Γιάννης Τσορτέκης: «Η διαίσθησή μου με οδηγεί, όχι η λογική»
Ο Γιάννης Τσορτέκης πιστεύει ότι όλα γίνονται την ώρα που είναι να γίνουν. Γι΄αυτό και τα καλοδέχεται και αφιερώνεται σ΄αυτά. Ηθοποιός έγινε από τύχη, αλλά η τύχη ήξερε πολύ καλά τι έκανε.
Στο θέατρο μετρά τρεις δεκαετίες ενώ πρόσφατα, η τηλεόραση, επέτρεψε στο ευρύτερο κοινό να τον γνωρίσει, να γνωρίσει το ταλέντο του: Απ΄τον απόλυτα αρνητικό Χαράλαμπο του «Maestro» ως τον απόλυτα θετικό Γιώργη στο «Αυτή η νύχτα μένει», φέτος συναντά τον Σκαραβαίο, στην ομώνυμη αστυνομική σειρά του Alpha ενώ παίζει στο «Underground» στο θέατρο Ακροπόλ. Ζει στο Νέο Ψυχικό. Οδηγεί μηχανή. Εχει έναν γιο και μια κόρη.
«Στο θέατρο βρέθηκα από θέμα τύχης, με την έννοια τυχαίων συμβάντων. Ούτε κατάλαβα πως συνέβη. Εκανα μαθήματα με τον συγχωρεμένο τον Άκη Δαβή, που δεν είχαν ούτε καν ερασιτεχνικό χαρακτήρα, απλώς για να μην χάνω τον χρόνο μου αλλού. Κι εκείνος επέμενε να πάω και την επόμενη, και την επόμενη… Η πρώτη φορά είναι μια μεγάλη ιστορία. Τότε του δήλωσα καθαρά και ξάστερα ότι δεν μ΄ενδιαφέρει το θέατρο καθόλου ούτε ως θεατή. Εβλεπα λίγο, δεν με τράβαγε. Είχα δει βεβαίως μια εξαιρετική παράσταση, τον “Προμηθέα Δεσμώτη” με τον Κατράκη -μια ισχυρή μνήμη. Ο Ακης επέμενε, οπότε αυτό άρχισε να γίνεται συνέχεια. Το σπίτι μου δεν είχε καμία σχέση μ΄όλο αυτό.
»Μετά έδωσα στο Τέχνης και το Εθνικό, τέλειωσα την Δραματική του Εθνικού και πήγα στην Πάτρα για θεωρητικές σπουδές. Αυτό ήταν επιθυμία μου επειδή υπήρχε ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και βασικά ήθελα να παρακολουθήσω αυτόν, τον Θόδωρο Στεφανόπουλο. Ενας εξαίρετος άνθρωπος. Στη συνέχεια άρχισαν ν΄ανοίγουν διάφοροι δρόμοι.
»Επειδή ήταν πολύ έντονη η σχέση μου με τον Άκη Δαβή, το Εθνικό ήταν λίγο σαν προδοσία. Δεν είναι ότι τον άφησα, αλλά επειδή είχα δώσει εξετάσεις στο Εθνικό και είχα περάσει, ήταν μια δυνατότητα και μια ευκαιρία για μένα. Αλλά δεν ένοιωσα ποτέ σπίτι μου το Εθνικό. Πέρασα υπέροχα αλλά εγώ παντού περνάω υπέροχα. Ηταν χρόνια ζωντανά, ζωτικά. Διαισθητικά ένοιωθα ότι δεν κολλάω εκεί, όπως και συνέβη. Ημουν αριστούχος αλλά δεν έμεινα. Γιατί; Γιατί παντού ήταν, είναι και θα παραμείνει το λίγο οι φίλοι, οι συνεργαζόμενοι, μια μικρή συντεχνιακή διαπλοκή, που δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Αλλά εγώ απ΄την φύση μου δεν είμαι ούτε ήμουν ποτέ έτσι και δεν μπορούσα να αντιληφθώ αυτούς τους κανόνες. Ότι δηλαδή αυτοί είναι ισχυρότεροι μιας τάξης πραγμάτων που είναι αδιαπραγμάτευτη. Τόσο απλά.
»Όχι δεν με πείραξε γιατί δεν είχα εκείνη την στιγμή τον χρόνο να με πειράξει. Αλλά εννοείται ότι με έθιξε ηθικά. Αδικήθηκα απ΄αυτή την πλευρά αλλά δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε θα΄ναι η τελευταία φορά. Επρεπε να ανασυγκροτηθώ. Γύρισα λίγο αλλού το βλέμμα μου, για να βρεθεί άλλος δρόμος.
