Δημήτρης Σκαρμούτσος: «Στις εξαρτήσεις μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου»
Ο Δημήτρης Σκαρμούτσος είναι σεφ. Έγινε γνωστός στο τηλεοπτικό κοινό ως κριτής στο πρώτο MasterChef το 2010.
Από τότε παρουσίασε πολλές εκπομπές μαγειρικής στην τηλεόραση. Σήμερα έχει πέντε εστιατόρια και το catering «Δειπνοσοφιστήριον».
Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε και στην συνέχεια έφυγε για την Αμερική. Ακόμη μεγαλώνει στην Αθήνα, όπως λέει ο ίδιος.
Ο ίδιος αφηγήθηκε τη ζωή του στο BOVARY...
«Η Αθήνα ήταν πολύ διαφορετική πόλη παλιά. Υπήρχε γειτονιά, λιγότερα αυτοκίνητα, πιο ευγενικός και χαρούμενος κόσμος. Ήμασταν πιο ευχαριστημένοι με τα λίγα πράγματα που είχαμε σαν παιδιά, πολύ παιχνίδι και ανεμελιά. Δίναμε αξία στα μικρά πράγματα και παίρναμε πολλή αγάπη από όλους, είτε ήταν οικογένεια είτε φίλοι. Η αγάπη δεν δινόταν πάντα με τον χρόνο που πέρναγε ο μπαμπάς ή η μαμά μαζί σου, αλλά ήταν πραγματική αγάπη. Πράγματα που θεωρώ ότι έχουν χαθεί σήμερα, γιατί η ζωή έχει αλλάξει τελείως».
Η Αμερική
«Οι γονείς μου, οι καταβολές τους, είναι Ελληνοαμερικανοί. Η Ελλάδα, η Αθήνα, ήταν μικρή για μένα, στο δικό μου το μυαλό. Όπως μεγαλώσαμε, το έξω φάνταζε πάντα πιο ελκυστικό από το μέσα. Η χώρα πέρναγε τότε πολλές και μεγάλες αλλαγές. Είχε τελειώσει η δικτατορία, ήταν μια ενδιάμεση περίοδος. Στα τέλη του '70 και αρχές του '80, δεν έβλεπες που πήγαιναν τα πράγματα στην Ελλάδα. Οι αλλαγές δεν γίνονταν με γοργό ρυθμό και ήταν μια χώρα που φάνταζε μικρή και σε έπνιγε, γιατί ήταν στο μεταίχμιο της οικογενειοκρατούμενης κοινωνίας και της ανανέωσης, που ερχόταν μεν από το εξωτερικό, αλλά ερχόταν πολύ αργά.
Αφού είχα την ευκαιρία και μπορούσα να το κάνω -εύκολη απόφαση αλλά δύσκολο πράγμα εν τέλει- αποφάσισα να φύγω».
«Όταν πας στην Αμερική για πρώτη φορά παθαίνεις ένα σοκ. Ήμουν τυχερός γιατί πήγα σε μια πολιτεία που έμοιαζε με την Ελλάδα σε θέμα καιρού, στην Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες. Είχαμε τις θάλασσες και τον καιρό, οι άνθρωποι εκεί είναι πιο χαλαροί, γελάνε πιο πολύ, οπότε όλο αυτό έμοιαζε με την Ελλάδα. Βέβαια, υπήρχε αξιοκρατία που εμείς δεν είχαμε, πολλές ευκαιρίες. Αν ήθελες να αναδειχτείς, με σκληρή δουλειά μπορούσες να πετύχεις πράγματα από μικρός. Αλλά, από την άλλη, δεν έπαυες να είσαι ένας μετανάστης, με τις φυλετικές διακρίσεις που είχε πάντα η Αμερική. Παρά το γεγονός ότι το δέρμα μας είναι το ίδιο χρώμα με τους λευκούς της Αμερικής, δεν ήμασταν Αμερικανοί, ήμασταν οι Έλληνες, οι Μεξικανοί, οι Ιταλοί.
