Ευγενία Δημητροπούλου: «Η υιοθεσία δεν είναι λύση, είναι επιλογή»
Η Ευγενία Δημητροπούλου εκπέμπει έναν ρομαντισμό, μια θετική αύρα. Κρύβει όμως μέσα της μια δύναμη, μια αποφασιστικότητα και το αποδεικνύει με τις επιλογές της. Μαμά της τρίχρονης Εύας απ΄την Σιένα Λεόνε, που υιοθέτησε μαζί με τον άντρα της, απολαμβάνει τον ρόλο της ζωής της. Γεννήθηκε στην Λαμία. Στην Αθήνα ήρθε στα 18 της για σπουδές -Νομική και θέατρο.
«Εχω ακόμα το σύνδρομο του καλού παιδιού και δεν το λέω πάντα θετικά, γιατί καταπιέζεσαι πάρα πολύ. Από μικρό παιδί μπορούσε να με πονάει το στομάχι μου γιατί έβαζα πολλά πρέπει στον εαυτό μου. Επρεπε να τα κάνω όλα σωστά, όλα τέλεια. Είναι αλήθεια ότι οι άλλοι θεωρούσαν πως αν μου αναθέσουν κάτι, θα είναι σωστά, στην ώρα του. Αλλά είναι και μια πίεση δική μου.
«Είμαι το μεσαίο απ΄τα τρία παιδιά και η μαμά ανάθετε σε μένα να΄μαι η πιο προσεκτική, να φροντίζω ή μάλλον να εποπτεύω τα άλλα δύο. Οταν έλεγε κάτι σε μένα, ήξερε ότι θα γίνει. Θυμάμαι ότι φοιτητές πια κι οι τρεις, ένα καλοκαίρι στα Καμμένα Βούρλα, βγαίνοντας το βράδυ, η μαμά μου λέει “Ευγενία να προσέχεις τα παιδιά”… Ο αδελφός μου είναι μεγαλύτερος τέσσερα χρόνια κι η αδελφή μου δυόμιση μικρότερη.
»Κατάλαβα πολύ καλά τι θα πει να΄σαι το μεσαίο παιδί, το παιδί-σάντουιτς, που συμπιέζεται για να έχει τον προσωπικό του χρόνο. Είναι το παιδί που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες στην οικογένεια. Ημουν το πιο συνετό, το πιο επιμελές. Στο σχολείο ήμουν πάντα μέρος της παρέας -η απουσιολόγος που έκρυβε απουσίες και την φώναζαν στο γραφείο.
»Γεννήθηκα στην Λαμία, ξαναγύρισα στον Πύργο Ηλείας ημερών, όπου οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι, φιλόλογοι κι οι δυο, καθηγητές. Στα έξι μου επιστρέψαμε στην Λαμία. Εκεί έζησα ως τα 18 που ήρθα στην Αθήνα για σπουδές. Η καταγωγή μου είναι Αρκαδία-Ευρυτανία.
»Ηταν ωραία στην Λαμία. Είχε πολιτιστική ζωή, Πινακοθήκη, Βιβλιοθήκη. Κάποια στιγμή κατάλαβα όμως ότι θέλω να΄ρθω στην Αθήνα. Θέατρο βλέπαμε οικογενειακώς κάθε καλοκαίρι στην Επίδαυρο. Αρεσε στους γονείς μου το αρχαίο δράμα. Πηγαίναμε όλοι μαζί με το αυτοκίνητο και καθ΄οδόν μας έλεγαν την ιστορία, τον μύθο που πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε, σαν παραμύθι. Πρώτη φορά πήγα δυόμιση ετών. Εχω δει απιστευτες παραστάσεις –είχα δει τον “Οιδίποδα” του Στούρουα με την Καρέζη και τον Καζάκο. Θυμάμαι τον κόσμο που είχε σηκωθεί πάνω και φώναζε και μ΄έκανε να νοιώθω πολύ μικρή.
»Ημασταν δεμένη οικογένεια και παραμένουμε. Ο αδελφός μου σπούδασε ιστορία και είναι ξεναγός. Η αδελφή μου είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός -έχει παντρευτεί και έχει ένα μικρό παιδί.
