Ζωζώ Σαπουντζάκη: «Να μην είμαι αχάριστη. Είμαι χορτάτη, δεν έχω απωθημένα»
Η Ζωζώ Σαπουντζάκη δεν χωράει πουθενά, είναι μια κατηγορία από μόνη της. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Ζει στην Αθήνα, κοντά στην Ακρόπολη. Και λατρεύει το σανίδι –από μικρή.
«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχε τότε μια μεγάλη πρωταγωνίστρια, η Ζωζώ Νταλμάς, φίλη του πατέρα μου από την Κωνσταντινούπολη, που ερχόταν σπίτι. Μ' έβλεπε λοιπόν κάτω στο πάτωμα που κουνιόμουν, που κουνούσα την κοιλιά μου και έλεγε του πατέρα μου "Σωκράτη, το παιδί έχει ταλέντο, άκου με που σου λέω".
Υπήρχε τότε ο Οικονόμου, ένας άνθρωπος που δίδασκε τα νούμερα και στεκόταν από πάνω μας. Ζητούσαν ένα αγοράκι για έναν ρολάκο –είχα και βραχνή φωνή. Ηταν μια σκηνή που ο παππούς θα πέθαινε κι εγώ θα έλεγα: "Μ' αγαπάς παππού, κι εγώ σ' αγαπώ. Γιατί κλαις παππού, τι έχεις, πονάς... Να μην κλαις παππού, εγώ όταν μεγαλώσω θα σου φέρνω κρασί, τσιγάρα, θα γίνω καραβοκύρης παππού και θα με λεν καπετάν Κωνσταντή". Και πέθαινε ο παππούς κι έπεφτε η αυλαία κι έβγαινα εγώ και χαιρετούσα τον κόσμο, σαν να ήταν για μένα το χειροκρότημα. Δεν έδινα σημασία στους ηθοποιούς...
Ετσι βγήκα εγώ στο θέατρο.
Στο δεύτερο έργο, το "Ντελίριο" βγαίνει και η Βάσω η αδελφή μου. Βγαίναμε, τραγουδούσουμε χορεύαμε και μας χειροκροτούσε ο κόσμος. Ο πατέρας μου δεν ήθελε, αλλά είχε έρθει ο Αρίας, ένας κονφερανσιέ της εποχής και του είπε πως έχουμε ταλέντο και μας πήρε στου Μοσκώφ, ένα βαριετέ. Ο πατέρας μας πήγε και κρύφτηκε κάτω από μια σκάλα. Βγήκαμε, είπαμε ένα τραγουδάκι, "Νάνι νάνι, η νύχτα απλώνει σκοτάδι πυκνό..." και σείστηκε το θέατρο. Ακουσε το χειροκρότημα ο πατέρας μας και βγήκε.
Το πρωί πηγαίναμε σχολείο. Εκεί, στην πλατεία Αριστοτέλους, είχε τότε τρία θέατρα –στο ένα έπαιζε μια σουμπρέτα της εποχής, η Τούλα η Δράκου, στο άλλο η Ζωζώ Νταλμάς. Εμείς δεν ξέρω πως έγινε και πήγαμε και είδαμε θέατρο. Είχε μια καγκελόπορτα από την πίσω πλευρά, έμπαινε πρώτα η Βάσω, μετά εγώ. Την ορχήστρα την είχε κάτω απ' την σκηνή. Είχαμε θράσος. Επαιζαν οι ηθοποιοί κι εμείς μαθαίναμε όλα τα νούμερα απ' έξω. Κι ύστερα πηγαίναμε στα παρασκήνια και τους κοιτάγαμε. Είχα εντυπωσιαστεί με την Ζωζώ Νταλμάς.
Θυμάμαι μια φορά ο Ολύμπιος, ένας ηθοποιός, μας ρώτησε "Καλά μάνα δεν έχετε εσείς; Πατέρα; Πως σας αφήνουν;". Δεν μας άφηναν. Το σκάγαμε για να πάμε δήθεν ως τη γωνία κι όταν γυρνούσαμε έπεφτε ξύλο. Η μάνα μου νόμιζε ότι διαβάζαμε. Οταν το πήραν είδηση, μας έκλεισαν μέσα.
Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ το θέατρο. Η μάνα μας ούτε να τ' ακούσει, “τα παιδιά μου θεατρίνες”, έλεγε
Το σπίτι μας ήταν Τσιμισκή 61, ισόγειο. Πριν μέναμε σε όροφο, αλλά μετακομίσαμε γιατί ήταν τότε που έπεφταν σφαίρες και άλλα στον πόλεμο κι εκεί ήταν χαμηλά κι είχε και καταφύγιο.
Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ το θέατρο. Είχε φωτογραφίες από ηθοποιούς. Μας βοήθησε πάρα πολύ. Η μάνα μας ούτε να τ' ακούσει, “τα παιδιά μου θεατρίνες”, έλεγε. Η Βάσω, πιο μεγάλη από μένα, ήταν πολύ ωραίο κοριτσάκι. Περνούσαμε από μια καφετέρια που λεγόταν η “Καλύβα” κι όταν έβλεπαν την αδελφή μου οι αξιωματικοί της φώναζαν “θα την ανατινάξουμε την καλύβα απόψε”. Ζήλευα. Ημουν και παχουλή».
«Κάποια στιγμή ήμασταν στο πρόγραμμα του Ζορζ, στην Μητροπόλεως. Τελειώναμε τα νούμερά μας στις έντεκα όπως είχε ζητήσει η μητέρα μας, γιατί την επομένη είχαμε σχολείο. Ενα βράδυ μπαίνουν εφτά αεροπόροι. Ο πρώτος, ωραίο παιδί, μόλις τον είδε η αδελφή μου έπεσε κάτω... Εκτοτε σε κάθε γωνία βλέπαμε την Βάσω με τον αεροπόρο να της δίνει ένα φιλί. Οπότε πια ο πατέρας μου αποφάσισε να την δώσει στον αεροπόρο –μικρή ήταν. Τελευταία φορά που εμφανιστήκαμε μαζί ήταν στην Δράμα. Η Βάσω έπαιζε πιάνο, εγώ ακορντεόν. Ο πατέρας μου ήθελε να μάθουμε γαλλικά, μουσικά όργανα, όλα τα ωραία πράγματα».
«Κάποια στιγμή μου λέει ο πατέρας μου ότι τώρα που θα σταματήσει η Βάσω πρέπει να σταματήσω κι εγώ. "Μπαμπά μου εγώ θα πεθάνω αν δεν παίξω", του είπα. "Τόσο πολύ το αγαπάς;". "Ναι, μπαμπά μου". "Τότε θα σε βοηθήσω εγώ". Η μάνα μου δεν το' θελε. Αργησε πολύ να' ρθει να μας δει.
Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ήρθαμε να δώσουμε εξετάσεις στο Σωματείο για να πάρουμε άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος –κι ας ήμασταν παιδάκια σχεδόν.
Η μάνα μου ήθελε να με παντρέψει από μικρή, με έναν γιατρό. Αυτός ήταν ο πρώτος μου άντρας. Ασχημος μεν αλλά καλός
Αργότερα εγώ, όταν έμεινα πια μόνη –έκανα θυμάμαι νουμεράκια με τον Χατζηχρήστο και την Ζωή Νάχη. Από την γαλαρία φώναζαν “το παιδί μας η Ζωζώ”. Μ΄άρεσε όλο αυτό και το κατάλαβα από πολύ νέα. Ούτε άντρες ούτε φίλους ούτε τίποτα. Η μάνα μου ήθελε να με παντρέψει από μικρή, με έναν γιατρό. Αυτός ήταν ο πρώτος μου άντρας. Ασχημος μεν αλλά καλός και μεγάλος γιατρός στην Θεσσαλονίκη. Πες-πες η μάνα μου μ΄έκανε να τον αγαπήσω. Μια μέρα με φίλησε στο στόμα –ήταν η πρώτη φορά, μου άρεσε. Παντρευτήκαμε και μ΄έκλεισε στο σπίτι, Πιττακού 22. Νοικοκυρά ήμουν καλή, εκτός από μαγείρεμα. Τον περίμενα σπίτι, να γυρίσει. Ενα βράδυ, δεν ξέρω γιατί, μου μίλησε άσχημα. Φοβήθηκα. Ηταν η Βάσω εκεί και της ζήτησα να μείνει να κοιμηθούμε μαζί. Ετσι κι έγινε. Εμεινε λίγα βράδια ακόμα και μετά αποφάσισα να φύγω και πήγα να τον αποχαιρετίσω. Εβαλε τότε τα κλάματα, το ίδιο κι εγώ. Αλλαξα γνώμη κι έμεινα. Κάποια στιγμή όμως έφυγα, πήρα τα πράγματά μου κι έφυγα.
