Πίτερ Μπρουκ: Ο άνθρωπος που ανανέωσε το θέατρο
Πέθανε σε ηλικία 97 χρόνων ο σπουδαίος, πολυβραβευμένος Βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ.
Σύμφωνα με τη «Le Monde», κατέληξε το Σάββατο, χωρίς όμως να αναφέρονται τα αίτια του θανάτου του. Ο ίδιος είχε πει: «Όταν δεν θα είμαι πια εδώ, ελπίζω όλα όσα έκανα να εξαφανιστούν, εκτός από τη μνήμη του γεγονότος ότι υπήρξε ένας άνθρωπος που δεν τα παράτησε. Που δεν παραιτήθηκε».
Συχνά και μάλλον άκριτα χρησιμοποιούνται φράσεις όπως «ιερό τέρας» και «μεγαλοφυΐα», στην περίπτωση όμως του Πίτερ Μπρουκ τίποτα δεν είναι υπερβολικό. Ο σύγχρονος αναμορφωτής του παγκόσμιου θεάτρου, που θεωρήθηκε για μεγάλο διάστημα ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της εποχής μας, άφησε πίσω του μια πλούσια παρακαταθήκη. Επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση του θεατή με την τέχνη του θεάτρου, αναζήτησε την ουσία του τίποτα, μέσα σε μια άδεια σκηνή, που αγαπούσε, κάνοντας μια μεγάλη ανθρωπολογική έρευνα σε όλα τα μέρη του πλανήτη, ψάχνοντας να βρει την απαρχή αυτής της εγγενούς ανάγκης του ατόμου να μοιράζεται ιστορίες.
Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 21 Μαρτίου 1925 και σε ηλικία επτά ετών έπαιξε μόνος του μια τετράωρη εκδοχή του « Άμλετ» για τους γονείς του. Την περίοδο που φοιτούσε στο Magdalen College της Οξφόρδης, ίδρυσε μια κινηματογραφική λέσχη και ανέβασε σε ένα μικρό θεατράκι την «Τραγική ιστορία του δόκτορα Φάουστους» του Μάρλοου.
Μετά από την αποφοίτησή του, συνέχισε να σκηνοθετεί μόνος του, χωρίς καμία βοήθεια, μέχρι ποου ο Μπάρι Τζάκσον, ο διευθυντής του Θεάτρου του Μπέρμιγχαμ, αναγνώρισε το ταλέντο του και τον εμπιστεύτηκε. Έτσι, ξεκίνησε η επαφή του με τον Σαίξπηρ, ανεβάζοντας αρκετά έργα του.
Στη συνέχεια βρέθηκε στη Βασιλική Όπερα, όπου σκηνοθέτησε την «Salome» του Στράους με σχέδια του Σαλβαντόρ Νταλί, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε ως κριτικός χορού στον «Observer». Μέσα σε μια Ευρώπη που έβγαινε από τις στάχτες δυο μεγάλων πολέμων, ο Μπρουκ με την ουμανιστική του ματιά, έγινε εκφραστής μιας ολόκληρης γενιάς, που έψαχνε την ταυτότητά της και οραματιζόταν έναν καινούργιο κόσμο.
Το West End άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του για τον νεαρό πρωτοπόρο και ο Μπρουκ άρχισε να σκηνοθετεί σημαντικούς ηθοποιούς, όπως τον Λόρενς Ολιβιέ στον «Τίτο Ανδρόνικο» για λογαριασμό του Royal Shakespeare Company το 1955. Όταν ο Πίτερ Χολ έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του RSC το 1958, του ζήτησε να τον βοηθήσει. Ανάμεσα στις πολλές παραγωγές που ανέλαβε, ήταν και η παράσταση του «Βασιλιά Ληρ» το 1962 - το έργο που θεωρούσε «το υπέρτατο επίτευγμα του παγκόσμιου θεάτρου» -με πρωταγωνιστή τον Πολ Σκόφιλντ.
Αρκετές από τις παραστάσεις του μεταφέρθηκαν και στο Μπρόντγουεϊ, συμπεριλαμβανομένης του ανατρεπτικού «Marat/Sade», το οποίο το 1964 κέρδισε το βραβείο Tony για το καλύτερο έργο και ο Μπρουκ αυτό του καλύτερου σκηνοθέτη.
Εκείνη την εποχή έχει αρχίσει ήδη μια άλλου είδους αναζήτηση, μακριά από τις παραδεδομένες θεωρίες και μεθόδους. Επειδή όμως το Λονδίνο δεν ήταν ανοιχτό σε πειραματισμούς και νέες φόρμες, αποφάσισε να μετακομίσει στο Παρίσι. Το 1970 σκηνοθέτησε μια τελευταία παράσταση στη χώρα του, το «Όνειρο Θερινής Νυκτός», επηρεασμένος τόσο από το μπαλέτο του Τζερόμ Ρόμπινς όσο και από το τσίρκο του Πεκίνου, δείχνοντας τις μελλοντικές του προθέσεις.