»Θυμάμαι ότι είχαμε κατέβει κάποια στιγμή στην Αθήνα και είδαμε την “Μελωδία της Ευτυχίας“ και την ίδια εποχή είχα δει μια “Ιφιγένεια” στην Λαμία και είχα πει στην μαμά μου ότι εγώ θάθελα ν΄ασχοληθώ με το θέατρο. Ημουν γύρω στα δέκα…
»Παράλληλα με το σχολείο έκανα θεατρικό εργαστήριο και θυμάμαι πως την μέρα που κάναμε την παράστασή μας είπα στους γονείς μου πως είμαι ευτυχισμένη.
Η δική μου επανάσταση ήταν το θέατρο.
»Σπούδασα Νομική. Μ΄ενδιέφερε σαν επιστήμη, μ΄έμαθε πολλά και μου άνοιξε τον τρόπο σκέψης. Και τότε άρχισα παράλληλα να πηγαίνω στην ερρασιτεχνική θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου. Εκεί ερχόντουσαν κάποιοι casting directors που έψαχναν βοηθητικούς. Τα πρώτα-πρώτα μου χρήματα τα έβγαλα ως νύφη στις “Νύφες” του Παντελή Βούλγαρη. Μετά με είδε ένας σκηνοθέτης και μου πρότεινε έναν μικρό ρόλο σε μια “10η εντολή”, ύστερα έμαθα για μια οντισιόν που γινόταν, πήγα, και με πήρε ο Μανουσάκης σε μια σειρά. Κι έτσι σιγά-σιγά θέλησα να το σπουδάσω. Με τα χρήματα που έβγαλα έκανα μαθήματα στο θέατρο των Αλλαγών, πήρα και μια υποτροφία και μετά αποφάσισα να σπουδάσω σε σχολή. Τότε μου λέει ο Ευδόκιμος Τσολακίδης να στείλω βιογραφικό σε μια οντισιόν που έκανε ο Δημήτρης Μαυρίκιος. Πέρασα πολλές δοκιμές και τελικά με επέλεξε -στον “Ερρίκο Δ΄” στο Εθνικό.
»Οχι δεν αισθανόμουν ότι κάνω γι΄αυτή την δουλειά. Θυμάμαι ότι όταν με πήρε ο Μαυρίκιος και το είπα στην μαμά μου, εκείνη αναρωττήθηκε “και γιατί πήραν εσένα;” Εννοούσε ότι δεν το περίμενε γιατί δεν το είχα σπουδάσει.
»Οι γονείς μας γενικότερα μας στήριζαν οικονομικά σε όλα, γλώσσες, μουσικά όργανα. Για την Δραματική Σχολή ήταν η πρώτη φορά που μου είπαν όχι –δούλευα όσο μπορούσα για να τα καλύπτω. Πλήρωναν βέβαια όλα τα άλλα, το σπίτι…
»Στην σχολή μου έδιναν τις ρομαντικές ηρωίδες που κι εμένα μ΄άρεσαν, αλλά συνήθως είχαν και κάτι κόντρα μέσα τους. Οπως η “Στέλλα Βιολάντη” -είχε κάτι επαναστατικό. Επίσης πολύ νωρίς με είχαν διαλέξει, ο Βασίλης Τσελεμέγκος, δηλαδή, για δολοφόνο σε ένα επεισόδιο απ΄τα “Ιχνη”. Ο Κοκκινόπουλος μου έχει δώσει αρκετούς τέτοιους ρόλους ή αργότερα ο Ρήγος στα “Κόκκινα Φανάρια”. Το πήγαινα λίγο προς τα εκεί, για να μην κάνω πάντα τα καλά κορίτσια. Ακόμα και στο “Νησί” μου΄λεγαν γιατί δεν έκανα την άλλη αδελφή, την πιο καλή…
»Ισως σε κάποιες δουλειές μετά το “Νησί” να ένοιωσα για πρώτη μια αυτονομία στον χώρο, γιατί είδαν την σειρά πολλοί άνθρωποι απ΄τον χώρο μας, αλλά ακόμα και πέρυσι στον “Γλυκάνισο”, είχαν διαλέξει τον Γιώργο Παπαγεωργίου κι εγώ ήμουν σε οντισιόν ανάμεσα σε άλλες.
