Σάσα Ντάριο: «Αν ξαναγεννιόμουν, θα έκανα τα ίδια. Ευτυχώς»
Η Σάσα Ντάριο αγάπησε τον χορό με τρόπο σχεδόν αυτονόητο και του αφιερώθηκε. Η κορυφαία χορεύτρια της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που έπαιξε επίσης στο θέατρο και τον κινηματογράφο, δεν είχε μόνο ταλέντο για την τέχνη της, είχε και έχει ταλέντο για τη ζωή. Γεννήθηκε στον Πειραιά με το όνομα Αναστασία Πρωτονοταρίου. Μένει στου Γκύζη.
«Γεννήθηκα στον Πειραιά. Η μαμά μου ήταν Μανιάτισσα και ο πατέρας μου από την Νάξο, Πρωτοτονάριος. Στη Νάξο δεν έχω πάει ποτέ, στη Μάνη, μια δύο φορές. Ενας θείος θυμάμαι μας έφερνε από τη Μάνη τσαπέλες, σύκα δηλαδή –τ΄αγαπούσα πολύ.
Τα παιδικά χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, αλλά τα καταφέρναμε. Πέθανε ο μπαμπάς μου στον πόλεμο κι έμεινε η μαμά μόνη με τα παιδιά, πολλά παιδιά, επτά συνολικά -τρία από τον πρώτο της γάμο και τέσσερα από τον δεύτερο. Εγώ είμαι η μικρότερη. Η αδελφή μου η μεγάλη ήταν σαν μαμά μου. Μεγαλώσαμε όλοι μαζί, δεν μας ξεχώριζαν.
Χορός δεν ήξερα ότι υπάρχει. Είχα δει μόνο κάτι τσιγγανάκια που έβγαιναν στους δρόμους και χόρευαν. Εγώ ήμουν ένα μελαχρινό παιδί με μαύρα κατσαρά μαλλιά και γι΄αυτό μου έλεγαν ότι με έφεραν οι τσιγγάνοι –και στο σπίτι τσιγγανάκι μ΄έλεγαν κι όταν είχαμε κάτι, μου χτυπούσαν παλαμάκια κι εγώ χόρευα.
Κάποτε είδα στον κινηματογράφο, με πήγε η αδελφή μου, μεγάλη πια, την Ιμπέριο Αρζεντίνα και την Σίρλεϊ Τεμπλ. Με απασχολούσαν τα καλλιτεχνικά. Ο πατέρας μου μου είχε πάρει ένα βιολί κι άρχισα να παίζω. Μέχρι που έγινε ο βομβαρδισμός του Πειραιά κι έχασα και το βιολί μου. Φύγαμε ένα βράδυ μ΄ένα φορτηγό, κοιμηθήκαμε σε ένα σχολείο αλλά μετά κάποιος φίλος μας βρήκε ένα δωμάτιο στην Ομόνοια και μείναμε εκεί. Αλλάξαν τα πράγματα –ήμασταν στην Αθήνα πια.
Διάβασα κάπου ότι γίνεται μια Ακαδημία Κινηματογράφου στην οδό Θεμιστοκλέους. Μου έκανε εντύπωση γιατί δεν ήξερα ότι υπάρχουν τέτοιες σχολές. Πήγα. Λεφτά δεν είχαμε για να την πληρώσουε και με πήραν σαν ταλέντο. Ολα αυτά μου άρεσαν. Από μικρή έλεγα ότι θα γίνω χορεύτρια και θα πάω στο Χόλυγουντ –χωρίς να ξέρω τι λέω.
Εκεί γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, τον Βασίλη Γεωργιάδη τον σκηνοθέτη, τον Φίλιππο Φυλακτό, τον Λευτέρη Γρηγορίου, τον μικρό αδελφό του Γρηγόρη, τον Μάριο Βαληνδρά, που έγινε μετά διευθυντής στην ΕΡΤ. Σπούδαζαν όλοι σκηνοθεσία, εγώ ηθοποιός.
