Όντρεϊ Χέπμπορν: Η θλιμμένη πριγκίπισσα της μεγάλης οθόνης που πάντα αναζητούσε την αγάπη
Θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές ηθοποιούς που πέρασαν ποτέ από τον κινηματογράφο, fashion icon και ιέρεια του στιλ, που η μορφή της έχει κοσμήσει αμέτρητα editorials, ενώ η μυθιστορηματική της ζωή συχνά έγινε αντικείμενο πολλών ντοκιμαντέρ, αλλά μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε τολμήσει να κάνει τη βιογραφία της.
Να, όμως, που ο Ιταλός σκηνοθέτης Λούκα Γκουανταντίνο αποδέχτηκε την πρόκληση και έχει ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες για μια ταινία αποκλειστικά αφιερωμένη στην Όντρεί Χέπμπορν, με πρωταγωνίστρια τη Ρούνεϊ Μάρα, η οποία επίσης θα είναι και παραγωγός. Το σενάριο υπογράφει ο σεναριογράφος του «Ο φύλακας της μνήμης» (The Giver), Μάικλ Μίτνικ, όμως μέχρι στιγμές δεν είναι γνωστό σε πια περίοδο θα επικεντρώνεται το φιλμ, ή ποια γεγονότα από τη ζωή της εμβληματικής σταρ θα περιλαμβάνει. Εμείς, όμως, με αφορμή αυτήν την είδηση, που γέμισε ενθουσιασμό τους φανς της Χεμπορπν -δηλαδή όλους μας- θυμόμαστε την ιστορία της...
Η Όντρεϊ Κάθλιν Ράστον, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 4 Μαΐου του 1929 στις Βρυξέλλες. Ήταν το μοναδικό παιδί του τσεχοσλοβακικής καταγωγής τραπεζίτη Τζόζεφ Ράστον και της ολλανδής αριστοκράτισσας Έλεν φαν Χέμστρα. Σπούδασε στην Αγγλία και την Ολλανδία, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και μετά από τον χωρισμό των γονέων της, εργάστηκε ως φωτομοντέλο με το ψευδώνυμο Όντρεϊ Χέπμπορν. Ο πατέρας της, μέλος του φασιστικού κόμματος, εγκατέλειψε την οικογένειά του, όταν εκείνη ήταν ακόμα πολύ μικρή. Αυτό το γεγονός την τραυμάτισε ανεπανόρθωτα και δεν κατάφερε να το ξεπεράσει σε όλη της τη ζωή. Ίσως γι' αυτό οι δικοί της άνθρωποι έλεγαν ότι η Όντρεϊ πάνω από όλα αναζητούσε την αγάπη και τίποτα άλλο.
«Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν έξι», είχε εξομολογηθεί ίδια. «Σίγουρα αυτό έμεινε μαζί μου για το υπόλοιπο της ζωής μου. Ο πατέρας μου που μας εγκατέλειψε, με άφησε ανασφαλή, ίσως για πάντα. Η μητέρα μου, μου εξήγησε πολύ γλυκά ότι είχε φύγει σε ένα ταξίδι και δεν πίστευε ότι θα επιστρέψει. Νόμιζα ότι η μητέρα μου δεν θα σταματούσε ποτέ να κλαίει». Χρόνια αργότερα θα ξαναβρεί τον πατέρα της στην Ιρλανδία μέσω του Ερυθρού Σταυρού με διάθεση να τον συγχωρήσει, εκείνος όμως ακόμα και μετά από την επανένωσή τους παρέμενε ψυχρός απέναντί της, γεγονός που τη συνέτριψε.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής με τη μητέρα της μετακόμισαν στην Ολλανδία, όπου πήρε το όνομα Ίντα φαν Χέεμστρα για να κρύψει τη Βρετανική της υπηκοότητα. Εκείνα τα χρόνια βίωσε την πείνα, πράγμα που είχε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία της μακροπρόθεσμα, ενώ αναγκάστηκε να κρυφτεί από τους Ναζί. «Ήρθε μια στιγμή που έπρεπε να ζήσουμε στο κελάρι, επειδή τμήματα του σπιτιού μας εξαφανίστηκαν. Κοιμόμασταν σε στρώματα και περιμέναμε να σταματήσουν οι πυροβολισμοί», εξηγεί η ίδια σε μια συνέντευξη, που περιλαμβάνεται στο ντοκιμαντέρ «Audrey: More than an icon».