»Τότε η Μαρία Ζορμπά, την οποία και γνώριζα, μου είπε ότι θα γινόταν μια παράσταση με το “Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν” σε σκηνοθεσία της Βαρβάρας Δούκα -ήταν η πρώτη μου παράσταση. Και ήταν εξαιρετική, για μένα αλλά και αντικειμενικά. Γιατί δίναμε τον εαυτό μας, με πολλές δυσκολίες -όπως και τώρα. Μετά δούλεψα στο Αμόρε, ήμουν στο “Εγκλημα και τιμωρία”, στην “Ζάλη των ζώων πριν την σφαγή”, έκανα δικές μου παραστάσεις…
»Ποτέ δεν επέλεξα με την έννοια ν΄αρνηθώ κάτι. Ηταν πάντα ένα, οπότε δεν είχα επιλογές. Αυτό το ένα το είχα μπροστά μου και το ακολουθούσα, γιατί είχα σφοδρή επιθυμία να είμαι συνέχεια σε μια σχέση μ΄οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό. Δεν υπήρχε για μένα θετικό ή αρνητικό, δηλαδή κάτι να μ΄αρέσει ή όχι. Από θέση ήταν όλα, εν δυνάμει, ανοιχτά ώστε να τα κάνω και να τα φέρω να μ΄αρέσουν οπωσδήποτε γιατί δεν είχα άλλη επιλογή. Και το κατάφερνα, πάντα. Γιατί διαισθητικά ήταν κάτι που με τραβούσε -μονόδρομος. Αυτός ήταν και παραμένει άξονάς μου, το πως να μπαίνω μέσα στα πράγματα.
»Όταν έκανα την “Μαύρη Γαλήνη”, ένα πολύ ιδιαίτερο κείμενο του Μαρωνίτη, που μου πρότεινε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, προσπάθησα πολύ. Αποπειράθηκα ουκ ολίγες φορές να το διαβάσω, αλλά δεν μπορούσα να προχωρήσω, πέραν της πρώτης παραγράφου. Ο χρόνος περνούσε και δεν το είχα διαβάσει. Με πήρε ο Βαγγέλης για να βρεθούμε -οπότε το διάβασα το προηγούμενο βράδυ. Και πήγα και του είπα “νομίζω ότι δεν κατάλαβα τίποτε. Δεν έχω ιδέα τι μπορώ να κάνω και που μπορώ να συναντηθώ μ΄αυτό το κείμενο. Δεν μου γεννά τίποτε, δεν αντιδρώ σε τίποτε, οπότε αυτός είναι ο λόγος που θα το κάνω -γιατί δεν μ΄αφορά ούτε μ΄αρέσει”. Ετσι ξεκίνησε ένα ταξίδι σχεδόν 14 μηνών μοναστικής σχέσης εμπλοκής με τον Μαρωνίτη ως ύλη. Μαζί και ο Σταύρος Γασπαράτος (σ.σ. μουσική) και ο Σάκης Μπιρμπίλης (φωτισμοί). Γιατί ήταν σαν κοντσέρτο.
»Δεν κράτησα επαφή με τον Μαρωνίτη, γιατί ντρέπομαι αυτές τις επαφές, επειδή η βαρύτητά τους είναι κάτι πολύ σημαντικό και σπουδαίο για μένα. Βρισκόμασταν, αλλά με τον τρόπο που έπρεπε να γίνεται. Οπως δηλαδή όλα τα πράγματα που γίνονται ακριβώς όπως πρέπει να γίνουν. Δεν είναι ούτε να κρατάς, ούτε να μην κρατάς, ούτε να επιλέγεις, ούτε να μην επιλεγείς. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως και σε κάθε περίπτωση, δεν είχα ποτέ την σαφή εικόνα αν είχα επιλέξει ή αν είχα επιλεγεί από κάτι. Τα πράγματα είναι πάντα περί το όριο και γι΄αυτό μου είναι ζωτικά.