Στην σχολή γνώρισα μια κοπέλα που μου είπε ότι κάνει μπαλέτο, στην σχολή Μοριάνοφ που ήταν στον οδό Φειδίου. Πήγα μια μέρα μαζί της να δω τι έκαναν... Εμαθα ότι για τα μαθήματα ήταν το κόστος τριάντα δραχμές τον μήνα, τρία μαθήματα την εβδομάδα από μια ώρα το καθένα. Εκανα συνολικά τρεις μήνες, τριάντα έξι μαθήματα. Μετά τους τρεις μήνες η μητέρα μου μου είπε ότι δεν έχει άλλα λεφτά κι ότι έπρεπε να σταματήσω. Ακουσα τότε στη σχολή για τις εξετάσεις που δίνουν στη Λυρική Σκηνή. Το σκέφτηκα και πήγα στον Μοριάνοφ και του είπα ότι θέλω να δώσω εξετάσεις στην Λυρική. Μου είπε, θυμάμαι, ταλέντο έχεις, αλλά δεν μπορείς να πας, με μόνο 36 μαθήματα. Θα δώσει η κόρη μου που κάνει χορό δέκα πέντε χρόνια. Αστο για αργότερα. Μου κόπηκαν τα πόδια, έβαλα τα κλάματα.
Η ανιψιά του, η Σόνια Μοριάνοβα, που ήταν στην σχολή και με είδε να κλαίω, μου πρότεινε να με βοηθήσει, μου έραψε και ένα φουστανάκι. Και πήγα, με τον αέρα των τριών μηνών και της ψυχής μου... Δεν ξέρω βέβαια τι θα είχε συμβεί αν δεν περνούσα στη Λυρική. Θυμάμαι πήγαμε στη Φειδίου, στην επιτροπή ήταν ο Γριμάνης (σ.σ. Αγγελος Γριμάνης, διευθυντής της σχολής) μαζί με τον Μόρντο, την Κωτσοπούλου, και τον άντρα της Κοτοπούλη, τον Χέλμη. Και ήρθε η σειρά μου να χορέψω. Οπως χόρευα άκουσα τον Γριμάνη να λέει «αυτή είναι νόστιμη, θα την πάρουμε». Μετά, μου ζήτησε η Κωτσοπούλου να τους χορέψω και λίγο πουέντ αλλά προφασίστηκα ότι τις ξέχασα στο σπίτι, γιατί δεν είχα, δεν είχα λεφτά να τις αγοράσω.
Περίμενα τα αποτέλεσματα με αγωνία. Με πήραν όμως και από τότε άλλαξε η ζωή μου ριζικά. Δεν πλήρωνα τα μαθήματα, είχα παπούτσια -και πουέντ και μαλακά. Πήγαινα πρώτη κι έφευγα τελευταία. Είχα κι έναν μισθό, κάπου διακόσιες δραχμές, που μου φαινόταν σαν εκατομμύρια -έδινα και στην μητέρα μου.
Ο χορός είναι πολύ σκληρό πράγμα. Σωματικός κόπος και πειθαρχία, πειθαρχία. Στην Λυρική πρωτοχόρεψα “Βαφτιστικό” στο θέατρο Μετροπόλιταν με πρωταγωνίστρια την Ζαχαράτου, τον Επιτροπάκη και τον Νίκο Ζαχαρίου στην χορωδία. Κι από εκεί αρχίζει για μένα η Λυρική Σκηνή.
Κάναμε μάθημα κάθε μέρα και μετά πρόβες. Πολλή δουλειά -πέντε ώρες τουλάχιστον, απ΄ τις οποίες οι τρεις ήταν κλασικό μπαλέτο, μία μοντέρνο κι άλλη μία ισπανικό, γιατί είχα τρέλα με τον ισπανικό χορό –τον πρώτο καιρό πρήστηκε το γόνατό μου.
