Λάζαρος Γεωργακόπουλος: «Θα ήθελα έναν Καραπάνο στη ζωή μου, θα του είχα εμπιστοσύνη»
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος πίστευε ότι θα γίνει σολίστ στην κιθάρα. Εγινε όμως ηθοποιός. Εκτοτε μετρά πολλά χρόνια, πολλές παραστάσεις, πολλούς ρόλους ρεπερτορίου στο θέατρο. Φέτος έκανε την έκπληξη ερμηνεύοντας τον ισοβίτη Βλάσση Καραπάνο στον «Σασμό», ενώ το καλοκαίρι θα είναι ο Αγαμέμνων στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Ζευγάρι, εδώ και χρόνια, με την ηθοποιό Μαρία Κατσιαδάκη, έχουν μια κόρη, την Ιωάννα που τώρα ξεκινά την καριέρα της στο τραγούδι -νικήτρια του περσινού Voice.
«Mεγάλωσα σε μια οικογένεια που κυριαρχούσε η αγάπη και η ελευθερία. Πάντα είχα ό,τι ήθελα, ποτέ δεν μου έλειψε τίποτα, με δύο γονείς που ήταν δίπλα μου αλλά όχι από πάνω μου. Και ενώ δεν είχαν καμμία σχέση με τις τέχνες, μ΄έναν περίεργο τρόπο στο σπίτι ακούγαμε αρκετή μουσική και θέατρο στο ραδιόφωνο ενώ το Θέατρο της Δευτέρας ήταν στις προτιμήσεις της οικογένειας στην τηλεόραση. Θυμάμαι ότι από πολύ μικρός μαγευόμουν από αυτή την συνύπαρξη ανθρώπων μέσα σε χώρους που δεν ήταν πραγματικοί, από τα κείμενα που δεν είχαν σχέση με την καθημερινότητά μου, από τα πρόσωπα που βίωναν ακραίες καταστάσεις. Έτσι μαζί με τα άλλα κλασσικά παιχνίδια που έπαιζα τότε με τους φίλους μου, έβαλα και το θέατρο ανάμεσά μας. Οι "κλέφτες και αστυνόμοι" π.χ. δεν ήταν απλώς ένα κυνηγητό αλλά μία ιστορία με συγκεκριμένες συνθήκες -που άλλαζαν κάθε φορά- και πολλούς αυτοσχεδιαστικούς διαλόγους, δηλαδή μια μικρή παράσταση. Ημουν τυχερός γιατί έχω μια αδελφή που διάβαζε πολύ και έτσι ήρθα σε επαφή γρήγορα με την λογοτεχνία αλλά και έναν ξάδελφο που σπούδαζε στην Ιταλία τότε και μου πρωτομίλησε για τον Ιονέσκο και τον Μπέκετ ενώ ήμουν στο Δημοτικό. Κι έτσι, ενώ πέρασα μια δύσκολη εφηβεία, με εκρήξεις, διάθεση για ακρότητες, σκαμπανεβάσματα ψυχολογικά, έντονη επαναστατικότητα, ταυτόχρονα είχα “κάτι” που μου άρεσε πολύ και ήξερα οτι αυτό ήθελα να κάνω στην ζωή μου χωρίς όμως να το εκφράζω ακόμα.
Στα 13 μου γράφτηκα στο Ωδείο και άρχισα μαθήματα κλασικής κιθάρας, αφού ήταν η εποχή που οι παρέες διασκέδαζαν τραγουδώντας και η κιθάρα ήταν η εύκολη λύση για να συνοδέψεις τραγούδι. Ετσι ήρθα σε επαφή με την κλασική μουσική που με κέρδισε αμέσως. Ενας άλλος κόσμος που πατούσε μέσα μου σε κάτι πολύ βαθύ. Ετσι, μαζί με τα πάρτι, τα ξενύχτια, τους εφηβικούς έρωτες, ταυτόχρονα υπήρχε η κιθάρα και το θέατρο που σιγά σιγά άρχισαν να με διαφοροποιούν απ' τους συμμαθητές μου. Με λίγους μπορούσα να πάω στο θέατρο γιατί οι περισσότεροι προτιμούσαν να παίξουν μπάσκετ. Συνήθως παρακολουθούσα μόνος μου παραστάσεις όπως τα μονόπρακτα με την Ελλη Λαμπέτη ή τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, την “Αντιγόνη” με τον Τζούλιαν Μπεκ και την Τζούντιθ Μαλίνα. Με ακόμα λιγότερους μπορούσα να ακούσω κλασική μουσική. Ετσι σιγά σιγά δημιούργησα καινούργιες παρέες μέσα απ΄το Ωδείο και αργότερα απ΄το θέατρο, το οποίο μπήκε στη ζωή μου με το τέλος του Λυκείου.
Μέχρι τότε, η αλήθεια είναι ότι με είχε απορροφήσει τόσο πολύ η κιθάρα που φανταζόμουν τον εαυτό μου ως σολίστα, αφού ήδη είχα συμμετάσχει στις μαθητικές συναυλίες του δασκάλου μου Βαγγέλη Ασημακόπουλου. Ομως απ΄τη στιγμή που έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Θέατρο Τέχνης -για μένα τότε ήταν ο μοναδικός προορισμός, ξέχασα τα πάντα, σαν να βρέθηκα στον φυσικό μου χώρο. Πολύ γρήγορα άρχισα να παίζω σαν μαθητής -οκτώ Χορούς και δύο ρόλους στα τρία χρόνια της Σχολής. Ημουν τυχερός γιατί γνώρισα τον Κουν σαν σκηνοθέτη, οι Δάσκαλοί μου ήταν τα μεγάλα ονόματα του Τέχνης Λαζάνης, Αρμένης, Κουγιουμτζής ενώ δούλευα με ηθοποιούς όπως η Λυμπεροπούλου, η Πιττακή, η Κονιόρδου. Το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα τα λίγα χρόνια που έμεινα στο Θέατρο Τέχνης ήταν ότι το θέατρο απαιτεί σκληρή δουλειά, μεγάλη αφοσίωση και τεράστια αγάπη, ότι ο στόχος δεν είναι να γίνεις γνωστός ή πλούσιος αλλά να πλουτίσεις εσωτερικά. Ετσι, για πάρα πολλά χρόνια προσπαθούσα να απέχω από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση βάζοντας πάνω από όλα το θέατρο. Υπήρξα τυχερός γιατί έπαιξα το ρεπερτόριο που ήθελα με τους ανθρώπους που ήθελα. Υπήρξα τυχερός γιατί μπορούσα πάντα να επιλέγω και να μην τρέχω πίσω από πράγματα που δεν με ενδιέφεραν, μόνο και μόνο για βιοπορισμό. Υπήρξα τυχερός γιατί βρέθηκα στο θέατρο Αμόρε για δέκα χρόνια όπου έπαιξα υπέροχα πράγματα σε σπουδαίες παραστάσεις, συνεργάστηκα με σπουδαίους ανθρώπους, είχα την αίσθηση ότι ανήκω κάπου που γίνεται κάτι σημαντικό. Και δεν μετάνιωσα ποτέ γι΄αυτές τις επιλογές μου, όσο κι αν υπήρχαν πάντα "δελεαστικές" προτάσεις, γιατί έκανα αυτό το οποίο ονειρευόμουν.