»Πριν καν τελειώσω τη σχολή ξεκίνησε η σχέση μου με τον κινηματογράφο. Το σινεμά μ΄αρέσει πάρα πολύ. Είναι κάτι που μάλλον ήρθε σε πολύ πρώιμη στιγμή και ηλικία, και ήμουν αδιαμόρφωτος. Δεν είχε τίποτα απ΄το φαίνεσθαι της τηλεόρασης και του θεάτρου. Είχε μέσα την πραγματική αγωνία και επιθυμία των ανθρώπων που εμπλέκονταν. Τα έδιναν όλα. Και από εκεί άρχισα να μπαίνω στην μελέτη, γιατί εγώ δεν ασχολήθηκα ποτέ με το θέατρο επί της ουσίας.
»Εχω κάνει πάρα πολλές ταινίες μικρού μήκους μανιακά και τις επιθυμώ με ακόμα μεγαλύτερη σφοδρότητα κάθε μέρα που περνάει. Οι διακρίσεις, τα βραβεία, γενικότερα, ήταν ένα στοιχείο το οποίο μου προσέφερε στιγμιαία χαρά και ικανοποίηση, γιατί οπωσδήποτε ήταν κάτι που μ΄έκανε να χαμογελάω εκείνη τη στιγμή, μόνο που ήταν μια στιγμή και πέρναγε πάντοτε. Γιατί μ΄έτρωγε η αγωνία της επόμενης στιγμής. Οπότε σχεδόν δεν υπήρχαν.
»Όχι, η τηλεόραση δεν άργησε -κάθε πράγμα στον καιρό του. Για μένα εξάλλου, δεν υπάρχει προτεραιότητα, λογική προτεραιότητα σε τίποτα. Υπάρχει διαισθητική προτεραιότητα, η οποία προκύπτει από μόνη της, την οποία και ακολουθώ. Παλαιότερα, αν εξαιρέσουμε το “10” και μία άλλη σειρά που ήταν πριν, με τον Αλκη Κούρκουλο και την Εβελίνα Παπούλια το “Κρεσέντο”, δεν έκανα τηλεόραση. Κι αυτό γιατί πρώτον, εγώ δεν ήμουν σε σχέση με τους ανθρώπους και με τον χώρο αυτόν, αλλά την ίδια στιγμή, ούτε μου έλειπε ούτε του έλειπα. Αυτά για μένα ήταν απολύτως ισορροπημένα πράγματα, δηλαδή ούτε με αναζητούσε ούτε το αναζητούσα, οπότε δεν υπήρχε κάποιο απωθημένο σε τίποτε.
»Δεν επιθύμησα ποτέ ούτε ρόλο. Ο,τι μου ερχόταν γινόταν σημαντικό στο παρόν, επειδή ακριβώς εγώ ήθελα να είμαι σε σχέση. Και γι΄αυτό ακριβώς υπήρχαν και πολύ μικρά πράγματα που έκανα στην τηλεόραση αλλά ήταν σημαντικά. Δηλαδή εγώ τη δόση μου την έπαιρνα.
»Ούτε αυτό που συνέβη εδώ και λίγο καιρό στην τηλεόραση το επεδίωξα. Δεν μπαίνεις σε μια ταινία, μια παράσταση, μια σειρά, με το σκεπτικό μιας επιτυχίας, ενός αντικρίσματος. Ξεκινάς μια σχέση και επαφή μ΄αυτό.
»Πρώτα ήταν ο “Ερωτας μετά” και ύστερα “Η σκοτεινή θάλασσα”. Την τηλεόραση την αντιμετώπιζα και την αντιμετωπίζω σαν κινηματογράφο γιατί εγώ έτσι έμαθα την κάμερα. Και πλέον οι άνθρωποι που εμπλέκονται στην τηλεόραση είναι κινηματογραφιστές, όπως αυτός ο εξαίρετος άνθρωπος με τον οποίο συνεργάζομαι τώρα, ο Χρήστος Δούρος, διευθυντής φωτογραφίας, που είναι ένα κεφάλαιο ή ο Σταύρος Στάγκος που σκηνοθετεί τον “Σκαραβαίο”. Γιατί ο τρόπος που γίνεται είναι πολύ κοντά στον τρόπο που θα ήταν αν γινόταν ταινία. Αυτό που λείπει είναι ο χρόνος. Αλλά κι οι περισσότεροι τεχνικοί είναι ασκημένοι κινηματογραφιστές. Και μιλάω για μια άλλη ηθική του πράγματος, όχι την τεχνική.
»Aυτό που βλέπω λίγο ως θέμα, είναι μια μικρή έλλειψη στην εκπαίδευση των ηθοποιών σε σχέση με την κάμερα. Σαν να΄χει πιάσει τον ηθοποιό όλο αυτό το κύμα της ανάπτυξης σε σχέση με την κάμερα, λίγο αδιάβαστο, απροετοίμαστο, απαίδευτο. Οι δραματικές δεν ασχολούνται καθόλου με την κάμερα -χρειάζεται άλλου είδους εκπαίδευση.
