Η Κατερίνα και ο Πέτρος γνώρισαν τις κόρες τους στην Ουγκάντα και ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά
Όταν κοιτάζει κανείς την Κατερίνα και τον Πέτρο με τα κορίτσια τους, αυτό που αντιλαμβάνεται με την πρώτη ματιά είναι ότι την οικογένεια τη δημιουργείς εσύ, δεν προκύπτει μόνο με μια γέννα. Οι δυο τους ένιωσαν τη δυνατή επιθυμία να εξωτερικεύσουν την αγάπη τους, υιοθετώντας δύο παιδιά που είχαν ανάγκη για ένα σπίτι και δύο γονείς που θα τους προσφέρουν όσα δεν μπορούσαν να έχουν στην Ουγκάντα. Η υιοθεσία γι' αυτούς δεν ήταν η τελευταία λύση, ήταν η πρώτη σκέψη. Κάπως έτσι γνώρισαν και τις υπέροχες κόρες τους, τη Βαρβάρα και την Αθηνά. Αυτή είναι η ιστορία τους.
Πέτρος «Θέλαμε και οι δύο να υιοθετήσουμε παιδί, ακόμα και πριν γνωριστούμε. Όταν λοιπόν γνωριστήκαμε και την Κατερίνα και ήρθε η συζήτηση για τα παιδιά, μου είπε ότι θα ήθελε να υιοθετήσει και μάλιστα από το ίδιο μέρος που σκεφτόμουν κι εγώ, την Αφρική. Οπότε, δεν ήταν ακριβώς απόφαση, αλλά κάτι που έτσι κι αλλιώς θα είχαμε κάνει, ακόμα και αν δεν είχαμε γνωριστεί».
Κατερίνα & Πέτρος: «Γιατί από Αφρική; Γνωρίζοντας ότι οι συνθήκες εκεί είναι δύσκολες, ειδικά για να μεγαλώσει ένα παιδί σε κάποιο ίδρυμα, θέλαμε να δώσουμε την όποια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή σε δύο παιδιά που το έχουν ανάγκη. Παράλληλα, είναι και πιο γρήγορη η διαδικασία στην Ουγκάντα από ό,τι στην Ελλάδα, καθώς κρατάει έως και δύο χρόνια, ανάλογα την περίπτωση. Υπήρχαν επίσης και η Ταϋλάνδη και η Βουλγαρία σαν επιλογές, όπου διαδικασία κρατάει έως και τέσσερα χρόνια.
Όταν φτάσαμε λοιπόν στην κοινωνική υπηρεσία, ενώ στην αρχή η πρώτη σκέψη ήταν για ένα παιδί, το σκεφτήκαμε και είπαμε ότι, αν υπάρχει η δυνατότητα και αν κρίνουν ότι μπορούμε, να υιοθετήσουμε δύο παιδιά.
Το πρώτο βήμα ήταν να πάμε στη Διεθνή Κοινωνική Υπηρεσία, όπου απευθυνθήκαμε στην κυρία Κοντογιάννη, η οποία μας πήρε συνέντευξη, ώστε να κρίνει την καταλληλότητά μας ως ζευγάρι. Στη συνέχεια, μας κατεύθυνε στην επιλογή του κράτους και μας εξήγησε ποιες είναι οι διαδικασίες. Επίσης, μιλήσαμε και με την Πρόξενο της Ουγκάντας στην Ελλάδα, την κυρία Αλεξανδράκη, η οποία επίσης μας έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες και μας εξήγησε τη διαδικασία.
Ήταν πολλά τα χαρτιά, όπως κάθε διαδικασία αυτής της μορφής, με εξετάσεις, πιστοποιητικά και πολλά άλλα. Αλλά η Διεθνής Κοινωνική Υπηρεσία βοηθάει ενεργά, ώστε να γίνουν όλα όσο το δυνατόν πιο εύκολα και γρήγορα.
Εμείς στην υιοθεσία ακολουθήσαμε την πορεία της γέννας, δεν καθίσαμε να σκεφτούμε αν μας κάνει ή όχι το παιδί που μας ανέθεσαν.