Ημουν πολύ πειθαρχημένο άτομο –και στον χορό ήταν απαραίτητο
Στην αρχή έτρωγα ό,τι έβρισκα, γιατί φοβόμουν μην αρρωστήσω και δεν είχα κανέναν να μου σταθεί. Πήρα όμως μερικά κιλά και καθώς πάω να φορέσω κάτι, είδα ότι δεν έκλεινε. Εκανα δίαιτα όμως και τα έχασα...
Πριν πάω όμως στο Παρίσι, είχα εξελιχθεί εδώ, στη Λυρική. Ο Γριμάνης που με συμπαθούσε πολύ άρχισε, μετά από λίγο καιρό, να μου δίνει να χορεύω κορυφαίες, να ντουμπλάρω, και μετά σόλο. Οι άλλες πήγαιναν και του έκαναν παράπονα. Γίνονταν πολλά τέτοια. Υπήρχε ο ανταγωνισμός αλλά ομολογώ ότι δεν θυμάμαι πολλά. Παίξαμε κάποτε τους “Ταρτούφους” του Γιαγκάκη, κι εγώ χόρευα στο μπαλέτο. Μπροστά ήταν ο Γριμάνης που χόρευε με τη Λιλή Μπερδέ –κούκλα, πρώτη χορεύτρια και καταπληκτική. Ενα βράδυ ήρθε ο Γριμάνης με τον Αντίοχο Ευαγγελάτο και μου είπαν ότι θα χορέψω εγώ τον πρώτο ρόλο, μπροστά. Μου έβαλαν το κοστούμι της Μπερδέ, χόρεψα, είχα μεγάλο σουξέ. Την άλλη μέρα πάλι δεν ήρθε η Μπερδέ, οπότε συνέχισα. Ενιωθα ότι αρέσω. Ούτε την τρίτη μέρα ήρθε, μόνον που το φόρεμά της, που το είχε ράψει μόνη της, έστειλε να το πάρουν. Μου φόρεσαν λοιπόν το κοστούμι του Γριμάνη, με κάποιες αλλαγές. Θύμωσε όμως ο Γριμάνης με την συμπεριφορά της Μπερδέ και μου έδωσε τον ρόλο, κανονικά, έραψα και το κοστούμι. Ετσι πήρα τον πρώτο ρόλο κι άρχισε το σόλο μου.
Μετά, έφυγε η μόνιμη πρώτη χορεύτρια της Λυρικής, η Τατιάνα Βαρούτη που χόρευε με τον Γριμάνη, κι άρχισα το σόλο και το ντουέτο του Βαφτιστικού, το οποίο και χόρεψα από την αρχή ως το τέλος της καριέρας μου, χίλιες φορές. Εγώ συμβόλαιο πρώτης χορεύτριας δεν είχα ούτε καν συμβόλαιο σολίστ. Με ήθελε ο Γριμάνης όμως και αυτό ήταν.
Κάποι στιγμή μου λέει ο Γριμάνης για μια τουρνέ, μεγάλη, που θα γινόταν στην Αλεξάνδρεια με μεγάλο θίασο και ήθελαν τον καλύτερο χορευτή της Ελλάδος. Αλλά επειδή εμένα δεν με ήξεραν έπρεπε να έρθουν ο επιχειρηματίας με τον Θεόδωρο Κρίτα να με δουν. Στον θίασο ήταν η Αννα και η Μαρία Καλουτά, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Ρένα Ντορ, ο Λιβαδίτης, μαέστρος ο Ριτσιάρδης, σκηνοθέτης ο Μουζενίδης, υψηλού επιπέδου –τρεις μήνες Αίγυπτο, δύο Κύπρο και έναν Κωνσταντινούπολη. Ηρθαν, με είδαν, με ενέκριναν και έφυγα με τον Γριμάνη. Πολύ σουξέ. Μ΄ αγαπούσαν όλοι στον θίασο. Αρχισα να παίρνω άλλο αέρα.
