Τριάντα χρόνια από την πρεμιέρα των «Απαράδεκτων»
Ήταν Σεπτέμβριος του 1991, η ιδιωτική τηλεόραση έκανε τα πρώτα της βήματα, όταν μια κυριολεκτικά ανίερη σειρά ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της κωμωδίας.
Γιατί μπορεί η τηλεοπτική μυθοπλασία σε επίπεδο δραματικών σειρών, κυρίως σε ό,τι αφορούσε στις μεταφορές λογοτεχνικών βιβλίων να είχε άνθηση, όμως η κωμωδία θεωρούταν υποτιμημένο είδος. Μέχρι που η Δήμητρα Παπαδοπούλου αποφάσισε να γράψει ένα σενάριο για μια «απαράδεκτη παρέα» που ζούσε στον Λυκαβηττό και κουβαλούσε όλα τα κακά και τα χαριτωμένα του Νεοέλληνα.
Ο κομμουνιστής Σπύρος (Παπαδόπουλος) που νοσταλγούσε τους αγώνες του Πολυτεχνείου, αλλά είχε καταλήξει ένας μικρο-νεόπλουτος διαφημιστής που με απορία αναρωτιόταν συνεχώς «Τι έγινε, ρε παιδιά;», η μικροαστή Δήμητρα (Παπαδοπούλου) που αναζητούσε την ταυτότητά της και προσπαθούσε μια ζωή να χειραφετηθεί, άλλοτε παίρνοντας μέρος σε καλλιστεία κι άλλοτε φτιάχνοντας ακόμα και πολιτικό κόμμα, πάντα συνοδεία τσίρου και λακέρδας, ο ζαν μαν φου Βλάσης (Μπονάτσος) που έκανε ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι και σύχναζε στου «Λαμόγια» -δεν θα μπορούσε και κάπου αλλού άλλωστε- και ο Γιάννης (Μπέζος), ένας από τους πρώτους ομοφυλόφιλους χαρακτήρες της ελληνικής τηλεόρασης που δεν ήταν καρικατούρα, αποτελούσαν τη βασική τετράδα, με το Αστροπελέκι (Ρένια Λουϊζίδου) και τον κύριο Βασίλη (Χαλακατεβάκη), ιδιοκτήτη των διαμερισμάτων που διέμενε η παρέα να συμπληρώνουν το team.
Από εκεί και πέρα κάθε επεισόδιο στην ουσία αποτελούσε ένα βιτριολικό σχόλιο, του μοντέρνου lifestyle, της ακατανόητης διανόησης που περνούσε την ώρα της σε γκαλερί που την έλεγαν «Φάλαινα», του μεταμοντέρνου θεάτρου –ποιος θα ξεχάσει τις αλήστου μνήμης ερμηνείες του Μπίρλα και του Κόρκου- της πολιτικής, των προσωπικών σχέσεων, του βιγκανισμού πολύ πριν γίνει μόδα, της ξενομανίας που μας έχει φάει ως λαό και πολλών ακόμα δεινών, που είτε προϋπήρχαν είτε διαμορφώθηκαν τη δεκαετία του ’90.
Σπαρταριστές ατάκες που έγιναν σύνθημα και όλοι έλεγαν -κι ακόμα επαναλαμβάνουν στις παρέες τους –εμείς το «Πάρος Αντίπαρος» που δεν ήταν φέριμποτ, αλλά ποίημα της Βάνας Καρούλου Λέκκα το έχουμε καραμέλα- και κεφάτα επεισόδια που απενοχοποιημένα τέλειωναν, χωρίς ποτέ στην ουσία να ολοκληρώνεται καμιά ιστορία δραματουργικά, όπως ακριβώς ατελής είναι και η καθημερινότητά μας, ήταν το στίγμα αυτής της θρυλικής σειράς, που μπορείς να δεις άπειρες φορές και πάντα να γελάς μέχρι δακρύων. Βέβαια, δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις που έφτασαν μέχρι και σε εξώδικα από κάποιους που θεώρησαν ότι ήταν προσβλητική η παρουσίαση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου!
Αυτό που πολλοί δεν γνωρίζουν είναι πως οι «Απαράδεκτοι» προϋπήρξαν ως ραδιοφωνική εκπομπή, την οποία παρουσίαζαν κάθε Κυριακή η Δήμητρα και ο Σπύρος, σε κείμενα της πρώτης, στον ΑΘΗΝΑ 9.84. Ο τίτλος της ήταν «Κυριακή Μήτηρ Πάσης Κακίας» και βασικοί ήρωές ένα ζευγάρι που δούλευε όλη την εβδομάδα και την Κυριακή που επιτέλους είχε λίγο χρόνο να βρεθεί, κατέληγε να τσακώνεται. Επειδή η εκπομπή είχε μεγάλη επιτυχία, έγινε η πρόταση στην Παπαδοπούλου να τη μεταφέρει και στην τηλεόραση.
Εκείνη αρχικά δεν είχε γράψει ένα συγκεκριμένο σενάριο και δεν είχε σκεφτεί κανέναν από τους ήρωες που αποτέλεσαν τους «Απαράδεκτους». Στην πραγματικότητα, πρώτα βρέθηκαν οι ηθοποιοί που ήθελαν να συνεργαστούν και είχαν καλή χημεία και μετά δημιουργήθηκαν οι χαρακτήρες που ξέρουμε. Μάλιστα, ο τίτλος της σειράς προέκυψε επειδή σε ένα από τα πρώτα γυρίσματα που είχαν προγραμματιστεί, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές καθυστέρησαν να μαζευτούν και αυτοχαρακτηρίστηκαν «απαράδεκτοι».
