Ζωζώ Νταλμάς: Η Ελληνίδα καλλονή των θρυλικών «Σαντέ» που έκλεψε την καρδιά του Κεμάλ Ατατούρκ
«Έζησα τα πάντα, έκανα τα πάντα, δεν είχα φραγμούς, ήμουν ελεύθερη»: αυτά είναι τα λόγια της Ζωζώς Νταλμάς, της όμορφης γυναίκας που κάποτε κοσμούσε τα πακέτα τσιγάρων Σαντέ, υπήρξε ερωμένη του Κεμάλ Ατατούρκ και μεσουράνησε την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ήθελε να τη θυμούνται, όπως η ίδια έχει εξομολογηθεί, ως «μια όμορφη και λαμπερή πρωταγωνίστρια του θεάτρου και συνεπή Ελληνίδα».
Η Ζωή Σταυρινού, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνος, το 1906 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε με τη μητέρα της και τη γιαγιά της μετά από τους διωγμούς των Νεότουρκων. Έζησε στις προσφυγικές γειτονιές και πήρε μαθήματα τραγουδιού στο ωδείο Γρέκου. Σε ηλικία 12 ετών αρραβωνιάστηκε έναν αεροπόρο και παντρεύτηκε δύο χρόνια αργότερα, όταν ήταν 14 ετών. Σε έξι μήνες όμως τον εγκατέλειψε κι εκείνος από τη στενοχώρια του προσπάθησε να αυτοκτονήσει, πυροβολώντας τον εαυτό του στο στήθος.
Φιλοδοξώντας να γίνει τραγουδίστρια της όπερας, η νεαρή Ζωή βρέθηκε στο Μιλάνο, αλλά τελικά γύρισε στην Ελλάδα και άρχισε την καριέρα της στο θέατρο. Η πρώτη της εμφάνιση έγινε το 1922 με τον θίασο της Ένκελ στη Θεσσαλονίκη στην παράσταση «Χορ Χορ Αγάς», όπου χορεύοντας τον χορό της κοιλιάς, προκαλούσε πανικό στο ανδρικό κοινό.
Με τον ίδιο θίασο αργότερα βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια για περιοδεία. Εκεί την ερωτεύτηκε ένας Αιγύπτιος πρίγκιπας. Έζησαν μαζί για εφτά μήνες. «Χαρέμι, καφάσι, τσαρτσάφι, φερετζέ, απ’ όλα» έχει πει η ίδια για εκείνη την περίοδο της ζωής της. «Και τι δεν ξόδευε για μένα. Τα μπριγιάντια δεν ήξερα πού να τα βάλω. Στόλιζα μ’ αυτά και τις καλτσοδέτες μου, ακόμη και τις τόκες των παπουτσιών μου. Και λίρα με ουρά! Αλλά εγώ δεν είχα ιδέα του χρήματος. Τα τσεκ τα έχωνα μέσα στα παπούτσια μου στα ντουλάπια. Αυτή η νύχτα της Χαλιμάς κράτησε οχτώ ολόκληρους μήνες. Στο διάστημα αυτό γυρίσαμε όλο τον κόσμο. Βενετία, Μιλάνο, Παρίσι...» Μόλις όμως ο πρίγκιπας τής ζήτησε να παντρευτούν, εκείνη το έσκασε με έναν καπετάνιο κι επέστρεψε στην πατρίδα.
Στην Αθήνα γίνεται πρωταγωνίστρια του μουσικού θεάτρου, μέχρι το 1925 είχε καθιερωθεί ως απόλυτη ντίβα, ενώ παράλληλα ταξιδεύει συχνά στην Κωνσταντινούπολη, όπου συμμετέχει σε αρκετές τουρκικές ταινίες, όπως «Τα κύματα του Βοσπόρου», που έσπαγαν ταμεία και στους ελληνικούς κινηματογράφους.
