Τζίνα Ρόουλαντς: Έφυγε από την ζωή η μούσα του Τζον Κασσαβέτη -Η λαμπερή καριέρα της «Άλι» από το «Τhe Notebook»
Η βραβευμένη με δύο Χρυσές σφαίρες, τρία Emmy και δυο φορές υποψήφια για Όσκαρ Τζίνα Ρόουλαντς, μια σπάνια ηθοποιός που ξεχώριζε πάντα για τη βαθιά αφοσίωση στην τέχνη της, απεβίωσε σε ηλικία 94 ετών, όπως ανακοίνωσε ο γιος της, Νικ Κασσαβέτης, στο «Entertainment Weekly».
Η Βιρτζίνια Κάθριν Ρόουλαντς, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, με τον Ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη και σύζυγό της Τζον Κασσαβέτης χαρακτηρίζονταν χρυσό ζευγάρι των ανεξάρτητων κινηματογραφικών παραγωγών τα χρόνια του 1970 και του 1980. Γύρισαν μαζί δέκα ταινίες, ενώ μετά από τον θάνατό του το 1989, εκείνη συνέχισε την καριέρα της, συνεργαζόμενη, μεταξύ άλλων, με σκηνοθέτες όπως ο Γούντι Άλεν.
Η ζωή και η καριέρα της σπουδαίας Τζίνα Ρόουλαντς
Η Τζίνα Ρόουλαντς γεννήθηκε στις 19η Ιουνίου 1930 στην πολιτεία Ουισκόνσιν. Ο πατέρας της ήταν τραπεζίτη και μέλος του προοδευτικού κόμματος του Γουισκόνσιν, ενώ η μητέρα της ηθοποιός. Η οικογένειά της μετακόμισε στην Ουάσινγκτον το 1939, όταν ο πατέρας της έλαβε θέση στο Υπουργείο Γεωργίας. Στη συνέχεια το 1942, η οικογένεια μεταφέρθηκε στο Μιλγουόκι του Γουισκόνσιν, όπου ο πατέρας της διορίστηκε στο Γραφείο Διαχείρισης Οικονομικών κι έπειτα στη Μινεάπολις.
Η Τζίνα Ρόουλαντς φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Γουινσκόνσιν από το 1947 έως και το 1950, όπου ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Θεωρούταν μάλιστα ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια του πανεπιστημίου. Μετά από την αποφοίτησή της, φεύγει για τη Νέα Υόρκη σε ασχημη ψυχολογική κατάσταση λόγω της ταραγμένης σχέσης των γονιών της. Υπέστη νευρικό κι εγκατέλειψε τις σπουδές της. Αποφασισμένη να τα καταφέρει μόνη της, πιάνει δουλειά ως ταμίας σε έναν συνοικιακό κινηματογράφο, όπου βλέπει μια νύχτα τον «Γαλάζιο Άγγελο» και μαγεύεται από την Μάρλεν Ντίτριχ. θα δει την ταινία ξανά και ξανά, δύο και τρεις φορές την ημέρα, ξέροντας πλέον πια είναι η πραγματική της φύση. Έτσι, βρέθηκε να σπουδάζει υποκριτική στην Αμερικανική Ακαδημία των Δραματικών Τεχνών. Εκεί γνώρισε και τον Τζον Κασσαβέτης, που έγινε ο έρωτας της ζωής της, ο παντοτινός της σύντροφος και μέντοράς της.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η Ρόουλαντς συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις στο Θέατρο της Πρόβινσταουν. Έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ με το θεατρικό του Τζορτζ Άξελροντ «Εφτά Χρόνια Φαγούρας» κι έπειτα περιόδευσε με τον θίασο στην αμερικανική επικράτεια. Από το 1955 άρχισε να εμφανίζεται σε διάφορες τηλεοπτικές σειρές,
Η ώρα για τη μεγάλη οθόνη έφτασε για τη Ρόουλαντς λίγα χρόνια αργότερα, το 1958 όταν έπαιξε στην ταινία «The High Cost of Loving». Ακολούθησαν μερικοί μερικοί δευτερεύοντες ρόλους, όταν σκηνοθετήθηκε για πρώτη φορά από τον Τζον Κασσαβέτη το 1963 στην ταινία «A Child is Waiting». Οι δύο τους είχαν παίξει στο παρελθόν μαζί σε ένα επεισόδιο της σειράς «Johnny Staccato».