Υπήρξα τυχερός γιατί έπαιξα το ρεπερτόριο που ήθελα με τους ανθρώπους που ήθελα
Σίγουρα έχασα πράγματα λέγοντας πολλά “όχι” αλλά κέρδισα αυτά που ήθελα. Υπήρξα τυχερός γιατί βρέθηκαν στον δρόμο μου τυχαία άνθρωποι που μου άνοιγαν δρόμους. Ακόμα θυμάμαι την αίσθηση όταν ο ιδιοκτήτης μιας γκαλερί δίπλα στο σχολείο μου έβαλε να ακούσω το "Άννα μην κλαις" του Μικρούτσικου που μόλις είχε κυκλοφορήσει, ή έναν αρχιτέκτονα που έβαλε το Adagio του Albinoni ενώ περίμενα στο γραφείο του κάποιον συγγενή μου, ή τις παραστάσεις του Στάιν που μου έδιναν να δω σε βιντεοκασέτες. Οπως είμαι τυχερός γιατί δημιούργησα μία σχέση ζωής σ΄έναν χώρο που αλλάζεις περιβάλλον κάθε τρεις ή έξι μήνες.
Ξεκινήσαμε μαζί στο Θέατρο Τέχνης με τη Μαρία σαν συμμαθητές και φίλοι, αργότερα σαν ζευγάρι συγκατοικήσαμε γρήγορα, στηρίξαμε ο ένας τον άλλον όλα αυτά τα χρόνια, ξεπεράσαμε τη φθορά, διατηρήσαμε τον θαυμασμό μεταξύ μας, εμπιστευθήκαμε το “τώρα” χωρίς να κοιτάμε το μέλλον. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε τον γάμο ή ένα παιδί σαν φυσική συνέπεια μιας σχέσης. Και τα δύο ήρθαν τυχαία. Το σύμφωνο συμβίωσης για να αντιμετωπιστούν προβλήματα που ενδεχομένως να έφερνε ο covid σε περίπτωση που κάποιος από τους δύο θα έπρεπε να νοσηλευτεί, και η Ιωάννα, η κόρη μας, γιατί απλά έτυχε και δεν ήμασταν πια 20 χρόνων ώστε να το αφήσουμε. Και έτσι ήρθε στη ζωή μας η Joanne. Στην αρχή ήμουν αγχωμένος γιατί δεν ήθελα να κάνω τα λάθη που κάνουν οι περισσότεροι γονείς. Η οικογένεια είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση και δεν πρέπει να εμπλέκεται σ΄αυτήν ο καθένας μας.
Στην συνέχεια κατάλαβα ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποφύγεις να γίνεις αυτό που υπήρξαν οι γονείς σου σε εσένα. To μοναδικό εργαλείο που σου μένει είναι η αγάπη. Κι έτσι άρχισα να προσπαθώ να κάνω αυτό που την κάνει ευτυχισμένη, ανεξάρτητα αν συμφωνώ η διαφωνώ. Και τότε όλα έγιναν πιο εύκολα. Αποκτήσαμε μια ουσιαστική σχέση, μπορεί να μου πει τα περισσότερα που την απασχολούν, το ίδιο κι εγώ. Μπορούμε να κάνουμε καλή παρέα και να περνάμε καλά, είμαι πάντα δίπλα της όπου με χρειάζεται προσπαθώντας να την κάνω να μην με χρειάζεται, να την συμβουλεύω αλλά να κάνει αυτό που εκείνη θέλει, να της ανοίξω την βεντάλια των ενδιαφερόντων της χωρίς να κριτικάρω τις επιλογές της. Οταν ήταν επτά χρονών προσπάθησα να της μάθω κιθάρα αφού έβλεπα ότι της άρεσε η μουσική, δεν ήταν όμως εύκολο ο μπαμπάς να γίνει δάσκαλος κι έτσι σταματήσαμε. Οταν μου ανακοίνωσε την επιθυμία της να πάει στο Voice, της ανέφερα διακριτικά τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε αλλά δεν θα μπορούσα να της απαγορέψω τίποτα. Το σημαντικό ήταν ότι το ήθελε. Και τελικά εξελίχθηκε σε μία πολύ διασκεδαστική και χρήσιμη εμπειρία τόσο για εκείνη όσο και για εμάς.
