Μαντάμ Κλοντ: Η άνοδος και η πτώση του πιο ξακουστού οίκου ανοχής στο Παρίσι των 60s
H γαλλική παραγωγή του Netflix είναι αφιερωμένη στη ζωή της κυνικής Μadame Claude, που ξεκίνησε από μια επαρχία και κυριάρχησε στη βιομηχανία του σεξ, διευθύνοντας έναν από τους μεγαλύτερους οίκους ανοχής του Παρισιού τις δεκαετίας του ’60 και του ‘70. Μέχρι τελικά που ήρθε η στιγμή της πτώσης και της τιμωρίας.
Όπως έχει αποκαλύψει η ίδια, στο τεράστιο πελατολόγιό της υπήρχαν πολιτικοί και καλλιτέχνες όπως ο Marlon Brando, αλλά και ο Pablo Picasso, επιχειρηματίες όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, που την είχε επισκεφτεί κατά τα λεγόμενά της με την Μαρία Κάλλας κάνοντάς την να κοκκινίζει με τις απαιτήσεις τους ο βασικός μέτοχος της Fiat Gianni Agnelli, ακόμα και ο Σάχης του Ιράν, που ζητούσε να του στέλνουν στη Τεχεράνη κορίτσια και μάλιστα κάθε εβδομάδα. Λέγεται πως και ο John F. Kennedy είχε χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες της το 1961 σε μια επίσκεψή του στη πόλη του Φωτός, ζητώντας συγκεκριμένα μια κοπέλα που να είναι «σωσίας της συζύγου του, Jackie, αλλά σε μια πιο καυτή εκδοχή».
Πάντως αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η θρυλική Μαντάμ απασχολεί την μεγάλη οθόνη: το 1997 ο Just Jaeckin είχε υπογράψει μια βιογραφία της με τίτλο «Τhe French Woman», με πρωταγωνίστρια την Françoise Fabian. Τότε μάλιστα την μουσική της ταινίας την είχε γράψει ο Serge Gainsbourg.
Αυτή τη φορά τη σκηνοθεσία για λογαριασμό του Netflix έχει αναλάβει η Sylvie Verheyde, που γνώριζε πολύ καλά το θέμα, καθώς η γιαγιά της αλλά και η ξαδέρφη της ήταν εργαζόμενες στη βιομηχανίας του σεξ. Η Karole Rocher ερμηνεύει τον ομώνυμο ρόλο και η ιστορία εστιάζει περισσότερο στη σκοτεινή πλευρά της Madame. «Υπάρχει αυτή η εικόνα για τη Madame Claude που έχει να κάνει με το Παρίσι, τα όμορφα φορέματα, τα μεγάλα ξενοδοχεία, την εξουσία… Εμένα όμως με ενδιέφερε περισσότερο να δείξω όσα συνέβαιναν στο παρασκήνιο» λέει η δημιουργός που έχει σκηνοθετήσει και την ταινία «Sex Doll» το 2016 με παρόμοιο θέμα. «Η Madame Claude έχτισε μόνη της το μύθο της. Ήταν καλή στο να λέει ψέματα, μια απατεώνισσα που ήθελε να βγάλει προς τα έξω την ομορφιά, κρύβοντας την ασχήμια κάτω από το χαλί».
Η Fernande Grubet, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1923 στην Ανζέρ από μια μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού καφέ και πέθανε από καρκίνο του λάρυγγα όταν εκείνη ήταν 18 ετών. Εκείνη σε νεαρή ηλικία έμεινε έγκυος και αμέσως μετά τη γέννα άφησε το μωρό, ένα κοριτσάκι, στη μητέρα της και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, αποφασισμένη να ζήσει τη «μεγάλη ζωή».
Η δουλειά που αποφάσισε πως της ταιριάζει περισσότερο ήταν να είναι πόρνη, όμως η διακαής επιθυμία της ήταν να μπει στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας .Έτσι αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της: άρχισε να εμφανίζεται παντού ως Μadame Claude, διέρρευσε τη φήμη ότι ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας, ότι ο πατέρας της ήταν δήμαρχος της Ανζέρ αλλά σκοτώθηκε στον πόλεμο, και πως η ίδια είχε σώσει τη ζωή της ανιψιάς του στρατηγού de Gaulle! Σύντομα άνοιξε τον πρώτο οίκο ανοχής στην rue de Boulainvilliers, στο πιο πλούσιο διαμέρισμα του Παρισιού.
Θέλοντας να έχει στην πελατεία της μόνο ισχυρούς και πλούσιους πελάτες, ψάρευε τα κορίτσια, αλλά και τα αγόρια της επιχείρησης από επιδείξεις μόδας, κολέγια και ακριβά νυχτερινά κέντρα. Η ίδια αναλάμβανε προσωπικά την εκπαίδευσή τους, που περιλάμβανε κανόνες του σαβουάρ βιβρ, αλλά και ενημέρωση σχετικά με την επικαιρότητα ώστε να μπορούν να κάνουν ενδιαφέρουσες συζητήσεις, φρόντιζε την γκαρνταρόμπα τους και δεν δίσταζε να τους υποβάλει ακόμα και σε αισθητικές επεμβάσεις εάν τις θεωρούσε απαραίτητες. Άλλωστε κι η ίδια που θεωρούσε πως ήταν πολύ άσχημη είχε κάνει αρκετές.
