Ντίνος Ηλιόπουλος: Ένας υπέροχος κλόουν που ήθελε μόνο να τον αγαπούν
Ανήκε στη «χρυσή» γενιά του ελληνικού κινηματογράφου και ξεχώρισε γιατί ήταν αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «τριπλή απειλή»: έπαιζε, χόρευε και τραγουδούσε -διατηρώντας πάντα το προσωπικό του στιλ, αυτό του μελαγχολικού «κλόουν» που μέσα από τις αντιξοότητες κατάφερνε πάντα να χαμογελάει.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως τον αποκαλούσαν ο «Έλληνας Φρεντ Αστέρ», ενώ πολλοί θεωρούσαν ότι αν είχε γεννηθεί σε άλλη χώρα θα είχε γίνει ένας μεγάλος σταρ, αν και δεν είχε καμία σχέση με τους ζεν πρεμιέ που μεσουρανούσαν στην εποχή του.
Ο Κωνσταντίνος «Ντίνος» Ηλιόπουλος, αυτός ο μπριλάντε κωμικός με τις δραματικές νότες, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 12 Ιουνίου 1915. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος από την Πελοπόννησο και η μητέρα του καταγόταν από την Υεμένη. Μετά από το οικονομικό κραχ του 1929, η πολυμελής οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Mασσαλία, όπου ο Nτίνος τελείωσε το γυμνάσιο, γι’ αυτό και η πρώτη του γλώσσα ήταν τα γαλλικά. Στην Αθήνα, έφτασε έξι χρόνια αργότερα, όπου ακολούθησε εμπορικές σπουδές στην Berkshire High Commercial School.
Ως ενήλικας πια άρχισε να δουλεύει σε μια αντιπροσωπεία, ενώ υπηρέτησε τη θητεία του στο στρατό. Εκεί, κάνοντας άλλοτε τον Μπάστερ Κίτον και άλλοτε τον Τσάρλι Τσάπλιν που έβλεπε ως παιδί και θαύμαζε, του μπήκε το μικρόβιο της υποκριτικής. Όμως το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τη στιγμή που έπρεπε να πάρει το απολυτήριο του και να κυνηγήσει την τύχη του, ματαίωσε τα σχέδιά του.
Έναν χρόνο πριν, το 1939, πρόλαβε να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του τότε Βασιλικού Θεάτρου, απ’ όπου απορρίφθηκε. Είχε διαλέξει ένα ποίημα του Καβάφη, αλλά στον δεύτερο στίχο οι κριτές τον σταμάτησαν, λέγοντας απλώς: «Σας ευχαριστούμε, ο επόμενος». Ο λεπτοκαμωμένος Ηλιόπουλος δεν είχε τον στόμφο που απαιτούσε η μόδα, όμως εκείνος δεν το έβαλε κάτω.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, βρέθηκε να υπηρετεί και πάλι ως ασυρματιστής στον στρατό. Αργότερα, αναζητώντας συνεχώς κάτι διαφορετικό, άλλαζε δουλειές «σαν τα ξυραφάκια του», όπως έλεγε. Μέχρι που η αγάπη του για τo θέατρο και το σινεμά, τον οδήγησαν στη σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη, ενός διακριμένου θεατρανθρώπου, που είχε διατελέσει διευθυντής του Θεάτρου «Σάρα Μπερνάρ» και πλέον είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μετά από προτροπή της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Εκεί ο Ηλιόπουλος είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει δίπλα στους Γιώργο Βακαλό, Θράσο Καστανάκη, Μ. Καραγάτση, Γιώργο Θεοτοκά, Γιάννη Σιδέρη και Αντώνη Γιαννίδη. Αποφοίτησε με άριστα και μπήκε στο θέατρο το 1944, με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, συμμετέχοντας στο έργο του Λέο Λεντς «Κυρία, σας αγαπώ».
Το 1944 θα παίξει με τη Μελίνα Μερκούρη στο έργο «Το πένθος δεν ταιριάζει στην Ηλέκτρα», όπου είπε και ένα τραγουδάκι του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Μάνου Χατζιδάκι. Στη συνέχεια θα παίξει στους θιάσους των Μαρίκα Κοτοπούλη, Δημήτρη Χορν και Μαίρης Αρώνη. Ο μεγάλος Βασίλης Λογοθετίδης, βλέποντάς τον στη σκηνή θα πει: «Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!». Από εκεί και πέρα, πήρε το χρίσμα του πρωταγωνιστή.
Το 1948 κάνει το ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη και η φήμη του εκτοξεύεται, παίζοντας στην «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά, σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη μαζί με τον Λογοθετίδη, αλλά και στην κωμωδία «Εκατό Χιλιάδες Λίρες» του Αλέκου Λειβαδίτη σε σενάριο Μίμη Τσιφόρου, έχοντας δίπλα του τον αγαπημένο του φίλο Μίμη Φωτόπουλο.
Το 1954 συγκρότησε θίασο με τον Φωτόπουλο και τρία χρόνια αργότερα (μέχρι το 1969) δημιούργησε το δικό του θεατρικό σχήμα, ανεβάζοντας έργα όπως: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία του κυρίου», «Το έξυπνο πουλί», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως» κ.ά. Συχνά μάλιστα, σκηνοθετούσε ο ίδιος τις παραστάσεις του, ενώ διασκεύασε ξένες φάρσες και κωμωδίες, προσαρμόζοντάς τις στα ελληνικά ήθη.