Στην Αμερική, δεν έπαυες να είσαι ένας μετανάστης
Ο πρώτος χρόνος ήταν πάρα πολύ δύσκολος. Τότε είναι που λες συνέχεια ότι θέλω να γυρίσω πίσω. Ευτυχώς, τις περισσότερες φορές δεν γυρνάς. Κάποια στιγμή αρχίζεις και συνηθίζεις και βλέπεις ότι μπορείς να κάνεις πράγματα, άσχετα από το πόσο μικρός είσαι ηλικιακά ή πώς φαίνεσαι εξωτερικά. Δεν τα κοιτούν αυτά. Αυτό που κοιτούν είναι αν μπορείς να προοδεύσεις, να συνεισφέρεις και να προχωρήσεις μπροστά.
Σπούδασα οικονομικά στο UCLA και δούλευα παράλληλα σε εστιατόρια. Μικρός ούτε έτρωγα ούτε μαγείρευα. Ήμουν ακριβώς το αντίθετο. Θα έτρωγα ό,τι υπήρχε στο τραπέζι. Αν δεν το έτρωγα, θα μου το ξαναέβαζαν το βράδυ ή θα το έτρωγα την επόμενη ημέρα. Γι’ αυτό έμαθα να τρώω πολλά και διάφορα από μικρή ηλικία. Η ιστορία με τη μαγειρική ξεκίνησε επαγγελματικά. Αναγκαστικά, έπρεπε να δουλέψω, καθώς τα χρήματα ήταν λίγα. Το εστιατόριο είναι η πιο εύκολη δουλειά που μπορείς να κάνεις εκεί. Ξεκίνησα απ' έξω και πήγα προς τα μέσα, στην κουζίνα.
Ήταν ένα περιβάλλον πολυπολιτισμικό στην Καλιφόρνια. Υπήρχαν πολλοί μάγειρες από το Μεξικό, που είναι η αγαπημένη μου χώρα, ταιριάζουμε πολύ σαν χαρακτήρες. Πολλοί Ιταλοί, Ιρλανδοί, Πολωνοί, Ρουμάνοι. Ήταν ένα περιβάλλον που ταίριαζε σε μένα και ένιωθα ότι μπορώ να είμαι πραγματικά ο εαυτός μου.
Στην κουζίνα δεν βαριέσαι ποτέ. Ακόμη κι αν κάνεις το ίδιο μενού 20 χρόνια και είναι στάνταρ. Η ροή της δουλειάς, τα σκαμπανεβάσματα, η διαδικασία, ο κόσμος, όλο αυτό μου άρεσε. Μου άρεσε περισσότερο ο ρυθμός και η ένταση της κουζίνας, παρά το φαγητό και η μαγειρική. Στην πορεία το αγάπησα κι αυτό πάρα πολύ. Είμαι πολύ τυχερός που "ανδρώθηκα" μαγειρικά στην Αμερική. Είναι μια χώρα που δεν έχει δική της μαγειρική κουλτούρα. Έχει ανθρώπους στις κουζίνες από όλο τον κόσμο. Εκεί το μυαλό σου ανοίγει πολύ πιο εύκολα.
Στην κουζίνα δεν βαριέσαι ποτέ
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει τεράστια γαστρονομική παράδοση. Πολλές φορές συγκρίνουμε τη δική μας παραδοσιακή κουζίνα, που φτιάχνει η μαμά και η γιαγιά μας, με τις άλλες κουζίνες, κάτι που είναι λάθος. Γιατί έτσι δεν ανοίγει το μυαλό σου. Το Α και το Ω στην μαγειρική, για έναν επαγγελματία μάγειρα, είναι το πόσο πολύ θα ανοίξουν οι ορίζοντές του».
«Ήταν μονόδρομος να ασχοληθώ με αυτό. Πήρα το πτυχίο μου και είπα ότι ''από εδώ και πέρα εγώ θα ασχοληθώ με το επάγγελμα της μαγειρικής''. Ξεκίνησα το '90, όταν η μαγειρική ήταν πολύ διαφορετική και υπήρχαν πολύ λιγότεροι μάγειρες. Ήμουν τυχερός, γιατί δούλεψα σε καλά εστιατόρια και ξενοδοχεία και, μέσω της δουλειάς μου, κατάφερα να ταξιδέψω σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Μπόρεσα έτσι να δω πράγματα. Είχα ανθρώπους δίπλα μου που μου έδειχναν, δεν φοβόντουσαν. Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο πρόβλημα, μαγειρικά πάντα, ήταν ότι, οι παλιοί μάγειρες δεν έδειχναν στους νεότερους τις συνταγές τους, γιατί φοβόντουσαν μην τους τις κλέψουν. Εγώ είχα ανθρώπους δίπλα μου που με εμπιστεύονταν. Έτσι, από πάρα πολύ μικρός, είπα ότι, όταν αναλάβω τις δικές μου κουζίνες, θα δίνω τα πάντα σε όλους. Και θα είναι μεγάλη μου τιμή να πάρει κάποιος αυτά που του έχω δείξει και να τα πάει αλλού και να γίνει μεγάλος. Γιατί έτσι μου φέρθηκαν και μένα».
Επάγγελμα σεφ
«Ο Thomas Keller ήταν ο πρώτος σεφ με τον οποίο δούλεψα στην Αμερική. Όλοι οι σεφ, στους οποίους δούλεψα, είχαν κάτι να σου δώσουν. Ακόμη κι αυτοί που δεν συμπαθούσες. Το θεωρώ άδικο να ξεχωρίσω κάποιον, γιατί από όλους πήρα κάτι. Ακόμα και οι φωνές στην κουζίνα με έκαναν να πάρω την απόφαση ότι, εγώ δεν θα φωνάζω.
Όλοι σου δίνουν κάτι με τον τρόπο τους. Τότε, το επάγγελμα ήταν και πιο σκληρό, τώρα έχει γίνει λίγο πιο ήπιο. Δεν υπήρχε αναγνωρισιμότητα, ντρεπόσουν να πεις ότι είσαι μάγειρας, ακόμη και στην Αμερική. Πόσο μάλλον στην Ελλάδα. Όταν είπα στη μητέρα μου ότι θα γίνω μάγειρας, μόνο που δεν πήγε να πεθάνει. "Το παιδί μου έχει σπουδάσει οικονομικά και θα γίνει μάγειρας; Τι θα πω στους συγγενείς και στους φίλους;" έλεγε. Δεν ήταν κάτι που μπορούσες να πεις. Καμία σχέση με το τι γίνεται τώρα».
Τότε ντρεπόσουν να πεις ότι είσαι μάγειρας
Οι κουζίνες του κόσμου
«Αγαπώ όλες τις κουζίνες, γιατί η κάθε κουζίνα έχει τα δικά της ιδιαίτερα πράγματα. Πλέον αγαπώ περισσότερο την ένταση στο φαγητό. Παλιότερα έβρισκα την ένταση στο φαγητό μέσα από τα μπαχάρια και τους περίπλοκους συνδυασμούς. Πλέον, την αναζητώ μέσα από το καυτερό και την οξύτητα. Αν με ρωτάς ποια χώρα μου αρέσει πάρα πολύ σε γαστρονομικό επίπεδο, θα σου πω το Βιετνάμ. Είναι καταπληκτικό. Είναι μια πανέμορφη χώρα με φοβερή κουζίνα και φοβερά φιλικούς ανθρώπους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μου αρέσει η Ευρώπη. Η Ιταλία, π.χ., έχει μια από τις καλύτερες κουζίνες του κόσμου».
Η επιστροφή στην Ελλάδα
«Από τότε που έφυγα από την Ελλάδα, δεν επέστρεψα, ούτε για διακοπές. Δεν είδα τις μεγάλες αλλαγές που έζησε η χώρα μας το '90 και στις αρχές του 2000. Έπρεπε να επιστρέψω για προσωπικούς λόγους. Στην αρχή, πέρασα αρκετά δύσκολα. Αλλά ήμουν τυχερός, γιατί πήγα στα Χανιά, δεν ήρθα στην Αθήνα. Πιο κλειστό περιβάλλον, ένας γαστρονομικός παράδεισος. Εκεί ξαναγάπησα την ελληνική κουζίνα και τα ελληνικά προϊόντα. Είδα πόσο φοβερά προϊόντα έχουμε. Μου φέρθηκαν πολύ όμορφα οι άνθρωποι εκεί. Έχω μια ιδιαίτερη αγάπη προς τον τόπο αυτό, αν και δεν είμαι από εκεί.
Στην αρχή, όταν γύρισα στην Ελλάδα, πέρασα αρκετά δύσκολα
Κάθε φορά που ανέβαινα στην Αθήνα στεναχωριόμουν, γιατί έβλεπα μια πόλη τελείως διαφορετική από αυτή που άφησα, έβλεπα κόσμο τελείως διαφορετικό. Τότε, ήταν οι εποχές που ο κόσμος είχε πολλά χρήματα και ξόδευε, κάτι που εγώ δεν είχα συνηθίσει. Έβλεπα τις παραγγελίες στα εστιατόρια και τρόμαζα. Έρχονταν παραγγελίες με 10-15 πιάτα, που δεν τα έτρωγαν και εγώ στεναχωριόμουν, γιατί νόμιζα ότι το φαγητό δεν ήταν καλό».
Οι εξαρτήσεις
«Δεν μπορείς να μπεις στο μυαλό κανενός εξαρτημένου, είτε λέγεται αλκοόλ, είτε τσιγάρο, είτε ναρκωτικά. Γιατί το είπα; Γιατί ήθελα να το πω. Γιατί μεγάλωσα σε μια κοινωνία πάρα πολύ κλειστή, την Ελλάδα, όπου τα μυστικά μας δεν τα λέγαμε και πήγα σε μια κοινωνία, την Αμερική, όπου μας έλεγαν "βγάλτε το προς τα έξω, πείτε το". Γιατί μόνο αν το πεις θα αναγνωρίσεις το πρόβλημα και θα προσπαθήσεις να το παλέψεις. Άρα, έχοντας αυτή τη νοοτροπία, όταν βγήκα στην τηλεόραση, ήταν κάτι που ήθελα να πω γιατί δεν θεωρούσα ότι είναι κακό. Δεν έκανα κάποιο έγκλημα. Έκανα κακό στον εαυτό μου, όχι σε κάποιον άλλον. Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο να συγκινήσω ή να βοηθήσω κάποιον, γιατί όταν περνάς από τις εξαρτήσεις, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Τα πρώτα βήματα πρέπει να τα κάνεις εσύ, μόνος σου και μετά ίσως μπορέσουν να σε βοηθήσουν οι άλλοι.
Δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανείς. Το πρόβλημα είναι καθαρά δικό σου. Είτε το ξεκινάς για πλάκα και κολλάς είτε αντιμετωπίζεις προβλήματα τα οποία θεωρείς ότι έτσι θα τα λύσεις. Είναι δύσκολο να σε βοηθήσει κάποιος άλλος, γιατί δεν καταλαβαίνει τι νιώθεις, τι περνάς, τι σκέφτεσαι, όσο κι αν το βγάζεις προς τα έξω.
Όταν το είπα, όλοι μου έλεγαν ότι θα καταστραφώ. Ήμουν από τους πρώτους που βγήκαν στην τηλεόραση για να μιλήσουν γι' αυτό. Ωστόσο, είμαι ακόμα εδώ.
Αν είχα στα 17 είχα το μυαλό που έχω τώρα, δεν θα έμπλεκα με τα ναρκωτικά ποτέ
Μεγαλώνω και ωριμάζω. Έκλεισα τα 51. Σίγουρα κάθε δεκαετία, βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά, κάτι είναι φυσιολογικό. Αναθεωρείς πολλά πράγματα που έκανες παλιά. Τότε δεν είχα το μυαλό να σκεφτώ. Αν στα 17 ως τα 20 είχα το μυαλό που έχω τώρα, δεν θα έμπλεκα με τα ναρκωτικά ποτέ. Έφαγα μια δεκαετία. Πέρασα μεν καλά, αλλά ουσιαστικά την σπατάλησα, γιατί θα μπορούσα να κάνω άλλα πράγματα. Παρόλα αυτά, το ότι είμαι ακόμα εδώ, ότι έχω πετύχει πράγματα και νιώθω ικανοποίηση, είναι πάρα πολύ σημαντικό».
Η αγάπη για τα τατουάζ
«Νομίζω το πρώτο τατουάζ το έκανα στα 14, πολύ μικρός. Στην Αθήνα, υπήρχε ένα τατουατζίδικο, ο Τζίμης, όπου πηγαίναμε απέξω και κοιτάζαμε και μας έδιωχνε. Τότε στην Ελλάδα έλεγαν ότι τατουάζ έχουν οι φυλακόβιοι. Ήταν κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ από μικρός. Όχι τόσο το τατουάζ σαν τατουάζ, αλλά η όλη φιλοσοφία του. Για κάποιους λαούς είναι παράδοση. Μου άρεσε να διαβάζω πάρα πολύ σχετικά βιβλία. Αν με ρωτούσες τι πραγματικά θα ήθελα να κάνω στη ζωή μου θα σου έλεγα "τατουατζής".
Βέβαια, ποτέ δεν μπορούσα να ζωγραφίσω. Είπα ότι, από τη στιγμή που δεν μπορώ να το κάνω εγώ, να μου το κάνει κάποιος άλλος. Πάντα ψαχνόμουν. Δεν έκανα τίποτα απλώς για να το κάνω. Τα έκανα όταν δεν τα έκαναν οι άλλοι. Έχω ταξιδέψει πάρα πολλά για να τα κάνω. Υπήρχαν περίοδοι που έκανα πολλά και υπήρχαν περίοδοι που δεν έκανα τίποτα. Τώρα έχω να κάνω πέντε χρόνια. Όλα σημαίνουν κάτι και έγιναν με συγκεκριμένο τρόπο. Σε όλα υπήρχε κάποια σκέψη από πίσω. Τώρα, πολύς κόσμος τα κάνει επειδή έχει και ο άλλος. Αυτό δεν υπήρχε τότε. Εγώ ήμουν το μαύρο πρόβατο, ακόμα και όταν γύρισα στην Ελλάδα το 2001. Τα τατουάζ ήταν αιτία που δεν μπορούσα να μπω σε όλα τα μαγαζιά, επίσης πολλοί δεν μου μιλούσαν ή άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν με έβλεπαν. Στη δουλειά, όμως, δεν είχα ποτέ θέμα. Η κουζίνα δεν κοιτάει πώς είσαι ή ποιος είσαι. Κοιτάει αν μπορείς να βγάλεις τη δουλειά σωστά».
