Πολ Νιούμαν: Το ωραιότερο βλέμμα του Χόλιγουντ
Ήταν όμορφος, γοητευτικός, το καταγάλανό του βλέμμα μαγνήτιζε την κάμερα, οπότε ο Πολ Νιούμαν είχε όλα τα φόντα να γίνει μεγάλος σταρ. Όμως εκείνος διαψεύδοντας ακόμα και τους δασκάλους του απέδειξε ότι μπορούσε και καλύτερα: έγινε ένας μεγάλος ηθοποιός.
Ο Πολ Λέοναρντ Νιούμαν, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε στις 26 Iανουαριου 1925 στην πολιτεία Οχάιο. Οι γονείς του διατηρούσαν ένα κατάστημα αθλητικών ειδών. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος και η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια Σλοβάκων Καθολικών. Εκείνος όμως αποκαλούσε τον εαυτό του «Εβραίο» υποστηρίζοντας πως αποτελεί «μεγαλύτερη πρόκληση».
Όταν αποφοίτησε από το λύκειο το 1943, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο. Υπηρέτησε στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό. Εστάλη στο πρόγραμμα V-12 του Γέιλ με την ελπίδα να γίνει δεκτός ως πιλότος. Δυστυχώς όμως ένας γιατρός τον διέγνωσε με αχρωματοψία. Τα όνειρά του -ευτυχώς για όλους- μπήκαν στο πάγο. Η ζωή είχε αποφασίσει για εκείνον, γλιτώνοντάς τον ουσιαστικά από μια αποστολή αυτοκτονίας στην Οκινάουα. Μετά από τον πόλεμο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Κολέγιο Κένυον, απ’ όπου αποφοίτησε το 1949. Αργότερα σπούδασε υποκριτική στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και στο Actors’ Studio της Νέας Υόρκης υπό την εποπτεία του Λη Στράσμπεργκ, όπου μυήθηκε στην «Μέθοδο». Ο μεγάλος δάσκαλος τη υποκριτικής διέκρινε σε αυτόν ταλέντο, έλεγε μάλιστα ότι θα μπορούσε να γίνει σαν τον Μάρλον Μπράντο, αλλά κατά τη γνώμη του ήταν τόσο όμορφος που αυτό θα αποτελούσε τροχοπέδη.
Κι όμως ο νεαρός μαθητής ανέτρεψε τα προγνωστικά. «Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι άρεσα στις γυναίκες ήταν το 1963. Γυρίζαμε την ταινία «Άγριος σαν Θύελλα» στο Τέξας και οι γυναίκες κυριολεκτικά σκαρφάλωναν τους τοίχους του μοτέλ που έμενα για να μπουν στο δωμάτιό μου από το παράθυρο. Στην αρχή κολακεύεσαι. Μετά συνειδητοποιείς ότι δεν είναι ερωτευμένες με σένα, αλλά με τους ρόλους των ταινιών σου. Και σιγά μην μπορείς να συναγωνιστείς εσύ τους ήρωες των ταινιών σου», είχε πει και πραγματικά φρόντιζε στα πενήντα χρόνια της καριέρα του να μην τυποποιηθεί ποτέ στον ρόλο του «μοιραίου αρσενικού», αν και δεν του έλειπε η γοητεία.
Η επαγγελματική του σταδιοδρομία, όπως πολλών μεγάλων σταρ του «Παλιού Χόλιγουντ», ξεκίνησε από τα θέατρο του Μπρόντγουεϊ. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο του Γουίλιαμ Ιντζ με τίτλο «Picnic» και ακολούθησαν το «The Desperate Hours» και το «Γλυκό Πουλί της Νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς με την Τζεραλντίν Πέιτζ, το οποίο θα έπαιζε και στη μεγάλη οθόνη και πάλι με την Πέιτζ.
Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στο «Ασημένιο Δισκοπότηρο» το 1954. Ακολούθησαν σημαντικοί ρόλοι στις ταινίες «Εμείς οι Ζωντανοί» (1956), όπου υποδύθηκε τον μποξέρ Ρόκι Γκρατσιάνο, «Λυσσασμένη Γάτα» (1958), πλάι στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, και «The Young Philadelphians» (1959), με την Μπάρμπαρα Ρας και τον Ρόμπερτ Βον.
Συμμετείχε εκείνη την περίοδο ως ανερχόμενο αστέρι σε ένα δοκιμαστικό με τον Τζέιμς Ντιν για την ταινία «Ανατολικά της Εδέμ» (1955). Ο ένας για τον ρόλο του Άρον Τρασκ, ο δεύτερος για αυτόν του μεγαλύτερου αδερφού του, Καλ. Ο Ντιν κέρδισε τον ρόλο του Καλ, αλλά όχι κι ο Νιούμαν (τον Άρον τον ερμήνευε τελικά ο Ρίτσαρντ Ντάβαλος.) Η πορεία όμως προς τη κορυφή ήταν προδιαγεγραμμένη: έπαιξε 80 ρόλους και στους 10 ήταν υποψήφιος για Όσκαρ.