»Είναι αλήθεια ότι δεν ταλαιπωρήθηκα πολύ στην πορεία μου. Εγώ μπορεί να επέλεγα να συνεργαστώ μ΄έναν σκηνοθέτη διαφορετικό. Οταν είχα κλείσει στα “Κόκκινα Φανάρια” ζήτησε να με δει ο Μαρμαρινός, και πήγα γιατί το θεωρούσα πολύ σημαντικό.
»Οι γονείς μου τώρα νοιώθουν καλά μ΄αυτό που κάνω, τους αρέσει, αλλά δεν είναι οι γονείς που θα τρέξουν να είναι κοντά σε κάθε πρεμιέρα. Η μαμά μου δεν έχει δει ακόμα την παράσταση. Είναι υποστηρικτικοί, αλλά κρατάνε πάντα ένα μετρό, που μας κάνει καλό, κρατούν μια ισορροπία.
»Εχω πολλές σχέσεις με ανθρώπους του χώρου, πολλές φιλίες. Ζήλειες δεν έχω γνωρίσει κι ούτε είναι κάτι που μ΄αφορά. Μένω έξω απ΄όλα αυτά.
Ξέρω ότι δείχνω ρομαντική, ίσως πιο πολύ απ΄όσο είμαι.
»Ξέρω ότι δείχνω ρομαντική, ίσως πιο πολύ απ΄όσο είμαι. Οι δύο γονείς μου είναι καθηγητές με την έννοια της προσφοράς και της αγάπης, και θυμάμαι την μαμά μου να λέει “έχω τρία παιδιά στο σπίτι και τριάντα στην αίθουσα”. Και μας έλεγε ότι όταν μεγαλώσετε και δεν με χρειάζεστε εγώ θα πάω στην Αίγυπτο στα βεδουινάκια να τους μαθαίνω γράμματα. Ισως αυτό, ίσως το ότι πάντα εγώ όταν είχαμε γατάκια στον κήπο, διάλεγα το πιο αδύναμο κι έλεγα ότι θα βάλω τόση αγάπη και θα το κάνω καλύτερα από όλα τα άλλα. Είναι ίσως άνισο το παράδειγμα που φέρνω, αλλά…
»Στην υιοθεσία ένοιωσα ότι αν εγώ έχω την ανάγκη, την διάθεση και την δύναμη να διοχετεύσω αγάπη κι ό,τι άλλο χρειάζεται σ΄ένα παιδί, γιατί απαραίητα να είναι ένα παιδί βολογικό μου και όχι ένα παιδί που ήδη υπάρχει και βρίσκεται κάπου χωρίς οικογένεια; Αρα τότε είναι δύο οι ανάγκες. Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι τα παιδιά είναι συνέχειά μας. Νομίζω ότι εμείς οι γονείς είμαστε σαν οχήματα των παιδιών προς την ενηλικίωση, τα πάμε ως τα 18, με ό,τι καλύτερο μπορούμε να τους δώσουμε. Δεν νοιώθω ότι μου ανήκει το παιδί μου.
»Αυτό σκεφτόμουν και συνάντησα έναν άντρα που σκεφτόταν το ίδιο –αυτόνομα ο καθένας. Γιατί κι εκείνος είναι άνθρωπος της προσφοράς, γιατρός. Είχε θελήσει να γίνει γιατρός χωρίς σύνορα. Και σ΄αυτό το κομμάτι συνεννοηθήκαμε. Είπαμε ότι πέρα από ό,τι άλλο έρθει στην ζωή μας, σίγουρα θα υιοθετήσουμε ένα παιδί. Ηταν ένας στόχος πολύ δύσκολος να επιτευχθεί, αλλά τα καταφέραμε.