Η Τζίνα Ρόουλνατς έγινε παγκοσμίως γνωστή με την ταινία του Κασσαβέτη «Faces» το 1968. Έκτοτε, η συνεργασία τους συνεχίστηκε με τις ταινίες: «Οι ασύλλυπτοι», «Μίνι και Μόσκοβιτς», «Μια γυναίκα εξομολογείται» (για την οποία έλαβε τη Χρυσή Σφαίρα και την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ, που το έχασε τότε από την Έλεν Μπέρστιν), «Ένας δολοφόνος στο πλήθος», «Νύχτα πρεμιέρας», «Γκλόρια» (όπου έλαβε τη δεύτερή της υποψηφιότητα για Όσκαρ, χάνοντας αυτή τη φορά από τη Σίσι Σπέισεκ), «Η Τρικυμία» (βασισμένο στο θεατρικό του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και γυρισμένο στην Ελλάδα) και «Ερωτική θύελλα», γιατην οποία κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Η Ρόουλνατς δεν ήταν μια συνηθισμένη ηθοποιός της εποχής της. Δεν ήθελε να παίζει τις μοιραίες ντίβες, προτιμούσε να υποδύεται απεγνωσμένες, αντισυμβατικές και τραυματισμένες γυναίκες, χωρίς να την ενδιαφέρει πού είναι η κάμερα, ή αν βγαίνει όμορφη, όπως και το ίνδαλμά της η Μπέτι Ντέιβις. Το μόνο που αναζητούσε ήταν η αλήθεια, όσο οδυνηρή κι αν φαινόταν.
Αν και προτάθηκε για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου δύο φορές, δεν το κέρδισε ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, έλαβε τιμητικό βραβείο από την Ακαδημία κινηματογράφου για το σύνολο του έργου της το 2015. Την ίδια χρονιά ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την υποκριτική.
Σύμφωνα με τον καθηγητή κινηματογράφου Ρέι Κάρνεϊ, η Ρόουλαντς προσπάθησε να αποκρύψει μια από τις πρώτες αμοντάριστες εκδόσεις της ταινίας του Κασσαβέτη «Σκιές», η οποία τελικά βρέθηκε μετά από χρόνια, ενώ αναμείχθηκε επίσης σε προβολές των ταινιών «Σύζυγοι» και «Ερωτική Θύελλα». Το UCLA Film and Television Archive προσπάθησε να ξαναβρεί χαμένο υλικό από την ταινία «Σύζυγοι», που είχε αφαιρεθεί μήνες μετά από την προβολή της ταινίας από την Columbia Pictures, παραβιάζοντας το συμβόλαιο του ηθοποιού. Μετά όμως από έκκληση της Ρόουλαντς, η ομάδα δημιούργησε μια εναλλακτική κόπια, από την οποία αφαιρέθηκαν σκηνές 10 λεπτών, τις οποίες η ίδια θεωρούσε κακόγουστες.
Ο Νικ Κασσαβέτης αποκάλυψε τον Ιούνιο πως η μητέρα του έπασχε από Αλτσχάιμερ, όπως η δική της μητέρα, αλλά και ο χαρακτήρας της Άλις, που ενσάρκωσε στην ταινία «The Notebook» (2004). «Έχει πλήρη άνοια. Κι είναι τόσο παλαβό — το ζήσαμε, το έπαιξε στη μεγάλη οθόνη, και τώρα μας πλάκωσε», είχε πει τότε για εκείνη. Σε συνέντευξή της το 2004, Ρόουλαντς προφητικά σχεδόν είχε μιλήσει για την αρρώστια στο «O Magazine»: «Το πέρασα αυτό με τη μητέρα μου, και αν δεν ήταν ο Nικ να σκηνοθετήσει την ταινία, δεν νομίζω ότι θα την έκανα, ήταν πολύ δύσκολο για μένα», είχε πει χαρακτηριστικά.
Νικημένη από τη νόσο που την τρόμαζε, η σπουδαία ηθοποιός έφυγε πλήρης ημερών, περιτριγυρισμένη από μέλη της οικογένειάς της στο σπίτι της στο Ίντιαν Γουέλς της Καλιφόρνια.
Η γνωριμία και ο γάμος με τον Τζον Κασαβέτης, που κράτησε 35 χρόνια
Η Τζίνα Ρόουλαντς και ο Τζον Κασσαβέτης γνωρίστηκαν στα πρώτα βήματα της καριέρας τους, όταν σπούδαζαν στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών. Εκείνος με το που την είδε ήξερε πως θα την παντρευόταν και σίγουρος για την επιτυχία του στις γυναίκες την προσέγγισε. Η Ρόουλαντς όμως ήταν σκληρό καρύδι κι εκείνη την εποχή δεν την ενδιέφεραν οι έρωτες, πάρα μόνο η υποκριτική. Την έλκυε όμως η τρέλα του, το μεσογειακό ταμπεραμέντο και το πάθος του για το σινεμά. Γίνονταιτελικά ζευγάρι, αλλά οι καβγάδες του είναι ομηρικοί. Χωρίζουν και τα ξαναβρίσκουν αρκετές φορές, μέχρι που το 1954 παντρεύονται. Οι συγκρούσεις τους βέβαια δεν σταμάτησαν ποτέ, αλλά η αγάπη τους δεν έσβησε, αφού έμειναν μαζί έως το 1989, την ημέρα που θα φύγει από τη ζωή ο γνωστός σκηνοθέτης. Απέκτησαν τρία παιδιά- τον Νικ, την Αλεξάνδρα και τη Ζωή-, που όλα ακολούθησαν τα χνάρια των γονιών τους.
