Παύλος Τσίμας: «Σχεδόν με το ζόρι μπήκα στην τηλεόραση»
Ο Παύλος Τσίμας αρθρογραφεί, κάνει ραδιόφωνο, τηλεόραση. Με αφετηρία τις σπουδές στη Νομική, τις κομματικές νεολαίες και την αριστερά, έγινε δημοσιογράφος «από πολιτική ανάθεση». Απ΄τους κορυφαίους σήμερα, διαγράφει μια πορεία δεκαετιών, επιλέγοντας ήρεμους τόνους και μια ψύχραιμη προσέγγιση της πολιτικής επικαιρότητας. Είναι παντρεμένος, έχει δύο κόρες.
Τα ποικίλα ενδιαφέροντά του τον οδήγησαν σ΄ένα ντοκιμαντέρ για την Μαρία Κάλλας που θα προβληθεί απόψε (ΣΚΑΪ). Και τον Φεβρουάριο του΄25, στο θέατρο, στην παράσταση που σκηνοθετεί η Ταμίλα Κουλίεβα.
«Η γενιά μας ήταν μια τυχερή γενιά γιατί της δόθηκαν τρομερές ευκαιρίες. Θεωρώ ότι έχω μια διπλή τύχη. Ξεκίνησα να δουλεύω στις εφημερίδες την εποχή που οι εφημερίδες ήταν ένα σύμπαν πολύ ενδιαφέρον, ήταν το παν. Γιατί έξω απ΄τις εφημερίδες υπήρχε μόνο η κρατική τηλεόραση και το κρατικό ραδιόφωνο, τίποτ΄άλλο. Εκεί έμαθα την δουλειά, τότε που ένας τίτλος μπορούσε ν΄αλλάξει τη ζωή της χώρας. Ημουν σχετικά νέος όταν έγινε η έκρηξη του ιδιωτικού ραδιοφώνου -απ΄την πρώτη μέρα ήμουν στον 984. Και μετά στην ιδιωτική τηλεόραση, απέναντι στην οποία είχα μεγάλη επιφύλαξη. Οταν μου πρότειναν να πάω στο Mega, το ΄89 που άνοιξε, είπα όχι. Δεν πήγα. Εμπλεξα τρία 3 χρόνια μετά την έναρξη. Και τα δύο μέσα, τα΄ζησα στην αρχή τους.
»Δεν ξέρω αν σήμερα παραμένουμε ισχυροί, αλλά είμαστε παρόντες. Οσοι ξεκινήσαμε, προερχόμενοι απ΄τις εφημερίδες και μπήκαμε στην ιδιωτική τηλεόραση στα πρώτα της βήματα συγκροτούμε, πράγματι, μια γενιά δημοσιογραφίας. Επίσης ήμασταν από πολιτικές νεολαίες -άλλη μια συγκυρία της γενιάς μας. Εμένα η δικτατορία με πρόλαβε στο σχολείο -είμαι παιδί της δικτατορίας. Στην κατάληψη της Νομικής ήμουν πρωτοετής φοιτητής. Ακολουθήσαμε αυτό που δεν μπορούσαμε παρά ν΄ακολουθήσουμε. Ηταν σχεδόν υποχρεωτικό, αναπόφευκτο.
»Το πιο μεγάλο μας δώρο είναι ότι προλάβαμε να γνωρίσουμε και να μάθουμε απ΄την προηγούμενη γενιά. Εμένα όταν με βάφτισαν στα νιάτα μου πολιτικό συντάκτη, έπρεπε να πηγαίνω στο press room της εποχής, ήταν 8-10 άνθρωποι όλοι κι όλοι, όχι 100. Και αυτοί ήταν ο Σταύρος Ψυχάρης ως πολιτικός συντάκτης του Βήματος, ο Σοφιανός Χρυσοστομίδης της Αυγής, ο Παύλος Καμβύσης της Ακρόπολης… Ηταν μια γενιά που είχε ζήσει τη δεκαετία του ΄60, όλο το δράμα της δεκαετίας του ΄60. Τρομερό σχολείο. Και μόνο που έπρεπε να τους πεις καλησπέρα, ν΄ακούσεις την ίδια ενημέρωση, να επεξεργαστείς την ίδια πληροφορία μαζί τους, ήταν σχολείο.
