Όταν η Λεονόρα Κάρινγκτον έγραψε το απόλυτο σουρεαλιστικό διήγημα στα 20 της χρόνια
Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του Λουί Μπονιουέλ, η Λεονόρα Κάρινγκτον σηκώθηκε, έκανε ένα σύντομο ντουζ με τα ρούχα της και επέστρεψε, στάζοντας για να συνεχίσει τη συζήτηση.
Το εν λόγω περιστατικό, που προκύπτει από μια μαρτυρία πρώην βοηθού του Μπονιουέλ, δεν ήταν το μόνο -άλλες ιστορίες θέλουν την Κάρινγκτον να αλείφει τα πόδια της με μουστάρδα σε ένα πανάκριβο εστιατόριο, να εμφανίζεται σε πάρτυ φορώντας ένα σεντόνι και να φτιάχνει ομελέτες με τούφες από τα μαλλιά των φιλοξενούμενών της (τις οποίες είχε κόψει εν αγνοία τους).
Περισσότερο ή λιγότερο αληθινές, αλλά πάντως πιστευτές μέσα στο πλαίσιο της αντίληψης ότι «είναι τρελοί αυτοί οι σουρεαλιστές», αυτές οι ιστορίες αποκαλύπτουν αν μη τι άλλο, την ερωτική σχέση της ζωγράφου και συγγραφέα με το αναπάντεχο και το ανατρεπτικό.
Το 1940, ο πατέρας του σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν δημοσιεύει την Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ. Το βιβλίο, που αποτελούσε μια προσωπική επιλογή κειμένων από 45 συγγραφείς και εισήγαγε την έννοια του μαύρου χιούμορ όπως την χρησιμοποιούμε σήμερα, απαγορεύτηκε σχεδόν αμέσως (και κυκλοφόρησε 7 χρόνια αργότερα).
Ανάμεσα στους 45 συγγραφείς, υπήρχε μόνο μία γυναίκα, η Λεονόρα Κάρινγκτον, και το κείμενο που επιλέχθηκε ήταν ένα εξαιρετικά σύντομο, ευφυές και απόλυτα φρικιαστικό διήγημα με τίτλο Η Αρχάρια (The Debutante, 1937-1938).
Ο Μπρετόν δεν ήταν ο μόνος που θαύμαζε τη Λεονόρα Κάρινγκτον -ο κύκλος των σουρεαλιστών, ο οποίος τη γνώρισε ως ερωμένη του Μαξ Ερνστ, την αγκάλιασε αμέσως, ενθαρρύνοντας και τροφοδοτώντας τη δουλειά της.
Αλλά όσο πρωτοποριακό, οξυδερκές και σαρωτικό υπήρξε για την ιστορία της τέχνης το σουρεαλιστικό κίνημα, τόσο βαθιά συντηρητική και σεξιστική ήταν η αντιμετώπιση των ανδρών εκπροσώπων του προς τις γυναίκες. Η ιδέα της γυναίκας-παιδιού όπως τη διατύπωσε ο Μπρετόν (νέας, με μια αθωότητα και οξυμένη φαντασία που διευκόλυνε τις βουτιές στον κόσμο του ονείρου και του ασυνειδήτου) γοήτευε τους πρωτεργάτες του κινήματος που έβλεπαν συχνά στις συντρόφους τους μια αιώνια μούσα με στοιχεία ψυχικής αστάθειας και ιδιαίτερο χαρακτήρα.
«Δεν είχα τον χρόνο να είμαι η μούσα κανενός. Ήμουν ιδιαίτερα απασχολημένη με το να πηγαίνω κόντρα στην οικογένειά μου και το να μαθαίνω πώς να είμαι καλλιτέχνιδα», είχε πει η Λεονόρα Κάρινγκτον.
Όταν η Λεονόρα Κάρινγκτον πέθανε στις 25 Μαΐου του 2011, πολλοί έγραψαν ότι έφυγε «η τελευταία των σουρεαλιστών». Αν και πράγματι συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες εκπροσώπους του κινήματος, η όμορφη Αγγλίδα ζωγράφος και συγγραφέας είχε μια τόσο ανεξάρτητη πορεία -και μια μυθιστορηματική ιστορία ζωής, που αρκούν για να εξετάζεται αυτόνομα.
