Ρόμι Σνάιντερ: Η κινηματογραφική πριγκίπισσα χωρίς την παραμυθένια ζωή
Την ταύτισαν με την πριγκίπισσα Σίσσι και πραγματικά είχε πολλά κοινά με τον ρόλο που της έδωσε μια θέση στην αιωνιότητα: και οι δύο ήταν όμορφες, εκλεπτυσμένες, πάλεψαν μια ζωή με τη θλίψη και έφυγαν με τραγικό τρόπο.
Η βασίλισσα Ελισάβετ της Αυστρίας δολοφονήθηκε και η Ρόμι Σνάιντερ, που την ερμήνευσε υποδειγματικά, άφησε την τελευταία της πνοή στις 29 Μαΐου 1982 στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Λίγο πριν, είχε ακυρώσει μια συνέντευξη που της είχαν κανονίσει. Η επίσημη γνωμάτευση απέδωσε τον θάνατό της σε ανακοπή, όμως η πραγματικότητα ήταν μάλλον διαφορετική.
Η Ρόμι Σνάιντερ καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και γεννήθηκε στη Βιέννη, το 1938. Από μικρή είχε μια ξεχωριστή ποιότητα, έμοιαζε με πριγκίπισσα έλεγαν όσοι τη γνώριζαν, ενώ πάντα είχε επαφές με τον κόσμο του θεάτρου, αφού οι γονείς της ήταν ηθοποιοί. Μετά από το διαζύγιό τους, η Ρόμι έμεινε με τη μητέρα της, τη Μάγδα Σνάιντερ. Δίπλα της έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία «Όταν ανθίζουν και πάλι οι άσπρες πασχαλιές» και έναν χρόνο αργότερα πρωταγωνίστησε ως πριγκίπισσα Βικτωρία στα «Παιδικά χρόνια μιας βασίλισσας».
Η Μάγδα Σνάιντερ, όμως, ήταν ιδιαιτέρως καταπιεστική μαζί της, τη συνόδευε παντού, υποδεικνύοντας της να χαμογελάει, και την ήλεγχε συνεχώς. Ταυτόχρονα, η νεαρή Ρόμι έπρεπε να αντιμετωπίζει και τις ορέξεις του πατριού της, που όπως είχε η ίδια εξομολογηθεί, της «είχε ζητήσει να κοιμηθεί μαζί του».
Στα δεκαεπτά της επιλέχθηκε να ενσαρκώσει την τραγική πριγκίπισσα Σίσσι της Αυστρίας, σε μια κινηματογραφική τριλογία που έγινε διαχρονική. Για πολλούς, αυτός ο ρόλος θεωρήθηκε μεγάλη τύχη, εκείνη τον έβλεπε πάντα ως μια κατάρα. «Κόλλησε πάνω μου σαν μαγειρεμένη βρόμη», συνήθιζε να λέει.
Παρόλα αυτά, η καριέρα της έχει ήδη απογειωθεί. Μέσα σε τρία χρόνια πρωταγωνιστεί σε δεκατρείς ταινίες και πλέον έχει το δικαίωμα να επιλέγει εκείνη τον συμπρωταγωνιστή της.
Έτσι, το 1958 διαλέγει για την ταινία «Christine» τον γοητευτικό ζεν πρεμιέ Αλέν Ντελόν. Η πρώτη τους συνάντηση στο αεροδρόμιο του Παρισιού δεν ήταν ιδιαιτέρως επιτυχημένη. Κανείς από τους δύο δεν φάνηκε να συμπαθεί τον άλλον. Ο Ντελόν μάλιστα δεν μιλούσε καλά αγγλικά, οπότε η επικοινωνία τους ήταν δύσκολη. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, επίσης επικρατεί ψυχρό κλίμα ανάμεσά τους: εκείνη δεν αντέχει τους τρόπους του, εκείνος δεν υποφέρει την τελειομανία της. Τα αντίθετα όμως έλκονται, οπότε γρήγορα αυτή η αντιπάθεια εξελίσσεται σε έναν μεγάλο έρωτα.
Το 1959 αρραβωνιάζονται και πλέον γίνονται αχώριστοι. Η Σνάιντερ, αναζητώντας μια διέξοδο από τη δυσλειτουργική της οικογένεια, φεύγει μαζί του στο Παρίσι. «Θέλω να είμαι Γαλλίδα από κάθε άποψη, στον τρόπο στον οποίο ζω, αγαπώ, κοιμάμαι και ντύνομαι», λέει τότε.
Με τον Ντελόν μαθαίνει την μποέμικη ζωή, ενώ στη συνέχεια γνωρίζει την Κοκό Σανέλ και τον Λουκίνο Βισκόντι, που συμβάλλουν καθοριστικά στη μεταμόρφωσή της. Οι Γερμανοί βέβαια δεν της συγχωρούν που τους παράτησε, οι Γάλλοι δεν την βλέπουν με καλό μάτι, αλλά εκείνη δεν πτοείται.