Θα ήθελα να γίνω τατουατζής
Τα παιδιά
«Έχω έναν γιο που είναι 19, τον Δημήτρη και τον μικρό, τον Αλέξανδρο. Και τα δύο μου παιδιά τα αγαπώ πάρα πολύ και με άλλαξαν σαν άνθρωπο. Έχουν μεγάλη διαφορά μεταξύ τους, καθώς τους έκανα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Τον έναν τον έκανα στα 30 μου, που ήθελα να κάνω πράγματα, οπότε δεν τον έζησα πάρα πολύ. Και τον άλλον, τον Αλέξανδρο, τον έκανα πιο μεγάλος, στα 45 μου, όταν είχα καταφέρει όσα ήθελα, οπότε μπόρεσα να τον ζήσω περισσότερο. Δύο διαφορετικά παιδιά, εξαιρετικά και τα δύο. Αυτό που με έμαθαν τα παιδιά μου είναι να αγαπώ. Το παιδί σού δείχνει ποια είναι η πραγματική αγάπη. Είναι η αγάπη που δεν ζητά αντάλλαγμα και στη δίνει απλόχερα.
Έμαθα να κάνω υπομονή, που δεν είχα, γιατί τα παιδιά θέλουν υπομονή. Έμαθα να δένομαι, να παίζω, να βλέπω κινούμενα σχέδια, να μαγειρεύω απλά, που είναι πολύ σημαντικό. Τα παιδιά δεν θέλουν τα περίπλοκα φαγητά. Έμαθα πολλά πράγματα και είμαι πολύ χαρούμενος. Αν με ρώταγες στα 30 μου, αν ήθελα παιδί θα σου έλεγα δεν υπάρχει περίπτωση. Τώρα που είμαι 51, λέω ότι, όποιος δεν κάνει θα χάσει αρκετά σημαντικά πράγματα από τη ζωή του.
Αυτό που με έμαθαν τα παιδιά μου είναι να αγαπώ
Δεν θα ήθελα να ακολουθήσουν τα βήματά μου. Δεν είμαι από τους γονείς που θέλουν τα παιδιά του να ακολουθήσουν το δικό τους επάγγελμα. Θέλω τα παιδιά μου να κάνουν αυτό που θέλουν αυτά, γιατί μόνο έτσι θα να πετύχουν στη ζωή. Ο Δημήτρης είναι φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ και ο Αλέξανδρος είναι πάρα πολύ μικρός. Δεν τρώει καν, είναι η "ντροπή του μάγειρα" του αρέσουν τρία φαγητά. Ναι, όσο μπορώ τους μαγειρεύω».
Τα εστιατόρια
«Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο μαγαζί ως το αγαπημένο μου. Όλα τα πράγματα έχουν τη δική τους μαγεία. Και γενικώς στη ζωή μου, δεν μου αρέσει να ξεχωρίζω πράγματα. Κάποια σου αρέσουν περισσότερο, άλλα λιγότερο. Έχω φάει καλά σε πολλά μέρη του κόσμου. Έχω περάσει από πολλά εστιατόρια, ξενοδοχεία, catering. Μαγειρικά, μεγαλώσαμε σαν τους νομάδες. Η φιλοσοφία παλιά στη μαγειρική ήταν ότι έπρεπε να γυρίσεις πολλά μέρη για να μάθεις πράγματα. Δεν είχαμε Internet και έπρεπε να πάμε, να ταξιδέψουμε, να δούμε και μετά να πάμε αλλού. Μεγάλωσα έτσι μαγειρικά. Τώρα είναι πιο εύκολα, μπαίνεις στο Internet για να δεις τι γίνεται στις κουζίνες του κόσμου, να δεις συνταγές, βίντεο, τα πάντα. Εμείς δεν το είχαμε αυτό. Αν ήθελες να δεις τι γίνεται κάπου, έπρεπε να πας εκεί. Η όλη φιλοσοφία μου είναι του "γυρνάω γύρω γύρω".
Έχω ένα catering, το Δειπνοσοφιστήριον, με 5 διαφορετικά εστιατόρια. Δεν θα ήθελα να είμαι μόνο σε ένα μέρος. Μου αρέσει πολύ αυτό που κάνω. Ετοιμάζουμε τώρα ένα μεγάλο project στο Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος. Δεν βγάζω εγώ τα μενού σε όλα, αλλά συνεργάζομαι με πάρα πολύ καλούς μάγειρες.