Το 1925 ήταν μια σημαντική χρονιά για εκείνη. Ένα βράδυ σε ένα κέντρο όπου εμφανιζόταν στην Κωνσταντινούπολη γνωρίζει τον Κεμάλ Ατατούρκ. Όπως η ίδια έχει αποκαλύψει, πέρασαν το βράδυ μαζί, αλλά εκείνος το πρωί φεύγοντας, άφησε στο κομοδίνο χίλιες λίρες. Η Νταλμάς έγινε έξαλλη με αυτή την προσβολή. Πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε προσεχτικά το σημείο από το χαρτονόμισμα που είχε το πρόσωπό του. «Από αυτό που μου αφήσατε, πήρα ό,τι μου χρειαζόταν. Το υπόλοιπο σας το επιστρέφω, γιατί μου είναι εντελώς άχρηστο» του έγραψε σε ένα σημείωμα. Ο Κεμάλ το επόμενο βράδυ της έστειλε λουλούδια και ένα ακριβό κόσμημα, μα εκείνη του τα γύρισε όλα πίσω. Έτσι ξεκίνησε ένας θυελλώδης έρωτας ανάμεσά τους, που κράτησε ως τον θάνατο του Κεμάλ. Οι φήμες για χρόνια οργίαζαν, μερικές ίσως της άφηνε η ίδια να κυκλοφορούν, ενώ κάποιοι ισχυρίζονταν πως στην πραγματικότητα λειτουργούσε ως κατάσκοπος των Τούρκων κατ' εντολή του Βενιζέλου. Εκείνη πάντα έλεγε ότι ήταν απλώς Ελληνίδα. Σε συνέντευξή της το 1962 είχε δηλώσει για τον έρωτά της με τον Κεμάλ: «“Άστα, μπαμπά” του έλεγα ειρωνικά, “το θες ή δεν το θες, είσαι Ρωμιός! Από πού ήταν η γιαγιά σου; Δεν ήταν η κυρα-Μαρία από τα Γιάννενα; Ύστερα … τούρκεψες, μπαμπά”! Κι αυτός χαχάνιζε, χτυπιόταν, άρπαζε ένα μπουκάλι με ρακή, έπινε στην υγειά μου και στην… ελληνοτουρκική φιλία».
Το 1931 γίνεται γνωστή σε όλη την ελληνική επικράτεια, όταν το πανέμορφο πρόσωπό της μπαίνει στο πακέτο των τσιγάρων Σαντε. Όλοι πια μιλούν για την ξανθιά καλλονή. Ο εθισμός της στα ναρκωτικά την έμπλεξε σε μια απίστευτη ιστορία το 1933, όταν εξαρθρώθηκε ένα δίκτυο λαθρεμπόρων, αν και τελικά η ίδια γλίτωσε τη σύλληψη διότι «ήταν δι’ ιδίαν της χρήσιν, καθ΄ όσον, ως γνωστόν, από ετών είναι κοκαϊνομανής», όπως αναφέρεται στα πρακτικά.
Η Νταλμάς ήταν μοιραία γυναίκα, ζούσε για τον έρωτα κι είχε αμέτρητους θαυμαστές, όμως ίδια δεν έμοιαζε ποτέ ικανοποιημένη από τις επιτυχίες. «Νομίζετε πως μία καλλιτέχνις της δικής μου ιδιοσυγκρασίας, μποέμισσα από κούνια και αδιόρθωτη αναρχική που δεν μπορεί να ανεχθεί ρέγουλες, ετικέτες και δεσμούς σκλαβιάς, δεν έχει καμία φιλοσοφική αρχή; Ε, λοιπόν εγώ έχω μία. Η ζωή δεν έχει καμία απολύτως αξία, όταν δεν μοιάζει με ρομάντζο», έλεγε χαρακτηριστικά.