Γεννήθηκε το 1917 και ήταν η μοναδική κόρη μιας πλούσιας οικογένειας στο Λάνκασαϊρ. Μεγάλωσε σε μια τεράστια έπαυλη γοτθικού ρυθμού, το Crookhey Hall, διαβάζοντας παραμύθια του Λιούις Κάρολ και ακούγοντας τις ιστορίες και τους παραδοσιακούς μύθους από την Ιρλανδή νταντά της. Αν και της άρεσε η περιπέτεια, ο αυστηρός πατέρας της είχε κάνει σαφές ότι δεν μπορούσε να απολαμβάνει τις ίδιες ελευθερίες με τους δύο αδελφούς της -έπρεπε να κάνει έναν αριστοκρατικό γάμο.
Την απέβαλαν από τα καθολικά σχολεία όπου την έστειλαν οι γονείς της λόγω ανυπακοής, αλλά πρόλαβε να έρθει σε επαφή με την τέχνη στη Φλωρεντία και να δείξει την κλίση της στη ζωγραφική. Ελπίζοντας ότι θα έμπαινε στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας, ο πατέρας της συμφώνησε να σπουδάσει σχέδιο στη σχολή του Αμεντέ Οζανφάν στο Λονδίνο.
Όμως η ζωή είχε άλλα σχέδια για την Κάρινγκτον ή μάλλον η ίδια είχε άλλα σχέδια για τη ζωή της.
Το 1936 διοργανώνεται η μεγάλη έκθεση των σουρεαλιστών στο Λονδίνο και την ίδια εποχή γνωρίζει σε ένα δείπνο έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος -τον Μαξ Ερνστ, παντρεμένο και 26 χρόνια μεγαλύτερό της.
Έτσι, η αλλοτινή debutante, που θα εξασφάλιζε την ευημερία της οικογένειάς της μέσα από έναν πλούσιο γάμο, ήρθε σε αποφασιστική ρήξη με τον πατέρα της, και το έσκασε με τον Ερνστ στο Παρίσι. Λίγο αργότερα, οι δυο τους μετακόμισαν στη Νότια Γαλλία, όπου πέρασαν δύο χρόνια ζωγραφίζοντας και απολαμβάνοντας τις επισκέψεις των φίλων τους. Ενδεικτικά, τον κύκλο τους αποτελούσαν, μεταξύ άλλων σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως ο Μαν Ρέι, ο Πολ και η Νους Ελυάρ, ο Πάμπλο Πικάσο, η Λι Μίλερ, οι οποίοι έδειξαν στην 20χρονη τότε Λεονόρα ότι ο μποέμικος τρόπος ζωής που ονειρευόταν, υπήρχε πράγματι -και ήταν αποδεκτός.
Εκείνα τα χρόνια, η Κάρινγκτον θα δημιουργήσει τους πρώτους -και ήδη σημαντικούς -πίνακές της όπως το αυτοπορτρέτο ή «Πανδοχείο του Αλόγου της Αυγής» (1937-38) και το πορτρέτο του Μαξ Ερνστ (1939), αλλά και θα εκδώσει μια σειρά από σουρεαλιστικές ιστορίες, διανθισμένες με σχέδια του Ερνστ, με τίτλο The Oval Lady. Ανάμεσα σε αυτές, ξεχωρίζει η «Debutante».
Ωστόσο ο καλλιτεχνικός παράδεισος δεν κρατά για πολύ -το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα στείλει τον Γερμανό Ερνστ πίσω στη χώρα του και θα οδηγήσει την Κάρινγκτον στο να υποστεί νευρικό κλονισμό και να νοσηλευτεί παρά τη θέλησή της σε ψυχιατρική κλινική στη Μαδρίτη, όπου υποβάλλεται σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ. Μόνη και απίστευτα καταβεβλημένη, καταφέρνει να αποδράσει από την κλινική (ο θρύλος θέλει την νταντά της να φτάνει στην Ισπανία για να την πάρει με ένα…υποβρύχιο), και πιάνεται από τη μοναδική σανίδα σωτηρίας που της προσφέρεται. Παντρεύεται τον διπλωμάτη και ποιητή Ρενάτο Λεντούκ, και διαφεύγει μαζί του στη Νέα Υόρκη.
Εκεί, θα συναντήσει ξανά τους σουρεαλιστές και τον Μαξ Ερνστ, ο οποίος έχει επίσης διαφύγει αλλά έχει παντρευτεί την γκαλερίστα και συλλέκτρια έργων τέχνης Πέγκι Γκουγκενχάιμ. Είναι η τελευταία φορά που θα δουν ο ένας τον άλλο.