Οχι δεν ήθελα ποτέ να είμαι μόνη –ήθελα παρέα, και δεν εννοώ ερωτικά. Την δουλειά μου κοίταζα. Ολη μου την ζωή είχα φοβίες, ένα παιδί ήμουν».
«Γύρω μου οι ηθοποιοί με ήθελαν, αλλά η μάνα μου με είχε πείσει να μείνω μακριά από θεατρίνους. Ποτέ δεν είχα σχέση με κάποιον. Θαυμαστές, ναι. Μετά έκανα έναν δεσμό με τον Κωστόπουλο που είχε την τράπεζα. Υστερα έφυγα στην Αμερική. Ηρθε πάλι τότε ο γιατρός να μου πει να μην φύγω. Ετοιμάστηκα, έκανα τα εμβόλια της εποχής κι έφυγα. Ηταν κάποιος εκεί, που με είχε δει στην “Κομπαρσίτα” κι έτσι φτάνοντας μου έκαναν υποδοχή σαν την Μονρόε –η αλήθεια είναι πως με είχε ερωτευτεί, αλλά εγώ δεν ενέδωσα.
Ημουν μόνη. Μάζευα λεφτά κι είχα αρχίσει να κάνω οικονομίες. Είκοσι μέρες μετά η μάνα μου πήρε το “Βασίλισσα Φρειδερίκη”, το πλοίο, κι ήρθε. Θύμωσα. Ηθελε να με βοηθήσει. Τελικά μου΄κανε καλό που την είχα μαζί μου.
Του πατέρα μου πήρα, ήταν άρχοντας. Τα ρούχα τα΄μαθα από την μάνα μου, της άρεσαν πολύ.
Το σινεμά δεν το πήρα ποτέ σοβαρά. Εχω κάνει έντεκα ταινίες. Δούλευα στα κέντρα κι έβγαζα πολλά λεφτά. Στην Πλάκα τότε ήταν το “Κάστρο”, ο “Βράχος”, η “Παλιά Αθήνα” κι εγώ δούλευα μια στο΄να, μια στ΄άλλο, μια στο τρίτο, μόνιμη. Στην Κηφισιά ήταν η “Κομπαρσίτα” και ο “Καλαμπόκας” -εκεί έρχονταν άρχοντες. Ηταν ο Τάκης Μωράκης με τα βιολιά του κι εγώ έβγαινα κι έκανα πρόγραμμα.
Του πατέρα μου πήρα, ήταν άρχοντας. Τα ρούχα τα' μαθα από την μάνα μου
Είχα μανία με τον κόσμο, με τα πάρτι κι έκανα πολλά στο σπίτι. Είχα λατρεία στην δουλειά μου, δεν κουραζόμουν με τίποτα.
Γνώρισα τον Αλέξανδρο Ωνάση σε ένα κέντρο που δούλευα, πρώτο όνομα. Ενα βράδυ ήρθε με μια παρέα, κάθισαν μπροστά-μπροστά. Μετά με κάλεσε στο τραπέζι του να μιλήσουμε και μου πρότεινε να φάμε μαζί το επόμενο μεσημέρι. Πήγαμε στην Γλυφάδα για ψάρια. Μου έλεγε διάφορες ιστορίες, για την μάνα του -και μισούσε την Κάλλας. Ηταν εξαιρετικό παιδί. Μετά όταν πήγε στο Παρίσι μου έστελνε γράμματα και μου έγραφε ότι πήγε στο Lido, αλλά καμιά δεν ήταν σαν εμένα...
Ναι, ήμουν σπάταλη πολύ –μόνο τα γάντια να δεις που έχω. Η μάνα μου μάζευε τα λεφτά, εγώ τα ξόδευα. Είχα τρέλα με τα ρούχα, τα κοστούμια που φορούσα, τα παπούτσια. Πήγαινα όλη την ώρα στο Παρίσι για να πάρω φτερά, καλσόν, οτιδήποτε. Ο,τι τρελό, ό,τι ωραίο το έπαιρνα. Εβαζα τα φτερά και ζήλευαν οι άλλοι κι έβαζαν κι αυτοί. Δεν έδινα όμως σημασία στην ζήλεια τους ούτε που με αντέγραφαν.