»Εχοντας πια την εμπειρία και ούσα πολύ κοντά με μαμάδες και οικογένειες που το ζούσαν αυτό, συνειδητοποίησα ότι όλη αυτή η υπόθεση είναι μια διαδικασία που κάπου κολλάει και κάπου, μαγικά, ξεκολλάει. Αρκεί η επιλογή να μην είναι λύση αλλά επιλογή. Αυτό είναι κάτι που σου δίνει όλη την δύναμη γιατί στην διαδρομή μπορεί να σου γεννηθούν πολλές απορίες. Αν όμως σκέφτεσαι ότι θα βρεις την λύση, ότι θα τα καταφέρεις όσες δυσκολίες κι αν έρθουν, τότε όλα γίνονται πιο απλά.
»Είδα πολλές συνεντεύξες, μελέτησα. Ηταν πιο δύσκολο γιατί ήταν στην εποχή του covid. Εψαχνα, μιλούσα με ζευγάρια, διάβαζα νόμους, προσπαθούσα ν΄ανοίξω τον δρόμο. Η διαδικασία είναι μεγάλη, ξεκινώντας από μια κοινωνική έρευνα που διαρκεί μήνες και περιλαμβάνει συναντήσεις με κοινωνικούς λειτουργούς. Τότε εσύ αρχίζεις να μαζεύεις όλα τα χαρτιά, έρχονται σπίτι, γίνονται συμβούλια, φτιάχνεται ένας φάκελος. Αυτός ο φάκελος στέλνεται κάτω, στην Σιέρα Λεόνε, κι εκεί η δικηγόρος με τις κοινωνικές υπηρεσίες αναλαμβάνουν να κάνουν το λεγόμενο matching –το ταίριασμα.
»Το παιδί μας βρέθηκε όταν εμείς ήμασταν στην Ελλάδα. Ηταν 11 μηνών τότε η Εύα. Στα χέρια μας ήρθε 15-16 μηνών. Απ΄το ορφανοτροφείο που ήταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για εξετάσεις και μετά σε μια κυρία ώστε να ξεκινήσει η περίοδος της αναδοχής, όπου έχεις σχεδόν καθημερινή επαφή με το παιδί μέσω διαδικτύου.
»Ενοιωσα ότι αυτή η περίοδος ήταν για μένα σαν κύηση. Το΄χω συζητήσει και με άλλες μαμάδες. Χωρίς να υποτιμώ την εγκυμοσύνη, όταν φτάσεις στο σημείο που λες “θέλω να πάρω το παιδί τα χέρια μου”, αυτό είναι γέννα κανονική. Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω πως γίνεται, αλλά είναι έτσι.
»Κάποια στιγμή άκουσα ένα “σου μοιάζει” κι έπαθα σοκ. Δεν περίμενα ποτέ να τ΄ακούσω. Βέβαια μας έχουν πει οι κοινωνικοί λειτουργεί ότι με τον καιρό συμβαίνει αυτό, παίρνουν το βλέμμα μας, εκφράσεις μας.
»Θυμάμαι, στην αρχή, είχα ρωτήσει την κοινωνική λειτουργό πως ξέρω εγώ ότι είμαι η καλύτερη μητέρα γι΄αυτό το παιδί. Οταν το γεννάς, αναγκαστικά είσαι η μαμά του. Αλλά όταν υπάρχουν ήδη τα παιδιά και υπάρχουν κι άλλες υποψήφιες, τότε πως ξέρω ότι εγώ είμαι η καλύτερη. Μου είπε να μην το σκέφτομαι έτσι…
»Φέτος είπα κάποια στιγμή στην Εύα ότι “χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι η κόρη μου” κι εκείνη μου είπε “κι εγώ που είσαι η μαμά μου”.