Η πρώτη της αγάπη ήταν το μπαλέτο και μάλιστα ξεκίνησε την καριέρα της, χορεύοντας και συγκεντρώνοντας χρήματα για την Ολλανδική Αντίσταση, αν και η βαρόνη μητέρα της υποστήριζε ανοιχτά τον Χίτλερ και τον ναζισμό. Επίσης, λειτουργούσε (όπως και πολλά άλλα παιδιά) ως αντιστασιακός κομιστής μηνυμάτων και χρημάτων.
Στα τέλη της δεκαετίας του '40, βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου πήρε μαθήματα χορού δίπλα στην Μαρί Ράμπερτ. Εκείνη την προέτρεψε να ασχοληθεί με την υποκριτική, γιατί λόγω της κακής διατροφής που είχε ως παιδί δεν θα κατάφερνε, κατά τη γνώμη της, ποτέ να γίνει πρίμα μπαλαρίνα. Έτσι η Όντρεϊ, αν και δεν είχε λάβει συστηματική εκπαίδευση ηθοποιού, εμφανίστηκε σε θεατρικές παραστάσεις στο Λονδίνο, έκανε μια τεράστια επιτυχία, παίζοντας την «Ζιζί» και το 1951 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο με την ταινία «Γέλιο στον Παράδεισο» σε σκηνοθεσία Μάριο Ζάμπι.
Η λεπτή σιλουέτα της ερχόταν σε αντίθεση με τις μεγάλες σταρ της εποχής, που φημίζονταν για τις πλούσιες καμπύλες τους, όμως η κομψότητα και η θλιμμένη της γοητεία αιχμαλώτισαν τον φακό.
Μετά από μία σύντομη παραμονή στο Παρίσι επέστρεψε στο Λονδίνο, όπου γύρισε διάφορες ταινίες, από τις οποίες ξεχώρισαν οι «Η συμμορία του Λαβέντερ Χιλ» σε σκηνοθεσία Τσαρλς Κράιτον και το «Σκιές στην Ομίχλη» σε σκηνοθεσία Θόρολντ Ντίκινσον.
Το 1953 γύρισε την πρώτη της ταινία στο Χόλιγουντ, τη ρομαντική κωμωδία «Διακοπές στην Ρώμη» σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Γουάϊλερ, που την έκανε παγκοσμίως γνωστή και της χάρισε το μοναδικό βραβείο Όσκαρ της καριέρας της.
Μάλιστα για τον συγκεκριμένο ρόλο έκανε οντισιόν χωρίς να το γνωρίζει. Οι παραγωγοί αρχικά ήθελαν μια πιο έμπειρη ηθοποιό, όμως ο Γουάιλερ επέμενε και την κάλεσε για ένα δοκιμαστικό. Προκειμένου να μην την αγχώσει, της είπε πως είχε κλειστή την κάμερα και πως αρχικά θα έκαναν μια πρόβα. Έτσι κατάφερε να καταγράψει τις πιο φυσικές της αντιδράσεις και τελικά έπεισε τους πάντες ότι ο ρόλος αυτός ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της. «Είχε όλα όσα έψαχνα: γοητεία, αθωότητα και ταλέντο. Ήταν επίσης πολύ αστεία. Ήταν απολύτως μαγευτική και είπαμε, “Αυτό είναι το κορίτσι!”» είχε πει ο ίδιος για εκείνη την περίεργη ακρόαση.
Σε εκείνη την ταινία γνώρισε τον Givenchy με τον οποίο έγιναν στενοί φίλοι: εκείνος την έχρισε μούσα του κι εκείνη εμπιστευόταν απόλυτα το γούστο του. Οι δυο τους δημιούργησαν από κοινού μια νέα τάση στη μόδα, που υμνούσε την απλότητα και τη θηλυκότητα χωρίς υπερβολές. Το αστείο είναι πως όταν αρχικά του είχαν πει ότι θα τον επισκεφτεί στο ατελιέ η Χέπμπορν, εκείνος περίμενε την Κάθριν και απογοητεύτηκε, όταν είδε την λεπτοκαμωμένη Όντρεϊ. Γρήγορα όμως άλλαξε γνώμη κι ενθουσιάστηκε μαζί της.
Το 1954, στα γυρίσματα της «Σαμπρίνα» του Μπίλι Γουάϊλντερ, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Γουίλιαμ Χόλντεν. Εκείνος τότε ήταν παντρεμένος. Η γυναίκα του, αν και είχε μάθει για τις εξωσυζυγικές του περιπέτειες, έκανε τα στραβά μάτια, αλλά η Όντρεϊ που από μικρή ονειρευόταν να γίνει μητέρα και να κάνει οικογένεια, δεν μπορούσε να ζει ως η παράνομη ερωμένη. Όταν όμως ο Χόλντεν της εξομολογήθηκε πως είχε κάνει στείρωση και δεν θα μπορούσε να κάνει παιδιά, εκείνη τον παράτησε.