Η Κάρινγκτον και ο Λεντούκ εγκαθίστανται στο Μεξικό, αλλά σύντομα χωρίζουν. Εκείνη, θα γνωρίσει σύντομα τον άντρα και πατέρα των δύο παιδιών της Εμέρικο “Τσίκι” Βάις και θα περάσει στο Μεξικό την υπόλοιπη ζωή της, συγκεντρώνοντας γύρω της έναν νέο κύκλο καλλιτεχνών, ζωγραφίζοντας το μεγαλύτερο σώμα του έργου της και συμμετέχοντας ενεργά στα γυναικεία κινήματα.
Τα παιδικά της χρόνια στο Crookhey Hall, οι θρύλοι και οι ιστορίες για μάγισσες και μυθικά πλάσματα, αλλά και η γοητεία που ασκούσαν στους σουρεαλιστές ο αποκρυφισμός και η αλχημεία, μεταφράζονται δημιουργικά στους πίνακές της. Υβρίδια ζώων-ανθρώπων, γιγάντιες θεές, απροσδιόριστα τοπία, μεταμορφώσεις και αινιγματικά πλάσματα κατοικούν στα έργα τέχνης αλλά και τη γραφή της.
Τόσο στην πεζογραφία όσο και στην εικαστική της τέχνη, θολώνει τα όρια μεταξύ ανθρώπινου και μη ανθρώπινου, φαντασίας και πραγματικότητας, θανάτου και ζωής, εξερευνά το ιερό και το αλλόκοτο και κάνει όλα τα παραπάνω με μια τρομερά ψύχραιμη, αλλά και καυστική ματιά, με αυθεντικό μαύρο χιούμορ και αχαλίνωτη φαντασία. Στις γραπτές ιστορίες της συναντά κανείς μια βασίλισσα που χρησιμοποιεί σπαγγέτι για να πλένεται, μια γυναίκα-άλογο που ζει ανάμεσα σε φυτά και ζώα, μια ζωγράφο που καλείται να ζωγραφίσει ένα πτώμα.
Η 59η Μπιενάλε Βενετίας που διοργανώθηκε το 2022, είχε τον τίτλο «Milk of Dreams» (Το γάλα των ονείρων) -τον τίτλο που έδωσε η ίδια σε μια σειρά από εννιά αλλόκοτα παιδικά παραμύθια που έλεγε στους γιους της πριν κοιμηθούν -αφού τα είχε ζωγραφίσει στους τοίχους της.
Πέρυσι, κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αίολος και το Ακουστικό Κέρας, ένα από τα διασημότερα μυθιστορήματά της -μια απολαυστική βουτιά στο παράλογο με έντονο φεμινιστικό στοιχείο. Η υπόθεση ακολουθεί την 92χρονη Μαριάν Λέδερμπι, μια βαρήκοη χορτοφάγο, η οποία ανακαλύπτει με τη βοήθεια της φίλης της, Καρμέλας, ότι η οικογένειά της σκοπεύει να τη βάλει σε οίκο ευγηρίας. Όταν αυτό συμβαίνει, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται -οι τρόφιμοι μένουν σε οικήματα με σχήματα μπότας ή μούμιας, το πορτρέτο μιας ηγούμενης τους κλείνει το μάτι και μια τρελή σουρεαλιστική περιπέτεια χωρίς τέλος -αλλά με πολύ βάθος - ξεδιπλώνεται με την έξυπνη γραφή της.
Όμως, διαβάζοντας κανείς την Debutante, που η ίδια έγραψε όταν ήταν μόλις 20 ετών και που, στην ουσία, σατιρίζει απολαυστικά την εμπειρία της ίδιας ως υποψήφιας πλούσιας νύφης, διακρίνει κανείς την καρδιά του ταλέντου της, το χιούμορ και την καλλιτεχνική της αυτονομία -το στοιχείο εκείνο που διακρίνει τους μεγάλους δημιουργούς της ιστορίας.
The Debutante (1937-38)
(Το κείμενο αποτελεί περίληψη/απόδοση του διηγήματος, από τα αγγλικά).