Όλα τα έξοδα ήταν δικά μας. Από τη στιγμή που ξεκινήσαμε τη διαδικασία έως και τη μέρα που πήγαμε στην Ουγκάντα, κάτι για το οποίο πρέπει να είναι προετοιμασμένο ένα ζευγάρι. Βέβαια, οι τιμές εκεί είναι πολύ οικονομικές για τους Έλληνες. Δηλαδή με λίγα ευρώ πας και τρως σε ένα πάρα πολύ καλό εστιατόριο, κάτι το οποίο είναι σημαντικό γιατί στην Ουγκάντα πρέπει να δίνεις μεγάλη προσοχή στην ποιότητα του φαγητού.
Είχαμε ζητήσει δύο κοριτσάκια από 6 έως 18 μηνών. Στην πορεία μας ρώτησε η δικηγόρος αν θα το σκεφτόμασταν και για ένα πιο μεγάλο παιδάκι και είπαμε κατευθείαν ναι. Όταν ήρθε η πρώτη φωτογραφία δεν το σκεφτήκαμε λεπτό, της είπαμε να προχωρήσει.
Εμείς στην υιοθεσία ακολουθήσαμε την πορεία της γέννας, δεν καθίσαμε να σκεφτούμε αν μας κάνει ή όχι το παιδί που μας ανέθεσαν. Ήρθε ένα παιδί στο δρόμο μας κι εμείς στο δικό του. Οπότε, όπως ακριβώς θα δεχόμασταν ένα παιδί που θα γεννιόταν ή που θα γεννηθεί κάποια στιγμή ίσως, έτσι κινηθήκαμε και με την υιοθεσία.
Κάποιος μας ρώτησε γιατί κορίτσια. Κάθε γονιός πιστεύω ότι έχει αδυναμία. Από πολλούς ακούς όταν μένει έγκυος μια γυναίκα, αχ μακάρι να είναι κοριτσάκι ή αγοράκι. Από εκεί και πέρα όμως, δεν το είχαμε θέσει ως βέτο. Φυσικά θα δεχόμασταν κι ένα αγόρι και θα το αγαπούσαμε το ίδιο ακριβώς. Έτσι δε θα κάναμε και σε μια γέννα;
Έτυχε τελικά να βρεθούν δύο κορίτσια, πράγμα που είναι πιο σπάνιο, γιατί γενικότερα τα κορίτσια προσπαθούν να τα κρατούν, τουλάχιστον έτσι μας είχαν πει. Η Ουγκάντα είναι ανδροκρατούμενη κοινωνία και το κορίτσι είναι βοηθός στο σπίτι από πολύ μικρή ηλικία -στις δουλειές, στα μικρότερα παιδιά της οικογένειας.
Η πρώτη φωτογραφία που μας έστειλε η δικηγόρος λοιπόν ήταν η μεγάλη μας η κόρη, η Βαρβάρα, και μας είπε ότι ήταν περίπου 3,5 χρονών και χωρίς να το σκεφτούμε καν τις είπαμε να προχωρήσει στις απαραίτητες εξετάσεις, για HIV, ηπατίτιδα και κάθε άλλο νόσημα. Όπως ξέρουμε τα ΣΜΝ στη χώρα εκείνη είναι σε έξαρση, καθώς δεν υπάρχει καμία ενημέρωση και κανένας έλεγχος.
Έγιναν οι εξετάσεις του παιδιού, ήταν όλα καλά και της είπαμε να προχωρήσει. Όχι ότι αν θα προέκυπτε κάτι, δε θα την υιοθετούσαμε, απλώς θέλαμε να είμαστε προετοιμασμένοι για παν ενδεχόμενο.
Ύστερα προχωρήσαμε και στην αναζήτηση του δεύτερου κοριτσιού, η οποία ήταν η Αθηνά, που ήταν σε ηλικία 10 μηνών. Και αυτή πάλι δεν είχε κάποιο πρόβλημα υγείας.
Όταν μας έστειλε την Αθηνά σε φωτογραφία, ζητήσαμε να κάνει ένα ακουόγραμμα, καθώς η βιολογική της μητέρα είναι κωφή. Και αυτό το κάναμε γιατί, σε περίπτωση που είχε όντως πρόβλημα με την ακοή της η μικρή, θέλαμε να είμαστε προετοιμασμένοι για το πώς θα το αντιμετωπίζαμε και να δημιουργήσουμε κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης. Δεν θα ήταν παράγοντας να μην την υιοθετήσουμε.