»Τελικά αν κάτι μπορούμε να πιστώσουμε στη γενιά μας, αλλά με την ευρύτερη έννοια, είναι ότι έσπασε λίγο τον επαρχιωτισμό της ελληνικής δημοσιογραφίας.
»Δεν μ΄αρέσει ούτε η ένταση ούτε ο καβγάς στην δουλειά μου. Και κυρίως με απωθεί όταν ξέρω πως γίνεται, όταν ξέρω ότι όλο αυτό είναι ψεύτικο, στημένο, ένα δόλωμα για να ψαρέψεις μάτια κι αφτιά τηλεθεατών. Οι καβγάδες δεν είναι ούτε του χαρακτήρα μου, δεν βρίσκω νόημα. Δεν τσακώνομαι εύκολα ή σχεδόν δεν τσακώνομαι ποτέ, αλλά επίσης δεν μ΄αρέσει ως μανιέρα. Η καβγατζίδικη τηλεόραση είναι φτηνή τηλεόραση.
»Δεν εκτίθεσαι στα μέσα για να το ευχαριστιέσαι εσύ κι οι οικείοι σου, αλλά προσπαθείς να επικοινωνήσεις με πολύ κόσμο. Είχα πάντα μία άποψη ότι αν στα αλήθεια εμένα δεν μ΄ενδιαφέρει ένα θέμα δεν μπορώ να το κάνω. Γιατί αυτό θα φανεί, θα το αντιληφθεί εκείνος που με βλέπει και θα με απορρίψει γιατί καταλαβαίνει ότι κάνω κάτι ψεύτικα, υποκριτικά.
»Επίσης δεν ήταν ποτέ φιλοδοξία μου η τηλεόραση. Ακούγεται λίγο ελιτίστικο, αλλά σχεδόν με το ζόρι μπήκα. Ελεγα ότι αν μπορώ να το κάνω μ΄έναν τρόπο που εγώ τουλάχιστον να γυρίζω στο σπίτι μου και να κοιτάζω τα παιδιά μου χωρίς να ντρέπομαι, έχει καλώς. Αλλιώς θα κάνω κάτι άλλο. Για πολλά χρόνια, ενώ έκανα δημοσιογραφία, είχα πάντα τ΄όνομά μου στην ταμπέλα έξω απ΄το οικογενειακό δικηγορικό γραφείο, για καβάτζα. Ελεγα ότι αν η δημοσιογραφία αποδειχθεί δρόμος που δεν θέλω άλλο ν΄ακολουθώ, θα ξανακάνω τον δικηγόρο.
»Τι μ΄έσπρωξε στην δημοσιογραφία; Ηταν από πολιτική ανάθεση. Δηλαδή; Στα νιάτα μου ήμουν στο ΚΚΕ ως στέλεχος και κάποια στιγμή μου είπαν “αποφασίσαμε ότι θα πας στον Ριζοσπάστη”. Και είπα “Ωραία, αφού αποφασίσατε να πάω στον Ριζοσπάστη, θα πάω στον Ριζοσπάστη”. Βέβαια όταν πήγα δεν το πήρα ποτέ στα σοβαρά ότι θα μείνω εκεί. Απλώς μου φάνηκε ωραία εμπειρία και είπα να το ζήσω, για όσο το ζήσω. Η δημοσιογραφία ήταν ένας γάμος από προξενιό που εξελίχθηκε σε γάμο από έρωτα.
»Μετά πήγα στην “Πρώτη”. Οταν έκλεισε η “Πρώτη” είχα στ΄αλήθεια αποφασίσει ότι σταματάω. Ότι η πολιτική μου αποστολή είχε τελειώσει, ότι το πολιτικό μου καθήκον το είχα πια εκτελέσει. Το βράδυ που γύρισα από μία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, όπου ελήφθη η απόφαση ότι η εφημερίδα κλείνει, για πολιτικούς λόγους, πήρα μέσα μου την απόφαση ότι εγώ εκεί δεν θα ξαναγυρίσω. Ετσι νόμιζα. Για ένα-δυο μήνες ήμουν στο δικηγορικό γραφείο κι είχα αρχίσει πάλι να παίρνω φακέλους. Βέβαια είχα πια οκτώ-εννέα χρόνια στην δημοσιογραφία.
