Καίτη Κωνσταντίνου

Καίτη Κωνσταντίνου: «Στα δύσκολα προσεύχονται κι αυτοί που δεν πιστεύουν»

Η Καίτη Κωνσταντίνου μοιάζει αυστηρή και μπορεί και να είναι. Αγαπάει την κωμωδία. Σπούδασε στην Φιλοσοφική και στο Θέατρο Τέχνης -πρόλαβε τον Κάρολο Κουν. Γεννήθηκε στην Ροδοδάφνη, έξω από το Αίγιο. Ζει στο Παλαιό Φάληρο. Οδηγεί μηχανή.

«Η καταγωγή μου είναι από το Αίγιο, από την Ροδοδάφνη. Εκεί μεγάλωσα και τελείωσα το σχολείο και έβλεπα τις εποχές να αλλάζουν. Στην Αθήνα ήρθα για σπουδές.
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν και καλά και όχι. Πολύ παιχνίδι. Χωρίς να θέλω να γίνω μελό, ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν οκτώ χρόνων, ήταν δάσκαλος. Δυσκόλεψαν τα πράγματα. Ήταν χρόνια με μελαγχολίες, όχι τόσο από μένα ή την αδελφή μου, όσο από την μάνα μου. Έμεινε μόνη της, πολλή νέα.


Να μπουν τα πράγματα σε μια τάξη, είναι μια έκφραση που χρησιμοποιώ πολύ

Αν κουβαλάω ένα τραύμα; Ναι. Μετά εξαρτάται πόσο μπορείς να το ξεπεράσεις, να το λειάνεις, να το αποδεχθείς. Νομίζω ότι πια μπορώ να πω ότι δεν έχω κάποιο θέμα. Αν γυρίσω όμως πίσω, νομίζω ότι πόνεσα, κι αυτός ο πόνος δεν φεύγει. Καταχωρείται μέσα σου, μπαίνει σε μια τάξη. Να μπουν τα πράγματα σε μια τάξη, είναι μια έκφραση που χρησιμοποιώ πολύ. Ακούγεται παράλογο και οξύμωρο -ούτε ξέρω αν το συναίσθημα μπαίνει σε τάξη, αλλά σε ό,τι παίζει ρόλο η λογική, προσπαθώ να βάλω μια τάξη. Δεν μπορώ την αταξία.
Στην ηλικία που ήμουν, δεν συνειδητοποιείς ακριβώς τι συμβαίνει με τον θάνατο… Πριν τον θάνατο του μπαμπά μου –να το εξομολογηθώ αυτό, δεν θυμάμαι τίποτα, κι ας ήμουν οκτώ. Λες και άρχισε η ζωή μου από τα οκτώ και μετά. Μεγάλωσα όμως με μια μάνα που πήρα πολλή αγάπη».

Φωτογραφία: Πάνος Μάλλιαρης

«Οι σπουδές ήταν για μένα κι ένα καλό έναυσμα να φύγω από την επαρχία. Να πω την αλήθεια, την Φιλοσοφική δεν την αγαπούσα ιδιαίτερα. Για Ιατρική πήγαινα. Αλλά κάπου άλλαξε το σύστημα των εξετάσεων, κι ενώ προετοιμαζόμουν μόνον για φυσικοχημεία, μπήκαν και τα μαθηματικά, στα οποία ήμουν άσχετη. Κι έτσι αποφάσισα να δώσω κάπου όπου θα μπορούσα να διαβάσω τα μαθήματα. Δεν ήμουν καλή στα θεωρητικά αλλά τα κατάφερα. Διάλεξα την Φιλοσοφική γιατί τότε απαιτούσε τις περισσότερες μονάδες, ήταν η πρώτη σχολή, και στόχευα ψηλά.
Η Αθήνα δεν με δυσκόλεψε. Μου άρεσε. Με είχε εντυπωσιάσει πως οδηγούν και πως ξέρουν τους δρόμους. Πέρασα καλά τα φοιτητικά μου χρόνια, με πολλές παρέες και λιγότερο διάβασμα. Από το πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο μπήκα στην θεατρική ομάδα –η παράσταση δεν ανέβηκε ποτέ. Πήρα το πτυχίο, δίδαξα και δύο χρόνια σε γυμνάσιο –την δεύτερη χρονιά αποφάσισα ότι δεν θα συνεχίσω. Είχα ήδη τελειώσει και την σχολή του Τέχνης. Θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο να είσαι δάσκαλος».

