Δημήτρης Γκοτσόπουλος: «Οταν είσαι όμορφος πρέπει να ξεπεράσεις, με τη δουλειά σου, το αυταπόδεικτο»
Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος γεννήθηκε στο Μιράλι Αχαΐας. Σχολείο πήγε στην Πάτρα. Στην Αθήνα ήρθε για να σπουδάσει θέατρο. Εδώ και δύο χρόνια είναι ο Λάμπρος, ο δάσκαλος στις «Αγριες Μέλισσες» που αγαπάει την Ελένη. Είναι 35 ετών.
«Γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα μου χρόνια στο χωριό. Μετά πήγαμε στην Πάτρα. Από την μια ήταν το χωριό του πατέρα μου, πολύ κοντά στην πόλη και πηγαίναμε σχεδόν κάθε απόγευμα. Από την άλλη ήταν το χωριό της μάνας μου, στα Καλάβρυτα -πηγαίναμε τις γιορτές και τα καλοκαίρια.
Από τα παιδικά μου χρόνια κρατάω πολύ όμορφες αναμνήσεις, ιδίως ως τα δέκα-έντεκα. Αργότερα όταν διάβασα τον “Πεερ Γκυντ” νόμιζα ότι υπήρξα εγώ αυτό το παιδί, ο Πέερ Γκυντ, πάνω στα βουνά, στα άλογα. Επαιζα με τα γίδια, με τα τραγιά, σφάζαμε με τον παππού, φώναζε η μάνα μου. Εχω πολύ όμορφες εικόνες αλλά και σκληρές. Θυμάμαι όταν κατέβαζα τα γίδια από το βουνό κι έπεφτα σε μια αγκαθιά, η γιαγιά μου έλεγε “σήκω κι έλα”… Δεν υπήρχε το “το παιδί έπεσε, χτύπησε”. Οι άνθρωποι ήταν πιο σκληροί.
Την αγαπούσα πολύ αυτή την ζωή, την φύση. Αλλά δεν με γέμιζε. Κάτι άλλο με ανησυχούσε. Αλλά ούτε και η Διοίκηση Επιχειρήσεων που σπούδασα στην Πάτρα με γέμιζε. Αντίθετα, πνιγόμουν».
«Ψαχνόμουν από πολύ μικρή ηλικία για το τι θα κάνω. Αγαπούσα πολύ τα θρησκευτικά και σκεφτόμουν να γίνω θεολόγος. Δεν άργησα να καταλάβω ότι δεν το ήθελα πραγματικά. Ημουν, είμαι ένας ανήσυχος άνθρωπος. Μια φορά στο δημοτικό κάλεσαν την μάνα μου για να της πουν ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα, γιατί …ψάχνομαι.
Πήγαινα Δ' δημοτικού όταν είδα πρώτη φορά θέατρο. Μας πήγε το σχολείο στον “Μικρό Πρίγκιπα”. Δεν ήταν καθόλου καλή εμπειρία. Βαρέθηκα. Λυπόμουν τον άνθρωπο που ήταν στην σκηνή και υπέφερε. Δεν ξαναείδα θέατρο ως τα 23 μου. Είχα τελειώσει τις σπουδές μου, είχα πάει και στρατό. Ενδιαμέσως έκανα και διάφορες δουλειές για βιοποριστικούς λόγους, πλασιέ, σε εταιρεία δημοσκοπήσεων.
Εχω τέσσερις αδελφές. Οταν χάσαμε τον πατέρα μου ήταν πολύ δύσκολο και πολύ αιφνίδιο -η καρδιά του. Εγώ ήμουν τότε στην Αθήνα, είχα μόλις τελειώσει την πρακτική μου στην Ολυμπιακή Αεροπορία -πριν κλείσει, και ψαχνόμουν για δουλειά. Εκείνη την ημέρα θα πήγαινα σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν να δημιουργώ διαφημίσεις, όπως έλεγα. Είχα πάρει αυτή την επαγγελματική κατεύθυνση πάνω στην ψυχολογία και την συμπεριφορά του καταναλωτή. Είχα αφήσει βιογραφικά σε διαφημιστικές».