»Μετά με πήρε τηλέφωνο ο Λέων Καραπαναγιώτης και μου είπε να φάμε ένα βράδυ. Με έπεισε να πάω στα “Νέα”. Μου είχε πει “σε διάβαζα στον Ριζοσπάστη” και του λέω “Διαβάζετε Ριζοσπάστη” “βέβαια” μου λέει, “είναι η πρώτη εφημερίδα που διαβάζω κάθε πρωί γιατί θέλω με κάτι να εκνευρίζομαι”…
»Αυτή λοιπόν η δουλειά ξεκίνησε ως πολιτική ανάθεση. Αλλά σκέφτηκα πως αν συνεχίσω να την κάνω πρέπει να την κάνω προσπαθώντας να΄χω την μεγαλύτερη δυνατή πολιτική ουδετερότητα. Γιατί; Είχα διαβάσει αυτό το πολύ ωραίο αμερικάνικο ρητό που λέει ότι “αν αγαπάς τους ελέφαντες, μην κάνεις ρεπορτάζ στο τσίρκο”. Δηλαδή δεν πρέπει να΄χεις ποτέ προσωπική εμπλοκή μ΄αυτό για το οποίο γράφεις ή μιλάς. Αν σε παθιάζει, αν έχεις προσωπικό ενδιαφέρον, δεν μπορείς να κάνεις καλά αυτή τη δουλειά. Δεν το τηρείς πάντα, δεν είναι εύκολο, προσπάθησα και προσπαθώ ακόμη.
»Ωστόσο πολλές φορές αυτό με φέρνει σε δύσκολη θέση. Σου λένε οι άνθρωποι “εδώ χαλάει ο κόσμος, ποια είναι η άποψή σου;” Αισθάνομαι πως για να μπορείς να πεις την άποψή σου, πρέπει εσύ τουλάχιστον να νιώθεις ότι είναι όσο πιο αμερόληπτη γίνεται. Προφανώς έχεις πεποιθήσεις, και απόψεις για τα πράγματα. Αλλά δεν βλέπεις τα πράγματα μ΄έναν παραμορφωτικό φακό απόψεων. Προσπαθείς τουλάχιστον να κοιτάς τα πράγματα με γυμνό μάτι.
»Δεν ένιωσα ποτέ ότι η ιδιότητα του δημοσιογράφου μ΄εμποδίζει να πω μια άποψη που με φλογίζει. Όχι. Απ΄τη στιγμή που αποφάσισα ότι θα συνεχίσω τη δημοσιογραφία -και γι΄αυτό το αποφάσισα κιόλας, η δημοσιογραφία για μένα έγινε πιο σοβαρή υπόθεση απ΄την πολιτική. Κατά καιρούς μου΄χουν προτείνει να κατέβω υποψήφιος... Το΄χα ακούσει απ’ τον Μπαρμπαγιάννη τον Καψή, μολονότι δεν το τήρησε ο ίδιος. Οταν κάποιος ρωτούσε έναν δημοσιογράφο αν θέλει να γίνει πολιτικός, εκείνος έλεγε “Ξέρεις κανέναν ψαρά που να θέλει να γίνει ψαρί”;
»Απ΄τα πράγματα που έχω κάνει στη δουλειά, πιο πολύ μ΄έχουν επηρεάσει κάποια ταξίδια, όπως την πρώτη φορά που έκανα μια αποστολή στην Αφρική με την UNESCO για να ένα ντοκιμαντέρ στο Mega - χρόνια πίσω. Πήγα σε μία χώρα που είχε μόλις βγει από εμφύλιο. Περπατούσες στο δρόμο και το πιο συνηθισμένο θέαμα ήταν παιδάκια χωρίς χέρι ή πόδι και ο μεγαλύτερος στόχος ήταν να βρεις ένα πιάτο φαΐ. Και να το δεις όχι εξωτικά, αλλά να ζήσεις εκεί δέκα ολόκληρες μέρες, να μιλήσεις με τους ανθρώπους αυτούς. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής μου. Όταν γυρίζεις από κει και δεν μπορείς να΄σαι ο ίδιος άνθρωπος. Την πρώτη φορά που βρέθηκα σε περιβάλλον πολέμου, ήταν όταν άρχισαν οι Νατοϊκοί βομβαρδισμοί στην Γιουγκοσλαβία. Ημουν στο Mega και την άλλη μέρα το πρωί έπρεπε να πάω στο Βελιγράδι -ήθελα να πάω στο Βελιγράδι. Πήγα με αυτοκίνητο, ταξίδευα όλη νύχτα, ενώ έβλεπα από πάνω τα αεροπλάνα και έβλεπα το φως απ΄τις βόμβες, άκουγα τις εκρήξεις. Και βρέθηκα στο βομβαρδιζόμενο Βελιγράδι. Αυτό είναι μία εμπειρία. Ακούμε, μιλάμε για τον πόλεμο, ξέρουμε απ΄τους παππούδες μας που έζησαν πόλεμο. Αλλά να βρεθείς εσύ στο πραγματικό περιβάλλον του πολέμου και να΄σαι κι εσύ μέρος του, χωρίς να΄σαι ασφαλής -ή είσαι τόσο όσο όλοι οι άλλοι. Οπότε μπορώ να πω ότι απ΄αυτά που έχω κάνει στη δημοσιογραφία αυτά είναι που πιο πολύ μ΄ έχουν αλλάξει.
»Απ΄την άλλη έχω μιλήσει με πολύ σπουδαίους ανθρώπους. Είχα την τύχη να μιλήσω με ανθρώπους που υποψιάζεσαι πόσο σημαντικοί είναι, ή το ξέρεις πριν μιλήσεις μαζί τους και συνεπώς όταν τους προσεγγίζεις, η αύρα τους σ΄έχει ήδη συνεπάρει.
»Αν πρέπει να πω ένα όνομα, θα΄λεγα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το πρώτο μου ρεπορτάζ ήταν, ως πολιτικός συντάκτης, οι εκλογές του 1981. Γύρισα όλη την Ελλάδα με το πούλμαν των δημοσιογράφων που ακολουθούσε τον Παπανδρέου. Και πρέπει να σου πω ότι δεν είχα καμία συμπάθεια γι΄αυτόν, δεν είχα καν εκτίμηση. Ημουν πολύ επιφυλακτικός απέναντί του και συνέχιζα να είμαι όσο κυβέρνησε. Έχω αντιπαρατεθεί μαζί του τηλεοπτικά, ήμουν σ΄εκείνες τις περίφημες προεκλογικές συνεντεύξεις του ΄89, που προσπαθούσα να τον δαγκώσω με τις ερωτήσεις μου. Ξαναείδα μια απ΄αυτές, άκουσα δύο-τρεις απαντήσεις που μου΄χε δώσει, τις οποίες τότε στ΄αλήθεια δεν άκουγα, γιατί σ΄αυτό το high-stress περιβάλλον σκέφτεσαι την επόμενη ερώτηση που θες να του κάνεις. Τριάντα χρόνια μετά άκουσα την απάντηση που μου έδωσε και είπα αυτός μου έλεγε κάτι και εσύ δεν το άκουγες. Εκ των υστέρων, δηλαδή, παρότι δεν ανήκω στο fan club, θεωρώ ότι ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, πιο ενδιαφέρουσα από ό,τι νόμιζα όταν ήμουν απέναντί του. Και θεωρώ επίσης ότι είναι μία προσωπικότητα που για κάποιο λόγο αδίκησε τον εαυτό της. Δηλαδή αδιαφόρησε τόσο πολύ για την υστεροφημία του που δεν άφησε παρά αυτή τη γενική αίσθηση “ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια”.
»Σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που επίσης γνώρισα λίγο στη δεύτερη προεδρική του θητεία -έκανα ρεπορτάζ προεδρίας και πήγαινα μαζί στα ταξίδια του. Ο Καραμανλής είχε απόλυτη συνείδηση και ανάγκη ελέγχου της εικόνας που θ΄αφήσει στην ιστορία. Το φρόντιζε πολύ.
»Κάποια στιγμή, όταν έφυγε αυτή η γενιά, ο Παπανδρέου, ο Καραμανλής, ο Μητσοτάκης, τον οποίο επίσης είχα ζήσει ως πρωθυπουργό και είχα μαζί του θρυλικές κόντρες, μετά, με την επόμενη γενιά, ακόμη και με πολιτικούς που εκτιμούσα, είχα μια δυσκολία. Αναρωτιόμουν “τι θα πω τώρα εγώ μαζί τους” -το ομολογώ, δεν το υπερηφανεύομαι. Εχω ζήσει, και πολύ μάλιστα, τον Χαρίλαο Φλωράκη, μια προσωπικότητα που ήταν larger than life, όπως και ο Ανδρέας ή ο Καραμανλής. Αυτό δεν μπορείς να το νοιώσεις για κανέναν απ΄τους επόμενους. Βέβαια ήταν και η εποχή, που τους επέτρεπε να είναι μεγέθη, αλλά και η απόσταση ηλικίας -μπροστά τους εγώ ήμουν παιδί. Οι σημερινοί είναι μικρότεροι και τους μικρότερούς σου έχεις μια τάση να τους σνομπάρεις και ευκολότατα να τους αδικήσεις.
»Για να την κάνεις όμως αυτή τη δουλειά, έστω με μια πνευματική εντιμότητα, πρέπει να μπορείς να μπαίνεις στην εποχή σου, στο μέτρο των ανθρώπων, να τους βλέπεις χωρίς συγκρίσεις. Γιατί μ΄αυτήν την έννοια ποιος θα στεκόταν στην Αγγλία μετά τον Τσόρτσιλ; Κανείς.
»Ο Κασσελάκης; Είναι ένα κακό παράδειγμα αλλά κι ένα φαινόμενο. Αν μου πεις τον Τσίπρα, εκ των υστέρων, μπορώ ν΄αναγνωρίσω έναν πολιτικό, συμφωνείς-διαφωνείς, τον αποδέχεσαι ή όχι. Αλλά πάντως δεν είναι μια ασήμαντη περίπτωση. Δεν είναι κάποιος που πέρασε και δεν θα γράψει η ιστορία δυο γραμμές γι΄αυτόν.
»Ο Κασσελάκης δεν είμαι σίγουρος ότι θα τελειώσει τόσο γρήγορα και θα εξατμιστεί. Είναι κι ένα σημάδι της εποχής. Δηλαδή μιλάει σ΄έναν κόσμο μ΄έναν τρόπο που κανένας άλλος πολιτικός δεν έχει μιλήσει. Είναι δημιούργημα μιας εποχής, όπου η διάρκεια στην οποία μπορείς να μείνεις συγκεντρωμένος σε κάτι είναι πια πολύ μικρή.
»Θυμάμαι, είχα γράψει κάτι στον “Ριζοσπάστη” και την άλλη μέρα μου΄στειλε μια μικρή κάρτα ο Τάκης Λαμπρίας, πολύ ευγενικά. Μου΄λεγε ότι “γράψατε κάτι που είναι εντελώς ανακριβές και λάθος και εξηγούσε 1,2,3…”. Ντράπηκα τόσο πολύ. Νομίζω ότι υπάρχει πια μία ανοσία. Η άγνοια δεν είναι πια κάτι που πρέπει να κρύψεις, αντιθέτως μπορείς να το διαφημίζεις.
»Ενας άνθρωπος με μηδενική πολιτική εμπειρία, κανένα πολιτικό ή ακαδημαϊκό υπόβαθρο, που έρχεται από έναν εντελώς άλλο κόσμο, τον κόσμο του consulting ή του χρηματιστηριακού παιχνιδιού και λέει, είμαι ικανός να΄μαι αρχηγός ενός κόμματος, αυτό πραγματικά σε σοκάρει. Και πείθει, πρώτα τον εαυτό του και μετά κάποιοι το πιστεύουν.
