Η άγρια δολοφονία του Νίκου Σεργιανόπουλου
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ένας άνθρωπος τόσο φωτεινός, έκρυβε τόσα σκοτάδια μέσα του.
Το ημερολόγιο έγραφε 4 Ιουνίου 2008 και η είδηση που μονοπωλούσε τις τηλεοράσεις, αλλά και τις ιδιωτικές μας συζητήσεις, ήταν αυτή της άγριας δολοφονίας του Νίκου Σεργιανόπουλου. Λίγες ώρες νωρίτερα, στις 7:00 ο τηλεοπτικός Κωνσταντίνος Μαρκοράς είχε βρεθεί νεκρός από την οικιακή του βοηθό στο σπίτι του στο Παγκράτι με 21 μαχαιριές στην καρδιά, το λαιμό και τους πνεύμονες του. Η εικόνα του 56χρονου άντρα, που πλέον κείτονταν γυμνός και βυθισμένος σε μια λίμνη αίματος, ήταν αρκετή για τα σκανδαλοθηρικά Μέσα της χώρας, που άρχισαν να συρρέουν στην οδό Μετεώρων που κατοικούσε ο δημοφιλής ηθοποιός. Η Ντίνα Κώνστα, η τηλεοπτική μητέρα του ηθοποιού είχε σχολιάσει μετά από χρόνια τη στάση που είχαν κρατήσει τότε τα Μέσα ως «ανθρωποφαγία, τυμβωρυχία… Δεν μπορώ να το χωνέψω ακόμα. Σαν τα όρνια (…) Ήταν απαράδεκτο. Ήταν τόσο άτυχο αυτό το παιδί… Κρίμα…».
Σύμφωνα με τον προϊστάμενο της ιατροδικαστικής υπηρεσίας, Φίλιππο Κουτσάφτη αιτία θανάτου ήταν «πολλαπλά τραύματα του λαιμού του θώρακος και της κοιλιάς δια νύσσοντος άμα και τέμνοντος οργάνου προκληθέντα». Η είδηση για τη χρήση κοκαΐνης δεν προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη, καθώς λίγους μήνες νωρίτερα, και πιο συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, είχε γίνει γνωστό ότι ο Σεργιανόπουλος είχε συλληφθεί έχοντας στην κατοχή του 35 γραμμάρια κοκαΐνης. Ο ηθοποιός, αν και αρχικά κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών αθωώθηκε, καθώς είχε δηλώσει, αλλά και είχε διαγνωστεί, ως εξαρτημένος χρήστης, οπότε και αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη ποσότητα ήταν για προσωπική του χρήση. Έτσι, μετά από τέσσερα βράδια παραμονής του στο κελί του Αστυνομικού Τμήματος Κολωνού είχε αφεθεί ελεύθερος.
Σύμφωνα με έναν στενό του φίλου που μετά τη δολοφονία κλήθηκε να καταθέσει στην Ασφάλεια «Τις τελευταίες εβδομάδες η εξάρτησή του από την κοκαΐνη μεγάλωνε και φαίνεται ότι είχε πραγματικά αποκτήσει σύνδρομο καταδίωξης. Ο Νίκος πίστευε το τελευταίο διάστημα ότι η σύλληψή του τότε δεν ήταν τυχαία. Ότι υπήρχε κάποιος εχθρός του που καθοδήγησε τους αστυνομικούς. Ακόμη, πίστευε ότι σε κάποιες από τις επαγγελματικές ενασχολήσεις του υπήρχαν συνάδελφοί του που τον επιβουλεύονταν και τον υπονόμευαν». Και όμως, η σύλληψη του ήταν πράγματι συμπωματική, καθώς όπως διαβεβαίωσαν οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. τον είχαν σταματήσει άνδρες της Άμεσης Δράσης γιατί έκανε επικίνδυνους ελιγμούς με το αυτοκίνητό του. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου και ο ίδιος ο ηθοποιός από μόνος του παρέδωσε τα ναρκωτικά που είχε στην κατοχή του.
