Γεώργιος Μπαμπινιώτης

Γεώργιος Μπαμπινιώτης: Γιατί οι γονείς πρέπει να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο

Η επάνοδος των μαθητών στα σχολεία, μετά την ξαφνική αλλά απαραίτητη διακοπή λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, προκαλεί αγωνία στους γονείς. Ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης απαντά σε όλα όσα προβληματίζουν σήμερα την οικογένεια. Όχι βέβαια ως ιατρός, αλλά ως βαθύς γνώστης της παιδείας και της εκπαίδευσης, με την σύνεση και την σοφία της επιστημονικής του κατάρτισης. Και μαζί θίγει τα κακώς κείμενα ενός πάγιου συστήματος που αποπροσανατολίζει τον μαθητή από την ουσία του σχολείου.

Κύριε καθηγητά, έχουν απομακρυνθεί τα παιδιά από το σχολείο; Θα είναι δύσκολη η επιστροφή;

«Το διάστημα της κατ΄οίκον παραμονής των παιδιών μαζί με τους γονείς πιστεύω ότι περισσότερο από μια τάση απομάκρυνσης από το σχολείο τους δημιούργησε μια νοσταλγία επιστροφής στο σχολείο. Γιατί τα παιδιά, ιδίως της μικρότερης ηλικίας, συνδέουν το σχολείο με συνάντηση συμμαθητών, με παιχνίδι, με παρέα, με μία άλλη δραστηριότητα και γιατί όχι με μία σχέση με τον δάσκαλο, που συνιστά την αυθεντία και τον άνθρωπο που βρίσκεται κοντά τους.
Αυτό δεν ισχύει για τα παιδιά που βρίσκονται στο στάδιο των εξετάσεων εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, ένα στάδιο δοκιμασίας. Αλλά και στην Δευτεροβάθμια εκπαίδευση η σχέση των παιδιών με το σχολείο παραμένει στενή, έστω κι αν τα πολυφορτώνουμε με γνώσεις και ένα είδος πληροφοριών που δεν αφομοιώνονται πάντοτε, ενίοτε δε είναι και απωθητικές».

Δεν κινδυνεύει δηλαδή ένα παιδί να έχει «ξεχάσει» το σχολείο του;

«Το παιδί δεν ξεχνάει ποτέ το σχολείο γιατί το έχει συνδέσει βιωματικά με ένα πλήθος ερεθισμάτων, τα οποία λειτουργούν έντονα στην ψυχή του. Ακόμα κι αν επιβαρύνεται με κάποια μαθήματα, με κάποια ένταση ή κούραση, συνδέεται στενά με το σχολείο και δεν το ξεχνάει ποτέ».

Άρα στην γενικότερη συζήτηση περί επιστροφής ή μη των παιδιών στο σχολείο, τάσσεστε υπέρ;

«Δεν είναι δυνατόν να κρατήσεις έναν πληθυσμό, που στην Ελλάδα ανέρχεται στο ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες παιδιά συν εκατό χιλιάδες των ιδιωτικών σχολείο, δεμένο και περιορισμένο στο σπίτι. Το παιδί συνδέεται με την ελευθερία των κινήσεων, είναι ένας άλλος ψυχικός κόσμος. Ο μεγάλος συγκεντρώνεται, ανοίγει ένα βιβλίο. Άρα αυτόν τον πληθυσμό είναι τραγικό να τον κρατήσεις, ολόκληρο, στο σπίτι. Μπορείς να κάνεις μια διάκριση για τα πολύ μικρά παιδιά –νηπιαγωγείο, πρώτες τάξεις του δημοτικού, λόγω της πανδημίας, αλλά στα μεγαλύτερα, των τελευταίων τάξεων του δημοτικού, παιδιά, στα πάνω από δέκα ετών, μπορείς να έχεις μια εκ νέου επαφή με το σχολείο. Και να μην περάσει ένα τόσο μεγάλο διάστημα, από τις αρχές Μαρτίου, αποσύνδεσης με το σχολείο.
Πέρα από την εκπαίδευση και την μόρφωση που παρέχει το σχολείο είναι χώρος δραστηριότητας και κοινωνικοποίησης με τα άλλα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς. Ουσιαστικά με έναν μικρόκοσμο που τα προετοιμάζει για τον μεγαλύτερο, την κοινωνία. Επομένως δεν μπορείς να κρατήσεις το παιδί, τον μαθητή, μακριά από το σχολείο, μόνον σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης, γιατί δεν μπορείς να διακινδυνεύσεις την υγεία του. Όταν ο κίνδυνος μειωθεί, σε ελεγχόμενα επίπεδα, τότε το παιδί θα γυρίσει στον φυσικό του χώρο που είναι η οργανωμένη εκπαίδευση».