«Στο χωριό, όπως μου έχει πει η μάνα μου γιατί εγώ δεν το θυμάμαι, όταν ερχόταν ένας θίασος, την παρακάλαγα να με πάει. Αλλά θυμάμαι ότι έβλεπα το Θέατρο της Δευτέρας.
Ακόμα και σήμερα νιώθω μια συστολή και μια ντροπή, την έκθεση του θεάτρου δεν την αντέχω –με τα χρόνια ξεπερνιέται. Πάντα όμως το κουβαλάω. Το τρακ και η αγωνία δεν μειώνονται.
Εμαθα ότι στο Θέατρο Τέχνης ήταν η καλύτερη σχολή και αποφάσισα να δώσω εξετάσεις. Θεωρούσα αδύνατον να μπω αλλά πέρασα. Τρελάθηκα από την χαρά μου –όπως είχα τρελαθεί από την χαρά μου όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο.
Από την αρχή κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει εκεί. Αυτό το αόρατο νήμα με το οποίο είσαι δεμένη και δεν το ξέρεις –όπως συμβαίνει και με ανθρώπους. Ίσως το κουβαλάμε μέσα μας».

Το χιούμορ εξομαλύνει και λειαίνει τα πράγματα

Στις εξετάσεις ήταν και ο Κάρολος Κουν, είχα αυτή την τύχη, όπως είχα και την τύχη να είναι σε κάποιες πρόβες ο Δάσκαλος.
Τι να πω για τον Κουν; Αυτό που λένε όλοι για το δέος που ένιωθες μπροστά του, δεν είναι ούτε υπερβολικό ούτε κολακευτικό. Υπήρχε μια κατάνυξη μέσα σ΄αυτό το θέατρο κι όταν ήταν και ο ίδιος μπροστά, γινόταν σαν ναός. Μεγάλη μορφή.
Στην σχολή ήμασταν μια ωραία χρονιά: Μαρία Καβογιάννη, Πέτρος Φιλιππίδης, Μαρία Γεωργιάδου, Ντίνα Αβαγιανού, Υρώ Μανέ, Θοδωρής Γράμψας. Με κάποιους δουλέψαμε μαζί και κυρίως κάναμε σχέσεις βαθειές, φιλίες. Ηταν τα καλύτερά μας χρόνια.
Ετυχε όμως, κι αυτό νομίζω ότι ήταν κομβικό, και φτιάξαμε μια ομάδα από την σχολή αλλά και με κάποιους άλλους, όπως ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης. Κάναμε παραστάσεις στο Αποθήκη. Ξεκινήσαμε με το “Ο Αη Βασίλης ήταν σκέτη λέρα”, που πήγε δύο χρόνια με την Υρω Μανέ, τον Κώστα Κόκλα, τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, την Ελένη Καστάνη. Την επομένη της πρεμιέρας το κοινό ήταν τέσσερα άτομα.. Μετά άλλαξε. Συνεχίσαμε με το “Αναμείνατε στο ακουστικό σας” και από εκεί μας μάζεψε ο Θοδωρής Πετρόπουλος για να κάνουμε τα “Εγκλήματα”…»