»Η ακροδεξιά; Αν διαλέξει κανείς μια έρευνα αναφοράς (για να μην μπερδεύεται με διαφορετικές μετρήσεις) από κάποια εταιρεία που μετράει χρόνια με τον ίδιο τρόπο, την ίδια μέθοδο, τα ίδια αντικείμενα, βλέπει ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια υπάρχει μία διαρκής μετατόπιση του άξονα των αξιών, των ιδεών που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία, όλο και πιο συντηρητικά. Δεν το αξιολογώ, έτσι είναι. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές το΄15, η Ελλάδα ήταν “πιο δεξιά χώρα παρά ποτέ” απ΄το 1949, σε επίπεδο αξιών, ιδεών. Η Ελλάδα που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η πιο δεξιά Ελλάδα, σίγουρα απ΄τη μεταπολίτευση κι ύστερα. Κι αυτό συμβαίνει σ΄όλη την Ευρώπη, νομίζω. Υπάρχει μία μετατόπιση όλο και πιο συντηρητικά. Παράλληλα υπάρχει κι ένα δεύτερο φαινόμενο, ένας ριζοσπαστισμός με τον οποίο ταυτίζεται ένα μέρος της κοινωνίας και που όταν εμείς ήμασταν νέοι τον εκπροσωπούσε 100% η Αριστερά. Τώρα είναι ο κόσμος της άκρας δεξιάς, όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού -Γαλλία, Γερμανία και προπάντων Αμερική. Οπότε αυτός είναι ένας καινούργιος κόσμος -και δεν είναι ωραίο.
»Δεν νομίζω ότι είχα ποτέ αυτό που λένε στο σινεμά, star quality, να με κυνηγάνε δηλαδή τα media, να ενδιαφέρει η ζωή μου. Αλλά δεν το ζήλεψα ούτε ποτέ θέλησα να το καλλιεργήσω. Οπότε φέρομαι φυσιολογικά. Πάω στο γήπεδο, πάω σινεμά, θέατρο. Κάποιοι με αναγνωρίζουν, με χαιρετάνε, κι αυτό είναι όλο.
»Οι κόρες μου δεν ακολουθούν τον δρόμο μου, ίσα-ίσα. Στην πραγματικότητα αυτή η δουλειά ήταν αυτή που απασχολούσε τον μπαμπά τους τόσες πολλές ώρες, ώστε να τον βλέπουν λιγότερο απ΄όσο ήθελαν. Οπότε αυτό από μόνο του είναι ένα αντικίνητρο».
Μια θεατρική παράσταση
«Αγαπώ πολύ το θέατρο, από παιδί. Με την Ταμίλα Κουλίεβα είχα γνωριστεί την εποχή που ήταν στο Απλό Θέατρο με τον Αντώνη Αντύπα -ο Αντώνης ήταν φίλος μου, πήγαινα στις παραστάσεις του. Την εκτιμώ πολύ ως ηθοποιό.
»Τέλος Αυγούστου, μου τηλεφώνησε η Ταμίλα για να μου πει ότι ανεβάζει ένα έργο (σ.σ. “Απόρρητον” του Ιβαν Βιριπάγιεφ, θέατρο Τζένη Καρέζη, Φεβρουάριος΄25) και χρειάζεται κάποιον να κάνει κάτι στην παράσταση. Το διάβασα, μ΄άρεσε και είπα θα το κάνω, αλλά δεν θα σκεφτόμουν ποτέ μόνος μου να παίξω θέατρο. Αλλωστε δημοσιογραφία, πολιτική και θέατρο έχουν κοινά στοιχεία. Στην πραγματικότητα η πολιτική και η δημοσιογραφία, ειδικά η τηλεόραση, δανείζεται τους κώδικες του θεάτρου για να επιβιώσει».
