Η ψυχρή αλλά αξεπέραστη γοητεία της Ίνγκριντ Μπέργκμαν
Από τη θρυλική «Καζαμπλάνκα», στα αριστουργήματα του Χίτσκοκ και τη σπουδαία «Φθινοπωρινή Σονάτα» του συμπατριώτη και συνονόματού της Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, η πανέμορφη Ίνγκριντ Μπέργκμαν, συγκεντρώνοντας πληθώρα βραβείων μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ, είναι πλέον ένας θρύλος της μεγάλης οθόνης.
Μάλιστα, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου την έχει ανακηρύξει ως την τέταρτη σημαντικότερη σταρ του αμερικανικού σινεμά όλων των εποχών.
Γεννήθηκε και πέθανε την ίδια μέρα -στις 29 Αυγούστου. Ήρθε στον κόσμο το 1915 στη Στοκχόλμη, αλλά δυστυχώς έχασε τη μητέρα της πολύ νωρίς, όταν ήταν μόλις δύο ετών. Τη φροντίδα της ανέλαβε ο πατέρας της, που ήταν φωτογράφος και είχε τη μανία να την απαθανατίζει σε κάθε της βήμα. Η ίδια θα πει αργότερα αστειευόμενη στη βιογράφο της: «Ήμουν ίσως το πιο φωτογραφημένο παιδί στη Σκανδιναβία». Έτσι από μικρή έμαθε να παίζει με την κάμερα και να την εμπιστεύεται.
«Η μητέρα μου κοίταζε τον φακό σαν να κοιτούσε τον πατέρα της, που λάτρευε -έπαιζε και πόζαρε για εκείνον. Ήταν απολύτως άνετη με τις κάμερες και ήξερε πώς να ποζάρει» αναφέρει η κόρη της και επίσης ηθοποιός, Πία Λίντστρομ. Εκτός όμως από αυτό, η Μπέργκμαν είχε πάθος με τη φωτογραφία και συχνά βιντεοσκοπούσε η ίδια τις προσωπικές στιγμές της.
Στα δεκατρία της, ο αγαπημένος της πατέρας πεθαίνει και την αναλαμβάνει πλέον η πολυπληθής οικογένεια του θείου της. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον μαθαίνει να αυτοσυντηρείται και να είναι πειθαρχημένη, για να καταφέρει να τα βγάλει πέρα. Στο ιδιωτικό σχολείο που πηγαίνει, βρίσκει καταφύγιο και διέξοδο στη θεατρική ομάδα, όπου ξεχωρίζει με την παρουσία της.
Μετά από την αποφοίτησή της, γίνεται δεκτή στη Βασιλική Δραματική Σχολή της Στοκχόλμης και ως φοιτήτρια ακόμη, εμφανίζεται στο θέατρο, κερδίζοντας αμέσως το κοινό. Στο δεύτερο όμως έτος των σπουδών της, αποφασίζει να αφήσει την τάξη και να κυνηγήσει την τύχη της στο σινεμά.
To 1934 θα πραγματοποιήσει το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη με έναν μικρό ρόλο στην ταινία «Monkbrogreven». Σύντομα ακολούθησαν και άλλες συμμετοχές σε σουηδικές παραγωγές, ενώ το 1936 πρωταγωνιστεί στη δραματική ταινία «Intermezzo». Την επόμενη χρονιά θα παντρευτεί τον Σουηδό γιατρό Πέτερ Λίντστομ, με τον οποίο θα αποκτήσουν την Πία.
Όμως η Σουηδία, την οποία βέβαια αγαπούσε πολύ, ήταν πολύ μικρή για τα όνειρά της. Έτσι αποδέχεται την πρόταση του κορυφαίου παραγωγού Ντέιβιντ Ο' Σέλζνικ να πρωταγωνιστήσει σε ένα αγγλόφωνο ριμέικ του «Intermezzo» και φεύγει για την Αμερική, αφήνοντας πίσω την κόρη της, με την οποία συναντήθηκε αρκετά χρόνια, όταν πλέον εκείνη είχε ενηλικιωθεί. Στο Χόλιγουντ, η Μπέργκμαν υπογράφει πολυετές κινηματογραφικό συμβόλαιο, ενώ εμφανίζεται και στο Μπρόντγουεϊ στο εργο «Liliom» (1940).
Το 1942 είναι μια καθοριστική χρονιά στην καριέρα της, αφού πρωταγωνιστεί στη θρυλική «Καζαμπλάνκα». Μετά τον ρόλο της γοητευτικής Ίλσα, ακολουθεί μια ανοδική πορεία. Μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες εκείνης της περιόδου είναι το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», ο «Εφιάλτης» (για τον οποίο τιμήθηκε με Όσκαρ), «Οι καμπάνες της Αγίας Μαρίας», η «Ιωάννα της Λωραίνης», αλλά και οι συνεργασίες με τον Χίτσκοκ στην «Υπόθεση Νοτόριους», στη «Νύχτα αγωνίας» και «Στον αστερισμό του Αιγόκερου», που όμως δεν σημείωσε επιτυχία.
Βλέποντας πως η καριέρα της βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, αποφασίζει να στείλει ένα προσωπικό γράμμα στον Ιταλό σκηνοθέτη Ρομπέρτο Ροσελίνι, ζητώντας του να συνεργαστούν. Σε αυτή την επιστολή άφηνε και ένα ερωτικό υπονοούμενο, λέγοντας ότι από ιταλικά ξέρει μόνο το «ti amo». Εκείνος, μην μπορώντας να αντισταθεί στην αυστηρή της γοητεία, της δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Στρόμπολι» κι έτσι ξεκινάει ένας μεγάλος έρωτας.
