Τι ήταν αυτό που σας δυσκόλεψε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της συγγραφής του;
Το γεγονός πως η έρευνα όσο προχωρούσε άνοιγε όλο και περισσότερες βεντάλιες που ήθελα να εξερευνήσω και προέκυπταν ιστορίες, γεγονότα, εμπειρίες, βιβλία και χαρακτήρες που ήταν αμέτρητοι για να χωρέσουν στις σελίδες μου. Η Παραλία είχε ένα τρόπο να μεταμορφώνεται χρόνο με το χρόνο στον οποίο εμβάθυνα για να ερευνήσω τα γεγονότα της, και κάθε φορά είχε και κάτι διαφορετικό να μου μάθει. Η επιλογή λοιπόν του κεντρικού κορμού της ιστορίας ανάμεσα σε τόσους άλλους ήταν δύσκολο, έτσι πολλές ιστορίες και συνθήκες έχουν μείνει ανείπωτες ακόμα, πέραν και αυτών που έχουν ενσωματωθεί στην σειρά.
Πώς νιώσατε για την οπτικοποίηση του βιβλίου σας;
Μία μεγάλη χαρά, ευγνωμοσύνη και περηφάνια. Είχε προηγηθεί η ταινία μικρού μήκους «η Παραλία» που είχαμε δημιουργήσει υπό την αιγίδα της Περιφέρειας της Κρήτης, έτσι ήμουν κάπως εξοικειωμένη με την ιδέα, παρόλα αυτά, όταν ο παραγωγός μας -εν μέσω ανάπτυξης άλλων τηλεοπτικών προϊόντων μας- πρότεινε σε μένα και την Αυγή Βάγια, την συν δημιουργό μου να δώσουμε προτεραιότητα στην «Παραλία» και να δημιουργηθεί ένα long series πολύ διαφορετικό από ότι έχουμε συνηθίσει, ενθουσιαστήκαμε.
Το αποτέλεσμα, αυτό το long cinema eye candy όπως το αποκαλώ στο μυαλό μου, κάθε φορά που το βλέπω, κάθε φορά που ακούω τις μουσικές του, γεμίζει την καρδιά μου.
«Γιατί να πάει κάποιος αλλού, αν μπορεί να πάει εκεί;» αναρωτιέται ο πρωταγωνιστής στον πρόλογο του βιβλίου. «Στην καρδιά μου, εκεί είναι Παράδεισος. Στη λογική μου, οι χιλιάδες χίπις που τότε έζησαν εκεί, είχαν δίκιο να καταφθάνουν από όλα τα μέρη του κόσμου. Ποιος άνθρωπος βρίσκει τον Παράδεισο και δεν μένει;» Κάπως έτσι νιώθω και εγώ.
Είναι γνωστό ότι οι ανάγκες για τη ροή ενός βιβλίου διαφέρουν από αυτές που έχει μια τηλεοπτική σειρά. Θεωρείτε ότι υπάρχει απόκλιση της σειράς από το βιβλίο στη συγκεκριμένη περίπτωση;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση έγιναν εξ’ αρχής κάποιες αλλαγές και στο βιβλίο κατά την διάρκεια της συγγραφής του, καθώς αρκετά από τα storylines δεν γινόταν λόγω χώρου να αναπτυχθούν ή να συμπεριληφθούν έτσι όπως ορίζει η ανάγκη ενός μυθιστορήματος. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην «Παραλία», καθώς όπως είπατε οι ανάγκες στο κάθε είδος είναι καθόλα διαφορετικές.
Αρχικά ήταν μία επιλογή που κάναμε πολύ συνειδητά με την Αυγή, υπό την καθοδήγηση του παραγωγού μας, να προσαρμόσουμε κάποια πράγματα, ώστε να διαμορφωθεί το τηλεοπτικό προϊόν στις νόρμες που διέπουν projects τέτοιας τυπολογίας αλλά και να υπηρετηθεί το σύμπαν που θέλαμε όλοι να παρουσιάσουμε υπό την έννοια της αισθητικής, του καστ, της μουσικής, της ατμόσφαιρας, την πλοκής.