»Εγώ είχα εξαίρετους δασκάλους, αρχής γενομένης απ΄τον Νίκο Τζόγια, τον Ιάκωβο Ψαρρά, την Ελένη Χατζηαργύρη, την Μαρία Χορς, την Ελεν Τσουκαλά, τον Στέφανο Βασιλειάδη, τον Κώστα Καστανά και τον βασικό μου δάσκαλο, τον αγαπημένο Γιώργο Μιχαλακόπουλο. Ανθρωποι που ήταν η πράξη και η πεμπτουσία της ζωής τους στο παρόν κάθε στιγμή. Ανθρωποι που είχαν την εμπειρία και την βαθειά γνώση γιατί ήταν εμμονικά ταγμένοι σ΄ένα αντικείμενο που το υπηρετούσαν απ΄όλες τις πλευρές. Κι αυτό έκανε τη διαφορά. Ενώ τώρα ισχύει η σχετικότητα στα πράγματα, ότι ο καθένας μπορεί να΄ναι το οτιδήποτε -τότε όχι. Δεν ήσουν ό,τι δήλωνες, αλλά αυτό που επιβεβαιωμένα δηλωνόταν ότι είσαι.
»Τώρα υπάρχει ένας μη ορθόδοξος τρόπος και τα αποτελέσματα αυτού του μη ορθόδοξου τρόπου τα βλέπουμε μπροστά μας, γιατί αλλιώς θα βλέπαμε τ΄άλλα. Υπάρχει ένα κενό σοβαρό στο θέμα της παιδείας και από κάπου εκπορεύεται. Αυτό δεν το συζητούσαμε πριν από κάποια χρόνια. Το βλέπω σήμερα όταν συναντιέμαι με νέους ανθρώπους που έχουν πραγματικά την επιθυμία, την ανάγκη, αλλά έχουν τύχει μιας μη εκπαίδευσης.
»Σήμερα υπάρχει μια ευκολία. Κι αυτό είναι ένα σύμπτωμα δύο δεκαετιών θα έλεγα. Κι έχει κερδίσει τον χώρο του, λόγω της πολύ γρήγορης καταξίωσης, χωρίς αντίκρισμα, χωρίς βάση. Γιατί ένα μεγάλο μέρος της διδασκαλίας της τέχνης εν γένει, δεν είναι η τεχνική κι η τεχνολογία των υλικών και των μέσων που έχει κάποιος να μεταγγίσει ως πληροφορία, αλλά η ψυχή που έχει να μεταγγιστεί. Κι έρχομαι στο θέμα της ηθικής των προσώπων. Είναι αυτό που μου΄χε πει ο δάσκαλός μου στο κλαρίνο. Οποιοσδήποτε μπορεί να βγάλει ήχο. Αλλά η μουσική δεν είναι ένα κομμάτι, είναι η ψυχή. Είναι ο πόνος ο προσωπικός που συντονίζεται με τον συμπαντικό πόνο αυτού του πράγματος, κι αυτό βγαίνει ως αίσθημα.
»Όταν μου πρότεινε ο Χριστόφορος τον ρόλο του Χαράλαμπου στο “Maestro”, σοκαρίστηκα απόλυτα. Για μένα δεν υπάρχει, ούτε υπήρχε, κάποιο ανάλογο στο παρελθόν ή μετά. Ηταν αυτό. Επειδή έχω και δύο παιδιά, δεν ήξερα τι ν΄απαντήσω, τι ν΄αποφασίσω, τι να σκεφτώ, πώς να τοποθετηθώ εγώ απέναντι σ΄ένα τέτοιο υλικό. Ηταν πάρα πολύ δύσκολο. Και δεν μπορούσα ν΄αποφασίσω με κριτήρια άλλα. Αναρωτιόμουν πως μπορώ να εμπλακώ μ΄αυτό. Το μόνο που με παρέσυρε ήταν η κάθετα θετική κρίση του γιου μου με τον οποίο συζητάω τα πάντα, όχι τώρα που είναι 20, αλλά από πολύ μικρός. Αν μου΄λεγε όχι, δεν θα το΄κανα. Του είπα ότι μου έγινε μια πρόταση για έναν πολύ κακό χαρακτήρα απ΄τον Παπακαλιάτη… “Να το κάνεις”, μου είπε, χωρίς άλλα λόγια. “Ασε να σου εξηγήσω”, του΄λεγα, “να το κάνεις”, επέμενε. Κι έτσι πήρα τηλέφωνο τον Χριστόφορο. Μετά ο Χριστόφορος με ηρεμούσε και με καθησύχαζε. Ένα πράγμα είχα πει στον Χριστόφορο: “Ρε φίλε όταν αυτό θα προβληθεί, εγώ πως θα βγω έξω απ΄ το σπίτι; Πώς θα βγω απ΄την πόρτα…”. Ετρεμα πραγματικά. Γιατί σκεφτόμουν ότι θα βγω και ο άλλος θα δει αυτόν και άρα κινδυνεύω στην κυριολεξία.