 Φωτογραφία: Πάνος Μάλλιαρης

«Οταν μας πρωτομίλησε ο Θοδωρής για τη σειρά, μας άρεσε, θα ήμασταν και όλοι μαζί… Στα πρώτα κείμενα όμως, κατάλαβα ότι κάτι τρέχει, κάτι γίνεται. Το προτείναμε στο Mega, το απέρριψε –νομίζω τότε απέρριψε και τα “Βαμμένα κόκκινα μαλλιά”. Έπεσε μια απογοήτευση από την χυλόπιτα που φάγαμε.
Δεν ξέρω αν είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, αλλά αν πιστεύω κάτι το κυνηγάω πολύ. Το πίστεψα και επέμεινα. Ήμουν μπροστάρης στο να συνεχίσουμε. Το πήρε ο Antenna και είχε την τύχη που ξέρουμε… Πέρα από την εξαιρετική συνεργασία με όλους, νομίζω ότι ήταν μια πρωτοποριακή δουλειά. Είμαι τυχερή και ευτυχής που συμμετείχα. Γιατί μια δουλειά σαν τα “Εγκλήματα” αποδεικνύει ότι μπορεί να γίνουν πολύ ωραία πράγματα στην τηλεόραση. Όσοι την υποτιμούν κάνουν λάθος –είναι δύσκολο είδος.
Δεν με πείραζε το γεγονός ότι η Σωσώ ήταν ένας κακός χαρακτήρας. Τους βρίσκω πιο ενδιαφέροντες. Η δική μου λειτουργία απέναντι σε τέτοιους χαρακτήρες είναι πρώτα να αθωώσω την κακία που έχει και να τον αγαπήσω. Στέκομαι στις αδυναμίες του, στα κενά του. Η σειρά είχε χιούμορ. Και η Σωσώ; Δεν γινόταν να μην την αγαπήσω. Το χιούμορ εξομαλύνει και λειαίνει τα πράγματα, δίνει τεράστιο άλλοθι.
Ένιωσα τότε την επιτυχία της σειράς, αλλά δεν φοβήθηκα ότι θα εγκλωβιστώ σε τέτοιους ρόλους. Ακόμα και τώρα όταν με λένε Σωσώ, δεν εκνευρίζομαι. Ήταν κάτι που το ευχαριστήθηκα κι εγώ κι ο κόσμος. Αγάπησα αυτόν τον χαρακτήρα. Ούτε ο κόσμος με είδε σαν κάτι μισητό, αλλά σαν κάτι δικό του. Ίσως το χιούμορ τους γαλήνεψε. Ναι, τα “Εγκλήματα” ήταν η απαρχή στην δουλειά μου.

Το “καλημέρα τι κάνεις, νάσαι πάντα καλά” είναι πολύ βαρετό στον έρωτα

«Χωρίς, φυσικά, να θέλω να κάνω συγκρίσεις και παραλληλισμούς, κι όταν έπαιξα τον Ριχάρδο στο θέατρο, την ίδια διαδικασία ακολούθησα.
Ένιωσα πολύ τυχερή που ο Τάκης Τζαμαργιάς μου έδωσε την ευκαιρία κι έπαιξα τον Ριχάρδο Β΄. Ούτε τον άντρα πήγα να κάνω ούτε τίποτα. Απλώς αυτό το άφυλο που φέρει ο Ριχάρδος θέλαμε να δούμε πόσο θα μπορούσε να παιχτεί από μια γυναίκα. Πάντως σαν άνθρωπος δεν έχω καμία σχέση ούτε με τον Ριχάρδο ούτε με την Σωσώ».

«Για να πω ότι πέτυχα πρέπει πρώτα να νιώσω εγώ καλά –τρώγομαι με τα ρούχα μου. Αλλά μ΄αρέσει να δουλεύω πολύ με ό,τι καταπιάνομαι.
Κάνω αυστηρές επιλογές. Είμαι πρώτα αυστηρή με τον εαυτό μου. Πρώτα βλέπω την δουλειά μου σαν κάτι που αγαπάω, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι είναι και βιοποριστικό. Δεν ξέρω αν είναι καλό, αλλά δεν μπορώ να είμαι κάπου που δεν μου αρέσει. Το θέλω μου με παροτρύνει, με συγκινεί. Δεν θεωρώ ότι κάνω κάτι ιδιαίτερο στην ζωή μου, αλλά είμαι τυχερή γιατί κάνω κάτι που μου αρέσει και προσπαθώ να το κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα. Χαίρομαι να υπάρχω σ΄αυτή την δουλειά –κι αυτή την χαρά την εισπράττει και κάποιος που θα με δει. Δεν μπήκα ούτε για την αναγνωρισιμότητα ούτε για να κάνω όνομα. Μπήκα γιατί μια εσωτερική ανάγκη με οδήγησε εκεί. Δεν ήταν τυχαίο, ήταν μια εσωτερική, ασυνείδητη ή συνειδητή μου, επιλογή».