Αναζητώντας της Κάλλας
«Έχει ένα μυστήριο η Μαρία Κάλλας. Είναι 101 χρόνια από τότε που γεννήθηκε, σε λίγο θα είναι 50 από τότε που πέθανε, κι όμως βγαίνει καινούργια ταινία. Φέτος μόνο κυκλοφόρησαν δύο ή τρεις νέες βιογραφίες της. Ο αριθμός των βιογραφιών της μετριέται σε μερικές εκατοντάδες. Και υπάρχουν ακόμα νέοι που διαπιστώνω ότι την ακούν ή την ανακαλύπτουν ξαφνικά. Ανθρωποι που δεν τρελαίνονται για την όπερα, που δεν θα πήγαιναν ποτέ να δουν μια παράσταση τρεισήμισι ωρών, αλλά αν ακούσουν τη φωνή της, με κάποιο τρόπο τους συγκινεί. Είναι ένα μυστήριο όλο αυτό. Και μ΄όλες αυτές τις αφορμές, έχεις μια περιέργεια να δεις από τι υλικό είναι φτιαγμένος αυτός ο μύθος κι αν μπορείς να κρυφοκοιτάξεις λίγο ποια είναι η αλήθεια πίσω απ΄τον μύθο.
»Υπάρχει μία ωραία φράση που υποτίθεται ότι έχει πει η Κάλλας. Ηταν κάπου με τον Ωνάση και μια παρέα. Κάποια στιγμή της λένε ότι είναι δημοσιογράφοι απέξω και θέλουν να την δουν. Κι εκείνη λέει, “δώστε μου 5΄, πρέπει να γίνω Κάλλας”. Οπότε έχει ένα ενδιαφέρον να δεις τον άνθρωπο πίσω απ΄αυτό, τον άνθρωπο που ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο και είχε συνείδηση ότι είναι δημόσιο πρόσωπο και υπηρετούσε την περσόνα της.
»Αν γυρίσεις πίσω, τέλη δεκαετίας του ΄50, αρχές του ΄60, και αναρωτηθείς, με βάση τις στήλες gossip και τους παπαράτσι, ποια ήταν διασημότερη γυναίκα στον κόσμο, η Μέριλιν Μονρόε ή η Μαρία Κάλλας, θα΄λεγα η Κάλλας. Μια τραγουδίστρια της όπερας και μάλιστα Ελληνίδα; Κι όμως. Επιπλέον, λίγο να την κοιτάξεις, νοιώθεις ότι υπάρχει ένα εύθραυστο πλάσμα, που΄χει ανάγκη να νιώσει αγάπη και αποδοχή, την οποία δεν εισπράττει ποτέ, κι αυτό είναι που κάνει την τραγικότητα της.
»Ντοκιμαντέρ; Είναι λίγο μεγαλόπρεπο, αλλά ναι, έχει μια φιλοδοξία να είναι ντοκιμαντέρ τουλάχιστον στο ύφος του. Μιλάνε άνθρωποι που έχουν ψάξει και γράψει για την Κάλλας που έχουν περάσει τη ζωή τους μελετώντας την -Ματθαιοπούλου, Χαλκιολάκης, Χαραλαμπόπουλος. Επειτα σκέφτηκα να μιλήσω με καλλιτέχνες που ακολουθούν τον ίδιο δρόμο και που ξεκίνησαν παίρνοντας την Υποτροφία Κάλλας. Για να δω ποια είναι η σχέση τους με το όνομα που στην πραγματικότητα του οφείλουν αυτό που έκαναν. Επίσης μίλησα με δύο γυναίκες ηθοποιούς που ερμήνευσαν την Κάλλας. Την Μαρία Ναυπλιώτου που έπαιξε τέσσερις σεζόν και τη Φανί Αρντάν, που έπαιξε το ίδιο έργο στο θέατρο με σκηνοθέτη τον Πολάνσκι και στον κινηματογράφο με σκηνοθέτη τον Τζεφιρέλι, που ήταν φίλος της Κάλλας. Οποτε προσπάθησα να δω την Κάλλας, με τα δικά τους μάτια. Γιατί νομίζω ότι όταν ένας αληθινά καλός ηθοποιός προσπαθεί να υποδυθεί ένα ρόλο, γίνεται ο ρόλος, οπότε έχει μια αλήθεια να σου πει».
Η ζωή και ο μύθος της Μαρίας Κάλλας: «PrimeTime» με τον Παύλο Τσίμα, την Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου στις 21.00 στον Σκάι