»Δεν είχα απολύτως τίποτα να πιαστώ, από πουθενά να κρατηθώ, να φανταστώ. Δεν μπορούσα να νιώσω δημιουργικός.
»Θεωρώ δεδομένο ότι ο καθένας μας είναι όλα -και αυτό, και υπό συνθήκες μπορεί να προκύπτει στην επιφάνεια ή όχι. Αυτό που ένοιωθα και το συνειδητοποιώ τώρα είναι ότι αυτό το τόσο κακό πρόσωπο νομίζω ότι διαισθητικά επέλεγα κάθε στιγμή και ο Χριστόφορος ταυτόχρονα, να είναι ξεκάθαρα απόλυτα, αμιγώς κακό και σε όσο πιο ακραία μορφή, γιατί αλλιώς νομίζω ότι δεν θα ίσχυε. Επρεπε να είναι ο απόλυτος βούρκος, το απόλυτο τίποτε -εκεί ήταν η τρομακτική δυσκολία. Επρεπε να μην υπάρχει κενό πουθενά χωρίς να ξέρεις όμως αν υπάρχει ή δεν υπάρχει. Και η συντονισμένη σχέση με τον Χριστόφορο, γιατί εκείνος είχε την κινηματογράφηση αυτού του πράγματος, γιατί αυτό που είδαμε είναι και ο τρόπος που το κινηματογράφησε, έκαναν αυτά τα δύο ένα. Η συνέχεια ήταν τρομερά κοπιώδης γιατί αυτό έπρεπε να συμβαίνει, να συντηρείται, να διατηρείται από λήψη σε λήψη.
»Οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν μόνο θετικές για τον Χαράλαμπο. Αυτό που με συγκινεί και μου συμβαίνει πρώτη φορά είναι ότι λαμβάνω μηνύματα απ΄το εξωτερικό, από ανθρώπους που είδαν την σειρά στο Netflix και μου μιλάνε με αφορμή τον Χαράλαμπο. Κανείς δεν μου λέει “Τι έκανες;”. Γιατί υπήρχε μια αγνή, αυθεντική προσέγγιση απ΄τον Χριστόφορο και σε κάποιο βαθμό η αγνότητα η δική μου να είμαι τόσο ανοιχτός ώστε αυτό να είναι τόσο σκατά…
»Γιατί αν δεν το βλέπαμε και μ΄αυτήν την απόλυτη διαύγεια, που να το καθιστά διαμάντι, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να το αντιληφθούμε.
»Ακολούθησε ο Γιώργης, και ήταν λυτρωτικό. Αλλά η συγκυρία το΄φερε έτσι -το “Maestro” ήταν να πάει αρκετά νωρίτερα, οπότε όταν θα ξεκινούσε το “Αυτή η νύχτα μένει” θα΄χε ήδη ολοκληρωθεί. Στον Γιώργη περισσότερο μελετούσα τους άλλους γύρω μου. Αν οι άλλοι δεν ήταν αυτοί, αυτός δεν θα μπορούσε να είναι αυτό. Όπως και ο Χαράλαμπος, και οι δύο ζούσαν την ζωή τους μ΄ένα παράφορο πάθος. Ο ένας ανοιχτός στο αρνητικό, ο άλλος μόνο στο θετικό -μονόδρομος. Αυτοί οι δύο θα μπορούσαν να είναι ένα. Τώρα τι ένα θα ήταν αυτό, δεν ξέρω. Αλλά δεν είχα δει πουθενά έναν άνθρωπο τόσο ανοιχτό, τόσο μόνο αλήθεια, όσο τον Γιώργη.
»Είμαι κι εγώ των έντονων συναισθημάτων και τρώω τα μούτρα μου. Το να μην φάω τα μούτρα μου δεν έχει παίξει ποτέ.