Αυτή είναι η φυσική συνέχεια του μάγειρα. Όσο μεγαλώνεις δεν μπορείς να κάθεσαι πίσω από μια κουζίνα και ακόμα να γυρνάς τα τηγάνια. Πρέπει να περάσεις στην επόμενη βαθμίδα. Η κουζίνα στην Ελλάδα θα πάει μπροστά μόνο αν οι μάγειρες αναλάβουν τα ηνία και σαν επιχειρηματίες. Σε όλο τον κόσμο αυτό γίνεται. Η Ελλάδα είναι από τα λίγα μέρη του κόσμου με τόσο δυνατούς επιχειρηματίες που δεν είναι μάγειρες.
Επέλεξα τη δουλειά που κάνω τώρα γιατί μπορώ καθημερινά να ασχολούμαι με πολλά περισσότερα πράγματα, τα οποία έχουν να κάνουν με τη μαγειρική, όσο κι αν δεν μαγειρεύω πλέον τόσο πολύ. Αλλά όλη μου η σκέψη καθημερινά είναι το φαγητό -είτε αυτό είναι να μιλάω με τους προμηθευτές, είτε να βλέπω τιμές, είτε να βγάζω καινούργιες συνταγές, να βλέπω άλλα προϊόντα και χώρους, να δημιουργώ κουζίνες, να ανοίγω εστιατόρια, να κάνω catering και πολλά άλλα. Όλο αυτό είναι πολύ γρήγορο και πολύ όμορφο για μένα».
Το μέλλον
«Αυτό που θέλω είναι να φύγουμε από αυτήν την πανδημία που μας βασανίζει. Πριν ενάμιση χρόνο, θα έλεγα ότι απλώς θα ήθελα να περνάω περισσότερο χρόνο με την οικογένειά μου. Πραγματικά θέλω να τελειώνουμε με τον κορωνοϊό. Μας έχει ταλαιπωρήσει τόσο πολύ όλους τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Ήρθαν τα πάνω κάτω. Η δική μου γενιά έχει ζήσει τα πάντα, πολέμους, οικονομικές καταστροφές, πανδημίες. Έχουμε δει επαναστάσεις, την ανακάλυψη του Internet και πόσο πολύ άλλαξε τη ζωή μας. Θέλω όλο αυτό να τελειώσει για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας έτσι όπως πρέπει να τη συνεχίσουμε».
Το νέο εγχείρημα
«Το μεγάλο project που έχω αναλάβει αυτή τη στιγμή είναι το "Δέλτα Εστιατόριο" στο Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος. Είναι ένα φοβερό project, το τρέχω τον τελευταίο ενάμιση χρόνο και τώρα είναι στα τελειώματα. Είναι ένα εστιατόριο το οποίο θα προσφέρει ελληνική κουζίνα με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Θα είναι sustainable, καθώς έχουμε δημιουργήσει μια φάρμα στο Μαρκόπουλο όπου δημιουργούμε τα δικά μας προϊόντα. Θα είναι κάτι εξαιρετικό και καινούργιο για τα ελληνικά δεδομένα».
Η τηλεόραση
«Τηλεόραση κάνω τα τελευταία 12 χρόνια. Στο MasterChef είχαμε μπει λίγο σαν τα πρόβατα στο μαντρί, δεν ξέραμε τι σημαίνει αυτό. Δεν υπήρχαν παρόμοια project στην Ελλάδα. Υπήρχε μαγειρική στην τηλεόραση, όπως η μαγειρική που έκανε ο Ηλίας Μαμαλάκης με τις φοβερές εκπομπές του, η Βέφα Αλεξιάδου, η Αργυρώ Μπαρμπαρίγου. Εμείς κάναμε κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν μπορούσαμε να το συνειδητοποιήσουμε στην αρχή. Εγώ μπήκα σφήνα, στο τέλος. Ήμουν το outsider. Δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε και το αντίκτυπο που θα έχει σε τόσο κόσμο. Βγήκαν άπειροι μάγειρες και άλλαξαν τελείως τα μαγειρικά δεδομένα στη χώρα. Ο κόσμος είδε την μαγειρική διαφορετικά. Αν μου έλεγες ότι θα γινόταν αυτός ο χαμός με την μαγειρική τότε, θα σου έλεγα ότι είσαι τρελός. Ήταν, όμως, κάτι που είχε βάσεις και γι’ αυτό έμεινε και τόσο πολύ στην ελληνική τηλεόραση -και θα μείνει.
