Κουτσομπολιό -Πώς η λέξη που κάποτε συνδέθηκε με τη γυναικεία φιλία χρησιμοποιήθηκε εις βάρος των γυναικών
Στην Ιταλία του 14ου αιώνα οι γυναίκες μπορούσαν να καταγγείλουν μόνες τους τον άνδρα που τις κακοποίησε, στο δικαστήριο.
Αυτή η εντυπωσιακή πληροφορία που παραθέτει ο Samuel K. Cohn Jr. στη μελέτη «Οι γυναίκες στην κοινωνική και τη δικανική ζωή στη Φλωρεντία της Αναγέννησης», φωτίζει κάπως διαφορετικά την αντίληψη που έχουμε για τη θέση των γυναικών στη διαχρονία της ιστορίας.
Εκείνο όμως στο οποίο χρησιμεύει περισσότερο είναι στο να εκθέσει το γεγονός ότι η κοινωνική πρόοδος και η εξέλιξη δεν ακολούθησε γραμμική πορεία -σήμερα, 7 αιώνες μετά χιλιάδες γυναίκες παλεύουν αν όχι για το ίδιο δικαίωμα, για τις διαδικασίες που το πλαισιώνουν.
Πώς η ζωηρή γυναικεία κοινωνικότητα που αναπτυσσόταν στον όψιμο Μεσαίωνα, όταν οι γυναίκες συμμετείχαν σε συλλογικές δραστηριότητες, δούλευαν μαζί και αποκτούσαν ισχυρούς δεσμούς αποδυναμώθηκε, οδηγώντας σε ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών και φόνους χιλιάδων γυναικών από τον 15ο ως και τον 19ο αιώνα;
Στο βιβλίο Το κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα (2018), που αποτελεί προέκταση της αρχικής μελέτης της Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα (2014), η σπουδαία φεμινίστρια και ακαδημαϊκός Silvia Federici εξερευνά τις κοινωνικές, ιστορικές και πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στις μαζικές δίκες και εκτελέσεις των γυναικών στην Ευρώπη και όχι μόνο -ένα έγκλημα που μέχρι σήμερα δεν αναγνωρίζεται ευρέως και αγνοείται από μέρος της ιστορικής καταγραφής.
Ένα από τα εργαλεία υπονόμευσης της γυναικείας αλληλεγγύης, που συνετέλεσε στην καλλιέργεια ενός κλίματος καχυποψίας αλλά και μίσους, που σταδιακά οδήγησε στην περιστολή των δικαιωμάτων των γυναικών, ήταν το περιεχόμενο της λέξης «κουτσομπολιό».
H ετυμολογία της λέξης gossip προέρχεται από τα συνθετικά god (=θεός) και sip (=συγγενής) και αρχικά σήμαινε νονό ή τον πνευματικό γονέα ενός παιδιού που πρόκειται να βαπτιστεί, ενώ στην Αγγλία της πρώιμης νεωτερικότητας χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τους συνοδούς στη γέννα μιας γυναίκας (πλην της μαίας). Σταδιακά, ο όρος απέκτησε ευρύτερη χρήση και άρχισε να συμβολίζει τη φιλία μεταξύ των γυναικών, αλλά και την ίδια τη φιλενάδα.
Όπως αναφέρει η Federici, αντλώντας στοιχεία από μελέτη του ιστορικού Thomas Wright για τα ήθη και τα έθιμα της μεσαιωνικής Αγγλίας, οι γυναίκες των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων συναντιούνταν στα ταβερνεία της εποχής, έπιναν και συζητούσαν και επέστρεφαν αργότερα στα σπίτια τους. Απολάμβαναν μια σχετική ανεξαρτησία από τους άνδρες, αφού δούλευαν με άλλες γυναίκες, έραβαν, έπλεναν και γεννούσαν με τη συντροφιά άλλων γυναικών, ενώ οι άντρες δεν επιτρεπόταν να μπουν στην κάμαρα μιας ετοιμόγεννης.
Ιδιαίτερα η συνήθειά τους με τα ταβερνεία αλλά και οι συναισθηματικοί δεσμοί που ανέπτυσσαν αναπαρίσταντο στα σατιρικά θεάματα και την κωμωδία ηθών της εποχής, που παρουσίαζαν τις γυναίκες ως ανυπάκουες. Μάλιστα, σε μία από τις παραστάσεις του Κύκλου του Τσέστερ (το Chester Mystery Plays ήταν ένας κύκλος 25 θεατρικών έργων που γράφτηκαν στην πόλη Τσέστερ της Αγγλίας τον 15ο αιώνα), αναπαρίσταται ο Νώε, ο οποίος ενώ τα ζώα μπαίνουν στην Κιβωτό, καλεί τη γυναίκα του η οποία κάθεται στο ταβερνείο με τις φίλες της (gossips).
Εκείνη αρνείται να μπει στην βάρκα αν εκείνος δεν την αφήσει να πάρει μαζί και τις φίλες της, ενώ όπως διαβάζουμε στους στίχους που παραθέτει η Federici «...να ξέρεις πως τη χώρα δεν αφήνω ούτε για αστείο, αν καθεμιά από τις φίλες μου δεν ανεβεί στο πλοίο...».
