»Πρώτα ήταν ο “Ερωτας μετά” και ύστερα “Η σκοτεινή θάλασσα”. Την τηλεόραση την αντιμετώπιζα και την αντιμετωπίζω σαν κινηματογράφο γιατί εγώ έτσι έμαθα την κάμερα. Και πλέον οι άνθρωποι που εμπλέκονται στην τηλεόραση είναι κινηματογραφιστές, όπως αυτός ο εξαίρετος άνθρωπος με τον οποίο συνεργάζομαι τώρα, ο Χρήστος Δούρος, διευθυντής φωτογραφίας, που είναι ένα κεφάλαιο ή ο Σταύρος Στάγκος που σκηνοθετεί τον “Σκαραβαίο”. Γιατί ο τρόπος που γίνεται είναι πολύ κοντά στον τρόπο που θα ήταν αν γινόταν ταινία. Αυτό που λείπει είναι ο χρόνος. Αλλά κι οι περισσότεροι τεχνικοί είναι ασκημένοι κινηματογραφιστές. Και μιλάω για μια άλλη ηθική του πράγματος, όχι την τεχνική.
»Aυτό που βλέπω λίγο ως θέμα, είναι μια μικρή έλλειψη στην εκπαίδευση των ηθοποιών σε σχέση με την κάμερα. Σαν να΄χει πιάσει τον ηθοποιό όλο αυτό το κύμα της ανάπτυξης σε σχέση με την κάμερα, λίγο αδιάβαστο, απροετοίμαστο, απαίδευτο. Οι δραματικές δεν ασχολούνται καθόλου με την κάμερα -χρειάζεται άλλου είδους εκπαίδευση.
»Εγώ είχα εξαίρετους δασκάλους, αρχής γενομένης απ΄τον Νίκο Τζόγια, τον Ιάκωβο Ψαρρά, την Ελένη Χατζηαργύρη, την Μαρία Χορς, την Ελεν Τσουκαλά, τον Στέφανο Βασιλειάδη, τον Κώστα Καστανά και τον βασικό μου δάσκαλο, τον αγαπημένο Γιώργο Μιχαλακόπουλο. Ανθρωποι που ήταν η πράξη και η πεμπτουσία της ζωής τους στο παρόν κάθε στιγμή. Ανθρωποι που είχαν την εμπειρία και την βαθειά γνώση γιατί ήταν εμμονικά ταγμένοι σ΄ένα αντικείμενο που το υπηρετούσαν απ΄όλες τις πλευρές. Κι αυτό έκανε τη διαφορά. Ενώ τώρα ισχύει η σχετικότητα στα πράγματα, ότι ο καθένας μπορεί να΄ναι το οτιδήποτε -τότε όχι. Δεν ήσουν ό,τι δήλωνες, αλλά αυτό που επιβεβαιωμένα δηλωνόταν ότι είσαι.
»Τώρα υπάρχει ένας μη ορθόδοξος τρόπος και τα αποτελέσματα αυτού του μη ορθόδοξου τρόπου τα βλέπουμε μπροστά μας, γιατί αλλιώς θα βλέπαμε τ΄άλλα. Υπάρχει ένα κενό σοβαρό στο θέμα της παιδείας και από κάπου εκπορεύεται. Αυτό δεν το συζητούσαμε πριν από κάποια χρόνια. Το βλέπω σήμερα όταν συναντιέμαι με νέους ανθρώπους που έχουν πραγματικά την επιθυμία, την ανάγκη, αλλά έχουν τύχει μιας μη εκπαίδευσης.
»Σήμερα υπάρχει μια ευκολία. Κι αυτό είναι ένα σύμπτωμα δύο δεκαετιών θα έλεγα. Κι έχει κερδίσει τον χώρο του, λόγω της πολύ γρήγορης καταξίωσης, χωρίς αντίκρισμα, χωρίς βάση. Γιατί ένα μεγάλο μέρος της διδασκαλίας της τέχνης εν γένει, δεν είναι η τεχνική κι η τεχνολογία των υλικών και των μέσων που έχει κάποιος να μεταγγίσει ως πληροφορία, αλλά η ψυχή που έχει να μεταγγιστεί. Κι έρχομαι στο θέμα της ηθικής των προσώπων. Είναι αυτό που μου΄χε πει ο δάσκαλός μου στο κλαρίνο. Οποιοσδήποτε μπορεί να βγάλει ήχο. Αλλά η μουσική δεν είναι ένα κομμάτι, είναι η ψυχή. Είναι ο πόνος ο προσωπικός που συντονίζεται με τον συμπαντικό πόνο αυτού του πράγματος, κι αυτό βγαίνει ως αίσθημα.