Όπως έχει γίνει πλέον γνωστό ο δημοφιλής ηθοποιός ξεκίνησε να συνάπτει εφήμερες επαφές με άντρες που σύχναζαν σε πιάτσες της Αθήνας. Το ίδιο συνέβη και τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης Ιουνίου, όταν συνάντησε στην πλατεία Βικτωρίας τον άντρα που στη συνέχεια τον δολοφόνησε, τον Ντέιβιντ Μουρτικνέλι. Αρχικά έκαναν χρήση κοκαΐνης μέσα στο αυτοκίνητο του Σεργιανόπουλου και ο ηθοποιός στη συνέχεια του πρότεινε να πάνε στο σπίτι του. Από εκεί και πέρα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πλήρως τι συνέβη, παρά μόνο να βασιστούμε στην ομολογία του Μουρτικνέλι: «Ο Σεργιανόπουλος σε κάποια φάση άρπαξε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και μου ζήτησε να μου κάνει εκείνος σεξ. Εγώ αντέδρασα γιατί δεν είμαι παθητικός και με έθιξε. Κατάφερα να του πάρω το μαχαίρι και άρχισα να τον μαχαιρώνω σε διάφορα σημεία του σώματός του. Όταν σωριάστηκε κάτω, κατευθύνθηκα προς το μπάνιο για να πλυθώ επειδή είχα γεμίσει αίματα. Έπλυνα το μαχαίρι και το τοποθέτησα στο συρτάρι της κουζίνας». Επιπλέον είπε ότι πριν φύγει αναστάτωσε το διαμέρισμα για να θεωρήσει η αστυνομία ότι είχε γίνει ληστεία και να αποπροσανατολιστούν οι έρευνες. Παραδέχτηκε επίσης ότι φεύγοντας είχε πάρει 100 ευρώ από το πορτοφόλι του θύματος, δύο φορητούς υπολογιστές, το κινητό του ηθοποιού και τα κλειδιά του σπιτιού και του αυτοκινήτου του. Οι δύο υπολογιστές βρέθηκαν στο σπίτι του 30χρονου, ενώ για το κινητό ισχυρίστηκε ότι το είχε πουλήσει σε άγνωστο άτομο. Για τα κλειδιά είπε, ότι τα πέταξε σε κάδο απορριμμάτων φεύγοντας και στο σπίτι του πήγε τελικά με ταξί. Το νήμα άρχισε να ξεδιπλώνεται όταν οι αρχές διαπίστωσαν ότι η πόρτα του σπιτιού ήταν παραβιασμένη μόνο εσωτερικά, κάτι που μαρτυρούσε πως το θύμα γνώριζε τον δράστη και εισήλθαν μαζί στο σπίτι του ηθοποιού ή πως είχαν ραντεβού. Το μαχαίρι του εγκλήματος εντοπίστηκε στην κουζίνα.