Τα κορίτσια της Μαντάμ που ονομάζονταν «Κλοντέτς» ήταν όλα ψηλά -οι περισσότερες γι’ αυτό τον λόγο ήταν Σκανδιναβές- γιατί εκείνη θεωρούσε πως οι πλούσιοι άνδρες ήθελαν μόνο μια ψηλή γυναίκα στο πλευρό τους, και ξεχώριζαν για την ομορφιά τους και το πανάκριβο ντύσιμό τους. Όπως χαρακτηριστικά έχει πει ένα από αυτά «έπρεπε να μοιάζεις με κόρη καλής οικογένειας για να δουλέψεις για τη Μadame Claude».
Η ταρίφα στο δικό της σπίτι ήταν πολύ ακριβή: κυμαίνονταν από 10 έως 15 χιλιάδες γαλλικά φράγκα (περίπου 1.500-2.000 ευρώ) το βράδυ, από τα οποία η ίδια έπαιρνε προμήθεια 30% . Ακόμα κι όταν κάποια κοπέλα επέστρεφε με μώλωπες και πληγές από έναν διαστρεμμένο πελάτη, η σιδηρά κυρία δεν έδειχνε καμιά ευαισθησία. Απλώς συνέχιζε κανονικά την δουλειά της. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η Μαντάμ ήταν ιδιαιτέρως καταπιεστική και σκληρή, έμοιαζε να περιφρονεί τόσο τις γυναίκες όσο και του άνδρες, θεωρώντας τις μεν ως αντικείμενα ηδονή, τους δε ως γεμάτα πορτοφόλια που κάποιος έπρεπε να τα ξαφρίσει.
Χάρη όμως στις πληροφορίες που εμπιστεύονταν οι ισχυροί πελάτες στις «κόρες» της (όπως αποκαλούσες τις γυναίκες που δούλευαν για εκείνη) κατάφερνε να εξασφαλίζει την προστασία της αστυνομίας. Βέβαια εκείνη ποτέ δεν χρησιμοποιούσε την λέξη «πορνεία» για τις δουλειές της, αντίθετα συνήθιζε να λέει πως προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες. Μάλιστα, επειδή οι περισσότεροι πελάτες έκλειναν ραντεβού μέσω τηλεφώνου, που για την εποχή ήταν μια πολυτέλεια, καθιερώθηκε και ο όρος «call girl».
Θα φανταζόταν κανείς πως η ίδια είχε εμμονή με το σεξ, όμως η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Δεν είχε απολύτως κανένα ενδιαφέρον ούτε για έρωτες ούτε για περιπτύξεις και μάλιστα θεωρούσε ότι μετά τα 40 μια γυναίκα δεν θα πρέπει να εμφανίζεται γυμνή ούτε στις προσωπικές στιγμές της. «Δύο είναι τα πράγματα που κάνουν τον κόσμο να γυρίζει: το φαγητό και το σεξ» . Κι εγώ ότι δεν ξέρω να μαγειρεύω», δήλωνε πάντα βιτριολικά, εξηγώντας τις επιλογές της.
Το μόνο πάθος της ζωής της ήταν τα λεφτά κι η εξουσία. «Είναι τόσο συναρπαστικό να ακούς έναν δισεκατομμυριούχο ή έναν αρχηγό κράτους να κάνει τη φωνή του να μοιάζει με παιδιού για να σου ζητήσει αυτό που θέλει», είχε πει κάποτε και μάλλον αυτή ήταν και η μοναδική « αξία» που αναγνώριζε.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η παντοκρατορία της Μadame Claude άρχισε να φθίνει κι η ίδια έχασε την προστασία των ισχυρών της φίλων. Η εφορία της άσκησε δίωξη με την κατηγορία ότι χρωστούσε 11 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα στο κράτος, οπότε εκείνη αναγκάζεται να καταφύγει στις ΗΠΑ. Πλέον εμφανίζεται ως Claude Tolmatcheff, συνεχίζοντας να προωθεί κορίτσια σε διασημότητες όπως ο Frank Sinatra, ενώ προσπάθησε να στρατολογήσει ακόμα και την Joan Collins. Προκειμένου να πάρει την αμερικανική υπηκοότητα, παντρεύεται με ένα ομοφυλόφιλο μπάρμαν. Στο μεταξύ, η υπόθεσή της εκδικάστηκε στη Γαλλία όπου και καταδικάστηκε. Μετά από την απελευθέρωσή της, προσπάθησε να ξαναστήσει την επιχείρηση, αλλά το 1992, καταδικάστηκε για πορνεία και οδηγήθηκε στη φυλακή Fleury-Mérogis.
Μετά την αποφυλάκισή της μετακόμισε στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου πέθανε μόνη της σε ένα νοσοκομείο στις 19 Δεκεμβρίου 2015 σε ηλικία 92 ετών. Στην κηδεία της παραβρέθηκαν μόλις έξι άνθρωποι –από τους οποίους οι τέσσερις ήταν οι κομμωτές της.