Η αρχική ιδέα λοιπόν κατατέθηκε ως πρόταση στον ΑΝΤ1 το 1990, αλλά απορρίφθηκε. Έναν χρόνο αργότερα το Mega –αν και διατύπωσε επιφυλάξεις– πήρε το ρίσκο. Ο ρόλος του Γιάννη αρχικά ήταν ένα δύσκολο θέμα για τους παραγωγούς, που τον φοβήθηκαν, γιατί η σειρά θα προβαλλόταν σε prime time zone. Τόσο όμως η Παπαδοπούλου όσο και οι υπόλοιποι της παρέας, και φυσικά ο Γιάννης Μπέζος, επέμεναν, ώστε τελικά έκαμψαν τις αντιστάσεις τους.
Η σειρά έκανε πρεμιέρα στις 18 Σεπτεμβρίου του 1991 και ήδη μέσα στις πρώτες εβδομάδες είχε γίνει τεράστια επιτυχία. Η Παπαδόπουλου πάντως έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις πως στη αρχή το κανάλι αντιμετώπιζε τη σειρά με σιωπή. Άγνωστοι τότε ηθοποιοί όλοι, εκτός από τον Μπονάτσο, παράλογο χιούμορ και μια θεότρελη δομή ήταν τα χαρακτηριστικά που έκαναν το όλο εγχείρημα «ανένταχτο». Παρ' όλα αυτά, το κοινό ήδη είχε πάρει είδηση ότι σε αυτή την παρέα κάτι ιδιαίτερο πήγαινε να συμβεί, οπότε πολύ γρήγορα οι «Απαράδεκτοι» έγιναν αυτό που λέμε talk of the town. Ίσως γιατί όλοι αναγνώρισαν σε αυτούς τους παλαβούς τύπους ένα κομμάτι του δικού τους εαυτού.
Τα γυρίσματα είχαν πλάκα, όπως ομολογούσαν όλοι οι συντελεστές, κι αυτή η χαλαρή ατμόσφαιρα περνούσε στον κόσμο, που άρχισε να αντιμετωπίζει τους «Απαράδεκτους» σαν μέλος της δικής του παρέας. Με έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, όλοι προσέθεταν το δικό τους λιθαράκι στις σπαρταριστές σκηνές που έγραφε πάνω τους η Παπαδοπούλου, δημιουργώντας ένα καινούργιο, ανατρεπτικό και με τους σημερινούς όρους εντελώς politically incorrect, είδος μετα-επιθεώρησης, που τελικά αντιπροσώπευε μια ολόκληρη εποχή και την παράνοιά της.
Βασικά, οι δημιουργοί επειδή γνώριζαν καλά τους ηθοποιούς έβαζαν στο σενάριο αρκετά δικά τους στοιχεία: για παράδειγμα, οι σκηνές του Βλάση με τον Γιάννη θύμιζαν πολύ τη συγκατοίκηση του ηθοποιού με τον Ηλία Ψινάκη, ενώ ο χαρακτήρας του κύριου Βασίλη είχε προκύψει επειδή ο Χαλακατεβάκης στην πραγματική ζωή ήταν ο παραγωγός όλων σε μια θεατρική παράσταση όπου έπαιζαν.
Το βασικό όμως ήταν ότι η σάτιρα της μεταπολεμικής Ελλάδας υπήρχε σε κάθε πλάνο: νεόπλουτοι, απατεωνίσκοι, ψωνισμένοι καλλιτέχνες, ρουσφέτια, λαμογιές, αρπαχτές, όλα τα «καλά» της φυλής μας δηλαδή μπήκαν στο στόχαστρο, μαζί με μια πλήρη αποδόμηση της Αγίας οικογένειας και των θεσμών. Κι ίσως, γι' αυτό ακόμα και σήμερα το χιούμορ των «Απαράδεκτων» παραμένει φρέσκο, γιατί μάλλον δεν έχουν αλλάξει και πολλά.
Αξίζει να πούμε επίσης ότι μιλάμε για ένα πρωτότυπο sitcom, καθαρά ελληνικό, που βγήκε στον αέρα πολύ πριν από τα αμερικανικά «Φιλαράκια». Πολλοί, ακόμα και η Παπαδοπούλου, αρχικά δεν ήταν καθόλου σίγουροι για το πώς θα υποδεχόταν ο κόσμος αυτή τη βλάσφημη παρέα. Μόνο ο Μπονάτσος είχε δηλώσει από την πρώτη στιγμή ότι αυτή η σειρά θα μείνει στην Ιστορία- και είχε δίκιο.
Ένας ακόμα από τους λόγους που άντεξε στον χρόνο είναι πως τελείωσε στο peak της, πριν φθαρεί και υπάρξει κόπωση. Έκλεισε λοιπόν θριαμβευτικά την ώρα που όλοι «ήθελαν λίγο ακόμα». Αργότερα, οι συντελεστές είχαν πρόταση να την επαναλάβουν σε μια νέα εκδοχή, όμως ο θάνατος του Βλάση Μπονάτσου είχε δημιουργήσει ένα δυσαναπλήρωτο για κενό.
Αλλά, όλοι πάντα θα ξαναγυρνάμε πάλι και πάλι στις σουρεάλ περιπέτειες τους, γιατί όπως έλεγε και το τραγούδι τους, αυτό με το οποίο ήθελαν να πάνε στην Εurovision «ώπα είπα κράτσα κρούτσα (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) ζήτω οι ομάδες».