Όταν πήγαμε στην Ουγκάντα η μεγάλη μας η κόρη είχε συμπτώματα συγγενούς καρδιοπάθειας και μας ρώτησαν τότε αν, σε περίπτωση που υπήρχε πρόβλημα, θέλαμε κάποιο άλλο κορίτσι. Αλλά εμείς φυσικά είπαμε όχι. Γιατί, αν το παιδί μας είχε γεννηθεί και δεν το είχαμε υιοθετήσει θα ακολουθούσαμε ακριβώς την ίδια διαδικασία -εξετάσεις, θεραπεία, επισκέψεις στον γιατρό, αγωγή. Βέβαια, τελικά ήταν συμπτώματα που προσομοίαζαν στην ασθένεια, αλλά δεν ήταν κάτι σοβαρό.
Μετά από 20 μέρες από τη μέρα που λάβαμε τη φωτογραφία και της Αθηνάς, πήγαμε στην Ουγκάντα. Πριν πάμε, έπρεπε να γίνουν μια σειρά ανακοινώσεων και στην εφημερίδα και στο ραδιόφωνο για να δοθεί μια τελευταία ευκαιρία σε κάποιον βιολογικό συγγενή των παιδιών να τα μεγαλώσει εκείνος.
Το Εντέμπε είναι ένα αεροδρόμιο που μοιάζει να είναι βγαλμένο από ταινία. Υγρασία, λάσπη. Μια εικόνα που πρέπει να τη δεις από κοντά για να συνειδητοποιήσεις αυτό που βλέπεις εκείνη τη στιγμή. Μάλιστα, πολλές φορές λέμε ότι την Ουγκάντα πρέπει να τη «μυρίσεις» κιόλας για να τη βιώσεις πλήρως, τα αυτοκίνητα, τα καυσαέρια, τους πλανόδιους στο δρόμο που πουλάνε φαγητό.
Δεν μπορούμε να σου πούμε πρώτες εντυπώσεις από τη χώρα. Σίγουρα αν πηγαίναμε κάποια άλλη στιγμή και για άλλο λόγο θα είχαμε καλύτερη άποψη από το πώς είναι. Τώρα κυριαρχούσε το άγχος, η αγωνία και η ανυπομονησία να δούμε τα παιδιά μας.
Φτάνουμε, λοιπόν στην Ουγκάντα, πάμε στο ξενοδοχείο, αφήνουμε τα πράγματα και ξεκινάμε για το ορφανοτροφείο, το οποίο βρίσκεται στην πόλη Τζίντζα, μαζί με τη δικηγόρο και τη γυναίκα που θα τα κρατούσε στο σπίτι, μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες (το λεγόμενο “fostering”).
Φτάσαμε στην Τζίντζα δύο ώρες μετά, όπου -πριν πάμε στο ίδρυμα -συναντήσαμε την probation officer, η οποία μας ρώτησε ξανά τα ίδια πράγματα, γιατί αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε από την Ουγκάντα κ.ά. Αφού τελειώσαμε από εκεί, πήγαμε στο ορφανοτροφείο, εξαντλημένοι, χωρίς να έχουμε φάει τίποτα.
Μιλήσαμε με τον διευθυντή του ορφανοτροφείου υπογράψαμε κάποια χαρτιά και ύστερα ήρθε η στιγμή να δούμε τα παιδιά».
Κατερίνα: «Στην αρχή είδαμε την Αθηνά, η οποία ήταν στην αγκαλιά της Μαρίας, της foster mother. Είχε μαλάρια, με πυρετό και πολύ ταλαιπωρημένο οργανισμό. Και αμέσως μετά συναντάμε τη Βαρβάρα, την οποία βλέπω να έρχεται από μακριά. Ήταν λίγο απόμακρη και απομακρυσμένη. Πιθανότατα να μην είχε ξαναδεί και λευκό στη ζωή της. Γενικά όλα τα παιδάκια μας κοίταζαν περίεργα.
Η Βαρβάρα ήταν ένα παιδί που απ’ ό,τι μας είχε πει η δικηγόρος έκλαιγε πολύ. Αλλά, από τη στιγμή που μας συνάντησε στο ορφανοτροφείο άρχισε να γελάει. Η δικηγόρος δεν το πίστευε
Πήγα να την αγκαλιάσω και έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν επέμεινα γιατί την είδα ότι ήταν φοβισμένη. Η Αθηνά ήταν ήδη στην αγκαλιά του Πέτρου. Της δώσαμε μπαλόνια, παιχνίδια και μπισκοτάκια. Και μετά από κανένα μισάωρο ήρθε κι αυτή στην αγκαλιά μας».