Ακολούθησε η ταινία «Πόλεμος και Ειρήνη» του Κινγκ Βίντορ. Την ίδια περίοδο σε ένα πάρτι του Γκρέγκορι Πεκ, ο οποίος ήταν καλός της φίλος, γνώρισε τον Μελ Φέρερ. Η Paramount, επειδή φοβήθηκε ότι θα ξεσπούσε σκάνδαλο, την έπεισε να επισπεύσει τους αρραβώνες της, που έγιναν στο σπίτι του Χόλντεν, παρουσία μάλιστα και της συζύγου του.
Με τον Φέρερ απέκτησε το πρώτο της παιδί, μετά από δυο αποβολές. Τελικά εκείνος αποδείχτηκε βίαιος και χειριστικός μαζί της, τη ζήλευε φοβερά και συχνά προκαλούσε σκηνικά, που δεν άντεχε η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία της. Μετά από δεκατέσσερα χρόνια πήραν διαζύγιο. Λέγεται πως ο Φέρερ είχε βρει ερωμένη και πως εκείνη με τη σειρά της τα είχε φτιάξει με τον Άλμπερτ Φίνεϊ, με τον οποίο συμπρωταγωνιστούσαν στο «Δύο για τον δρόμο».
Ακολούθησαν μια σειρά από μεγάλες επιτυχίες-«Έξυπνο Μουτράκι» του Στάνλεϊ Ντόνεν, «Αριάν» του Μπίλι Γουάϊλντερ, «Η ιστορία μιας μοναχής» του Φρεντ Τσίνεμαν, «Οι Ασυγχώρηστοι» του Τζον Χιούστον, «Ωραία μου Κυρία» του Τζορτζ Κιούκορ- που την έβαλαν στο πάνθεον των EGOT, αφού κατάφερε να κερδίσει Emmy, Tony, Grammy και Oscar.
Από τις πιο εμβληματικές της εμφανίσεις ήταν φυσικά το «Breakfast at Tifanny’s», του Μπλέικ Έντουαρντς. Αυτό που δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι ο Τρούμαν Καπότε προτιμούσε για τον ρόλο τη Μονρόε, όμως ο Έντουαρντς επέμενε για την Χέπμπορν. Τελικά ο Καποτε υποχώρησε και μάλιστα έκανε αρκετές αλλαγές προκειμένου να ταιριάζει το σενάριο σε εκείνη. Η ίδια πάντως είχε δυσκολευτεί στα γυρίσματα. «Είμαι ένα απόλυτα εσωστρεφές άτομο και πρέπει να ερμηνεύσω μια απόλυτα εξωστρεφή ηρωίδα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο», είχε αποκαλύψει μιλώντας για τον ρόλο της.
Μετά από τον χωρισμό της με τον Φέρερ, άρχισε να χάνει βάρος σε ανησυχητικό βαθμό. Τότε μπήκε στη ζωή της ο Ιταλός ψυχίατρος Αντρέα Ντότι. Τον γνώρισε σε μα κρουαζιέρα και έμεινε μαζί του δεκατρία χρόνια. Και πάλι όμως στάθηκε άτυχη, αφού ο Ντότι αν και την αγαπούσε πολύ, συχνά την απατούσε με άλλες γυναίκες.
Οι φήμες λένε ότι είχε έναν σύντομο δεσμό και με τον Τζον Κένεντι, αλλά επειδή η Χέπμπορν ήταν καλλιτέχνης και ήθελε μια κανονική ζωή, το ειδύλλιό τους δεν είχε αίσιο τέλος. Πάντως μετά από την Μονρόε, το 1963, στα τελευταία του γενέθλια, του τραγούδησε κι εκείνη το «Happy Birthday, Dear Jack». Δεν σώζεται κανένα ηχητικό ή οπτικό ντοκουμέντο όμως από εκείνη τη μέρα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της συζούσε με τον κατά επτά χρόνια μικρότερό της Ολλανδό ηθοποιό Ρόμπερτ Βόλντερς, που τον είχε γνωρίσει πριν χωρίσει με τον Ντότι. Την περίοδο που ζούσε μαζί του την αποκαλούσε την πιο «ευτυχισμένη της ζωής της».
Όταν αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο, έγινε πρέσβειρα καλής θελήσεως της UNICEF και αφιερώθηκε με αυταπάρνηση στο φιλανθρωπικό της έργο, βοηθώντας παιδιά από χώρες του τρίτου κόσμου. Πέθανε στις 20 Ιανουαρίου του 1993 στο χωριό Τολοσενά της Ελβετίας, όπου και τάφηκε. Έπασχε από μία σπάνια μορφή καρκίνου.