Τελικά μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, η Ακαδημία αποφάσισε να του δώσει ένα τιμητικό βραβείο το 1986. Ο Νιούμαν βγήκε στη σκηνή σκυφτός, βαρύς, και καθόλου χαρούμενος. Την αμέσως επόμενη χρονιά, προσπαθώντας να επανορθώσουν το σφάλμα που όλοι είχαν αναγνωρίσει, είπαν να του δώσουν κι ένα «κανονικό» βραβείο, για τον ρόλο του στο «Χρώμα του Χρήματος» του Μάρτιν Σκορσέζε. Εκείνος όμως αρνήθηκε να το παραλάβει. Λίγα χρόνια μετά θα εξηγούσε τη στάση του λέγοντας: «Είναι σαν να κυνηγάς μια γυναίκα για τριάντα χρόνια και όταν τελικά σου κάθεται της λες “μωρό μου συγγνώμη είμαι εξαντλημένος, δεν πάμε για ύπνο;"».
Οι μεγαλύτεροι όμως σκηνοθέτες, όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο Τζον Χιούστον, ο Ρόμπερτ Άλτμαν, ο Σίντνεϊ Λιούμετ, ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Σαμ Μέντες, ο Ρίτσαρντ Μπρουκς, αλλα και οι νεότεροι αδελφοί Κοέν, τον λάτρεψαν, όπως επίσης και το κοινό του.
Πέρα όμως από την υποκριτική του μεγαλοφυΐα και λάμψη, τον διέκρινε πάντα η πολιτική του σκέψη και συνείδηση. Μακριά από τις τακτικές των στούντιο, που απεχθανόταν, τόλμησε να ορθώσει ανάστημα και να αντιταχθεί ακόμα και στον Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος με τη σειρά του τον θεώρησε «εχθρό του». Όταν ο Νιούμαν το πληροφορήθηκε έβαλε τα γέλια. «Το θεωρώ το μεγαλύτερό μου επίτευγμα. Αν είμαι στη λίστα των εχθρών του Ρίτσαρντ Νίξον σημαίνει ότι κάτι κάνω σωστά», είπε με χιούμορ τότε. Τρία χρόνια μετά, αρνήθηκε τον κεντρικό ρόλο στο «Βρώμικο Χάρι» γιατί τον βρήκε «φασιστικά δεξιό». Μέχρι το 2004 στήριζε πάντα τους υποψηφίους των Δημοκρατικών και όταν οι Ρεμπουπλινακοι υποστηρικτές του Τζορτζ Μπους επιτέθηκαν στους πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες, εκείνος απάντησε: «Ποιος σας είπε ότι όταν παραλαμβάνουμε την ταυτότητα του ηθοποιού, παραδίδουμε την ταυτότητά μας ως πολίτες;».
Από τους πρώτους που υποστήριξαν την ομοφυλοφιλία σε μια εποχή που αυτή βρισκόταν στο κοινωνικό περιθώριο, δεν δίσταζε να μιλάει ανοιχτά για τις κοινωνικές αδικίες, την ειρήνη και τον πυρηνικό αφοπλισμό.… «Δεν με ενδιαφέρει αν θα μείνω στην ιστορία ως μύθος, ως σταρ. Θα ήθελα να μείνω στη συνείδηση του κόσμου ως κάποιος που … προσπάθησε. Κάποιος που προσπάθησε να βρει την αξιοπρέπεια στη ζωή του, να ζήσει έντιμα δίπλα στον συνάνθρωπό του. Κάποιος που προσπάθησε να υπερβεί τον εαυτό του. Κάποιος που δεν συμβιβάστηκε, κάποιος που δε δείλιασε. Αυτό να γράψετε. Ότι ήμουν κάποιος που δεν δείλιασε», αυτή ήταν η επιθυμία και φρόντιζε να επιβεβαιώσει κάθε μέρα ότι ήταν αντάξιός της.
Αποφεύγοντας τα σκάνδαλα που συνήθιζαν άλλοι σταρ της εποχής, εκείνος έμεινε παντρεμένος για πενήντα χρόνια με την Τζόαν Γούντγουορντ, αποτελώντας υπόδειγμα πίστης και υπακοής. Βέβαια, είχε κάνει ακόμα έναν γάμο σε νεαρή ηλικία με την Τζάκι Γουίτε με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Ο γιος του από αυτό τον πρώτο γάμο που έληξε μεν άδοξα αλλά φιλικά, πέθανε από ναρκωτικά. Ο Νιούμαν συντετριμμένος από αυτή την τραγωδία, ίδρυσε το ίδρυμα «Scott Newman Center», που στηρίζει τους τοξικομανείς και τις οικογένειές τους.