Πέτρος: «Πρέπει να είχε περάσει καμιά ώρα από την ώρα που συναντηθήκαμε και στο χέρι μου κρατούσα ένα μπαλόνι. Κατάλαβα ότι η Βαρβάρα ήθελε να μου το ζητήσει, αλλά έκανα πώς δεν καταλαβαίνω, γιατί ήθελα να μου απευθύνει τον λόγο. Και τότε μου λέει “μπάμπα”. Της είχαν πει ότι θα έρθουν η μαμά και ο μπαμπάς και προφανώς είχε κρατήσει αυτές τις λέξεις. Από εκείνη την ώρα και μετά δε μας είπε κάπως αλλιώς, πάντα “μαμά” και “μπαμπά”».
Κατερίνα: «Πολλά παιδάκια θυμάμαι ότι ερχόντουσαν κοντά μας κι εκείνη την ώρα πραγματικά ευχηθήκαμε να βρουν όλα μια οικογένεια να τα αγαπάει. Θυμάμαι συγκεκριμένα ένα κοριτσάκι δύο χρονών, το οποίο μ’ αγκάλιαζε συνέχεια και ήταν πραγματικά τόσο γλυκό. Το λάτρεψα. Και μου λέει ο Πέτρος “πώς το βλέπεις, θα φύγουμε με τρία;”. Να σου πω την αλήθεια, το σκεφτήκαμε, αλλά δεν ξέραμε ακριβώς πόσο θα πάρει η διαδικασία, πόσο θα καθίσουμε στην Ουγκάντα, γενικά ήθελε πολλή σκέψη, οπότε το αφήσαμε».
Και οι δύο «Η Βαρβάρα ήταν ένα παιδί που απ’ ό,τι μας είχε πει η δικηγόρος έκλαιγε πολύ. Αλλά, από τη στιγμή που μας συνάντησε στο ορφανοτροφείο άρχισε να γελάει. Η δικηγόρος δεν το πίστευε.
Φύγαμε με τα παιδιά και από τότε έμειναν μαζί μας. Ήμασταν πια οικογένεια.
Στο μεταξύ, η Αθηνά ανέβασε πυρετό και έπρεπε να την πάμε στο νοσοκομείο. Η γιατρός μας είπε ότι το παιδί δεν ήταν σε καθόλου καλή κατάσταση. Μετά από λίγες μέρες παρουσίασε και η Βαρβάρα συμπτώματα.
Με την Αθηνά κάναμε ανοιχτή υιοθεσία, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μιλήσει με τη βιολογική της μητέρα ανά πάσα στιγμή, όποτε θέλει, για να μαθαίνει η γυναίκα τα νέα της, την πρόοδό της, πώς περνάει. Βέβαια, η επικοινωνία με τη μητέρα της είναι πολύ δύσκολη γιατί είναι κωφή, επίσης πλέον δε μιλάνε την ίδια γλώσσα οι δυο τους.
Πριν καν συναντήσαμε τις κόρες μας, με το που είδαμε τις φωτογραφίες νιώσαμε γονείς τους. Τις στείλαμε στις μανάδες μας και τους είπαμε αυτές είναι οι εγγονές σας. Σε φίλους, που ήταν δίπλα μας. Δεν είχαμε την παραμικρή υποψία ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, ό,τι και να συνέβαινε θα το παλεύαμε. Αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Και τα παιδιά με το που μας είδαν αισθάνθηκαν ασφάλεια. Δεν έκλαψαν ποτέ ούτε ζητούσαν να γυρίσουν πίσω. Δεν είχαν ιδρυματοποιηθεί.
Θέλανε και οι δύο την αγκαλιά, δε ζητούσαν τίποτα άλλο.