Όχι, δεν την φοβάμαι την τρίτη χρονιά στις “Άγριες Μέλισσες”
«Εκείνη την ημέρα ήταν που χτύπησε το τηλέφωνο στις εφτά το πρωί. Κατέβηκα στο χωριό κι εκείνο το όνειρο εξαφανίστηκε. Ισως όμως συνέβη για κάποιο λόγο. Αφού έχασα τον πατέρα μου έκανα ενδοσκόπηση. Γύρισα στο χωριό για έναν χρόνο, ανέλαβα τα γίδια, τα χωράφια, τις δουλειές του. Εγινα με κάποιον τρόπο πατέρας στην οικογένειά μου. Οταν το κατάφερα κατάλαβα πια ότι θέλω να ασχοληθώ με ό,τι θα με κάνει πραγματικά χαρούμενο. Να ζω το παρόν, χωρίς να εγκλωβίζομαι στο παρελθόν, χωρίς να με αγχώνει το μέλλον. Κάτι που να με κάνει να νοιώθω ότι υπάρχω.
Πώς προέκυψε το θέατρο; Κάποια βράδια στην Πάτρα πηγαίναμε βόλτα στο Ρωμαϊκό Ωδείο κι όποτε είχε συναυλία πηδούσαμε μέσα και την παρακολουθούσαμε. Ενα βράδυ έπεσα πάνω στον “Θάνατο του Εμποράκου” με τον Θύμιο Καρακατσάνη. Είχαν περάσει δύο μήνες από τον θάνατο του πατέρα μου και κάπως ένοιωσα μια ρωγμή μέσα μου. Κατάλαβα ότι μπορείς να συνταξεδέψεις με έναν άνθρωπο και να νοιώσεις ότι έχεις ζήσει εσύ αυτό που ζει ο ηθοποιός στην σκηνή. Κι έκλαψα πολύ –είχα να κλάψω έξι μήνες, γιατί όταν έχασα τον πατέρα μου έπρεπε να είμαι δυνατός. Τότε έσπασα».
«Με πολύ δισταγμό, ανέβηκα στην Αθήνα κι έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό –δεν ήξερα άλλη σχολή. Πέρασα στην πρώτη φάση. Και την μέρα που ήταν να περάσω στην δεύτερη, πάρκαρα στην θέση του τότε διευθυντή του Εθνικού. Γιατί; Οσο προετοιμαζόμουν για την Σχολή, δούλευα στο Salon de Bricolage -είχε προηγηθεί το Island. Την μέρα των εξετάσεων δεν άκουσα το ξυπνητήρι και ξύπνησα την ώρα ακριβώς που κανονικά θα έπρεπε να είμαι στις εξετάσεις. Πήρα το αμάξι γρήγορα και χωρίς να το ξέρω, φτάνοντας στο Εθνικό, πάρκαρα στην θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή. Κατάλαβα τι θα γινόταν. Φεύγοντας ένα παιδί μου ανέφερε την σχολή του Ωδείου. Πήγα και με πήραν κατευθείαν. Ηταν εξαιρετικοί οι δάσκαλοί μου κι οι συμφοιτητές μου –μαζί τους έμαθα δεοντολογία. Ο ένας τραβούσε μπροστά τον άλλον.
