Τι σημαίνει η αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης
Η Τουρκία, η πρώτη χώρα που υπέγραψε τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αποχώρησε από αυτήν με απόφαση του προέδρου της Ταγίπ Ερντογάν.
Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν καταδίκασε την αποχώρηση λέγοντας ότι «η βία κατά των γυναικών δεν είναι ανεκτή». Η επικεφαλής της Κομισιόν υπογράμμισε ότι «οι γυναίκες αξίζουν ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο για την προστασία τους» για να καταλήξει ως εξής : «Υποστηρίζω τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και καλώ όλους τους υπογράφοντες να την επικυρώσουν».
Από ελληνικής πλευράς η Υφυπουργός Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδια για τη Δημογραφική Πολιτική και την Οικογένεια, Μαρία Συρεγγέλα ανέφερε στο πλαίσιο ανακοίνωσης του υπουργείου ότι «Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, γνωστή και ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης απαιτεί την ποινικοποίηση διαφόρων μορφών βίας κατά των γυναικών και την επιβολή νομικών κυρώσεων. Με την οπισθοδρομική απόφαση αυτή η Τουρκία στέλνει ένα επικίνδυνο μήνυμα στον κόσμο και κυρίως θέτει σε κίνδυνο την προστασία και τα θεμελιώδη δικαιώματα των γυναικών και των κοριτσιών στην χώρα».
Η Σύμβαση της Κωνσταντινόπουλης, το πρώτο νομικά δεσμευτικό διεθνές κείμενο που θέτει κριτήρια για την πρόληψη της έμφυλης βίας, δεν έχει επικυρωθεί Βουλγαρία, Ουγγαρία, Τσεχία, Λετονία, Λιθουανία και Σλοβακία ενώ η Πολωνία έχει λάβει μέτρα ετοιμάζοντας την αποχώρησή της με την δικαιολογία ότι η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα χρησιμοποιεί τη Σύμβαση «για να επιβάλει τις ιδέες της σχετικά με το φύλο σε ολόκληρη την κοινωνία».
Στο ίδιο υπερσυντηρητικό πλαίσιο που δεν αναγνωρίζει τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και που αλλοιώνει την έννοια της έμφυλης βίας απάντησε και η Τουρκία: «στις 20 Μαρτίου 2021, η Τουρκία αποχώρησε μονομερώς από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Το άρθρο 80 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης επιτρέπει σε οποιοδήποτε μέρος να την καταγγείλει κοινοποιώντας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Όπως είναι γνωστό, ο Τουρκία ήταν η πρώτη που υπέγραψε τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, επιδεικνύοντας μια ισχυρή δέσμευση για την προστασία του καθεστώτος των γυναικών στην κοινωνία και την καταπολέμηση κάθε βίας κατά των γυναικών. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία αρχικά προοριζόταν για την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών, καταλήφθηκε από μια ομάδα ανθρώπων που προσπαθούν να ομαλοποιήσουν την ομοφυλοφιλία, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τις κοινωνικές και οικογενειακές αξίες της Τουρκίας. Εξ ου και η απόφαση απόσυρσης».
Τι σημαίνει όμως στην πράξη η αποχώρηση αυτή; Η Άννα Βουγιούκα, κοινωνική επιστήμονας-ερευνήτρια και συνεργάτιδα του Κέντρου Γυναικείων Μελετών και Ερευνών «Διοτίμα» σχολιάζει: «Προφανώς μιλάμε για μια πάρα πολύ σημαντική οπισθοχώρηση όπως διαπιστώθηκε και από το ίδιο το Συμβούλιο της Ευρώπης με δήλωση της Γενικής Γραμματέως. Το περασμένο καλοκαίρι το κυβερνών κόμμα είχε προσπαθήσει να αποσύρει τη χώρα από τη Σύμβαση αλλά η προσπάθεια απετράπη γιατί μεσολάβησαν πολύ μεγάλες κινητοποιήσεις του φεμινιστικού κινήματος στην Κωνσταντινούπολη, στην Άγκυρα και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Είναι σίγουρο ότι θα επιδεινωθούν οι συνθήκες ζωής των γυναικών στην Τουρκία. Ήδη με τα δημοσιευμένα στοιχεία που αφορούν το 2020 γνωρίζουμε ότι οι γυναικοκτονίες στην Τουρκία ξεπέρασαν τις 300 ενώ για το 2021 οι γυναικοκτονίες μέχρι στιγμής είναι 70. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Τουρκία ήταν η πρώτη χώρα που υπέγραψε τη Σύμβαση, η οποία είναι το σημαντικότερο διεθνές νομικό εργαλείο που διαθέτουμε. Η αποχώρησή της κάνει προφανές ότι δεν προστατεύονται οι γυναίκες, ότι έχουμε σημαντική απόσυρση του κράτους και σε επίπεδο θεσμικό από την υποχρέωση του για πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκ μέρους της Τουρκίας έχει ήδη προηγηθεί ανακοίνωση ότι η Σύμβαση βλάπτει την οικογενειακή ενότητα, διευκολύνει τα διαζύγια και προάγει τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα επομένως η πρόθεση εδώ είναι πάρα πολύ σαφής: η ενίσχυση ενός βίαιου πατριαρχικού οικογενειακού θεσμού καθώς και ο έλεγχος και η καταπίεση της ελευθερίας της σεξουαλικότητας των γυναικών, των θηλυκοτήτων και γενικά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων».