«Ο γυάλινος κώδων»: Το μοναδικό μυθιστόρημα της Σύλβια Πλαθ είναι μια σπουδαία φεμινιστική παρακαταθήκη
Στις 10 Ιουνίου του 1953, η Σύλβια Πλαθ ήταν προσκεκλημένη σε ένα πάρτυ στην ταράτσα του St Regis Hotel στην πέμπτη λεωφόρο της Νέας Υόρκης.
Μαζί με τις 19 guest editors του περιοδικού Mademoiselle, απόλαυσαν το πλούσιο δείπνο με γαρίδες, κοτόπουλο και παγωτό και λικνίστηκαν στους ήχους της μπάντας με το Μανχάταν να απλώνεται στα πόδια τους. Λίγες ημέρες νωρίτερα, η Πλαθ είχε ταξιδέψει με τρένο από τη μικρή πόλη Γουέλσλι στη Νέα Υόρκη για αυτό που προμηνυόταν ως ο καλύτερος μήνας της ζωής της. Έχοντας πίσω της «15 χρόνια γεμάτα άριστα» και μία υποτροφία για σπουδές στο Smith College, είχε κερδίσει ένα μήνα παραμονής στο Μεγάλο μήλο ως έκτακτη συντάκτρια του γυναικείου περιοδικού. Το ταξίδι ήταν το βραβείο που της εξασφάλισε το διήγημά της «Sunday at the Mintons», που είχε δημοσιευτεί σε αυτό λίγους μήνες νωρίτερα.
«Υποτίθεται ότι ήταν η καλύτερη στιγμή της ζωής μου. […]. (Θα έλεγαν) μια κοπέλα ζει μέχρι τα 19 της σε κάποια απομακρυσμένη πόλη, τόσο φτωχικά που δεν μπορεί να αγοράσει ούτε ένα περιοδικό, και μετά παίρνει υποτροφία για το κολλέγιο και κερδίζει το ένα βραβείο μετά το άλλο και καταλήγει να οδηγεί τη Νέα Υόρκη σαν να είναι το προσωπικό της όχημα. Μόνο που εγώ δεν οδηγούσα τίποτα, ούτε καν τον εαυτό μου. Απλώς σκουντουφλούσα από το ξενοδοχείο μου στη δουλειά και τα πάρτι και από τα πάρτι στο ξενοδοχείο μου και πίσω στη δουλειά σαν χαλασμένο τρόλεϊ. Αισθανόμουν εντελώς αδρανής και άδεια».
Το παραπάνω απόσπασμα δεν ανήκει σε κάποια σελίδα από τα ημερολόγια της Πλαθ, αλλά στον Γυάλινο Κώδωνα, το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ και το οποίο εκδόθηκε τον αγωνιώδη Ιανουάριο του 1963, λίγες εβδομάδες πριν τον θάνατό της.
Το μυθιστόρημα είναι έντονα -αλλά όχι πλήρως - αυτοβιογραφικό και μετουσιώνει μυθοπλαστικά τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1953, όταν η Σύλβια Πλαθ έκανε την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας στην ηλικία των 19 ετών.
Ο Γυάλινος Κώδων
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του μυθιστορήματος ξεκινά από τις ημέρες της Έστερ Γκρίνγουντ στη Νέα Υόρκη. Εκεί, η ηρωίδα μένει σε ξενοδοχείο θηλέων και οι ημέρες της περιλαμβάνουν καθημερινές επισκέψεις στο γυναικείο περιοδικό, όνειρα για μια συγγραφική ή ακαδημαϊκή καριέρα αλλά και μεταμεσονύκτιες περιπέτειες με την Ντορίν, μία από τις υπόλοιπες συντάκτριες.
Ο γυαλιστερός, πουδραρισμένος κόσμος των περιοδικών και των κοσμικών κύκλων γοητεύει την Έστερ και ταυτόχρονα την κάνει να ασφυκτιά. Η περιγραφή των ημερών της στη Νέα Υόρκη διανθίζεται από τις αναμνήσεις του αγοριού με τον οποίο έχει σχέση, ο οποίος είναι φοιτητής ιατρικής στο Yale. Η Έστερ προλαβαίνει να αποκλείσει κάθε υποψία ρομαντισμού, συστήνοντάς τον στις πρώτες σελίδες του βιβλίου με τον εξής τρόπο. «Ο Μπάντι Γουίλαρντ πήγαινε στο Γέιλ, μα τώρα που το σκεφτόμουν, όντως, το πρόβλημά του ήταν ότι ήταν βλάκας».
Το χρωματιστό ύφασμα της ζωής στη Νέα Υόρκη, λεκιάζεται από ορισμένα συμβάντα. Το ίδιο καλοκαίρι, οι Ρόζενμπεργκ θανατώνονται στην ηλεκτρική καρέκλα. Ένα πλουσιοπάροχο δείπνο των κοριτσιών καταλήγει σε οξεία τροφική δηλητηρίαση από πτωμαϊνη. Στην αναμνηστική φωτογραφία με τις συντάκτριες του περιοδικού, η Έστερ βάζει τα κλάματα. Το τελευταίο της βράδυ στην πόλη, σε ένα πάρτυ, ένας άνδρας της επιτίθεται σκίζοντάς της το φόρεμα -εκείνη τον απωθεί και επιστρέφει στο ξενοδοχείο της ταραγμένη. Το ξημέρωμα, ανοίγει τη βαλίτσα της και σκορπίζει τα ρούχα της, ένα-ένα, στις στέγες της Νέας Υόρκης. Ένα αόριστο σκοτάδι πυκνώνει πίσω από την πρόσοψη της καθημερινότητας.
Η επιστροφή της Έστερ στο πατρικό της, στην αρχή του καλοκαιριού, συνοδεύεται από ένα αναπόφευκτο αίσθημα ήττας. «Η μητρική ανάσα των προαστίων με τύλιξε μέσα της. Μύριζε ποτιστικά του γκαζόν, οικογενειακά αυτοκίνητα, ρακέτες του τένις, σκυλιά και μωρά. Μια καλοκαιρινή γαλήνη άπλωνε το καθησυχαστικό της χέρι πάνω στα πράγματα, σαν θάνατος». Η ήττα επικυρώνεται με την είδηση ότι απορρίφθηκε από το καλοκαιρινό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής, στο οποίο είχε βασίσει τα καλοκαιρινά της σχέδια.
Όσο οι μέρες περνούν, η Έστερ βυθίζεται στην αδράνεια. Δεν μπορεί να κοιμηθεί, αδυνατεί να γράψει, ενώ βρίσκει απολύτως άσκοπο το να κάνει μπάνιο ή να αλλάξει ρούχα. Μια οικογενειακή φίλη της συστήνει έναν ψυχίατρο, ο οποίος της κάνει θεραπείες με ηλεκτροσόκ χωρίς νάρκωση, μια απίστευτα τραυματική εμπειρία που την αποδυναμώνει περισσότερο. Δοκιμάζει διάφορους τρόπους να αυτοκτονήσει και τελικά, κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού και παίρνει τα υπνωτικά χάπια της μητέρας της. Τη βρίσκουν, καταφέρνουν να τη σώσουν και μεταφέρεται σε μια ιδιωτική ψυχιατρική κλινική, όπου της κάνουν ξανά θεραπείες ηλεκτροσόκ με ηπιότερο τρόπο. Εκεί συνάπτει σχέσεις και φιλίες, αναρρώνει και, στο τέλος του μυθιστορήματος, ετοιμάζεται να επιστρέψει στο κολλέγιο και να συνεχίσει τις σπουδές της.
Η ημερομηνία, οι τοποθεσίες και τα γεγονότα συμπίπτουν πράγματι με τη ζωή της Πλαθ, σε βαθμό που, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα το 1963, η ίδια επέλεξε το ψευδώνυμο Βικτόρια Λούκας. Δεν ήταν τόσο τα γνωστά της πρόσωπα που θα αναγνώριζαν τους εαυτούς τους, ούτε η περιγραφή της ψυχολογικής της κατάστασης -άλλωστε και τα ποιήματα της συλλογής Άριελ είναι ιδιαίτερα τολμηρά προς αυτή την κατεύθυνση -όσο η αντίδραση της μητέρας της που την τρόμαζε. «Η μητέρα μου ήταν η χειρότερη. Ποτέ δεν με κατσάδιαζε, αλλά με ικέτευε όλη την ώρα με το λυπημένο της πρόσωπο να της πως τι λάθος είχε κάνει», γράφει στο βιβλίο. Πάντως, η δημοσίευση της αλληλογραφίας της Αουρέλια Πλαθ με την κόρη της, μερικά χρόνια αργότερα, φώτισε μια σχέση πολυεπίπεδη και ιδιαίτερα στενή, σχεδόν αλληλεξάρτησης.
Μια ευτυχισμένη και δημιουργική περίοδος
Η Πλαθ έγραψε τον Γυάλινο Κώδωνα σε μια ευτυχισμένη περίοδο της ζωής της, το 1961 στο Λονδίνο. Ενθουσιασμένη με τη συγγραφική φωνή που είχε ανακαλύψει, ολοκλήρωσε αυτό που θα γινόταν το μοναδικό της μυθιστόρημα μέσα σε έξι εβδομάδες.
Τα προηγούμενα χρόνια είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Smith και είχε πάρει υποτροφία για το Κέιμπριτζ, όπου γνώρισε τον ανερχόμενο Άγγλο ποιητή Τεντ Χιούζ, στο πάρτυ ενός λογοτεχνικού περιοδικού. (Εκείνο το βράδυ, ο Χιούζ τη φίλησε και εκείνη του δάγκωσε το μάγουλο μέχρι αίματος). Τέσσερις μήνες αργότερα ήταν παντρεμένοι και προσπαθούσαν να ζήσουν από την ποίηση και τα κείμενά τους. Είχαν μάλιστα κατακτήσει έναν αντισυμβατικό για την εποχή τρόπο ζωής: ο Χιούζ κρατούσε τη νεογέννητη κόρη τους Φρίντα, όσο η Σύλβια έγραφε το πρωί και άλλαζαν «βάρδιες» το απόγευμα. Τότε η Πλαθ είχε μόλις δημοσιεύσει την πρώτη της ποιητική συλλογή «Ο Κολοσσός και άλλα ποιήματα». Η έντονη συγγραφική της φιλοδοξία εκπληρωνόταν μαζί με έναν ευτυχισμένο γάμο με τον μοναδικό άντρα που την ερέθιζε πνευματικά. Το σκοτάδι του Γυάλινου Κώδωνα έμοιαζε να έχει υποχωρήσει -αλλά όχι για πολύ.
Στο τέλος του Αυγούστου του 1961, μόλις η Πλαθ έχει ολοκληρώσει τον Γυάλινο Κώδωνα, το ζευγάρι μετακομίζει σε μια αγροικία στο Ντέβον, με όνειρα για μια γαλήνια, οικογενειακή ζωή. Όμως ο ερχομός του γιου τους, Νίκολας, διαταρράσσει την ισορροπία και τις «βάρδιες» της καθημερινότητας, και τα συχνά ταξίδια του Χιουζ στο Λονδίνο αφήνουν την Πλαθ ολομόναχη με δύο παιδιά και καθόλου χρόνο για γράψιμο. Όταν μαθαίνει την κρυφή σχέση του συζύγου της με την επίσης παντρεμένη Άσια Γουέβιλ, η Πλαθ τον διώχνει οριστικά από το σπίτι τους. Χωρίζουν οριστικά τον Οκτώβρη του 1962 σε συνθήκες, όπως αποκαλύπτουν τα γράμματά της, ακραίας συναισθηματικής έντασης, ζήλειας, αγωνίας και θυμού.
Είναι τότε που η δημιουργικότητα της Πλαθ κλωτσάει προς όλες τις κατευθύνσεις. Την επόμενη του χωρισμού γράφει το αριστουργηματικό της ποίημα-γροθιά, «Daddy». Γράφει με φρενήρεις ρυθμούς και διαβάζει μερικά από τα ποιήματα που θα συμπεριλαμβάνονταν στη συλλογή της «Άριελ» στο BBC (η απαγγελία της είναι, το λιγότερο, ανατριχιαστική). Τον Ιανουάριο μετακομίζει με τα δύο παιδιά της σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Λονδίνο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες το επιπλώνει, εκδίδει τον Γυάλινο Κώδωνα με ψευδώνυμο, και βιώνει την απογοήτευση της χλιαρής υποδοχής του. Βλέπει τα καλύτερα ποιήματά της (εκείνα που η ίδια πίστευε ότι θα την έκαναν διάσημη και εκείνα που θεωρούνται σήμερα μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του 20ού αιώνα) να απορρίπτονται ξανά και ξανά, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ποιος θα δημοσίευε όμως ένα ποίημα που έλεγε «Μπαμπά, μπαμπά μπάσταρδε, μπορώ τώρα τέλος να πω» (Daddy daddy, you bastard, I’m through), γραμμένο από γυναίκα, το 1963;
Το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου, εξαντλημένη από τη φροντίδα δυο άρρωστων παιδιών, το πολύ σκληρό λονδρέζικο κρύο που είχε σπάσει τους σωλήνες του διαμερίσματός της, τη διάλυση του γάμου της και τις απανωτές απορρίψεις, η Σύλβια Πλαθ αυτοκτονεί βάζοντας το κεφάλι της στο φούρνο αερίου, αφού πρώτα είχε αφήσει πρωινό στο προσκεφάλι των παιδιών της και είχε σφραγίσει τις πόρτες με ταινίες και πετσέτες. Ήταν 30 χρονών.
Μια σπουδαία (φεμινιστική) κληρονομιά
Με μια σύντομη αναζήτηση του Γυάλινου Κώδωνα στο Tik Tok φέρνει κάποιον αντιμέτωπο με δεκάδες βίντεο. «Δεν περνά μέρα που να μην σκεφτώ το απόσπασμα με τη συκιά», γράφει μια χρήστρια.
«Είδα τη ζωή μου να διακλαδίζεται μπροστά μου σαν την πράσινη συκιά της ιστορίας. Από την άκρη κάθε κλαδιού, σαν χοντρό μοβ σύκο, ένα υπέροχο μέλλον μου έκλεινε το μάτι. […] Είδα τον εαυτό μου να κάθεται σε ένα κλαδί και να λιμοκτονεί, επειδή δεν μπορούσα να αποφασίσω ποιό από τα σύκα να διαλέξω. Τα ήθελα όλα, μα το να διαλέξω το ένα σήμαινε ότι θα έχανα όλα τα υπόλοιπα, κι όπως καθόμουν εκεί, ανίκανη να αποφασίσω, τα σύκα άρχισαν να ζαρώνουν και να μαυρίζουν [..].
Μετά την αυτοκτονία της Σύλβια Πλαθ, ο Γυάλινος Κώδων επανεκδόθηκε επώνυμα το 1967 στην Αγγλία και το 1971 στην Αμερική. Η αυτοκτονία της είχε ήδη καλλιεργήσει μια πυρετώδη περιέργεια για τη ζωή της που ξεπερνούσε το λογοτεχνικό ενδιαφέρον και σε πολλές περιπτώσεις το υποκαθιστούσε. Έτσι, ο Γυάλινος Κώδων διαβάστηκε επανειλημμένα σαν σημείωμα αυτοκτονίας, σαν καταγραφή της ψυχικής νόσου ή σαν το ημερολόγιο μιας γυναίκας που «χάνει το μυαλό της».
Αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Γιατί η Σύλβια Πλαθ δεν ήταν η παραιτημένη απ’ τη ζωή, «καταραμμένη», αυτοκτονική ποιήτρια. Αντίθετα, ήθελε τόσο πολύ να ζήσει, να τα ζήσει όλα, να συνδυάσει λογοτεχνική καριέρα, αναγνώριση, περιποιημένη εμφάνιση και οικογένεια, που η συνειδητοποίηση των περιορισμών που έθετε η Αμερική του ‘50 στα όνειρά της τη συνέθλιψε. «Ήθελα αλλαγές και συγκινήσεις και να εκτοξεύομαι η ίδια προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν τα πολύχρωμα βέλη μιας ρουκέτας της 4ης Ιουλίου», λέει η Έστερ στο βιβλίο.
Στον αντίποδα μιας στερεοτυπικής «απόκληρης» η Πλαθ ήταν η απόλυτη America’s darling. Ψηλή, ξανθιά, με προσεγμένα μαλλιά, και χρωματιστά ρούχα και δυνατό γέλιο που την έκανε να ξεχωρίζει στο Κέιμπριτζ, αγαπούσε τα «γυναικεία πράγματα» όπως η ίδια έλεγε και ονειρευόταν έναν ευτυχισμένο -αλλά όχι περιοριστικό-γάμο. Ήταν επίσης εκπλητικά φιλόδοξη, στέλνοντας επίμονα τα ποιήματά της σε εφημερίδες της εποχής από την ηλικία των 8 ετών.
Ο Γυάλινος Κώδων λοιπόν «χαλούσε τη σούπα» και τσαλάκωνε το αμερικάνικο όνειρο -μια όμορφη, ταλαντούχα αριστούχος που κορόιδευε το σύστημα από μέσα και δεν «αγόραζε» τη φαντασίωση της νοικοκυράς. Αλλά το βιβλίο αυτό δεν συμμορφώνεται ούτε υφολογικά -είναι πραγματικά αχώνευτο από την συντηριτική κριτική. Γιατί η Έστερ δηλώνει ότι θέλει να πεθάνει ξανά και ξανά, το επιχειρεί και όλο αυτό συμβαίνει δίχως ίχνος μελοδραματισμού ή λυρισμού!
«Το βιβλίο αυτό είναι σαν οιωνός, σαν εγχειρίδιο. Βλέπεις πώς το κορίτσι αυτό κατάλαβε από πολύ νωρίς το μέλλον του. Δεν είχα διαβάσει κάτι αντίστοιχο! Καταγράφει τους εχθρούς, σου λέει ποια είναι τα θέματα που θα βρεις μπροστά σου αν είσαι νέα, δημιουργική γυναίκα που δεν συμβιβάζεται με το μέλλον των γυναικών τότε που ήταν να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά και να δουλεύουν επικουρικά ως ταμίες σε σούπερ μάρκετ ή υπάλληλοι σε τράπεζα. Η Πλαθ ήθελε τα πάντα. Ήξερε ότι είχε ταλέντο, το γνώριζε, και αυτό είναι πάντα ένα βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο, να ξέρει το χάρισμά του. Ήξερε ότι δεν θα τα κατάφερνε αν ήθελε παράλληλα να το εξελίξει αλλά και να αγαπήσει κάποιον, να κάνει παιδιά μαζί του», λέει η ακαδημαϊκός και συγγραφέας Λένα Διβάνη, παθιασμένη αναγνώστρια της Πλαθ, με βαθιά γνώση για το έργο και τη ζωή της.
«Γιατί είναι relevant σήμερα η Σύλβια Πλαθ; Μα δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα. Φυσικά έχει γίνει πρόοδος αλλά όχι αρκετή για να μεγαλώσει ένα κορίτσι και να είναι χαλαρό ότι η ζωή θα το υποδεχτεί όπως υποδέχεται τον αδερφό του, που είναι αγόρι. Είναι απόλυτα φεμινιστικό βιβλίο. Διαβάζεται και σαν ευχή, «να είστε δυνατές, αν θέλετε να τα βγάλετε πέρα. Ναι, υπάρχει ελπίδα στο τέλος του βιβλίου. Γιατί το ταλέντο της ήταν σαν ζώο, απαιτούσε να ελπίσει, να ζήσει για να το βγάλει προς τα έξω. Και τα νέα κορίτσια που το διαβάζουν νομίζω το μετουσιώνουν εξαρχής. Εκείνη την νικήσατε, εμάς δεν θα μας νικήσετε».
Το έργο της Σύλβια Πλαθ ήρθε στα ελληνικά με την απίστευτη φροντίδα των εκδόσεων Μελάνι. Εκτός από τον Γυάλινο Κώδωνα, που μετέφρασε η Ελένη Ηλιοπούλου κυκλοφορούν τα διηγήματά της «Ο κυρ Πανικός και η βίβλος των χαμένων ονείρων, και άλλες ιστορίες» σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά. Το βιβλίο περιλαμβάνει αποσπάσματα από το ημερολόγιό της τα οποία μετουσιώθηκαν σε διηγήματα.
«Η Σύλβια Πλαθ βασανιζόταν με το ζήτημα της γραφής και το πώς μπορούσε να γίνει όσο καλή συγγραφέας γίνεται. Τα κείμενά της είναι πολύ προσεκτικά δουλεμένα και είχα μια μεγάλη αγωνία να μην προδώσω αυτό το κομμάτι της. Η γλώσσα της δεν είχε τόσες δυσκολίες, αλλά είναι μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα που δημιουργεί, που είναι πολύ χαρακτηριστική, τελείως δική της που καλείσαι να «πιάσεις» και να αποδώσεις. Δεν είναι λυρική, έχει ένα κράτημα απέναντι στα πράγματα. Είναι πολύ προσεκτική να μην ενδώσει σε μελοδραματισμούς -αυτό φαίνεται από τη διαφορά των ημερολογίων και των διηγημάτων της. Στα διηγήματα προσπαθεί η συναισθηματική φόρτιση να περάσει με άλλους τρόπους, λιγότερο προφανείς», εξηγεί η ποιήτρια και μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά.
«Η έφηβη κόρη μου το διάβασε μέσα σε μια μέρα. Νομίζω ότι καταγράφει αυτή τη βαθιά υπαρξιακή αγωνία που σε αυτές τις ηλικίες είναι ιδιαίτερα έντονη. Η Πλαθ δεν επαναστατεί, ο δρόμος της επανάστασης έχει μια εσωτερική ηρεμία, τον καθησυχασμό του ότι έχουμε διαλέξει πλευρά. Εκείνη βλέπει τις επιλογές και αγωνιά να διαλέξει. Και βέβαια, οι νεότερες γενιές σήμερα είναι πολύ εξοικειωμένες με τα ζητήματα ψυχικής υγείας και ενδιαφέρονται να διαβάσουν για αυτά. Με εκνευρίζει όμως όταν αντιμετωπίζεται σαν ένα καταθλιπτικό κορίτσι, όταν στην πραγματικότητα υπάρχει μια τεράστια φόρα και φιλοδοξία και ένας δυναμισμός».
Οι γενιές νέων αναγνωστών, πάντως, σίγουρα θα απολαμβάνουν και το υψηλού επιπέδου γράψιμο της Πλαθ. Ένα ευφυές, σχεδόν βρετανικό χιούμορ διατρέχει το βιβλίο ενώ οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις της είναι πραγματικά λαχταριστές και πετυχαίνουν ταυτόχρονα ακρίβεια αλλά και συμπύκνωση. Παραθέτω μερικές για την απόλαυση της ανάγνωσης: «Τα πρόσωπα ήταν άδεια σαν πιάτα», «το ένα μετά το άλλο, τα σχέδια άρχισαν να ξεπηδούν από το κεφάλι μου σαν οικογένεια παλαβών λαγών», «ένωσε τις άκρες των δαχτύλων του σχηματίζοντας ένα μικρό κωδωνοστάσιο», «το μυαλό μου ξεγλιστρούσε σαν παγόδρομος», «ο νιπτήρας ήταν κρύος σαν τάφος», «το χέρι μου ξεπρόβαλλε από το μανίκι χλωμό σαν μπακαλιάρος».
Είναι αυτό το ίδιο χιούμορ, η ίδια ψυχραιμία με την οποία αποτυπώνεται το ζήτημα της ψυχικής υγείας, που αν και συχνά καπέλωσε το περιεχόμενο σε επίπεδο ερμηνειών, είναι ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες του βιβλίου. Δεν είναι η θέση μας να διαγνώσουμε από τι ακριβώς έπασχε η Σύλβια Πλαθ, αλλά σίγουρα αδικήθηκε από τα ιατρικά μέσα της εποχής, που σήμερα θα της είχαν προσφέρει πολύ μεγαλύτερη βοήθεια. Το στίγμα, ωστόσο ήταν εξαιρετικά πραγματικό. Φεύγοντας από την κλινική του Δρ. Γκόρντον, όταν η Έστερ δηλώνει ότι δεν θέλει να υποστεί άλλο ηλεκτροσόκ, η μητέρα της ανακουφίζεται. «Το ‘ξερα ότι το μωρό μου δεν ήταν σαν αυτούς. Αυτούς τους φριχτούς πεθαμένους ανθρώπους στην κλινική. Το ήξερα ότι θα αποφάσιζες να γίνεις και πάλι καλά». Και θα ήταν μυθοπλασία αν δεν ήταν πραγματικότητα -ο γείτονας των Πλαθ, η μητέρα του οποίου την πήγαινε συχνά στην κλινική με το αυτοκίνητο, δήλωσε αργότερα ότι ολόκληρη η γειτονιά είχε στιγματιστεί, εκθρέφοντας στα καλοσιδερωμένα παρτέρια της μια τέτοια παραφωνία.
Πάντως, πριν πεθάνει, η Πλαθ άφησε πίσω της μια πολύ γενναία λογοτεχνία. Επέτρεψε στα νέα κορίτσια, δημιουργώντας χώρο για αυτά, να είναι γλυκά και όμορφα αλλά και οργισμένα, και απορριπτικά, κυνικά, καταθλιπτικά, απελπισμένα. Άρθρωσε μια πανίσχυρη εσωτερική φωνή που προσλαμβάνει και σχολιάζει τα πάντα με κρίση κοφτερή σαν ξυράφι, που αφήνεται να γοητευτεί και να ελπίσει και την ίδια στιγμή τραβά το χαλί κάτω από τα ίδια της τα πόδια με κυνισμό. Βλέπει το όνειρο, αλλά και το αβάσταχτο σκοτάδι και το αγκαλιάζει, το επεξεργάζεται, το οικειοποιείται, το κάνει καύσιμο για το χιούμορ της, καύσιμο για την ίδια της την επιστροφή προς τη ζωή. Από την στοιχειωτική Άριελ, στον Γυάλινο Κώδωνα και από τον Κολοσσό στα διηγήματα και τα ημερολόγιά της, έχτισε όντας εξαιρετικά νέα, ένα λογοτεχνικό σύμπαν για να χωράει. Και όπως αποδεικνύεται δεν χώρεσε μόνο η ίδια, αλλά και γενιές αναγνωστών που βλέπουν τη ζωή τους να αλλάζει μετά την επαφή με το γράψιμό της. Όπως λέει, κλείνοντας, η Λένα Διβάνη, «αν η Σύλβια Πλαθ ζούσε σήμερα θα ήταν τρομερά υπερήφανη για αυτό που κατάφερε».