Στο Παρίσι, όπου ίδρυσε το Διεθνές Κέντρο Έρευνας του Θεάτρου, ξεκίνησε η πιο δημιουργική φάση της πορείας του. Με την ομάδα του επισκέφτηκε την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, όπου οι ηθοποιοί του έδωσαν παραστάσεις, στις οποίες δεν χρησιμοποίησαν τίποτα που να αντιστοιχούσε στο παραδοσιακό θέατρο. «Θέλαμε να παίξουμε σε κοινό που δεν εξαρτιόταν από τίποτα. Δεν θα κάναμε, έστω και πειραματικά, ένα θεατρικό έργο με ένα κείμενο, ή ένα θέμα, ή ένα όνομα», θα έλεγε. Επιμένοντας στη δραματουργία και στη μαγεία του κειμένου, άδειασε τη σκηνή από το περιττό, χρησιμοποιώντας ως επί το πλείστον ελάχιστα αντικείμενα -ένα χαλί, μαξιλάρια, μια κορνίζα- δημιουργώντας ολόκληρους κόσμους μέσα από το σώμα των ηθοποιών του με όχημά του την ίδια την αφήγηση,
Το 1974, μετέτρεψε μαζί τη Μισελίν Ροζάν μια παραμελημένη αίθουσα μουσικής που βρισκόταν πίσω από τον σταθμό Gare du Nord, στο περιβόητο Bouffes du Nord, που έμελλε να γίνει τελικά το δεύτερο σπίτι του και σημείο αναφοράς των θεατρόφιλων.
Σκηνοθέτησε μιούζικαλ, ανέβασε αντιπολεμικά έργα κατά του πολέμου των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και συνδημιούργησε μια πειραματική εκδοχή του μύθου του Προμηθέα με τον Τεντ Χιουζ. Ώσπου το 1985 έρχεται η μεγάλη στιγμή της «Μαχαμπαράτα», που μελέτησε επί δέκα χρόνια και τελικά ανέβασε σε μια ιστορική εννιάωρη εκδοχή σε ένα γαλλικό λατομείο. Επέστρεψε στο σανσκριτικό έπος με την παραγωγή του 2016 «Battlefield», που συνσκηνοθέτησε με τη μακροχρόνια συνεργάτιδά του Μαρί- Ελέν Ετιέν.
Σημαντικός στοχαστής έγραψε πολλά κείμενα για το θέατρο, όπου ανέπτυξε διεξοδικά τις βασικές θέσεις του και τον τρόπο εργασίας του. Στο «Τhe Empty Space», γράφει χαρακτηριστικά: «Μπορώ να πάρω οποιοδήποτε κενό χώρο και να τον ονομάσω γυμνή σκηνή. Ένας άντρας διασχίζει αυτόν τον κενό χώρο, ενώ κάποιος άλλος τον παρακολουθεί, και αυτό είναι το μόνο με το οποίο χρειάζεται να καταπιαστεί μια θεατρική πράξη», συμπυκνώνοντας τη θεωρία του γύρω από τι είναι θέατρο. «Δεν πίστεψα ποτέ σε μια μοναδική αλήθεια»,συνεχίζει στην αυτοβιογραφία του. «Ούτε στη δική μου ούτε στων άλλων. Πιστεύω πως όλες οι σχολές, όλες οι θεωρίες μπορούν να φανούν χρήσιμες, κάπου ή κάποτε. Πιστεύω όμως πως είναι αδύνατον να ζήσεις, αν δεν ασπαστείς απόλυτα και παθιασμένα έναν τρόπο ζωής».
Εργάστηκε επίσης στον κινηματογράφο, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το «Μοντεράτο Ναντάμπιλε» της Μαργκερίτ Ντιράς και τον «Άρχοντα των μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντμαν (οι δύο ταινίες υπήρξαν υποψήφιες για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών), ενω ασχολήθηκε και με την όπερα, ανανεώνοντας οριστικά το είδος από τις στερεοτυπικές αντιλήψεις.
Ο Μπρουκ αγαπούσε ιδιαιτέρως την Ελλάδα και τον πολιτισμό μας και είχε επισκεφτεί τη χώρα μας με το θρυλικό « Battlefield». Μάλιστα σε μια συνέντευξή του το 2016 στο «Βήμα της Κυριακής» και τον δημοσιογράφο Μάκη Προβατά, είχε πει: «Όταν ήμουν πολύ νέος είχα πολλή ενέργεια και έπεισα τον εαυτό μου να μη δέχεται οτιδήποτε μου έλεγαν, είτε αυτό ερχόταν από τους δασκάλους ή τους ιερείς. Έλεγα ότι πρέπει να ανακαλύπτω τη ζωή μόνος μου, μέσα από εμπειρία όπως πρέπει να κάνουν οι νέοι. Δοκίμασα το θέατρο, τον κινηματογράφο, τα ταξίδια. Ταυτόχρονα διάβαζα τα πάντα. Από φθηνές νουβέλες τρώγοντας στην κουζίνα, μέχρι τα παγκόσμια αριστουργήματα. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στο θέατρο είχα ακούσει για μεγάλες περιστρεφόμενες σκηνές και εξελιγμένους ήχους, όμως είπα «ναι, αλλά υπάρχει και κάτι περισσότερο, πιο βαθύ». Έτσι, αφαιρώντας σταδιακά τα περιττά, προέκυψε αυτό που κάνω στο θέατρο».
Ο Μπρουκ ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Νατάσα Πάρι, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Σάιμον και την Ιρίνα Μπρουκ, που ακολούθησαν τα βήματά του. Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα Liberation, μαζί με του «θάβεται ή καταρρέει η μνήμη πολλών θεατρικών ηπείρων, καθώς είχε κάνει την αναζήτηση όλων των υπαρχουσών σκηνικών μορφών ούτε λίγο ούτε πολύ το αντικείμενο της δουλειάς του».