»Όταν μου πρότεινε ο Χριστόφορος τον ρόλο του Χαράλαμπου στο “Maestro”, σοκαρίστηκα απόλυτα. Για μένα δεν υπάρχει, ούτε υπήρχε, κάποιο ανάλογο στο παρελθόν ή μετά. Ηταν αυτό. Επειδή έχω και δύο παιδιά, δεν ήξερα τι ν΄απαντήσω, τι ν΄αποφασίσω, τι να σκεφτώ, πώς να τοποθετηθώ εγώ απέναντι σ΄ένα τέτοιο υλικό. Ηταν πάρα πολύ δύσκολο. Και δεν μπορούσα ν΄αποφασίσω με κριτήρια άλλα. Αναρωτιόμουν πως μπορώ να εμπλακώ μ΄αυτό. Το μόνο που με παρέσυρε ήταν η κάθετα θετική κρίση του γιου μου με τον οποίο συζητάω τα πάντα, όχι τώρα που είναι 20, αλλά από πολύ μικρός. Αν μου΄λεγε όχι, δεν θα το΄κανα. Του είπα ότι μου έγινε μια πρόταση για έναν πολύ κακό χαρακτήρα απ΄τον Παπακαλιάτη… “Να το κάνεις”, μου είπε, χωρίς άλλα λόγια. “Ασε να σου εξηγήσω”, του΄λεγα, “να το κάνεις”, επέμενε. Κι έτσι πήρα τηλέφωνο τον Χριστόφορο. Μετά ο Χριστόφορος με ηρεμούσε και με καθησύχαζε. Ένα πράγμα είχα πει στον Χριστόφορο: “Ρε φίλε όταν αυτό θα προβληθεί, εγώ πως θα βγω έξω απ΄ το σπίτι; Πώς θα βγω απ΄την πόρτα…”. Ετρεμα πραγματικά. Γιατί σκεφτόμουν ότι θα βγω και ο άλλος θα δει αυτόν και άρα κινδυνεύω στην κυριολεξία.
»Δεν είχα απολύτως τίποτα να πιαστώ, από πουθενά να κρατηθώ, να φανταστώ. Δεν μπορούσα να νιώσω δημιουργικός.
»Θεωρώ δεδομένο ότι ο καθένας μας είναι όλα -και αυτό, και υπό συνθήκες μπορεί να προκύπτει στην επιφάνεια ή όχι. Αυτό που ένοιωθα και το συνειδητοποιώ τώρα είναι ότι αυτό το τόσο κακό πρόσωπο νομίζω ότι διαισθητικά επέλεγα κάθε στιγμή και ο Χριστόφορος ταυτόχρονα, να είναι ξεκάθαρα απόλυτα, αμιγώς κακό και σε όσο πιο ακραία μορφή, γιατί αλλιώς νομίζω ότι δεν θα ίσχυε. Επρεπε να είναι ο απόλυτος βούρκος, το απόλυτο τίποτε -εκεί ήταν η τρομακτική δυσκολία. Επρεπε να μην υπάρχει κενό πουθενά χωρίς να ξέρεις όμως αν υπάρχει ή δεν υπάρχει. Και η συντονισμένη σχέση με τον Χριστόφορο, γιατί εκείνος είχε την κινηματογράφηση αυτού του πράγματος, γιατί αυτό που είδαμε είναι και ο τρόπος που το κινηματογράφησε, έκαναν αυτά τα δύο ένα. Η συνέχεια ήταν τρομερά κοπιώδης γιατί αυτό έπρεπε να συμβαίνει, να συντηρείται, να διατηρείται από λήψη σε λήψη.
»Οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν μόνο θετικές για τον Χαράλαμπο. Αυτό που με συγκινεί και μου συμβαίνει πρώτη φορά είναι ότι λαμβάνω μηνύματα απ΄το εξωτερικό, από ανθρώπους που είδαν την σειρά στο Netflix και μου μιλάνε με αφορμή τον Χαράλαμπο. Κανείς δεν μου λέει “Τι έκανες;”. Γιατί υπήρχε μια αγνή, αυθεντική προσέγγιση απ΄τον Χριστόφορο και σε κάποιο βαθμό η αγνότητα η δική μου να είμαι τόσο ανοιχτός ώστε αυτό να είναι τόσο σκατά…