»Εχει αντιληφθεί την διαφορετικότητά της, ξέρει ότι έχει γεννηθεί στην Αφρική, αλλά δεν την έχει απασχολήσει η έννοια της γέννησης ακόμα. Μ΄έχει ρωτήσει αν βγήκε από την κοιλιά μου. Οταν της είπα πως όχι, αλλά απ΄την καρδιά μου, δεν με ρώτησε αν ήταν σε άλλη κοιλιά. Μας έχουν πει ότι δεν πρέπει να τα συζητάμε αυτά, αλλά να την ακούμε και να προχωράμε σιγά-σιγά. Την διαφορετικότητα την έχει εκλάβει ήπια. Οταν παίρνει ένα κραγιόν από μένα –είναι κοκέτα, καταλαβαίνει ότι δεν “γράφει” το ίδιο πάνω της. Αλλά επειδή έχουμε πολλά παιδιά στο περιβάλλον μας με την ίδια συνθήκη -που έχουν υιοθετηθεί από λευκούς γονείς, δε νοιώθει μόνη, μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Στον τομέα αυτόν έχουν γίνει βήματα, όχι άλματα. Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.
»Είναι ακόμα πολύ μικρή για να αντιληφθεί ότι ζει σ΄έναν κόσμο που δεν είναι ο δικός της. Εχουμε σκεφτεί να κάνουμε ένα ταξίδι την πατρίδα της, αλλά σε μεγαλύτερη ηλικία. Επειδή πήγα σ΄αυτή τη χώρα, και την έζησα, και την μύρισα, ξέρω που θα ήταν, σε ποια συνθήκη, κι αυτό μου δίνει τρομερή δύναμη. Ωστόσο ξέρω ότι μπορεί κάποια στιγμή να την ακούσω να μου λέει “γιατί με φέρατε” -μας προετοιμάζουν γι΄αυτό. Αλλά μπορεί κι ένα παιδί να πει “γιατί με γέννησες”…
»Πριν την Εύα, έβλεπα την προοπτική του βιολογικού σαν δεύτερο παιδί ή σαν πρώτο, όποιο ερχόταν πρώτα. Τώρα νομίζω ότι αν ποτέ αποκτούσα δεύτερο παιδί, χωρίς να είμαι σ΄αυτή την φάση τώρα, θα διάλεγα τον ίδιο δρόμο. Εχω πια μετακινηθεί. Η Εύα Ξέρει ότι η μαμά της είναι ηθοποιός και ο μπαμπάς της γιατρός -και με τον μπαμπά της είναι πολύ κοντά. Οταν την ρώτησαν στο σχολείο τι θέλει να γίνει είπε “μανούλα”.
»Πιστεύω στους μεγάλους έρωτες και θέλω να τους διηγούμαι. Στην ζωή πιστεύω ότι ο μεγάλος έρωτας είναι στιγμές –στιγμές ευτυχίας, πληρότητας, αρμονίας, κι αυτές τροφοδοτούν τις λιγότερο “ερωτευμένες” στιγμές της καθηερινότητάς μας. Μ΄αρέσει να είμαι αγνή, να εκφράζω αυτό που νοιώθω, να είμαι ειλικρινής. Στο μέλλον θάθελα να είμαι καλή μαμά για το παιδί μου και να΄χω την ίδια όρεξη γι΄αυτό που κάνω, γιατί λατρεύω την δουλειά μου».
«Μάρτυρας Κατηγορίας» στο Ανεσις
«Αυτό το έργο της Αγκάθα Κρίστι μου το είχαν προτείνει έναν χρόνο πριν. Εγώ μόλις είχα γυρίσει απ΄την Αφρική και δεν μπορούσα να δεσμευτώ για μια θεατρική σεζόν. Το άφησα. Επανήλθε η πρόταση έναν χρόνο μετά, με τον ίδιο παραγωγό. Μ΄αρέσουν τα αστυνομικά. Είδα κι αυτό το ιδαίτερο που έχει ο “Μάρτυρας Κατηγορίας”. Το ήξερα το έργο, το ξαναδιάβασα και είπα το ναι… Στο θέατρο υπάρχουν ιστορίες που θέλω να πω, ιστορίες γυναικών».
Η Ευγενία Δημητροπούλου παίζει στο έργο της Αγκάθα Κρίστι «Μάρτυρας Κατηγορίας», μαζί με τους Θανάση Κουρλαμπά, Θοδωρή Κατσαφάδο, Νίκο Πολυδερόπουλο, Νίκη Παλληκαράκη κ.ά. Σκηνοθεσία Νικορέστης Χανιωτάκης.
Στο θέατρο Ανεσις.