Σταδιακά, τα σατιρικά θεάματα που διακωμωδούσαν την πραγματικότητα, άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο επικριτικά απέναντι στις γυναίκες, παρουσιάζοντάς τις ως τυρράνους που καβαλάνε και μαστιγώνουν τους άντρες τους, ως ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες για τη δημόσια τάξη. Η κοινωνική ισορροπία αρχίζει να αλλάζει, σημειώνεται αύξηση των επιθέσεων σε γυναίκες που χαρακτηρίζονται ως «μέγαιρες», «μάγισσες» και «στρίγγλες» (scolds).
Με το πέρασμα του αιώνα, οι γυναίκες στην Ευρώπη αποκλείονται σταδιακά από τα μέσα βιοπορισμού τους, από τις τέχνες και τις συντεχνίες, περιορίζονται στο σπίτι και την οικογένεια. Οι δεσμοί και η επικοινωνία μεταξύ τους αποδυναμώνεται, ενώ την εξουσία στο σπίτι αναλαμβάνει ο άντρας-πατέρας στο πρόσωπο του οποίου συμπυκνώνεται η επέκταση της κρατικής εξουσίας (άνδρες νομοθέτες).
Εκκλησία και νομοθετικό σώμα προκρίνουν την υπακοή ως πρωταρχικό καθήκον μίας συζύγου, το οποίο δεν είναι απλώς επιθυμητό, αλλά θεωρείται απαραίτητο και η απουσία του τιμωρείται. Το 1567 καταγράφεται για πρώτη φορά στη Σκωτία το «χαλινάρι της στρίγγλας», ένα φίμωτρο από μέταλλο και δέρμα που έκοβε τη γλώσσα της γυναίκας αν πήγαινε να μιλήσει. Το σιδερένιο πλαίσιο έπιανε όλο το κεφάλι της γυναίκας και σχεδιάστηκε για να το φορούν στις γυναίκες των κατώτερων τάξεων που θεωρούνταν «στρίγγλες» ή αντιδραστικές.
Με αυτό το όργανο περιέφεραν ενίοτε τις γυναίκες και τις συζύγους για διαπόμπευση και παραδειγματισμό, ενώ το γεγονός ότι η εναλλακτική ονομασία του ήταν και «φίμωτρο της κουτσομπόλας» μαρτυρά την καθόλα αρνητική χροιά που είχε πάρει πλέον οι όρος.
Οι τιμωρίες για τις «γλωσσούδες» όχι μόνο δεν περιορίστηκαν σε αυτό, αλλά αυξήθηκαν εκθετικά -πλέον οι γυναίκες μπορούσαν να βρεθούν ενώπιον του δικαστηρίου και να τους επιβληθεί πρόστιμο επειδή «καβγάδιζαν και φωνασκούσαν» ενώ το 1547 εκδίδεται επίσημο διάταγμα που «απαγόρευε στις γυναίκες να συνευρίσκονται για κουβεντολόι και φλυαρίες» και πρόσταζε τους άνδρες «να κρατούν τις γυναίκες τους στο σπίτι»»
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι διώξεις και οι δίκες των γυναικών που θεωρήθηκαν «μάγισσες» στόχευαν και στην γυναικεία φιλία, με τις γυναίκες να βασανίζονται προκειμένου να καταδώσουν τις φίλες ή τις συγγενείς τους.
Σήμερα, το κουτσομπολιό σημαίνει ανάλαφρη, ανεπίσημη κουβέντα, που περιλαμβάνει τη μετάδοση πληροφοριών που μπορεί να βλάψουν έμμεσα ή άμεσα κάποιον -παραπέμπει στην κακή πρόθεση, την έλλειψη (κοινωνικής) μόρφωσης, την αναξιοπιστία και δυστυχώς συνδέεται στη συλλογική συνείδηση με το γυναικείο φύλο.
Έτσι, η σημερινή έννοια του «κουτσομπολιού» συμβάλλει στην υποβάθμιση της προσωπικότητας των γυναικών και διαιωνίζει το στερεότυπο το οποίο κατασκευάστηκε για να δικαιολογήσει τις διώξεις και τον αποκλεισμό των γυναικών από τα δικαιώματά τους -ότι δηλαδή οι γυναίκες κουτσομπολεύουν επειδή δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν, επειδή δεν έχουν πρόσβαση στην πραγματική γνώση που απαιτεί συνάψεις και κριτική, ορθολογική σκέψη, επειδή είναι κακοπροαίρετες και ρέπουν προς τον φθόνο.
Σκεφτείτε το εξίσου δημοφιλές στερεότυπο για την γυναικεία φιλία. ΄Ίσως καταλήξετε στο συμπέρασμα ότι πολλές από τις εμπεδωμένες κοινωνικά αντιλήψεις δεν είναι καθόλου αθώες.
Από την άλλη, το ενδιαφέρον είναι ότι, σε πολλά μέρη και κοινότητες του κόσμου, ο λόγος των γυναικών θεωρείται κομμάτι της προφορικής παράδοσης, που κρατά ζωντανές τις ιστορίες και τις αφηγήσεις του παρελθόντος και συμβάλλει στη συνοχή του συλλογικού αφηγήματος. Πού είναι όμως η αντίληψη αυτή στον «προηγμένο» δυτικό κόσμο;
Σήμερα, που το φεμινιστικό κίνημα δίνει σπουδαίες μάχες μεταξύ άλλων για το #metoo, για την νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας και για το δικαίωμα στην άμβλωση, το να επαναπροσδιοριστεί η γυναικεία φιλία και αλληλεγγύη αναδεικνύεται σε ζήτημα πιο κρίσιμο από ποτέ.
Όλα τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από το βιβλίο της Silvia Federici Το κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα (2018), που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των ξένων.