Για εμάς στην σειρά, όπως και στο βιβλίο άλλωστε, όλος ο πυρήνας της ιστορίας μας ήταν η συνθήκη της Παραλίας με ότι αυτό συμπεριλαμβάνει και με όσες από τις ιστορίες μπορεί η ίδια η Παραλία να διηγηθεί ανάλογα τον τρόπο αφήγησης. Η ιστορία είναι πάντα μία κάθε φορά, το νόημα και το μήνυμα το ίδιο, για αυτό και όλοι οι χαρακτήρες που «ζουν» στο βιβλίο αλλά και οι ακόμη περισσότεροι που ζουν στην σειρά διηγούνται το παραμύθι που τα συνδέει άρρηκτα.
Πώς σχολιάζετε την τεράστια απήχηση που έχουν οι μεταφορές βιβλίων σε τηλεοπτικές σειρές τα τελευταία χρόνια και την προβολή τους στους τηλεοπτικούς δέκτες;
Με κάνει να χαίρομαι ως λογοτέχνης αφού πιστεύω πως μέσα στα βιβλία μπορεί κανείς να βρει εικόνες και ιστορίες που αξίζει να εκτεθούν στα μάτια και τα αυτιά όλο και περισσότερου κόσμου.
Το storytelling εξ’ αρχής των χρόνων, ξεκίνησε μέσα από τους μύθους, τις πέτρινες καταγραφές που αργότερα έγιναν βιβλία και με τους αιώνες εξελίχθηκε είτε μέσα από το θέατρο, την μουσική, την ποίηση, είτε το σινεμά είτε την τηλεόραση. Θεωρώ πως είναι σημαντικό να διαβάζουμε βιβλία όχι μόνο για να μεταφέρουμε τις ιστορίες τους στην οθόνη, όσο και για να εμπνεόμαστε για όλα τα οπτικοακουστικά προϊόντα, όπως συμβαίνει άλλωστε με όλες τις μορφές τέχνης που «εκπαιδεύουν» την έμπνευση μας.
Η απήχηση από την άλλη είναι κάτι διαφορετικό, και την συναντάς με επιτυχία σε πολλές μυθοπλασίες είτε είναι βασισμένες είτε όχι σε λογοτεχνικά κείμενα που έχουν εκδοθεί. Αυτό που θεωρώ πως εγκαθιδρύει ωστόσο αυτή η αγάπη με την οποία αγκαλιάζει ο κόσμος τις μεταφορές των βιβλίων στην οθόνη, είναι πως πολλά βιβλία κρύβουν συναρπαστικές ιστορίες τις οποίες αξίζει να μετουσιώσει κανείς και σε άλλες μορφές τέχνης.
Γράφετε χρόνια λογοτεχνία και παράλληλα δραστηριοποιείστε επιχειρηματικά. Δυσκολεύει το ένα το άλλο ή η συγγραφή είναι λύτρωση;
Η συγγραφή είναι ο μεγάλος μου έρωτας και αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας μου. Η παραγωγή περιεχομένου από την άλλη κάθε είδους, είναι ο τρόπος που προσδιορίζομαι επαγγελματικά και που μου δίνει τόσο την δυνατότητα να εμπνέομαι, όσο και την ευκαιρία να συνεργάζομαι με ανθρώπους που εκτιμώ και μαζί να δημιουργούμε πράγματα που είναι «έξω από το κουτί». Από την συγγραφή ενός θεατρικού έργου μέχρι την ανάπτυξη μίας ιδέας και μίας ολόκληρης στρατηγικής που θα αφήσει έντονο στίγμα, όλα για μένα ξεκινάνε από τη συγγραφή και καταλήγουν σε αυτή. Στο επιχειρείν γενικά μιλώντας, βρίσκει κατά την γνώμη μου χώρο να συνεισφέρει, κάθε δεξιότητα ή ταλέντο ή ενασχόληση μας.