«Για να ξεφύγω από τον πραγματικό κόσμο, επισκεπτόμουν καθημερινά τον ζωολογικό κήπο», λέει η ηρωίδα, που ταυτίζεται με την αφηγήτρια. Το ζώο που γνώριζε καλύτερα και με το οποίο είχε αναπτύξει φιλική σχέση, ήταν μια ύαινα -περνούσε ώρες μαθαίνοντάς της γαλλικά, ενώ η ύαινα της μάθαινε τη γλώσσα της. Τον Μάιο, η μητέρα της έχει διοργανώσει τον επίσημο χορό των debutantes προς τιμήν της και η ίδια απεχθάνεται τη διαδικασία. «Για ολόκληρες νύχτες υπέφερα!», γράφει.
Όταν εξομολογείται τον πόνο της στην ύαινα, εκείνη την εκπλήσσει: «Είσαι τυχερή. Θα πήγαινα ευχαρίστως στη θέση σου! Δεν ξέρω βέβαια να χορεύω αλλά τουλάχιστον θα μπορούσα να κουβεντιάσω». Αυτό είναι το νέο σχέδιό τους, η ύαινα θα πάει στον χορό, στη θέση της αφηγήτριας. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα -δεν μοιάζουν αρκετά. «Άκου, το βράδυ κανείς δεν βλέπει τόσο καθαρά. Αν μεταμφιεστείς λίγο, κανείς δεν θα το προσέξει μέσα στον κόσμο. Εξάλλου, έχουμε σχεδόν το ίδιο μέγεθος. Είσαι η μόνη μου φίλη, σε ικετεύω!».
Νωρίς το πρωί, η ηρωίδα ελευθερώνει την ύαινα από τον ζωολογικό κήπο και την κρύβει στο δωμάτιό της. Εκεί, δοκιμάζει το φόρεμα, τα παπούτσια με τακούνι και τα μακριά γάντια της και περπατά γύρω γύρω στο δωμάτιο για να τα συνηθίσει, ώσπου η μητέρα χτυπά την πόρτα και αναγκάζεται να κρυφτεί. «Βγαίνει μια άσχημη μυρωδιά από το δωμάτιο. Πριν τον χορό πρέπει να κάνεις ένα αρωματικό μπάνιο με τα καινούρια μου άλατα».
Καθώς οι ώρες περνούν, οι δυο φίλες αποκτούν ένα σημαντικότερο πρόβλημα: πρέπει οπωσδήποτε να βρουν μια λύση για το πρόσωπο της ύαινας, αλλιώς θα καταστραφούν όλα. Τότε, η ύαινα προτείνει το εξής: να καλέσει η ηρωίδα την καμαριέρα της στο δωμάτιο, εκείνη να τη φάει και να φορέσει το πρόσωπό της σαν μάσκα. Η ηρωίδα συμφωνεί υπό έναν όρο -να τη σκοτώσει προτού αφαιρέσει το πρόσωπό της -αλλιώς θα είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Η διαδικασία ολοκληρώνεται γρήγορα, και η ύαινα κοιτάζεται ευχαριστημένη στον καθρέφτη. «Είχε φάει προσεκτικά γύρω γύρω από το πρόσωπο, αφήνοντας ακριβώς το κομμάτι που χρειαζόμασταν». Πεπεισμένη ότι το σχέδιο θα πετύχει, η ύαινα φεύγει για τον χορό, με μια προειδοποίηση: να μην καθίσει δίπλα στη μητέρα, που είναι η μόνη που θα καταλάβαινε αμέσως την απάτη. Οι δυο φίλες αγκαλιάζονται.
Εξουθενωμένη από την ημέρα, η ηρωίδα χώνεται στο κρεβάτι της και διαβάζει τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ πλάι στο παράθυρο. Σαν προάγγελος ενός κακού γεγονότος, μια νυχτερίδα μπαίνει ξαφνικά στο δωμάτιο και αρχίζει να φτερουγίζει. Ακολουθεί ένα χτύπημα στην πόρτα και η μητέρα μπαίνει εξαγριωμένη στο δωμάτιο. «Πηγαίναμε να καθίσουμε στο τραπέζι, όταν το πράγμα που ήταν στη θέση σου σηκώθηκε και φώναξε: "Μυρίζω λίγο έντονα, ε; Λοιπόν, όσο για μένα, δεν τρώω κέικ". Με αυτά τα λόγια έβγαλε το πρόσωπό της και το έφαγε. Έκανε ένα μεγάλο άλμα και εξαφανίστηκε από το παράθυρο».