Οχι, ποτέ δεν αισθάνθηκα ούτε φοβήθηκα ότι θα τελειώσει η επιτυχία. Στην Αμερική δούλεψα πολύ και σκληρά –πήγαινα ακόμα και δύο ώρες δρόμο από τη Νέα Υόρκη για μια χοροεσπερίδα κι ύστερα γυρνούσα κι έβγαζα τρεις ώρες πρόγραμμα. Αλλη δεν θ΄άντεχε. Εγώ τα έδινα όλα στην δουλειά μου».
«Από που το αντλώ όλο αυτό; Το αγαπώ πολύ. Δεν ξέρω αν φτάνει, αλλά δεν ξέρω και τι άλλο να σκεφτώ. Είναι αγάπη. Γενικά είμαι σταθερή και στις σχέσεις μου, από μικρή –πρώτα ο γιατρός που παντρεύτηκα, μετά ο δεύτερος άντρας μου, δικηγόρος, ο Ανδρέας, εκπληκτικό παιδί που πέθανε νωρίς από καρκίνο. Δεν ήταν και πολλοί.
Τα παιδιά με απασχολούσαν και τα ήθελα πολύ, αλλά δεν είχα μυαλό. Οταν παντρεύτηκα τον Ανδρέα, ήμουν έγκυος. Ηθελα το παιδί πολύ, ήθελα και το θέατρο. Εβγαινα κι έπαιζα στο Ακροπόλ, έκανα σπαγγάτ αμερικάνικο κι ήμουν έγκυος. Ο γιατρός μου είχε πει να καθίσω και να μην δουλέψω αλλά ήρθε μια πρόταση από επαρχία, πολλά λεφτά. Ηταν κρίμα να μην πάω. Ημουν το πρώτο μεροκάματο. Επαθα παλίνδρομο κύηση και το' χασα το παιδί. Το ήθελα, αλλά... Ολα τα ξεπερνούσα με τη δουλειά, με την αγάπη μου για το θέατρο, για την πίστα.
Ποτέ δεν αισθάνθηκα ούτε φοβήθηκα ότι θα τελειώσει η επιτυχία
Τον αγαπώ τον εαυτό μου, τον προσέχω. Ξενυχτούσα και ξενυχτώ αλλά πάντα προσέχω. Δεν πίνω πολύ. Μια εποχή που έμενα Φωκίωνος Νέγρη πήγαινα κι έτρωγα εκεί κι έβλεπα συχνά ένα μεγάλο τραπέζι με τον Βουτσά, την Καραγιάννη, που έμεναν ως τις πέντε το πρωί. Εγώ έφευγα, πήγαινα σπίτι, στη μάνα μου. Μόνο με τον Βουτσά μιλούσαμε περισσότερο –με φώναζε Ζωζώκα.
Κανένας δεν μπορούσε να πει ότι η Ζωζώ είναι κακό κορίτσι.
Ναι, με ζήλευαν οι άλλες γυναίκες –η Καραγιάννη θυμάμαι όταν γύριζα τον "Ξυπόλυτο Πρίγκηπα", πήγε στον διευθυντή φωτογραφίας και τον ρώτησε ποια από τις δυό μας είναι πιο παχιά κι εκείνος της απάντησε "εσύ"... Δεν ήταν παχιά, πωπό είχε, ενώ εγώ δεν είχα. Ωραίο κορμί είχε η Καραγιάννη. Εγώ ήμουν γλυκατζού κι έτρωγα πολύ –με τάιζε κι η μάνα μου γιατί κουραζόμουν με την δουλειά».
«Μια χρονιά δούλευα στην “Παλιά Αθήνα”. Τότε με έραβε ο Σκαλιντό, ένας πολύ ακριβός ράφτης –στο τέλος μόνο η Ιλια Λιβυκού κι εγώ πηγαίναμε να μας ράψει. Φορούσα λοιπόν μια τουαλέτα κολλητή, με μπανέλες για το στήθος, μαύρο σατέν, με βολάν, που το έβγαζα κι έμενα με το σχιστό στην πίστα. Τα καμαρίνια ήταν επάνω και κατεβαίνοντας την σκάλα άκουσα κάποιον να λέει “πρώτα βγαίνει το στήθος της και μετά αυτή”. Μετά το πρόγραμμα έβαλα τα κλάματα. Από εκείνη την ημέρα σταμάτησα να τρώω –μόνο φιλέτο και ντομάτα σαλάτα. Μέσα σε ένα μήνα αδυνάτισα και τέλειωσε πια αυτό. Βγήκε η Σπεράντζα η Βρανά τότε και είπε ότι πήγα στην Αμερική κι έκανα πλαστικές.
