, έτσι όπως κανείς μας δεν θέλει να παραδεχτεί ότι είναι. Αυτό που αφήνει πίσω της είναι κάτι που θα συνεχίσει να υπάρχει και θα μας προσπερνά όλους: τα πάθη μας. Είμαστε όσα επιλέγουμε, όσα θέλουμε και όσα λαχταράμε. Είμαστε φιλήδονοι, κουήρ, πολιτικοποιημένοι και ανεξέλεγκτοι. Ερωτευόμαστε και χανόμαστε στο πρόσωπο του Άλλου. Τα έργα της Κέιν δεν θέλησαν να γίνουν διδακτικά, είναι απλώς καθρέφτες (μας).
Λαχταρώ, Σάρα Κέιν (1998)
«Και θέλω να παίζουμε κρυφτό και να σου δίνω τα ρούχα μου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου
και να κάθομαι στα σκαλιά ενώ εσύ κάνεις ντουζ
και να σου τρίβω το σβέρκο
και να σου φιλάω τα πόδια και να σε κρατάω απ’ το χέρι
και να βγαίνουμε για φαγητό
και να μη με νοιάζει που τρως το δικό μου
και να σε συναντώ στου Ρούντυ και να μιλάμε για τον καιρό
και να πληκτρολογώ τα γράμματά σου
και να κουβαλάω τα πράγματά σου
και να γελάω με την παράνοιά σου
και να σου δίνω κασέτες που δεν τις ακούς
και να βλέπουμε σπουδαίες ταινίες και να βλέπουμε άθλιες ταινίες
και να γκρινιάζουμε για το ραδιόφωνο
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι
και να σηκώνομαι για να σου φέρνω καφέ
και κουλούρια και κρουασάν
και να πηγαίνουμε στου Φλόρεντ
και να πίνουμε καφέ τα μεσάνυχτα
και να μου κλέβεις τα τσιγάρα
και ποτέ να μην μπορώ να βρω ένα σπίρτο
και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ
και να σε πηγαίνω στον οφθαλμίατρο
και να μη γελάω με τα αστεία σου
και να σε θέλω το πρωί μα να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα
και να φιλάω την πλάτη σου και να χαϊδεύω το δέρμα σου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου,
τα μάτια σου, τα χείλη σου,
ο λαιμός σου, το στήθος σου, ο κώλος σου
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι να γυρίσει σπίτι ο γείτονάς σου
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι εσύ να γυρίσεις σπίτι
και να ανησυχώ όταν αργείς
και να ξαφνιάζομαι όταν έρχεσαι νωρίς
και να σου δίνω ηλιοτρόπια
και να πηγαίνω στο πάρτι σου
και να χορεύω μέχρι τελικής πτώσης
και να μετανιώνω όταν κάνω λάθος
και να χαίρομαι όταν με συγχωρείς
και να κοιτάω τις φωτογραφίες σου
και να εύχομαι να σε ήξερα από πάντα
και ν’ ακούω τη φωνή σου στα αυτιά μου
και να νιώθω το δέρμα σου στο δέρμα μου
και να τρομάζω όταν θυμώνεις
και το ένα σου μάτι έχει γίνει κόκκινο
και το άλλο γαλάζιο και η χωρίστρα σου στα αριστερά
και το πρόσωπο σου σαν Κινέζου
και να σου λέω ότι είσαι πανέμορφος
και να σε αγκαλιάζω όταν αγχώνεσαι
και να σε κρατάω όταν πονάς
και να σε θέλω όταν σε μυρίζω
και να σε προσβάλλω όταν σε αγγίζω
και να κλαψουρίζω όταν είμαι δίπλα σου
και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι
και να μου τρέχουν τα σάλια στο στήθος σου
και να σε πνίγω τη νύχτα
και να κρυώνω όταν παίρνεις την κουβέρτα
και να ζεσταίνομαι όταν δεν την παίρνεις
και να λιώνω όταν χαμογελάς
και να διαλύομαι όταν γελάς
και να μην καταλαβαίνω γιατί νομίζεις ότι σε απορρίπτω
όταν δε σε απορρίπτω
και να αναρωτιέμαι πως σου πέρασε απ’ το μυαλό
ότι θα μπορούσα
ποτέ να σ’ απορρίψω
και να αναρωτιέμαι ποιος είσαι
αλλά να σε δέχομαι ούτως ή άλλως
και να σου λέω για το μαγεμένο ξωτικό του δάσους
που διέσχισε πετώντας τον ωκεανό επειδή σε αγαπούσε
και να σου γράφω ποιήματα
και να αναρωτιέμαι γιατί δε με πιστεύεις
και να αισθάνομαι κάτι τόσο βαθύ
που να μη βρίσκω λόγια να το περιγράψω
και να θέλω να σου αγοράσω ένα γατάκι
το οποίο θα ζηλεύω επειδή θα το προσέχεις περισσότερο από μένα
και να σε κρατάω στο κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις
και να κλαίω σα μικρό παιδί όταν τελικά το κάνεις
και να διώχνω τις κατσαρίδες
και να σου αγοράζω δώρα που δε θέλεις
και να τα παίρνω πάλι πίσω
και να σου ζητάω να με παντρευτείς
και να λες πάλι όχι
αλλά να συνεχίζω να στο ζητάω
επειδή αν και νομίζεις ότι δεν το εννοώ
πάντα το εννοούσα από την πρώτη φορά που στο ζήτησα
και να περιπλανιέμαι στην πόλη
με τη σκέψη πως είναι άδεια χωρίς εσένα
και να θέλω ό,τι θέλεις
και να νομίζω ότι χάνω τον εαυτό μου
αλλά να ξέρω πως είμαι ασφαλής μαζί σου
και να σου λέω για τη χειρότερη πλευρά μου
και να προσπαθώ να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου
επειδή δεν αξίζεις τίποτα λιγότερο
και να απαντάω στις ερωτήσεις σου
όταν θα προτιμούσα να μην το κάνω
και να σου λέω την αλήθεια
όταν στην πραγματικότητα δεν το θέλω
και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής
επειδή ξέρω ότι το προτιμάς
και να νομίζω ότι όλα έχουν τελειώσει
αλλά να κρατιέμαι για δέκα λεπτά ακόμα
πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου και ξεχάσω ποια είμαι
και να προσπαθώ να σε πλησιάσω
επειδή είναι όμορφα να σε μαθαίνω και αξίζει τον κόπο
και να σου μιλάω κακά γερμανικά και εβραϊκά χειρότερα
και να σου κάνω έρωτα στις τρεις το πρωί
και κάπως
με κάποιο τρόπο
να σου εκφράζω έστω και λίγο
τον ακάθεκτο
τον ακατάλυτο
τον ακατάσβεστο
τον μεταρσιωτικό
τον ψυχαναλυτικό
τον άνευ όρων
τον τα πάντα πληρούντα
τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ερωτά μου για σένα».