»Τώρα με τον “Σκαραβαίο” έρχεται μια ισορροπία, ίσως. Ο ήρωας εκπορεύεται από άλλες καταβολές και επηρεάζεται από άλλες συνθήκες, οπότε η επιλογή του δεν είναι επιλογή, είναι ανάγκη. Ετσι μπλέκει στην επαγγελματική του καθημερινότητά και το προσωπικό. Επίσης είναι ένας άνθρωπος μόνος, μ΄έναν σκύλο, μια κόρη που σπουδάζει και μια μάνα που θα δούμε στην πορεία, πως έχει φτάσει αυτή η σχέση του στο παρόν.
»Η διαίσθησή μου με οδηγεί, όχι η λογική. Το “Underground” είναι οι άνθρωποι, ο Βασίλης, η Αλεξάνδρα, ο Νικίτα -που έχουμε ξανασυνεργαστεί, η Αμάλια, ο Αγγελος Τριανταφύλλου, η μουσική. Αλλωστε η συμβατότητά μου με την παραδοσιακή μουσική είναι δεδομένη. Εγώ είμαι από δύο καταβολές ορεινός -ο πατέρας μου απ΄τα ελληνοαλβανικά σύνορα, η μάνα μου απ΄την Φωκίδα. Οπότε τα κλαρίνα, τα χάλκινα είναι στο DNA μου. Ηταν ένας δικός μου χώρος. Εγώ σ΄αυτό το έργο διάβασα την αγάπη αυτών των δύο ανδρών του Μάρκο και του Μπλάκι. Προσδιορίστηκα συναισθηματικά. Και τώρα το απολαμβάνουμε, όλοι μας, κάθε φορά.
»Ναι, είναι ισχυρή η αντρική φιλία. Και είναι γιατί προκύπτει από μια καθαρότητα και μια παιδική ανιδιοτέλεια, η οποία δεν σ΄αφήνει ποτέ να ωριμάσεις και να γίνεις άνδρας. Θα΄σαι πάντα παιδί γιατί αυτό αναζητάς και αυτό είναι που προκύπτει κι απ΄τον άλλον. Δεν υπάρχει ανταγωνισμός, υπάρχει μια παιδικότητα κι εγώ την έχω τόσο μεγάλη ανάγκη. Είναι τόσο λυτρωτική σε σχέση με τον τρόπο που ζεις στο παρόν. Οπότε είναι ένας χώρος αμιγώς προσωπικός και αλώβητος, δεν μπορεί να τον βλάψει τίποτα.
»Η δημοσιότητα δεν έχει απολύτως τίποτε που να μην μ΄αρέσει. Δεν το επεδίωξα ούτε το επιδιώκω. Είναι ένα φυσιολογικό επακόλουθο ενός πράγματος που ακριβώς επειδή αυτό το βίωνα με τον ίδιο απόλυτο τρόπο σαν απόλαυση ευχαρίστηση και ικανοποίηση, φέρνει τον καθένα απέναντί μου σαν έναν φίλο, ας πούμε, που μάλλον έχω ξεχάσει τ΄όνομά του και είναι μεγαλύτερη η ντροπή. Είναι σε τόσο βαθιά ανθρώπινο επίπεδο.
»Δεν ξέρω πώς θα ήταν αλλιώς, αλλά δεν είναι σαν να σε σταματήσει κάποιος για να πει συγχαρητήρια. Ποτέ δεν συνέβη, έτσι. Είναι μια πολύ βαθιά ανθρώπινη σχέση, σαν να είχαμε να βρεθούμε απ΄τον στρατό και βρισκόμαστε ξανά τώρα, ή ένας συμμαθητής απ΄το σχολείο. Γι αυτό και δεν μπορώ να πω ότι μ΄ενοχλεί, ούτε μ΄ενόχλησε ποτέ.
»Εγώ, όπως όλοι, κρίνω εξ ιδίων κι αυτό που σου λένε να μην κρίνεις εξ΄ιδίων δεν γίνεται. Αν εγώ περνάω καλά δεν μπορεί να μην περάσει κι ο άλλος, αν εγώ δεν το απολαμβάνω, δεν θα το απολαύσει κανείς. Είναι δική μου ευθύνη ο θεατής σε οποιαδήποτε περίπτωση, να ταξιδέψει».
«Σκαραβαίος», κάθε Κυριακή (21.00), Alpha
«Underground», θέατρο Ακροπόλ