Η Κινέττα... Το σπίτι ψηλά στον βράχο κι από κάτω η θάλασσα. Τώρα κάηκε. Φτιάχνεται αλλά θέλει πολλά λεφτά. Δεν κατοικείται. Εγώ μένω όμως τώρα κάτω στο ισόγειο, που ήταν ένας πρόχειρος αυτόνομος χώρος όταν έκανα τα μπάνια μου. Θυμάμαι είχε έρθει ένα βράδυ στον “Καλαμπόκα” ένας μεσίτης, από τους μεγάλους και μου πρότεινε ένα οικόπεδο στην Κινέττα. Εγώ δεν ήξερα που είναι. Ως τότε πήγαινα στο Λαγονήσι, στο ξενοδοχείο, στα μπάνγκαλοου. Πήγα όμως στην Κινέττα κι όταν μου έδειξε το οικόπεδο, εντυπωσιάστηκα και το αγόρασα».
«Ο χρόνος; Δεν με απασχολούσε ούτε τώρα με απασχολεί καθόλου. Δεν προσποιούμαι να κάνω τη νέα. Χωρίς να κάνω τίποτα, είμαι όπως είμαι –αν κοιμηθώ κιόλας καλά, σηκώνομαι φράπα. Γυμνάζομαι, περπατάω συστηματικά, με ρυθμό, κάνω ασκήσεις στο σπίτι. Ημουν πάντα πειθαρχημένη. Το πόδια μου στέκονται μια χαρά. Μπορεί να είμαι και τυχερή, το σκαρί –η μάνα μου ήταν έτσι.
Δεν έκανα τρελά πράγματα, έζησα ήσυχη ζωή, με την μάνα μου να με προστατεύει. Οταν κοιμόμουν απαντούσε στα τηλέφωνα, έκλεινε δουλειές, παριστάνοντας πως είμαι εγώ –διεκδικούσε. Το' χα μέσα μου να είμαι καλή.
Περίμενα το βασιλόπουλο που δεν ήρθε. Τον άνθρωπο που ονειρευόμουν. Αν και δεν μου λείπει τίποτα, ούτε μου έλειψε.
Το κέφι βγαίνει από μέσα μου. Περνάω στεναχώριες αλλά βρίσκω τον τρόπο. Βγαίνω μια βόλτα, μου λέει κάτι ο κόσμος, κι όλα περνάνε. Αυτό για μένα είναι το μεγαλύτερο μπριγιάν.
Βλέπω τηλεόραση, παρακολουθώ ειδήσεις –τα νέα για τον κορωνοϊό. Φτάσαμε να μην βγαίνουμε έξω, αλλά δεν μου κακοφαίνεται γιατί δεν έκανα ποτέ τρελή ζωή, εκτός από τη δουλειά μου. Στο σπίτι κάνω τα πάντα, αν και έχω μια κοπέλα. Ο απέναντι με βλέπει που κάνω τα τζάμια. Α, και μ΄αρέσει πολύ ο ύπνος. Κοιμάμαι αργά, ξυπνάω αργά.
Νομίζω ότι σήμερα λείπει ο σεβασμός, υπάρχει ένα θράσος. Δεν το λέω για μένα, εγώ δεν έχω παράπονο. Είμαι πολύ απλός άνθρωπος, ψέματα δεν λέω ποτέ, είμαι ειλικρινής, από μικρή. Και, ναι, ήμουν πιστή -ούτε απιστία έχω ζήσει.
Τι λέω στον εαυτό μου; "Καλά τα κατάφερες Ζωζώ και καλά θα τα καταφέρεις". Να μην είμαι αχάριστη. Είμαι χορτάτη κι από ρούχα κι από χρήματα. Δεν έχω απωθημένα. Θα ήταν αχαριστία να μην το πω. Γερή να' μαι, τίποτε άλλο. Οσο ζω θέλω να είμαι γερή. Κι έτσι θέλω να φύγω...
Δεν θέλω να σταματήσω. Στέκομαι καλά, κι ό,τι κάνω το κάνω με αξιοπρέπεια. Γιατί λοιπόν να σταματήσω; Και ναι, κάτι συζητάω, έχω μια πρόταση, θα δούμε. Αν είναι κάτι καλό, γιατί όχι;».