Αν και είχε σπουδάσει οικονομικά, το αίσθημα του δικαίου, που πάντα τον διέκρινε και η ανησυχία μήπως δεν είναι καλός εργοδότης, τον οδήγησαν σε μια σειρά από κινήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την πτώχευση. Ήταν κοινό μυστικό στον χώρο πως όταν ανέβαζε παραστάσεις που απαιτούσαν 5-6 ηθοποιούς, αυτός προσλάμβανε 15, ώστε να δώσει μεροκάματο σε κάποιον άνεργο συνάδελφο ή φίλο του, ενώ ως θιασάρχης πλήρωνε πάντα τις πρόβες και το φαγητό των συνεργατών του.
Το 1966 πήρε την τολμηρή απόφαση να ανεβάσει ένα σουρεαλιστικό έργο που είχε γράψει ο ίδιος, το ανατρεπτικό για την εποχή «Κονσέρτο για Τρομπόνι». Εκεί εμφανιζόταν με ξανθιά περούκα με μπούκλες, πράγμα που το κοινό του δεν μπορούσε εύκολα να δεχτεί. Η παράσταση είχε τεράστια αποτυχία, όμως εκείνος συνέχισε να πληρώνει κανονικά τους ηθοποιούς. Άφραγκος, κάθε βράδυ γύριζε σπίτι με τα πόδια, γι' αυτό και αναγκάστηκε να δεχτεί ακόμη και δεύτερους ή τρίτους ρόλους, δίπλα σε άγνωστες σταρλετίτσες της δεκαετίας του ’70.
Τότε, πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει στην Αμερική ή τον Καναδά για να εξασφαλίσει στα παιδιά του ένα καλύτερο μέλλον. Έτσι άφησε πίσω του όλα όσα είχε αγαπήσει και οργάνωσε μια μεγάλη περιοδεία σε περίπου 60 πολιτείες της Αμερικής. Δύο χρόνια σχεδόν έλειπε από την πατρίδα προκειμένου να ορθοποδήσει οικονομικά. Γυρνώντας στην Ελλάδα, άρχισε και πάλι να παίζει σε δίπλα στα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Από τους σημαντικούς σταθμούς της καριέρας του ήταν όταν το 1977 ερμήνευσε τον «Αμφιτρύωνα» του Πλαύτου στο Εθνικό Θέατρο, αλλά και η εμφάνισή του το 1978 στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού.
Λάτρης της έβδομης τέχνης από παιδί, συμμετείχε σε περισσότερες από 90 ταινίες, πολλές από τις οποίες έμειναν κλασικές. Ο ρόλος όμως που τον σημάδεψε ήταν στο αριστούργημα του Νίκου Κούνδουρου «Ο Δράκος» σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1956), όπου υποδυόταν έναν απλό υπαλληλάκο, ο οποίος περνιόταν για αρχηγός του υποκόσμου.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται ακόμα τρεις δίσκοι - ο ένας με σατιρικά του Γεώργιου Σουρή- δύο βιβλία με ευθυμογραφήματα, μία ποιητική συλλογή και φυσικά ηαυτοβιογραφία του με τίτλο «Ένας Hλιόπουλος ονόματι Nτίνος», που εκδόθηκε το 1999 από τις Εκδόσεις Άγκυρα.
Δυστυχώς κι αυτός όπως και αρκετοί μεγάλοι ηθοποιοί τη δεκαετία του ’80 στρέφεται στις εμπορικές βιντεοκασέτες, χωρίς να σταματήσει τη συνεργασία του με σημαντικούς δημιουργούς. Μάλιστα, το 1986 συμμετέχει στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μελισσοκόμος στο πλευρό του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
Πολιτικά δεν έκρυψε πως ανήκε στον χώρο της δεξιάς, ενώ στην προσωπική του ζωή από το 1963 ήταν παντρεμένος με την Χίλντεργκαρντ Βίντσερ, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, τη Χίλντα και την Εβίτα. Οι συνάδελφοί του μιλούσαν πάντα με τα καλύτερα λόγια για εκείνον εξυμνώντας την ευγένεια, τη σεμνότητα και την πνευματική του καλλιέργεια, που τον έκαναν να ξεχωρίζει.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος πέθανε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2001, μετά από μακρά νοσηλεία. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στις 6 Ιουνίου 2001 στο Α΄ Νεκροταφείο. Κύριος, κομψός χιουμορίστα και λάτρης του γυναικείου φύλου, επέλεξε στον τάφο του να γραφτεί η εξής επιγραφή:«Με συγχωρείτε, κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ».
Γνωρίζοντας ότι το τέλος πλησίαζε, είχε εξομολογηθεί στις τρεις γυναίκες της ζωής του, τη γυναίκα και τις κόρες την τελευταία του επιθυμία του: «Θα ήθελα στην κηδεία μου να φορούν όλοι λευκά και να ακούγεται τζαζ...»
Για την προσφορά του στο θέατρο τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α', ενώ το 1999 του απονεμήθηκε το Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών από τον Δήμο Αθηναίων. Το μεγαλύτερο βραβείο του όμως, όπως ο ίδιος έλεγε, ήταν πως ο κόσμος τον φώναζε «Ντίνο, Ντινάρα ή Ντινάκο», δείχνοντας μέσα από αυτή την οικειότητα την αγάπη του για τον χαριτωμένο αντιήρωα που έπλασε στα χνάρια των μεγάλων του βωβού σινεμά και της commedia dell' arte. Με αυτόν άλλωστε έγινε ο ιδανικός εκφραστής του Έλληνα της εποχής του, που πάλευε να επιβιώσει μέσα στις δυσκολίες, ζητώντας ένα τσιγαράκι από τους γείτονές του, όπως στις «Κυρίες της αυλής», χωρίς να χάνει ποτέ την αισιοδοξία του.