Η σχέση τους ήταν συναρπαστική και περιπετειώδης, αλλά όχι πάντα εύκολη. Ο Κασσαβέτης ήταν κτητικός και ζηλιάρης, ήθελε η γυναίκα του να του ανήκει αποκλειστικά, όπως έλεγε, ενώ εκείνη λα΄τρευε την ανεξαρτησία της, γεγονός που προκαλούσε συχνά εντάσεις μεταξύ τους. Οι δυο τους όμως έκαναν μεγάλη τομή στον κινηματογράφο, επιμένοντας στην βαθιά ψυχολογική διερεύνηση των ρόλων και σε έναν απόλυτο ρεαλισμό, προσεγμένο σε κάθε λεπτομέρεια.
Το «Μια γυναίκα εξομολογείται», μια από τις πιο σημαντικές τους στιγμές, σχεδιάστηκε αρχικά ως θεατρικό έργο και γράφτηκε για τη Ρόουλαντς. Αλλά αφού ο Κασσαβέτης ολοκλήρωσε τη συγγραφή, εκείνη συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να παίζει αυτό τον ρόλο σε καθημερινή βάση. «Θα πέθαινα σε δύο εβδομάδες, αν το έπαιζα αυτό στη σκηνή κάθε βράδυ», είχε δηλώσειτότε.
Με δικά τους χρήματα και με τη βοήθεια του ηθοποιού Πίτερ Φολκ και της συζύγου του, χρηματοδότησαν την ταινία, παραδίδοντας μια συγκλονιστική κινηματογραφική μαρτυρία για την ψυχική ασθένεια. Η Ρόουλαντς δήλωσε αργότερα για το ρόλο της: «Ο Τζον έχει μεγάλη αδυναμία στους χαρακτήρες,που ο κόσμος γενικά τους θεωρεί τρελούς ή παλαβούς ή τουλάχιστον εκκεντρικούς...Εμείς όμως δεν το βλέπουμε έτσι...έχουν ένα διαφορετικό όνειρο, ένα διαφορετικό μήνυμα που θέλουν να επικοινωνήσουν».
Οι απαιτήσεις του Κασαβέτη ήταν πολλές και συχνά η συμπεριφορά του ήταν σκληρή. «Μερικές φορές η ένταση στα γυρίσματα ήταν τόσο μεγάλη που μπορούσαμε να τη γευτούμε», ανέφερε ο ίδιος στο βιβλίο του Ray Carney «Cassavetes on Cassavetes». Αυτό που αναζητούσε από τους ηθοποιούς του ήταν μια προσωπική κατάθεση, οπότετο να δουλεύει με την Ρόουλαντς ήταν για εκείνον δώρο. «Στην πραγματικότητα, λόγω της πολύ προσωπικής φύσης του τρόπου που δουλεύω, το να σκηνοθετώ τη γυναίκα μου είναι μάλλον πιο εύκολο από το να σκηνοθετώ μια γυναίκα που δεν γνωρίζω», θα αποκάλυπτε σε συνέντευξή του.
Ο Τζον Κασσαβέτης έμαθε στην Τζίνα Ρόουλαντς να μιλάει ελληνικά, ώστε να συνεννοούνται, όταν ήθελαν να πουν κάτι που να μην το καταλάβει ο κόσμος γύρω τους. Άλλωστε οι δυο τους πάντα είχαν ένα δικό τους κώδικα να επικοινωνούν. «Συνεχίζουμε να μαθαίνουμε πώς να παίζουμε μαζί», είχε πει ο Κασσαβέτης σε μια συνέντευξή του στο Playboy το 1971, «έτσι ώστε να μπορώ να πατάω απαλά στα δάχτυλα των ποδιών της και εκείνη να πατάει στα δικά μου και να μην κάνουμε πολύ θόρυβο».
Η τελευταία ταινία που έκαναν μαζί ήταν η «Ερωτική Θύελλα», που από πολλούς θεωρήθηκε ως μια σύνοψη της μεγάλης τους αγάπης, αν και για ακόμα μια φορά δεν έλειψαν οι καβγάδες μεταξύ τους. «Πιστεύω ότι κάθε δύο άνθρωποι που διαφωνούν πρέπει πραγματικά να φτάνουν όσο πιο μακριά μπορούν, και νομίζω ότι το κάνουμε: φωνές, ουρλιαχτά, μικροπρεπείς πράξεις εχθρότητας και σκληρότητας – αλλά όλα αυτά δεν έχουν νόημα», είχε εξομολογηθεί ο Κασσαβέτης για τη σχέση τους. «Δεν έχουν νόημα αν υπάρχει αυτή η ουσιαστική αγάπη. Όπως ένα λαστιχάκι που τεντώνεις, αλλά αυτό γυρίζει πάντα στην αρχική του θέση». Η Ρόουλνατς φαίνεται πως συμμεριζόταν τις απόψεις τους, αφού είχε πει: «Λατρεύω τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Δεν συμφωνώ μαζί του πολλές φορές, αλλά αυτό δεν είναι το νόημα;»