 Φωτογραφία: Πάνος Μάλλιαρης

«Μου αρέσει η κωμωδία. Μάλλον, αντικατοπτρίζει μια στάση που έχω απέναντι στα πράγματα, χωρίς να σημαίνει ότι είμαι ένας άνθρωπος που από το πρωί ως το βράδυ γελάει και λέει αστεία. Το αντίθετο μπορώ να πω. Κι όσο πιο σουρεάλ, τόσο πιο πολύ με ιντριγκάρει. Δεν την διάλεξα την κωμωδία. Νομίζω πως είναι μια άλλη, παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας, μια άλλη οπτική. Όταν ο κόσμος γελάει, χαίρεται ο ηθοποιός νιώθει την άμεση αντίδραση. Αλλά όλος αυτός ο παραμορφωμένος καθρέφτης με ενδιαφέρει πάρα πολύ.
Για κάθε ηθοποιό, για κάθε καλλιτέχνη, η δεξαμενή από όπου μπορεί να αντλήσει δεν είναι άπειρη. Έχει όρια. Δεν ξέρω τα δικά μου τα όρια. Θα ήθελα όμως να τα ξεπεράσω. Το πιο μεγάλο κομπλιμέντο που έχω δεχτεί στην ζωή μου είναι όταν ένας θεατής μου είπε ότι δεν με γνώρισε πάνω στην σκηνή. Για μένα το πιο σημαντικό είναι να στραπατσάρεσαι πάνω στην σκηνή, να μην είσαι αυτό που είσαι στην ζωή σου. Είναι λίγο σαν ψυχοθεραπεία η δουλειάς μας… Δεν λέω ότι είμαι απόλυτα αφοσιωμένη ούτε ότι όλη μου η ζωή είναι αυτή η δουλειά. Ούτε θα πω ότι δυσκολεύομαι να βγω από τον ρόλο… Το μόνο που μου συμβαίνει μετά το θέατρο είναι ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ –αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μ΄αρέσει να κοιμάμαι τα βράδια, προτιμώ να κοιμάμαι την μέρα».

Λένε “o φίλος στην ανάγκη φαίνεται”. Για μένα ισχύει το “ο φίλος στην χαρά φαίνεται”

«Ποτέ η ζωή μου δεν ήρθε κόντρα στο θέατρο. Με την δουλειά έχω πέσει και στα τάρταρα, αλλά και το να πέφτει ένας άνθρωπος πολύ χαμηλά είναι αισιόδοξο. Μετά την κατηφόρα, θα ξανασηκωθεί.
Ναι, είμαι μοναχικός άνθρωπος. Δεν με φοβίζει ιδιαίτερα η μοναξιά. Θέλω πάντα κάποιες ώρες μόνη μου. Είναι επιλογή.
Ο χρόνος με απασχολεί, με φοβίζει ο θάνατος, δεν είμαι σαν κάποιους που λένε εντάξει… Το μέλλον μου το σκέφτομαι σε σχέση με το να κάνω πράγματα που να γουστάρω στην δουλειά. Να είμαι υγιής, υγιείς οι άνθρωποι που αγαπώ, να με αγαπάνε και να τους αγαπώ.
Αν πιστεύω στον Θεό; Πιστεύω σε μια δύναμη, δεν ξέρω τι είναι. Η θέλησή μας, ο εγκέφαλός μας, η ψυχή μας, δεν ξέρω, οι εξωγήινοι, ένας άλλος πολιτισμός. Κάτι υπάρχει όμως. Δεν πιστεύω στην στενή έννοια του θεού, αλλά προσεύχομαι αρκετές φορές –στα δύσκολα προσεύχονται κι αυτοί που δεν πιστεύουν. Ναι, πιστεύω πολύ στην δύναμη του ίδιου του ανθρώπου. Νομίζω ότι ο καθένας μας μπορεί να κάνει και εξαιρετικά πράγματα και τα χειρότερα… Είμαστε πενήντα-πενήντα, όπως λέει ένας φίλος μου.
Πιστεύω ότι είναι δύσκολο να διαχειριστείς και την κακή σου πλευρά αλλά και την καλή σου. Το πιο δύσκολο για μένα είναι να βιώσεις την ευτυχία. Φυσικά και το έχω βιώσει –στιγμές. Λένε “o φίλος στην ανάγκη φαίνεται”. Για μένα ισχύει το “ο φίλος στην χαρά φαίνεται”».