Η Ιωάννα μπόρεσε να ανταπεξέλθει σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, να εκτεθεί, να αντιμετωπίσει τους φόβους της, και εμείς να ανακαλύψουμε την Ιωάννα σαν καλλιτέχνη. Λόγω καραντίνας δεν ζήσαμε την διαδικασία από κοντά, έτσι η αγωνία ήταν μεγαλύτερη. Οχι γιατί θέλαμε να βγει πρώτη αλλά γιατί θέλαμε να περνάει καλά. Σε κάθε live ήταν πολύ συγκινητική η αντίδραση φίλων και γνωστών, όσων ήξεραν ότι είναι κόρη μας, γιατί υπήρχαν πολλοί που δεν το γνώριζαν. Μετά από κάθε εμφάνισή της τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα μέχρι αργά το βράδυ, εισπράττοντας αγάπη και θαυμασμό. Και την ημέρα του τελικού ζήσαμε στιγμές αγωνίας αλλά δεν φοβήθηκα ούτε για μια στιγμή γιατί ήξερα πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι. Γενικά δεν αφήνω τον φόβο στην ζωή μου να κυριαρχεί, τον αφήνω πίσω. Ανησυχώ για τα πράγματα που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, ιδίως τους τελευταίους μήνες, αλλά δεν θέλω να φοβάμαι για τίποτα. Εχω την οικογένειά μου που με στηρίζει, τους φίλους μου που οι περισσότεροι είναι εκτός θεάτρου για αποσυμπίεση, έχω τη δουλειά μου που δεν σ΄αφήνει ποτέ να σταματήσεις να ψάχνεις τα μυστικά της κι αυτά είναι πιο σημαντικά.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποφύγεις να γίνεις αυτό που υπήρξαν οι γονείς σου σε εσένα
Η επιτυχία, η αναγνώριση, η δημοσιότητα, οι καλές δουλειές είναι καλοδεχούμενες, αλλά τίποτε δεν συγκρίνεται με την ηδονή του να παίζεις αληθινά. Και αυτό που κατάλαβα είναι ότι μπορείς να παίζεις αληθινά κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αρκεί να έχεις δίπλα σου ανθρώπους που μπορείς να συνεννοηθείς. Ολα τα άλλα έρχονται μετά.
Ακόμα και στον “Σασμό”, όταν μου έγινε η πρόταση, περισσότερο σκέφτηκα τους ανθρώπους παρά την επιτυχία της σειράς. Ετσι κι αλλιώς το να μπαίνεις σε μια παρέα που ήδη έχει αγαπηθεί από το κοινό, έχει τον κίνδυνο να μην μπορέσεις να αποκτήσεις ποτέ τον χώρο για να υπάρξεις κι εσύ και η ιστορία σου. Η δύναμη της τηλεόρασης είναι μεγάλη και στο καλό και στο κακό. Το παρήγορο είναι ότι ο κόσμος μπορεί να καταλάβει και να ανταποκριθεί θετικά σε κάτι διαφορετικό.