Στην σχολή πέρασα δύσκολα. Το πρώτο έτος ήταν για μένα ένας άλλος κόσμος. Αν και από το σχολείο αγαπούσα τον κόσμο της λογοτεχνίας, της ποίησης -μάθαινα ποιήματα, λάτρευα την Οδύσσεια, τα αρχαία, χωρίς καμία επιρροή από την οικογένειά μου, το κλίμα στην σχολή με ταλαιπώρησε. Ευτυχώς κάθε χρόνο και λιγότερο. Ημουν απόλυτα αφοσιωμένος κι ήμουν εκεί. Τότε άρχισαν να έρχονται αναμνήσεις από τραγούδια, από μιμήσεις που έκανα στους καθηγητές μου. Βρήκα την σύνδεση που δεν είχα εντοπίσει.
Ετσι όταν βγήκα από την σχολή, έξω, ο κόσμος του θεάτρου μου φάνηκε πιο εύκολος. Ημουν στρατιώτης, αφοσιωμένος, καλά εκπαιδευμένος και αρκετά σίγουρος γι΄αυτή την δουλειά».
«Η πρώτη μου παράσταση ήταν στην Πάτρα, “Χάνσελ και Γκρέτελ στην πρίζα” για παιδιά. Ημουν ο Χάνσελ, ό,τι πιο όμορφο έχω κάνει. Ακολούθησε ένα εφηβικό έργο και μετά πέρασα από ακρόαση στο Εθνικό για τον “Ιππόλυτο” που έκανε η Λυδία Κονιόρδου. Με πήρε. Με είδαν μετά ο Σωτήρης Χατζάκης, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Γιώργος Λύρας. Συνεργάστηκα σε τρία έργα με τον Σταμάτη Φασουλή –“Νίκη”, “Μάγισσες της Σμύρνης” και “Ωνάσης”, ήταν υπέροχα.
Ως την εφηβεία μου δεν είχα καμία αίσθηση για την εμφάνισή μου. Μετά τα 19-20 άρχισα να νοιώθω όμορφα με τον εαυτό μου και να βλέπω ότι το παρατηρούν κι οι άλλοι. Αλλά από τα πρώτα πράγματα που έμαθα στην σχολή ήταν να μην στηριχτώ ποτέ σ΄αυτό. Κάποια στιγμή μου είχαν προτείνει να γίνω και μοντέλο –μου φάνηκε αστείο. Ωστόσο αν δεν δουλέψεις σκληρά, αν δεν έχεις αντίληψη, τίποτα δεν μπορείς να πετύχεις. Ειλικρινά πιστεύω ότι η ομορφιά όσο εύκολα σου ανοίγει μια πόρτα τόσο εύκολα θα στην κλείσει. Οταν είσαι όμορφος πρέπει να ξεπεράσεις, με την δουλειά σου, το αυταπόδεικτο».
«Είχα κάνει μια “10η Εντολή” και από εκεί με είδε η Μιράντα Ρωστάντη, casting director στα Κάππα Στούντιο και στις “Αγριες Μέλισσες”. Είχε δει ένα επεισόδιο, της άρεσα. Μου έστειλε μήνυμα στο facebook για να μου προτείνει ένα καθημερινό. Ημουν μάλιστα αρνητικός –τόλμησα να πω, που να ΄ξερα, ότι δεν είμαι σίγουρος πως θέλω να συμμετάσχω σε ένα καθημερινό. Σκεφτόμουν ότι τα καθημερινά γίνονται πρόχειρα, γρήγορα. Ημουν σχεδόν θρασύς. Επέμεινε. Πήγα.
Από την αρχή ήξερα ότι με ήθελαν για τον δάσκαλο. Κατάλαβα ότι είχαμε μια καλή επαφή με τον σκηνοθέτη, τον Λευτέρη Χαρίτο. Στο δεύτερο casting νομίζω ότι με είχαν ήδη επιλέξει. Ακολούθησαν κι άλλα. Ηθελαν να δουν πώς δένω με την Ελένη. Νομίζω ότι πρώτα επέλεξαν εμένα και μετά την Ελένη και μάλιστα νομίζω πως δυσκολεύτηκαν. Είδαν κι άλλες εκτός από την Μαρία Κίτσου. Στα επόμενα casting είχα σκηνές με την Θεοδοσία, την γυναίκα μου (την Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη), και τον έρωτα της ζωής μου, την Ελένη. Εκανα κι άλλα casting με σημαντικές ηθοποιούς που τελικά δεν μπήκαν στην σειρά.