Με τη Γούντγουορντ γνωρίστηκαν όταν εκείνος ήταν παντρεμένος. Εκείνη μπορεί να γοητεύτηκε από το αγόρι που έμοιαζε με «παγωτό» όπως είχε πει, όμως δεν ήθελε να διαλύσει μια οικογένεια. Πολύ αργότερα, το 1958, στα γυρίσματα της ταινίας «Μακρύ, ζεστό καλοκαίρι» δεν μπορούσαν πια να αντισταθούν ο ένας στον άλλον. Ο Νιούμαν ζήτησε διαζύγιο από τη γυναίκα κι εκείνη του το έδωσε πολύ εύκολα, αν και ο ίδιος ποτέ δεν συγχώρεσε τον εαυτό του για τον τρόπο που την πλήγωσε.
Παρόλα αυτά η Τζόαν ήταν για εκείνον ο έρωτας της ζωής του. Κατάφεραν να γιορτάσουν πενήντα χρόνια γάμου -γεγονός που στο Χόλιγουντ θεωρείται κατόρθωμα- και έμειναν πιστοί ο ένας στο άλλον, χωρίς να απασχολήσουν με περιπέτειες και σκάνδαλα τον Τύπο.
«Γιατί να ενδώσω σ’ ένα χάμπουργκερ, εφόσον στο σπίτι με περιμένει ένα ζουμερό φιλέτο;» έλεγε πάντα, όταν τον ρωτούσαν γιατί επέλεξε να είναι ένας αφοσιωμένος σύζυγος. Εκείνη με τη σειρά της στο πρόσωπό του δεν βρήκε απλώς έναν όμορφο άνδρα, αλλά τον άνθρωπο που την έκανε να γελάει κάθε πρωί, έναν επιστήθιο φίλο. Κι έμεινε στο πλάι του ως το τέλος. Απέκτησαν μαζί τρεις κόρες: την Έλινορ Τερέζα, που ακολούθησε επίσης την καριέρα της ηθοποιού, πρωταγωνιστώντας μάλιστα σε ταινία που σκηνοθέτησε ο πατέρας της στο πλάι της μητέρας της, τη Μελίσα Στούαρτ και την Κλαιρ Ολίβια.
Εκτός όμως από την υποκριτική, ο Νιούμαν αγαπούσε πολύ τα αγωνιστικά αυτοκίνητα και τους αγώνες -είχε κατακτήσει τη δεύτερη θέση στο ονομαστό ράλι των 24ων Ωρών του Λεμάν το 1979- αλλά και τη μαγειρική. Μάλιστα από το 1982, διατηρούσε μια επιχείρηση με προπαρασκευασμένα φαγητά που λεγόταν «Newman’s Own». Το πανέμορφο πρόσωπό του κοσμούσε τις ταμπέλες των προϊόντων εκτοξεύοντας τις πωλήσεις, όμως όλα τα κέρδη δόθηκαν σε φιλανθρωπίες. «Δεν θεωρώ ότι κάνω κάτι το αδιανόητο ή το εξαιρετικό με το να σκέφτομαι τους συνανθρώπους μου. Εμένα το αντίθετο μου φαίνεται αδιανόητο», απαντούσε απλά όταν τον ρωτούσαν για τις πράξεις του.
Είκοσι χρόνια πριν ο ίδιος χάσει τη μάχη με τον καρκίνο, ίδρυσε το «Wall Gang Camp», μία κατασκήνωση στο Άσφορντ του Κονέκτικατ για παιδιά με καρκίνο, που τους παρέχει δωρεάν διακοπές και φροντίδα. «Δεν πιστεύω στο Θεό, είμαι ένας κυνικός μπάσταρδος. Ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά όμως νιώθω μία θεία παρουσία», είχε τότε δηλώσει.
Το 2007 ανακοίνωσε πως αποσύρεται από την υποκριτική γιατί πλέον δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμα που αγαπούσε όπως ήθελε. «Αρχίζεις να χάνεις τη μνήμη σου, αρχίζεις να χάνεις την αυτοπεποίθησή σου, αρχίζεις να χάνεις την εφευρετικότητά σου. Οπότε νομίζω πως αυτό είναι πια ένα κλεισμένο βιβλίο για μένα», εξήγησε τότε κι αποχώρησε με το κεφάλι ψηλά.
Τον Ιούνιο του 2008 διαδόθηκε πως διαγνώστηκε με καρκίνο των πνευμόνων τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς -υπήρξε άλλωστε για χρόνια μανιώδης καπνιστής. Τελικά απεβίωσε τον Σεπτέμβριο στο σπίτι του στο Κονέκτικατ, όπως ήθελε… Είχε μόλις τελειώσει τις χημειοθεραπείες, αλλά η γενναία του καρδιά τον πρόδωσε …