Εκρηκτική προσωπικότητα και με ροπή στις καταχρήσεις, δεν πρωταγωνιστούσε μόνο στη σκηνή, αλλά και σε επεισόδια που αναστάτωναν τα χρηστά ήθη της εποχής της. «Γλεντώ, πίνω, αγαπώ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς γλέντι, χωρίς έρωτα. Οι άνθρωποι τυλίγουν τη ζωή με πολλή ετικέτα, τη φορτώνουν με σοβαρότητα. Κι αυτό είναι το δράμα τους. Ο έρωτας και το γλέντι λύνουν από τη ζωή τα δεσμά και της δίνουν έναν τόνο ελαφρότητας που είναι στη φύση της» αναφέρει στα απομνημονεύματά της.
Την πρωτοχρονιά του 1937, στο μπαρ Τοκατλιάν του Πέραν, γλεντούσε κι έπινε μέχρι τελικής πτώσεως. Όταν πια οι ιδιοκτήτες αρνήθηκαν να της δώσουν άλλο ποτό, έξαλλη άρχισε να σπάει κυριολεκτικά ό,τι έβρισκε μπροστά της. Την επόμενη μέρα βέβαια αναγκάστηκε να πληρώσει τις ζημιές. Το χειρότερο όμως ήταν όταν της αφαίρεσαν την άδεια άσκησης του επαγγέλματος της ηθοποιού, εξαιτίας της κακής διαγωγής της. Η Ζωζώ όμως δεν πτοήθηκε. Άρχισε να εμφανίζεται στην Όαση του Ζαππείου, που λειτουργούσε ως βαριετέ, οπότε δεν χρειαζόταν άδεια για να εργαστεί εκεί, ενώ παράλληλα έκανε προσφυγές για να ανακληθεί η απόφαση.
Την περίοδο της Κατοχής, αρνήθηκε να καταδώσει τους συναδέλφους της, έφαγε πολύ ξύλο από τους Γερμανούς και έτσι έχασε το παιδί που κυοφορούσε. Ευτυχώς ήξερε λίγα γερμανικά και κατάφερε να πείσει τους βασανιστές να μην τη σκοτώσουν. Κάποιοι μάλιστα λένε ότι ο Γερμανός διοικητής ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της και γι’αυτό της χάρισε τη ζωή.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αποφάσισε να εγκαταλείψει το θέατρο και απομονώθηκε σε ένα υπόγειο δυάρι στην οδό Τρικάλων στους Αμπελοκήπους. Ζούσε μοναχικά και χωρίς χρήματα. Ο Δημήτρης Ιβάνωφ, χορευτής και μεγάλος της θαυμαστής, έχει πει για εκείνη: «Θα μπορούσε να έχει τη μισή Αθήνα δική της. Σκόρπιζε τα χρήματά της δεξιά και αριστερά. Δεν υπολόγιζε το χρήμα. Μέσα στα απομνημονεύματά της λέει ότι είχε γίνει νονά σε 104 βαφτίσεις και είχε κάνει 45 γάμους με προικοδότηση. Επίσης είχε δώσει πολλά λεφτά στον Ερυθρό Σταυρό, ως δωρεά. Μέσα στο βιβλίο μάλιστα αναφέρουμε πως, όταν την είχε στο πλευρό του ο πρίγκιπας της Αιγύπτου στο παλάτι, εκείνη του έφυγε, πήγε στη Θεσσαλονίκη και ανοικοδόμησε το “Ραχμανίκειο γηροκομείο”. Απέκτησε πολλά λεφτά, από τα οποία δεν κράτησε ούτε μια δραχμή. Πέθανε πάμπτωχη σε έναν οίκο ευγηρίας την οποία είχα βάλει εγώ. Και μαζί με τη σύνταξή της, έδινα και εγώ κάποια χρήματα για να την προσέχουν».
Το 1984 κυκλοφόρησε ένα δημοσίευμα που την ήθελε νεκρή, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκειά της. Η αλήθεια όμως ήταν ότι πλέον ζούσε στο γηροκομείο, όπου και τελικά πέθανε στις 31 Ιουλίου 1988.
Την πολυτάραχη ζωή της την περιέγραψε η ίδια στο βιβλίο «Εγώ, η Ζωζώ Νταλμάς», που συνέγραψε ο ηθοποιός και φίλος της, Βασίλης Κολοβός.