Με την πρώτη ματιά ίσως να μην ταιριάζουμε με την Μαρία (Κίτσου) εμφανισιακά. Ομολογώ ότι όταν έκανα το casting μαζί της, ενθουσιάστηκα. Την ήξερα ως ηθοποιό κι ένοιωσα ότι αν είναι εκείνη στην σειρά, θα πάω κι εγώ, θα πάρω το ρίσκο. Ημουν πολύ θετικός. Οταν κάναμε την πρώτη σκηνή μαζί φάνηκε πόσο δυνατή χημεία είχαμε. Στην δεύτερη σκηνή μαζί έγινε κάτι μαγικό, το καταλάβαμε κι εμείς και όλοι στο γύρισμα. Τελειώνοντας, είπα στους σεναριογράφους αυθόρμητα, “μα τι ψάχνετε ακόμα;”».
«Ολοι οι ήρωες στις “Mέλισσες” είναι λίγο τσεχωφικοί. Μέσα στην πεζότητα και την καθημερινότητα έχουν μια ποιητικότητα. Ο Λάμπρος, έτσι τουλάχιστον εγώ τον αντιμετωπίζω, έχει κάποιες καθαρές αξίες. Πολλά στοιχεία από τον Δημήτρη υπάρχουν στον Λάμπρο, και θέλω να υπάρχουν. Η φωτεινή μου πλευρά, οι ιδέες που έχω, θέλω να τις μπολιάσω σε έναν ήρωα που παλεύει με τα σκοτάδια του. Ο Λάμπρος έχει παλέψει πολύ με το παρελθόν του, να βρει τον λόγο του, να βρει την ισορροπία του μέσα σε μια σκληρή κοινωνία. Εχει κάνει πολλά σφάλματα και ψάχνει τον εξαγνισμό. Το μεγαλύτερό του παράπτωμα είναι ότι επέλεξε να αφήσει τον έρωτά του για μια ζωή συμβατική. Πρόδωσε την γυναίκα που παντρεύτηκε.
Εχει έναν μεγάλο ηθικό κώδικα ο Λάμπρος κι αυτός είναι που εμπνέει την Ελένη. Μέσα στο σκοτάδι της εποχής, του χωριού, της αντιδικίας, η στάση και η προοπτική του Λάμπρου προς το φως την εμπνέει. Κι αυτό κάνει τον Λάμπρο φωτεινό χαρακτήρα».
«Ναι, νομίζω ότι σαν άνθρωπος θα μπορούσα κι εγώ να σηκώσω όλο αυτό το βάρος που βασάνισε την Ελένη. Θα το άντεχα. Πιστεύω στις μεγάλες αγάπες, στους μεγάλους έρωτες. Δεν πιστεύω ότι θα ερωτευθείς βαθιά πολλές φορές στην ζωή σου, δύο, τρεις το πολύ. Στα 29 μου ερωτεύθηκα πολύ, ξεπέρασα τα όριά μου, τον εγωισμό μου. Νομίζω ότι έχω βιώσει έναν μεγάλο έρωτα.
Συνδέθηκα πολύ με την Μαρία, εννοείται, και με τον Γιώργο Γάλλο που έχουμε ιδιαίτερη σχέση, δουλεύουμε πολύ μαζί. Υπάρχουν φορές που μιλάμε στο τηλέφωνο όταν παίζεται η σειρά και είμαστε συγκινημένοι. Είναι μαγικό αυτό που έχει κάνει ο Λευτέρης Χαρίτος, η ενορχήστρωσή του. Συζητάμε τις σκηνές, συνδέουμε πράγματα από τα παλιά, ανταλλάσσουμε απόψεις, σκέψεις.