Το φαγητό είναι στο DNA του Έλληνα. Από την καλή κουζίνα μέχρι την κοινωνικότητα γύρω από το φαγητό. Δεν θα φάμε ένα πιάτο φαΐ και θα φύγουμε. Για εμάς, είναι κάτι πιο κοινωνικό, πιο μεγάλο. Γι' αυτό και μας αρέσει να τρώμε σε μεγάλα τραπέζια, βάζουμε το φαγητό στη μέση, μιλάμε, γελάμε, κλαίμε, νευριάζουμε. Το γεγονός ότι το φαγητό έχει μπει στη ζωή μας και μέσα από την τηλεόραση είναι κάτι θετικό, που θα μείνει.
Δεν ξέρω αν θα είχα την υπομονή να κάνω ξανά μια εκπομπή τύπου MasterChef
Η τηλεόραση είναι το δεύτερό μου επάγγελμα. Το πρώτο μου επάγγελμα είναι η μαγειρική, αυτή που με συντηρεί. Στην τηλεόραση θέλω να κάνω πράγματα που να έχουν νόημα, που να αφήνουν κάτι. Έστω κι αν είναι μικρά. Δεν νιώθω την ανάγκη να κάνω μεγάλα πρότζεκτ, ώστε να ικανοποιώ τον δικό μου εγωισμό. Έχει σημασία να κάνεις και πιο ωραία πράγματα, που να αφήνουν ένα αποτύπωμα, που να αρέσουν και σε σένα τον ίδιο. Δεν ξέρω αν θα είχα την υπομονή να κάνω ξανά μια εκπομπή τύπου MasterChef.
Είναι πολύ δύσκολο να δείξεις μέσα από την τηλεόραση τι είναι η μαγειρική. Στερείς από τον τηλεθεατή τη γεύση και τη μυρωδιά, δύο πολύ σημαντικά πράγματα».
Οι νέοι μάγειρες
«Βλέποντας πόσοι νέοι μάγειρες βγαίνουν κάθε χρόνο, θα τους πρότεινα πρώτα να αναρωτηθούν αν πραγματικά τους αρέσει το επάγγελμα, αν έχουν καταλάβει τη δομή του και τι σημαίνει "επαγγελματική μαγειρική", πριν "μπλέξουν" με αυτό».
Ελεύθερος χρόνος
«Στον ελεύθερο χρόνο μου, μου αρέσει να παίζω με τον μικρό μου γιο, τον Αλέξανδρο, ποδόσφαιρο, ποδήλατο, σκέιτμπορντ, μότο κρος που του αρέσει πολύ. Μου αρέσει να μιλάω με τον μεγάλο, τον Δημήτρη και προσπαθούμε να βρίσκουμε χρόνο να κάνουμε πράγματα με τη γυναίκα μου, τη Μαριέττα. Μου αρέσει να περνάω όσο περισσότερο χρόνο μπορώ με τα παιδιά μου, είναι κάτι που με ηρεμεί και με κάνει να νιώθω όμορφα. Είτε διαβάζουμε ένα παραμύθι, βλέπουμε ένα καρτούν στην τηλεόραση, είτε είμαστε έξω και παίζουμε με τα χώματα».