Αν και ζούσε με έναν θρύλο του σινεμά, κατάφερε να διατηρήσει την αυτονομία της, κάνοντας μια σειρά από σημαντικές ταινίες (πάνω από εξήντα). Το 1962 ο Βισκόντι τη σκηνοθέτησε στο φιλμ «Βοκάκιος ‘70» και έναν χρόνο αργότερα ο Όρσον Γουέλς στην κινηματογραφική μεταφορά της «Δίκης» του Κάφκα. Ακολούθησαν συνεργασίες με μεγάλους δημιουργούς, όπως ο Βιττόριο ντε Σίκα, ο Φεντερίκο Φελλίνι, ο Ότο Πρέμινγκερ, ο Κώστας Γαβράς και ο Ζυλ Ντασέν.
Καθιερώνοντας τον τύπο της ευάλωτης γυναίκας που κρύβει αισθησιασμό και μαζί μια τραγική ιστορία, έχτισε μια μεγάλη καριέρα. Ηθοποιός με μοναδικό ταλέντο, λάτρευε με πάθος τη δουλειά της, μελετούσε σκληρά, δοκίμαζε πάντα καινούργια πράγματα και συνεχώς εξελισσόταν. «Δεν ξέρω τίποτα για τη ζωή, αλλά ξέρω τα πάντα για το σινεμά» είχε πει κάποτε στην καλή της φίλη, Σιμόν Σινιορέ.
Από την άλλη πλευρά, η προσωπική της ζωή ήταν γεμάτη δράματα. Η παθιασμένη σχέση της με τον Ντελόν τελείωσε με ένα σημείωμα, που της έγραφε απλώς: «Έχω πάει στο Μεξικό με τη Ναταλί»- εννοούσε την Ναταλί Μπαρτελεμί, την οποία και παντρεύτηκε. Εκείνη δεν άντεξε την εγκατάλειψη και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Έναν χρόνο μετά, παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Χάρι Μέγιεν, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Ντάβιντ. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καλά και οι δυο τους πήραν διαζύγιο το 1975. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πρώην σύζυγός, που είχε βασανιστεί από την Γκεστάπο αυτοκτόνησε, γεγονός που τη συγκλόνισε.
Καταφύγιο πάντα στον πόνο και την απώλεια ήταν η τέχνη της. Τη δεκαετία του ‘70 μάλιστα τιμήθηκε με δύο Βραβεία Σεζάρ για τις ερμηνείες της στις ταινίες «Σημασία έχει ν' αγαπάς» (1975) και «Une histoire simple» (1978).
Ακολούθησε ένας σύντομος γάμος με τον γραμματέα της, Ντάνιελ Μπιασίνι, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, τη Σάρα Μαγδαλένα, αλλά κι αυτή η σχέση είχε άδοξο τέλος. Την ίδια περίοδο, υποβλήθηκε σε νεφρεκτομή, που λέγεται ότι της άφησε μια μεγάλη ουλή στην πλάτη.
Η μεγαλύτερη τραγωδία όμως της χτύπησε την πόρτα τον Ιούνιο του 1981, όταν ο δεκατετράχρονος γιος της, καθώς έπαιζε στον κήπο του σπιτιού, γλίστρησε κατά λάθος και καρφώθηκε στα κάγκελα του σπιτιού τους. Συντετριμμένη η Σνάιντερ δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον θάνατό του και κατέληξε σε ψυχιατρική κλινική. Τότε ήταν που είχε πει πως: «Εδώ και χρόνια έχω πάψει να είμαι η Σίσσι. Είμαι μια δυστυχισμένη 42χρονη και το όνομά μου είναι Ρόμι Σνάιντερ».
Ο τελευταίος σύντροφός της, ο παραγωγός Λοράν Πετέν, δεν μπόρεσε να της απαλύνει τον πόνο, ούτε να της προσφέρει μια κάποια ανακούφιση. Νικημένη από τα χάπια, το αλκοόλ και την κατάθλιψη, αν και η κόρη της αρνείται πως η μητέρα της είχε προβλήματα εθισμού, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 43 ετών. Κάποιοι έκαναν λόγο για αυτοκτονία, όμως αυτός ο ισχυρισμός δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Η Σνάιντερ κηδεύτηκε μαζί με τον γιο της στο Παρίσι. Στην κηδεία της, ο Αλέν Ντελόν της απέτισε τον ελάχιστο φόρο τιμής, καταθέτοντας ένα στεφάνι, με το μήνυμα: «Ποτέ δεν ήσουν πιο όμορφη, πιο γαλήνια»...