Υπήρχε εκείνη την εποχή η συνήθεια της τιμητικής στον θίασο, μια βραδιά αφιερωμένη σε κάθε καλλιτέχνη με τα έσοδα να πηγαίνουν στον ίδιον. Ετσι μάζεψα πολλά λεφτά –με βοήθησε πολύ ο Κρίτας, και σκεφτόμουν αν έπρεπε να αγοράσω σπίτι ή να πάω στο Παρίσι που από μικρή το άκουγα κι ας μην ήξερα πως είναι. Τελικά πήγα στο Παρίσι –δεν γύρισα καθόλου στην Ελλαδα.
Οχι δεν φοβόμουν να φύγω, είχα ήδη αρχίσει να φεύγω, να γίνομαι πιο κοσμοπολίτισσα –είχα λείψει κι ένα εξάμηνο. Είχα θάρρος αλλά είχα και τα λεφτά για να μπορέσω να το τολμήσω. Ωσπου έφτασε η μέρα να φύγω για το Παρίσι, δεν ήξερα γαλλικά. Και ξεκίνησα στην σχολή...
Δεν φοβόμουν να φύγω, είχα ήδη αρχίσει να φεύγω, να γίνομαι πιο κοσμοπολίτισσα
Θυμάμαι είχα πέντε φακέλους και στον καθένα απ΄αυτούς έγραφα (μπαλέτο-ισπανικό-μοντέρνο-ξενοδοχείο-φαγητό) και έβαζα λεφτά. Οταν περίσσευαν από το ένα φακελάκι, πήγαιναν στο άλλο. Ημουν πολύ πειθαρχημένο άτομο –και στον χορό ήταν απαραίτητο.
Γνώρισα τον Νουρέγιεφ όταν έκανε παραστάσεις στο Ηρώδειο –με την Ζαχαράου πήγα, που ήταν Ρωσίδα, μίλησαν και ρώσικα. Τον είχα όμως δει και στο Παρίσι, όταν το είχε σκάσει από την Σοβιετική Ενωση με την Ντάι Ντε στην “Ωραία Κοιμωμένη” με τα κοστούμια τα πρώτα που είχε φτιάξει ποτέ για μπαλέτο ο Ιβ Σεν Λοράν. Αξέχαστο.
Αγαπούσα πολύ τον κλασικό χορό και τον ισπανικό, όχι τόσο τον μοντέρνο. Δεν είχαμε δει ως τότε και πολύ μοντέρνο. Οχι, Μπεζάρ δεν είχε βγει ακόμα. Χόρεψα το Μπολερό στη Λυρική με μεγάλη επιτυχία. Μ΄άρεσε πολύ ο Αλβιν Είλι, ο Μπεζάρ, αργότερα, φυσικά. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι καταπληκτικός, προσωπικότητα, όπως και Κωνσταντίνος Ρήγος. Το μπαλέτο έχει μεγάλη εξέλιξη στην Ελλάδα, με σπουδαίους χορευτές, που έχουν πια και τα μέσα. Εμείς τότε είχαμε ένα καμαρινάκι με μια βρυσούλα.
Χόρεψα με τον Γιάννη Μέτση, χόρεψα στις όπερες, στις οπερέτες, κάθε βράδυ. Κι έτσι μ΄ έμαθε ο κόσμος. Φλαμένκο, χωριάτικο, κλασικό. Κάποια στιγμή ετοίμασα ένα ρεσιτάλ ισπανικού χορού μόνο, πήγα στο θέατρο Κεντρικόν. Μετά με ειδοποίησαν από τον Μπουρνέλη με μια σοβαρή πρόταση, σε παράσταση –κάναμε έξι μήνες συμβόλαιο. Πρώτα στο θέατρο Ακροπόλ κι ύστερα στην Πατησίων. Επαιζε η Ειρήνη Παππά και με έπαιρνε αγκαλιά από το καμαρίνι για να μην κουραστώ μέχρι την σκηνή. Χόρευα με τον Μηνά Γιώτη –ήρθε και ο Λίμπερο, ένας Γάλλος με το μπαλέτο του. Από τα έντεκα νούμερα της επιθεώρησης είχα τα πέντε. Την επόμενη μέρα έγραψαν οι εφημερίδες η “πολυνείκης του θεάτρου Ακροπόλ”. Μετά επέστρεψα στη Λυρική ως πρώτη χορεύτρια και μετά από χρόνια μου έκαναν το Ετουάλ (=αστέρι) κάτι που δεν είχε ξαναγίνει πριν ούτε ξανάγινε μετά.