Πιστεύετε ότι το χρονικό διάστημα ήταν μεγαλύτερο από αυτό που θα έπρεπε;

«Όχι, ήταν το αναγκαίο. Αρχίζει και παίρνει άλλη διάσταση αν το τραβήξουμε τώρα που βρισκόμαστε στην τελευταία περίοδο της σχολικής ζωής. Αν επεκτείνουμε την απομάκρυνση του παιδιού από το σχολείο, τότε αρχίζει και λειτουργεί ανάποδα, αντίστροφα, δηλαδή εις βάρος του παιδιού. Δεν το προφυλάσσουμε πια, αλλά το αποκόπτουμε από τις φυσικές τους δραστηριότητες, με εξαίρεση τα πολύ μικρά παιδιά που υπάρχει η δυσκολία ελέγχου της κίνησης και της προφύλαξή τους. Κι αυτό είναι κάτι που σκέπτονται και εξετάζουν.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ένας υπουργός Παιδείας έχει δύο επιλογές. Η μία είναι η εύκολη λύση, να μην κάνει τίποτα. Αφήνει τα παιδιά στο σπίτι, αφήνει τα σχολεία κλειστά, οπότε είναι όλα υπό έλεγχο και δεν έχει να διακινδυνεύσει τίποτα. Αλλά αυτή η λύση δεν είναι χρήσιμη και δημιουργική. Η άλλη είναι η επιστροφή στον φυσικό τους χώρο, που γεννά δυσκολίες τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσεις. Και η εκτίμησή μου είναι ότι αντιμετωπίζονται με έναν πολύ σοβαρό τρόπο που έχει σχέση με τις οδηγίες των ειδικών (γιατρών, λοιμοξιολόγων) και με την προβλεπτικότητα που χρειάζεται από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας».

Δεν ισχύουν όμως οι ίδιες συνθήκες σε όλα τα σχολεία, και αναφέρομαι στους χώρους και στις αντίστοιχες δυνατότητες…

«Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία ως προς την εφαρμογή. Ναι, ένα μεγάλο ευρύχωρο σχολείο που διαθέτει χώρους προσφέρεται περισσότερο από ένα άλλο, με μικρότερες αίθουσες. Αλλά αυτές οι διαφορές υπάρχουν πρώτα-πρώτα σε όλη την ζωή των ανθρώπων και σε όλη την εκπαίδευση, και στην κανονική της μορφή. Αν σταθούμε στις διαφορές και στις δυσκολίες, τότε θα πρέπει να κλειστούμε στο σπίτι και να μην ξαναβγούμε. Δεν θεωρώ ότι αυτή είναι η λύση.
Χρειάζεται βέβαια προσοχή και συστηματική αντιμετώπιση, αλλά νομίζω ότι υπάρχει σε μεγάλο βαθμό».

Ωστόσο μια μερίδα δασκάλων αντιδρά;