Οταν μου μίλησαν για τον Βλάση Καραπάνο η αντίδρασή μου δεν ήταν ακριβώς θετική, θεωρώντας ότι είμαι μια επιλογή με ρίσκο για τον συγκεκριμένο ρόλο. Ο σκηνοθέτης όμως, ο Κώστας ο Κωστόπουλος, ο οποίος με είχε δει πολλές φορές στο θέατρο σε ακραίους ρόλους, μου εξήγησε ότι ζητούσε κάτι πέρα απ΄τα στερεότυπα ενός ισοβίτη, και με έπεισε. Και ευτυχώς, γιατί ήταν κάτι που το χάρηκα πολύ. Ο Καραπάνος είναι ένας εγκληματίας με κρυμμένες ευαισθησίες, με δικό του αξιακό σύστημα, που βάζει την φιλία πάνω κι από την ίδια του την ζωή, τραβηγμένος στα άκρα, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο με την ίδια ευκολία. Έχει χιούμορ, είναι αποφασιστικός, έξυπνος, με μία σοφία ζωής. Ολοι οι άνθρωποι εμπεριέχουμε το καλό και το κακό, αλλά ο Καραπάνος είναι ικανός να κοιτάξει την άβυσσο κατάματα με κίνδυνο να τον κοιτάξει κι εκείνη. Είναι ένας άνθρωπος που κατά έναν περίεργο τρόπο θα τον ήθελα στην ζωή μου, γιατί θα μπορούσα να του έχω εμπιστοσύνη και αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό. Δεν νομίζω ότι ήταν πλασμένος γι΄αυτήν την ζωή, αλλά απ΄την στιγμή που βρέθηκε στην παρανομία θα επιβιώσει με τον καλύτερο τρόπο. Αυτές οι ακραίες εκδοχές της ανθρώπινης φύσης είναι κάτι που με γοητεύει πολύ γιατί έτσι μπορώ να ρίξω κλεφτές ματιές στα δικά μου σκοτάδια. Δυστυχώς αυτός ο ρόλος δεν θα συνεχίσει την δεύτερη σεζόν, αλλά θα έχει ένα τέλος ιδανικό για έναν καταραμένο ήρωα, που θα τον δικαιώσει, θα τον κάνει εν μέρει ευτυχισμένο.
Αντίθετα με τον Αγαμέμνονα στην ''Ιφιγένεια εν Αυλίδι'' που ετοιμάζουμε τώρα με τον Θέμη Μουμουλίδη για την Επίδαυρο, το Ηρώδειο και περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Ο Αγαμέμνων είναι κι αυτός διχασμένος ανάμεσα στον πατέρα και το χρέος του σαν Αρχιστράτηγος. Παλινδρομεί συνέχεια αδυνατώντας να καταλάβει τις ανελέητες απαιτήσεις των θεών και των ανθρώπων. Θα περάσει τα όρια της συμφοράς, θα φτάσει στην "πράξη" ανίσχυρος μπροστά στην τεράστια δύναμη του όχλου που τον απειλεί, αλλά έτσι θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Θα δημιουργήσει ένα ζωτικό ψεύδος για να δικαιωθεί αλλά οι εξελίξεις έχουν ήδη δρομολογηθεί για ένα φριχτό τέλος. Ενας υπέροχος ρόλος που ο διχασμός του με συγκινεί βαθιά. Και με αυτόν τον ρόλο θα έρθω σ' επαφή με όλον αυτόν τον κόσμο σ' όλη την Ελλάδα που αδυνατεί να δει θέατρο στην Αθήνα. Ελεύθεροι πια από την πανδημία. Αλλά επειδή δεν είμαι αισιόδοξος για τον χειμώνα με τον covid, αποφάσισα να απέχω από το θέατρο -τουλάχιστον για το πρώτο διάστημα- και να κάνω μόνο τηλεόραση. Είναι μία επιλογή που ελπίζω να με δικαιώσει. Εχω περάσει καλά και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, με τελευταία δείγματα τον ”Σασμό», και την ταινία της Ζακλίν Λέντζου “Σελήνη 66 ερωτήσεις”, και περιμένω τα ανάλογα στην συνέχεια. Ασχετα από την επιτυχία. Η επιτυχία στην ζωή μου δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά δικαίωση. Αλλά μπορώ να συνεχίσω να ζω και να δουλεύω με την ίδια χαρά ακόμα και “αδικαίωτος”!».
«Σασμός», Δευτέρα-Παρασκευή, 21.00, Alpha
«Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη: Πρεμιέρα 16/7 (Ηλιδα, Ηλεία), ακολουθεί πειροδεία - Επίδαυρος, 19 & 20/8