Περίπου πενήντα μέρες μετά την δολοφονία του ηθοποιού οι αστυνομικές αρχές συνέλαβαν ως ύποπτο τον Ντέιβιντ Μουρτικνέλι και λίγες μέρες αργότερα, ο ίδιος ομολόγησε τις βάρβαρες πράξεις του. Οι αστυνομικοί τον εντόπισαν και τον συνέλαβαν στη συμβολή των οδών Πατησίων και Ανάφης. Όσο για τους λόγους που ο Μουρτικνέλι ομολόγησε την πράξη του, η εισαγγελέας του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, κ. Ιφιγένεια Γάκη επεσήμανε ότι «ήταν τόσα πολλά τα στοιχεία που δεν μπορούσε παρά να ομολογήσει λέγοντας ότι θόλωσε, πήρε ναρκωτικά και δεν κατάλαβε τι έγινε. Δεν ισχύουν όλα αυτά. Ενήργησε με ψυχραιμία. Ο κατηγορούμενος τα θυμόταν όλα με λεπτομέρεια». Στον εντοπισμό του δράστη συνέβαλε η εγκληματολογική υπηρεσία, στα εργαστήρια της οποίας ταυτοποιήθηκαν τα αποτυπώματα του. Με τη δικογραφία που σχημάτισε η ασφάλεια ο δράστης παραπέμφθηκε στην εισαγγελία, όπου του ασκήθηκε ποινική δίωξη και οδηγήθηκε στις φυλακές. Εξετάζοντας τα στοιχεία της δικογραφίας αλλά και τα όσα προέκυψαν κατά τη διάρκεια της δίκης, η εισαγγελέας Πρωτοδικών αντέκρουσε έναν προς έναν τους ισχυρισμούς του. «Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το θύμα απείλησε τον κατηγορούμενο με μαχαίρι. Οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι το θύμα δεν είχε εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά. Η ιατροδικαστική έκθεση δεν αναφέρει ίχνη πάλης. Άλλωστε, κάτι θα είχαν ακούσει και οι γείτονες. Η εργαστηριακή εξέταση αναδεικνύει τα ψεύδη του κατηγορουμένου. Τα πειστήρια που βρέθηκαν βοούν για τους ψευδείς ισχυρισμούς του».
Ο Μουρτικνέλι κρίθηκε ομόφωνα ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για ληστεία, παράνομη οπλοχρησία και παράνομη είσοδο στη χώρα. Του αναγνωρίστηκε κατά πλειοψηφία το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση, ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, η εισαγγελέας, κυρία Χουδετσανάκη, έκανε αναίρεση της απόφασης, πιστεύοντας ότι το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου δεν ισχύει και ζήτησε να καταδικαστεί χωρίς ελαφρυντικά σε ισόβια, κάτι που έγινε το 2013, με απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το 2015 κατέστη οριστική και αμετάκλητη η απόφαση της ισόβιας κάθειρξης για τον δολοφόνο του ηθοποιού, καθώς το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε την αίτηση του Μουρτικνέλι, με την οποία ζητούσε να αναιρεθεί η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου. Πριν από ένα χρόνο, τον Ιούνιο του 2021, ο Μουρτικνέλι φέρεται να σκότωσε κατά τη διάρκεια συμπλοκής έναν συγκρατούμενό του, στις φυλακές των Χανίων στην Κρήτη.
Σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά τη δολοφονία του ηθοποιού, στις 8 Οκτωβρίου του 2009 πέθανε η αδελφή του, Έφη Παπαθεοδώρου, η οποία νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με καρκίνο, ενώ λίγο καιρό αργότερα πέθανε και ο σύζυγος της αδερφής του. Τρία χρόνια μετά από τον θάνατο της Έφης Παπαθεοδώρου, ακριβώς την ίδια μέρα, έφυγε και η μητέρα του ηθοποιού, Νικολέττα Σεργιανόπουλου...
Ο Νίκος Σεργιανόπουλος είχε σπουδάσει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος από όπου αποφοίτησε το 1979, και σχεδόν αμέσως εντάχτηκε στο δυναμικό της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης». Με την Πειραματική Σκηνή του δόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχει σε σημαντικούς ρόλους του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου, έγινε όμως ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός ως πρωταγωνιστής στις πετυχημένες τηλεοπτικές σειρές Δυο ξένοι (1997 - 1999) και Οι Στάβλοι της Εριέτας Ζαΐμη (2002 - 2004). Ιδιαίτερα ο χαρακτήρας του στους Δύο Ξένους, ως ο αυστηρός καθηγητής αρχαίου δράματος Κωνσταντίνος Μαρκοράς, μας συντροφεύει μέχρι και σήμερα, κρατώντας την αυλαία ανοιχτή σε μια παράσταση που εμείς ως θεατές αρνούμαστε να δεχτούμε το τέλος της.