 Φωτογραφία: Πάνος Μάλλιαρης

«Το να είσαι ερωτευμένος είναι σαν χαρά θεού, σαν να παίρνεις το Όσκαρ. Στους έρωτες έχω περάσει και σκοτάδι και χαρά, ή και τα δύο. Αυτό το τραγούδι που λέει “καλημέρα τι κάνεις, νάσαι πάντα καλά” είναι πολύ βαρετό στον έρωτα. Δημιουργώ τις εντάσεις, ανεξέλεγκτα, χωρίς λόγο. Είμαι όμως σε καλό δρόμο –προσπαθώ να μαζευτώ, να διαχειριστώ παιδικά βιώματα, λάθη και να τα λειάνω. Για μένα ο έρωτας είναι κάτι πολύ δημιουργικό, σε κάνει να θες κι εσύ να αλλάξεις, να προσφέρεις…. Α, και όχι πολλή οικειότητα. Η πολλή άνεση με τον ερωτικό σύντροφο δεν βγαίνει πάντα σε καλό –χωρίς φυσικά να είμαι υπέρ της αποξένωσης. Ο φίλος ναι, είναι συνέταιρος και σύμμαχος, ο ερωτικός σύντροφος δεν πιστεύω ότι πρέπει να είναι συνεταιράκι….
Οπως πρέπει να προσέχεις το φαγητό, το σώμα, το μυαλό, την δουλειά σου, έτσι πρέπει να προσέχεις και τον έρωτά σου».

Η Ευανθία, ο Τάσος και «Η Τούρτα της μαμάς»

«Είναι μια εβδομαδιαία κωμική σειρά, ένα οικογενειακό στόρι, του Αλέξανδρου Ρήγα και του Δημήτρη Αποστόλου. Κάθε φορά μαζεύονται σε ένα τραπέζι φίλοι και συγγενείς με διαφωνίες, συμφιλιώσεις, τσακωμούς. Θα έχει και γκεστ. Στο τέλος έρχεται η μεγάλη συμφιλίωση όπου όλα λύνονται με την τούρτα που φτιάχνει η Ευανθία, την οποία και υποδύομαι. Είναι μια γυναίκα που έχει ένα σάιτ και παρουσιάζει συνταγές.
»Είμαι ευτυχής που βρίσκομαι και πάλι στην τηλεόραση –οι καιροί είναι δύσκολοι. Απείχα τόσα χρόνια γιατί δεν με ενδιέφερε κάτι τόσο ώστε να το κάνω. Γι΄αυτό προτιμώ να κάνω μόνο θέατρο. Είμαι ευτυχής γιατί κάνω κάτι διαφορετικό, και είμαι πάλι με ανθρώπους που αγαπώ. Είναι γραμμένο με πολύ χιούμορ.
»Είμαστε πάλι ζευγάρι με τον Κώστα Κόκλα: Τώρα δεν είναι ο Αλέκος και η Σωσώ, είναι ο Τάσος και η Ευανθία. Παίζουν εξαιρετικοί ηθοποιοί -η Λυδία Φωτοπούλου. Στην σειρά έχω τρεις γιους, τον Πάρη Θωμόπουλο, τον Θάνο Λέκκα και τον Μιχάλη Παπαδημητρίου.
»Φέτος η ΕΡΤ έχει πάρει πολύ τ΄απάνω της κι αυτό με χαροποιεί».