Ολη μου την ζωή ασχολήθηκα με τον χορό. Ο χορός ήταν πρώτος στην σειρά. Η αποχώρηση μπορεί να ήταν λίγο δύσκολο πράγμα αλλά το έκανα πολύ εύκολο. Με βοήθησε ο Λέο Ντεπιάν, δάσκαλός μας στην Λυρική Σκηνή. Τον ρώτησα θυμάμαι πως έφυγε μετά την μεγάλη δόξα και τι μου είπε; “Δεν το σκέφτηκα πολύ. Είπα θα κάνω μία στροφή. Αμα τα σκέφτεσαι πολύ, είναι δύσκολο να αφήσεις τη ζωή σου”.
Μετά ήρθε το “Να η ευκαιρία”: Πριν από μένα ήταν κι άλλοι χορευτές, όπως η Βαρούτη και ο Φλερύ –πήγαιναν όλοι για τρεις μήνες. Εμένα στην αρχή με κάλεσαν στην εκπομπή για να δώσω ένα βραβείο χορού και πήγα. Μετά μου ζήτησαν να συνεργαστώ για το γνωστό τρίμηνο. Το σκέφτηκα, πήγα κα δεν ξανάφυγα. Δυσκολευόμουν με την βαθμολογία. Εβαζα μεγαλύτερους βαθμούς γιατί ήθελα να μην απογοητεύσω τα παιδιά που έρχονταν για τον χορό. Ούτε σχολές υπήρχαν τότε κι εγώ ήθελα να ενθαρρύνω τα παιδιά. Δεν τσιγγουνευόμουν τους βαθμούς, δεν τσιγγουνεύομαι γενικότερα. Κάποτε δεν πρέπει να κλείνουν οι κύκλοι; Αμα κλείνουν καλά, όμως, άμα νοιώθεις ικανοποίηση...
Τα πιο πολλά πράγματα τα διώχνω στην ώρα τους. Δεν μου είπε κανείς “τελείωσες”, εγώ είπα στον εαυτό μου “φτάνει”. Ολα τα πράγματα τα χόρταινα, δεν είχα απωθημένα. Τα χόρεψα όλα. Και στη ζωή μου ένιωσα την ίδια ικανοποίηση. Δεν είχα κανένα παράπονο, δεν μου έλειπε τίποτα. Ολα γεμάτα ήταν. Η ζωή, ο θεός, μου έδωσε πιο πολλά κι από αυτά που σκέφτηκα κι από αυτά που ζήτησα, που επιθύμησα. Ηρθαν πιο πολλά, δεν πρέπει να έχω παράπονο. Ζήταγα ένα, δύο έρχονταν.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχα την σχολή μπαλέτου. Τώρα θέλω να ξεκουραστώ λιγάκι, να βγω με τις φίλες μου να πιω έναν καφέ, να πάμε το βράδυ να φάμε. Οχι πια δουλειές, φτάνει.
»Ναι, θα τα ξανάκανα όλα από την αρχή. Δεν μετανιώνω. Οταν χόρευα ένοιωθα ευτυχία. Αν ξαναγεννιόμουν, θα έκανα τα ίδια, ευτυχώς...».
Τα «36 Μαθήματα Χορού», οι αναμνήσεις της Σάσας Ντάριο, έτσι όπως τις διηγηθηκε στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, έγιναν βιβλίο (εκδόσεις Αγρα, 2022)