«Δεν θέλω τον δάσκαλο, τον εκπαιδευτικό, να απαρνείται το έργο του, που είναι να βρίσκεται κοντά στους μαθητές, έστω και υπό συνθήκες που είναι δύσκολες και γεννούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποια προβλήματα. Ο δάσκαλος είναι εκεί, είναι σημείο αναφοράς. Εγώ μιλάω για μια εξίσωση, όπου σχολείο ίσον δάσκαλος.
Αν βγάλεις τον δάσκαλο από το σχολείο, δεν υπάρχει σχολείο. Δεν μπορούμε οι δάσκαλοι να πούμε δεν μπορώ να είμαι στο σχολείο, διότι στην πραγματικότητα αυτό καταλύει την έννοια του σχολείου και της εκπαίδευσης.
Και αναφέρομαι στις γενικότερες στάσεις που είναι αρνητικές για να λειτουργήσουν τα σχολεία. Αυτές οι στάσεις νομίζω ότι ακυρώνουν την ιδιότητα του δασκάλου, δεν την επικυρώνουν. Ο δάσκαλος είναι μαχητής, μαχόμενο άτομο, και το έχουν αποδείξει οι δάσκαλοι. Και τώρα είναι μια δύσκολη περίοδος που ο δάσκαλος πρέπει να είναι εκεί, να στηρίξει τους μαθητές, τώρα που το χρειάζονται περισσότερο».

Πιστεύετε στην δύναμη και την επιρροή του δασκάλου;

«Ξέρετε, ως τα δώδεκα έτη του παιδιού ο δάσκαλος θεωρείται αυθεντία και το επηρεάζει πάρα πολύ. Αλλά και στα επόμενα χρόνια, ένας συγκροτημένος δάσκαλος, επηρεάζει πολύ. Οπότε αυτή την θετική επίδραση δεν θέλω να την στερηθούν τα Ελληνόπουλα. Θέλω τον δάσκαλο πλάι τους, όπως ήταν πάντα. Και ο Έλληνας δάσκαλος είναι μια μορφή αγωνιζομένου ανθρώπου –καθώς οι μισθοί τους δεν είναι αυτοί που θα έπρεπε. Γι΄αυτό τώρα, την δύσκολη ώρα, τους ήθελα μπροστάρηδες, να μην είναι άνθρωποι που θα βρεθούν μακριά από το σχολείο και θα το καταργήσουν με την απουσία τους».

Για την φετινή Γ΄Λυκείου που δίνει Πανελλήνιες, η έκτακτη αυτή κατάσταση θα αποδειχθεί δυσκολότερη;

«Ψυχολογικά είναι μια χρονιά χειρότερη από όλες τις άλλες. Αν το δούμε όμως από μια άλλη πλευρά, την οποία θα χαρακτηρίσω χρησιμοθηρική, χρηστική, οι μαθητές έμειναν περισσότερο στο σπίτι τους και διάβασαν περισσότερο. Επιπλέον μειώθηκε η ύλη και άρα την έχουν καλύψει. Κι επειδή καταφεύγουν και σε φροντιστήρια, τα οποία ουδέποτε έπαυσαν, θα έλεγα επομένως ότι οι μαθητές της Γ΄Λυκείου εφέτος είναι καλύτερα προετοιμασμένοι από μαθησιακής πλευράς –κι ας ακούγεται παράξενο αυτό. Αλλά είναι ψυχολογικά τραυματισμένοι από το κλείσιμο στο σπίτι, χωρίς παρέες».

Αυτό ωστόσο που περιγράφετε οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τελικά στην Γ΄Λυκείου σημαντικότερο είναι το φροντιστήριο από το σχολείο…

«Αυτό είναι ένα μείζον θέμα. Και το έχω πάντοτε αντιμετωπίσει με την εξής έννοια: Όσο το εκπαιδευτικό μας σύστημα στο Λύκειο ετοιμάζει μαθητές και προσβλέπει ως κύριο στόχο την είσοδο στα Πανεπιστήμια και όχι στην παροχή μιας γερής γενικής μόρφωσης, όσο το σύστημά μας είναι προ-πανεπιστημιακό, φροντιστηριακό (ιδίως με τον προηγηθέντα υπουργό είχε γίνει ένα φροντιστήριο), αυτό είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει. Και ενισχύει την νοοτροπία του φροντιστηρίου το οποίο στην ελληνική κοινωνία έχει αποκτήσει έναν υπέρμετρο σεβασμό και εκτίμηση εις βάρος του σχολείου. Δεν μπορούσε να συμβεί τίποτα χειρότερο στην ελληνική εκπαίδευση από το να λογαριάζει και να εκτιμά ο μαθητής και ο γονέας περισσότερο το φροντιστήριο από το σχολείο.
Είναι μια συνταγογραφημένη και ειδικά προετοιμασμένη μορφή γνώσεων που δίδεται για την αντιμετώπιση του τρόπου εκπαίδευσης. Δεν έχει όμως καμία σχέση με καλλιέργεια, με παιδεία και μόρφωση. Κι αυτό είναι που λείπει από την εκπαίδευσή μας. Χρειάζεται πάντοτε εκ νέου αντιμετώπιση του περιεχομένου της ύλης της εκπαίδευσης, ώστε να κάνουμε την βασική γνώση που είναι η γλώσσα, τα μαθηματικά, η ιστορία, η γεωγραφία, οι θετικές επιστήμες, αγαπητά, ελκυστικά, ενδιαφέροντα. Και να μην είναι πληροφορίες αμάσητες, αναφομοίωτες και συχνά σχολαστικές ως απεχθείς».

Τι αντιπροτείνετε;

«Πιστεύω ότι το διάστημα από 15 ως 18, που είναι η καλύτερη ηλικιακή και νοητική εποχή για τα παιδιά, γιατί έχουν την μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσληψης, λόγω της ανάπτυξης της νοημοσύνης, αυτή η περίοδος είναι καταδικασμένη σε αχρησία και σε αποπροσανατολισμό. Γιατί είναι προσανατολισμένη με την σύνδεση εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Δεν έπρεπε το σχολείο να συνδέεται με αυτά.
Εγώ θα ήθελα τις τρεις τάξεις του Λυκείου να αποτελούν καθοριστικό, αν όχι τον μόνο, παράγοντα για την είσοδο στα Πανεπιστήμια. Κάτι που ισχύει στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Αυτή η τριετία που δίνει την εικόνα του μαθητή, είναι και το διαβατήριο για να μπει στο Πανεπιστήμιο. Αλλά για να είναι αυτό το διαβατήριο αξιόπιστο χρειάζεται, πέρα από την βαθμολογία που δίνει ο δάσκαλος στην τάξη, να υπήρχε και μια γενική εξέταση σε κάθε τάξη –η λεγόμενη τράπεζα θεμάτων, την οποία υποτιμούμε και την έχουμε δαιμονοποιήσει. Ενώ είναι ένας τρόπος για να έχουμε μια αντικειμενική εικόνα του μαθητή και να στηριχτούμε σ΄αυτή την εικόνα για να το πάρουμε στο Πανεπιστήμιο. Και όχι να κρίνουμε ένα παιδί με ένα τρίωρο, όπου μπορούν να συμβούν πολλά –μια υπερευαισθησία, μια αρρώστια, ένα έκτακτο γεγονός, που θα μειώσουν την επίδοσή του και μπορεί να χάσει μια χρονιά. Η τρίωρη αυτή εξέταση είναι αναξιόπιστη. Όλα αυτά είναι τραγικά για το ίδιο το παιδί και για την οικογένεια. Και γιατί; Γιατί δεν παίρνουμε αποφάσεις που να είναι δυναμικές, που ίσως στεναχωρήσουν στην αρχή κάποιον, αλλά που είναι η λύση του προβλήματος, όπως σε όλο τον κόσμο».

Την Δευτέρα ξαναρχίζει, λοιπόν, το σχολείο. Ποια είναι η συμβουλή σας;

«Θα έλεγα στους γονείς να εμπιστευτούν το σχολείο, να στείλουν με ανοιχτή καρδιά και με τις σωστές προσδοκίες τα παιδιά τους, έτσι όπως έχει προσδιορίσει η πολιτεία να γίνει αυτή η επάνοδος. Και να σταθούν πάλι δίπλα στα παιδιά τους, ιδίως σε εκείνα που δοκιμάζονται με την εξέτασή τους στα Πανεπιστήμια. Ο ρόλος του γονέα είναι καθοριστικός. Ώστε μαζί με την πανδημία, που την περάσαμε με γενναιότητα και αγωνιστικότητα, αυτό το πνεύμα να ισχύσει απέναντι στα παιδιά μας και στην σχέση μας με το σχολείο».