Η Βαρβάρα αναφερόταν μέχρι πρόσφατα στο ορφανοτροφείο, όπου έμεινε κάτι λιγότερο από έναν χρόνο. Έχει όμορφες αναμνήσεις, από τα παιχνίδια με τα άλλα παιδιά. Έμαθαν πολύ γρήγορα ελληνικά. Μείναμε στην Ουγκάντα 40 μέρες και από την πρώτη εβδομάδα η Βαρβάρα (η Αθηνά έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ μωρό) καταλάβαινε τα πάντα, ό,τι της έλεγα στα ελληνικά την επόμενη φορά το έπιανε κατευθείαν. Μπορεί να μη μιλούσε η ίδια ελληνικά, αλλά υπήρχε συνεννόηση -κάτι για το οποίο είχαμε άγχος. Θέλανε και οι δύο την αγκαλιά, δε ζητούσαν τίποτα άλλο.
Όταν πας την πρώτη φορά στην Ουγκάντα, πηγαίνεις για να γίνει η γνωριμία με τα παιδιά και μπορείς να κάτσεις όσο θέλεις. Δεν μπορείς φύγεις κατευθείαν με το παιδί. Υπάρχει μια διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, να γίνει το δικαστήριο, να βγει η απόφαση και ύστερα υπάρχει μια γραφειοκρατία, με πιστοποιητικά, Visa, διαβατήρια. Είναι ολόκληρη διαδικασία. Εμείς καθίσαμε 40 μέρες, επειδή δεν μπορούσαμε να τις αποχωριστούμε, αλλά έπρεπε να γυρίσουμε στην Ελλάδα λόγω υποχρεώσεων.
Γυρίσαμε, λοιπόν, περιμένοντας να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Δύο μήνες που τα παιδιά ήταν εκεί, μιλούσαμε στο What’s App με την κάμερα. Η Μαρία που τα φιλοξενούσε τους έλεγε συνέχεια ότι θα μιλήσουμε με τον μπαμπά και τη μαμά. Είχαμε επικοινωνία. Η Βαρβάρα την πρώτη εβδομάδα που λείπαμε, ρωτούσε συνεχώς «Θα έρθει ο μπαμπάς να μας πάρει;» και της απαντούσε η Μαρία ότι θα έρθει και έλεγε η Βαρβάρα «Δεν νομίζω να έρθει». Ήταν πραγματικά μαχαιριά στην καρδιά».
Πέτρος: «Ύστερα από 2,5 μήνες περίπου, μας πήραν τηλέφωνο και μας είπαν ότι ήταν όλα έτοιμα και μπορούσαμε να πάμε να τις πάρουμε. Επειδή η Κατερίνα τότε έτρεχε ένα ξενοδοχείο στη Λέρο, δεν μπορούσε να έρθει. Αλλά δεν μπορούσαμε να περιμένουμε μέχρι τον Σεπτέμβριο και πήγα μόνος μου. Ξαφνικά, βρέθηκα με ένα μωρό 14 μηνά κι ένα παιδάκι 3,5 ετών. Βαλίτσες, πάνες, χειραποσκευές. Από Ουγκάντα πήγαμε στην Κένυα, από την Κένυα στο Ναϊρόμπι, όπου καθίσαμε τρεις μέρες εκεί για τη Visa, καθώς στην Ουγκάντα υπάρχει μόνο προξενική αρχή. Στο σημείο αυτό οφείλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κυρία Μαρκοπούλου και στο προσωπικό της πρεσβείας μας στο Ναϊρόμπι, για την ταχύτητα διεκπεραίωσης του αιτήματος μας. Δευτέρα βράδυ πήραμε το αεροπλάνο για Κωνσταντινούπολη και από εκεί για Αθήνα. Μετά την Αθήνα, πήγαμε να βρούμε τη μαμά τους στη Λέρο.
Όταν πήγα στην Ουγκάντα λοιπόν, είπα στη Μαρία να μην τους πει τίποτα για να τους κάνω έκπληξη. Φτάνω στο ξενοδοχείο και την ειδοποιώ να έρθει με τα παιδιά. Με το που μπήκε μέσα η Αθηνά, με βλέπει και φωνάζει στη Μαρία “ο μπάμπα”! Ήταν υπέροχη στιγμή».
Και οι δυο «Τα παιδιά τραβάνε τα βλέμματα, όχι μόνο επειδή είναι όμορφα, αλλά επειδή πάντα το διαφορετικό τραβά τα βλέμματα. Ποτέ δεν έχουμε εισπράξει εχθρική η ρατσιστική συμπεριφορά, αλλά μας ανησυχεί μήπως αυτό συμβεί στο μέλλον. Τώρα είναι μικρά, χαριτωμένα και όλοι τα κοιτάζουν και τρελαίνονται. Μπορεί όμως όταν μεγαλώσουν να αντιμετωπίσουν κάτι τέτοιο και αυτό μας φοβίζει.