Βέβαια τα γυρίσματα για την Μπέργκμαν δεν ήταν ιδανικά, γιατί εκείνη είχε μάθει να λειτουργεί στις συνθήκες των μεγάλων στούντιο και συχνά δυσανασχετούσε, θεωρώντας ότι παίζει περισσότερο σε ντοκιμαντέρ παρά σε ταινία. Ο Ροσελίνι τότε για να τη καλοπιάσει, της αγόρασε μία Ferrari από τον οίκο Scaglietti, ειδικά σχεδιασμένη γι' αυτήν.
Το πρόβλημα με αυτή τη σχέση όμως ήταν πως η Μπέργκμαν ήταν παντρεμένη, ενώ ο Ροσελίνι είχε δεσμό με τη «λύκαινα» του ιταλικού νεορεαλισμού, την Άννα Μανιάνι. Λέγεται μάλιστα ότι κατά την περίοδο των γυρισμάτων, η Ιταλίδα ντίβα βρίσκονταν απέναντι από το νησί Στρόμπολι για μια δική της ταινία και συχνά το συνεργείο άκουγε τις κραυγές της και τις κατάρες της προς τη Σουηδή αντίζηλό της.
Το σκάνδαλο αυτό που απασχόλησε τα ταμπλόιντς για καιρό, δεν το συγχώρεσαν οι Αμερικανοί στην Μπέργκμαν. Για εκείνους ήταν πάντα το σύμβολο της αγνής κι έντιμης κοπέλας, δεν μπορούσαν λοιπόν να ανεχτούν αυτές τις «παρεκτροπές». Θρησκευτικές ομάδες ζητούσαν να απαγορευτούν οι ταινίες της, υποστηρίζοντας ότι προωθούσαν τη μοιχεία, ενώ η περίπτωσή της έφτασε μέχρι τη Γερουσία, όπου κατηγορήθηκε για ανηθικότητα. «Έκανα μία διαδρομή από αγία σε πόρνη και πάλι πίσω σε αγία, όλα σε μια ζωή», θα έλεγε η ίδια για όσα διαδραματίστηκαν τότε.
Σε εκείνα τα γυρίσματα όμως έμεινε έγκυος, οπότε το 1950 θα χωρίσει τον πρώτο της άνδρα και θα παντρευτεί τον Ροσελίνι στο Μεξικό.
Στη συνέχεια, το ζευγάρι απέκτησε ακόμα δύο παιδιά, μία εξ αυτών και η ηθοποιός Ιζαμπέλα Ροσελίνι. Η Μπέργκμαν παρέμεινε στην Ευρώπη εφτά χρόνια, γυρίζοντας αρκετές ταινίες με τον σύζυγό της, από τις οποίες ξεχώριζαν το «Ταξίδι στην Ιταλία» και «Ο φόβος», ενώ πρωταγωνίστησε και στο αριστούργημα του Ζαν Ρενουάρ, «Η Έλενα και οι άντρες της».
Το 1956 ο γάμος της με τον Ιταλό δημιουργό φτάνει στο τέλος του κι αφού πάρει το δεύτερο διαζύγιό της, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Ευρώπη, μαζί και τα τρία της παιδιά. Η ίδια αργότερα θα εξομολογηθεί στο ντοκιμαντέρ «Ingrid Bergman: In Her Own Words» ότι ήταν πάντα περισσότερο φίλη παρά μητέρα τους, μετανιώνοντας με τον δικό της τρόπο για τον χρόνο που δεν τους αφιέρωσε. Αλλά η μοίρα της Μπέργκμαν ήταν το σινεμά. «Αν σταματήσω την υποκριτική, σταματώ να αναπνέω», έλεγε άλλωστε συχνά.
Επιστρέφει λοιπόν στο Χόλιγουντ που την είχε «εξορίσει» με την ταινία «Αναστασία», όπου υποδύεται τη χαμένη κόρη των Ρομανόφ και κερδίζει το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας της, ανακτώντας το κύρος της. Στα χρόνια που ακολούθησαν θα ασχοληθεί με διάφορα κινηματογραφικά projects, από την σπαρταριστή κωμωδία του 1969 «Cactus Flower», με τον Γουόλτερ Ματάου και την Γκόλντι Χόουν, μέχρι το «Έγκλημα στο Όριεν Εξπρές» το 1974, που της χάρισε το τρίτο της Όσκαρ.
Λιγότερο αργότερα διαγνώστηκε με καρκίνο στο μαστό, όμως δεν σταμάτησε να παίζει. Εκείνη την περίοδο γύρισε άλλωστε και μια από τις καλύτερες ταινίες της, τη «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Ίγκμαρ Μπέργκμαν, όπου έδωσε μια μνημειώδη ερμηνεία.
Το 1980, εξέδωσε την αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Ingrid Bergman: My Story», που έγινε μπεστ σέλερ, ενώ δυο χρόνια μετά θα κάνει την τελευταία της εμφάνιση στην τηλεταινία «Golda», όπου ενσαρκώνει την ισραηλινή ηγέτη Γκόλντα Μέγιερ, προσθέτοντας στη συλλογή της κι ένα βραβείo Emmy.
Πέθανε την ίδια χρονιά την ημέρα των γενεθλίων της (στις 29 Αυγούστου) στο Λονδίνο, σε ηλικία 67 ετών. Στο πλευρό της ήταν ο τρίτος σύζυγός της, Λαρς Σμιντ, από τον οποίο είχε πάρει διαζύγιο λίγα χρόνια νωρίτερα.