Προσπαθούμε ήδη να τα κάνουμε να αισθάνονται ασφάλεια και αυτοπεποίθηση. Να είναι σίγουρες για τον εαυτό τους και να μην της αγγίζει τίποτα».
Πέτρος: «Ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος δεν έχει να φοβηθεί τίποτα και από κανέναν. Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και μορφώνεται μέσα στην οικογένεια. Ύστερα, με την παιδεία που προσφέρει και το σχολείο μπορεί να αντιμετωπίσει το οτιδήποτε. Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους και πραγματικά αν κάποιος θέλει να κάνει bullying θα βρει την παραμικρή αφορμή για να το κάνει. Είτε αυτό είναι το χρώμα σου είτε τα κιλά σου, το βάρος σου, το ύψος σου, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ακόμα και για το αν φοράς γυαλιά ή όχι. Αν στο μορφωτικό του επίπεδο είναι το να γελάει εις βάρος σε κάποιον άλλον, θα το κάνει.
Θέλουμε να πούμε στους γονείς να μιλάνε στα παιδιά τους για τη διαφορετικότητα, όχι μόνο αν τους δοθεί μια αφορμή. Να τους μιλάνε γενικά για όσα υπάρχουν στον κόσμο, ώστε να εξοικειωθούν με την κάθε μορφή ζωής. Να μεγαλώνουν έτσι».
Κατερίνα: «Αυτό που θα συμβούλευα μια νέα μαμά που θέλει να ξεκινήσει μια τέτοια διαδικασία είναι να έχει υπομονή, να είναι ήρεμη, γιατί θα έρθουν καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν νεύρα και κούραση από την πολλή γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα να της φανούν βουνό και να θέλει να τα παρατήσει. Να μην τα παρατήσει, όμως, γιατί στο τέλος θα καταλάβει ότι αυτό αξίζει όσο τίποτα.
Η υιοθεσία δεν πρέπει να είναι η τελευταία σου επιλογή όταν δεν μπορείς να κάνεις παιδιά
Θα θέλαμε να υιοθετήσουμε και άλλο παιδάκι κάποια στιγμή, αλλά δεν ξέρουμε πότε βέβαια. Προσωπικά, όλα τα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος, τα ένιωσα στην εμπειρία μου της υιοθεσίας. Άγχος, φόβος, ανυπομονησία, χαρά, μια πληρότητα μόλις γνωρίσεις τα παιδιά. Δεν ξέρω πώς είναι όταν γεννάς. Αλλά εγώ ένιωσα έναν έρωτα με την πρώτη ματιά».
Και οι δυο: «Η υιοθεσία δεν πρέπει να είναι η τελευταία σου επιλογή όταν δεν μπορείς να κάνεις παιδιά. Για να υιοθετήσεις, πρέπει να πιστεύεις στον θεσμό, δεν πρέπει να το βλέπεις μόνο ως λύση όταν δεν μπορείς να κάνεις ένα βιολογικό παιδί, να σου καλύψει μια ανάγκη. Εμείς αυτού του είδους την οικογένεια θέλαμε να κάνουμε, παρόλο που μας έλεγαν όλοι “κάνε πρώτα ένα βιολογικό και προχωράς μετά στην υιοθεσία”. Γιατί; Τι διαφορετικό θα δεις; Παιδί σου είναι και το ένα, παιδί σου είναι και το άλλο.
Τέλος, θέλουμε να πούμε στους γονείς που προσπαθούν να υιοθετήσουν παιδί να έρθουν σε επαφή και με άλλα άτομα που βρίσκονται στην ίδια φάση. Εμείς κάναμε δύο πολύ καλούς φίλους από όλο αυτό, γιατί ξεκινήσαμε μαζί τη διαδικασία, μοιραστήκαμε απόψεις, τον φόβο μας, το άγχος και τη χαρά μας. Σαφώς το ζευγάρι στηρίζει ο ένας στον άλλο, αλλά μόνο και μόνο που έχεις έναν κοινό στόχο με ένα άλλο ζευγάρι μοιράζεται λίγο η ανησυχία».