Ολοι στις “Αγριες Μέλισσες” είναι καλά παιδιά –δεν ξέρω αν μπορεί κάποιος να με πιστέψει. Είμαστε όλοι αφοσιωμένοι.
Οχι, δεν την φοβάμαι την τρίτη χρονιά στις “Αγριες Μέλισσες”. Εφόσον οι σεναριογράφοι βλέπουν τρίτη χρονιά, υπάρχει υλικό και λόγος για να συνεχίσει. Θα περάσουμε σε άλλη εποχή, θα μπουν καινούργιοι ήρωες, οι ήρωες που ήδη υπάρχουν θα αντιμετωπίσουν άλλες καταστάσεις. Αρκετοί θα παραμείνουν. Εμπιστεύομαι πολύ την ομάδα, τους σεναριογράφους, τον σκηνοθέτη, οπότε χαίρομαι πολύ».
«Ο κόσμος με φωνάζει “δάσκαλο”, κι αυτό μου αρέσει πολύ. Στην σκηνή του γάμου με την Ελένη κάποιοι έκλαιγαν πραγματικά. Τους έλεγα πως δεν είναι αλήθεια, πως δεν παντρευτήκαμε με την Ελένη, αλλά και πάλι. Το ζούσαν κι εκείνοι όπως το ζήσαμε κι εμείς. Μπαίνουμε μέσα σ΄ ένα παραμύθι κι ασχέτως πραγματικότητας το βιώνουμε, ίσως σαν αντίδοτο και στην τωρινή συνθήκη της ζωής μας.
Αν φοβήθηκα με την επιτυχία; Εφόσον αποφάσισα να κάνω αυτή την δουλειά, γιατί γι΄ αυτήν είμαι, όπως μου έλεγαν και κάποιοι καθηγητές μου, με κάποιον τρόπο πίστευα ότι θα έρθει μια τέτοια στιγμή, ίσως στο θέατρο. Δεν με τρόμαξε –όχι γιατί την περίμενα, αλλά γιατί δεν με ενδιέφερε αν θα ερχόταν, οπότε ήμουν πιο απελευθερωμένος.
Δεν σκέφτομαι το μετά, τι έπεται. Εγώ πάω με βάση τα όνειρά μου κι αυτά δεν έχουν αλλάξει. Εχω ακριβώς τα ίδια όνειρα. Θέλω να συνεργαστώ με σημαντικούς ανθρώπους και να έρθω σε επαφή με κείμενα καλλιτεχνικής αξίας ώστε να μπορώ να πω κάτι στον κόσμο. Να συνδεθεί ο κόσμος με μένα, μ΄αυτό που κάνω και πως το κάνω».
«Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε κάποια στιγμή να βρω την ισορροπία μου –όταν χτυπάει συνέχεια το τηλέφωνο, όταν κάνεις φωτογραφίσεις, εξώφυλλα, τηλεόραση. Δεν αγχώνομαι τόσο πολύ για το μέλλον. Το μετά μπορεί να είναι μεγαλύτερο σε βάθος. Θέλω να κρίνω τα πράγματα στο παρόν. Μπορώ να τα αντιμετωπίσω καλά; Αυτό σκέφτομαι. Δεν θέλω να σκέφτομαι την επιτυχία σε σύγκριση με τον Λάμπρο, νομίζω πως θα με περιορίσει, θα με εγκλωβίσει. Ξέρω ότι θα μεταμορφωθώ, θα φτιάξω άλλα πράγματα, ξέρω ότι θα συμβεί, με κόπο και πολλή δουλειά. Εχω μια εμπιστοσύνη στον εαυτό μου.
Ποιο θα ΄θελα να είναι το αντίτιμο της επιτυχίας; Για μένα έχει εξαργυρωθεί. Είναι η αγάπη του κόσμου.
Αγαπάω πολύ τα παιδιά. Βλέπω, παρατηρώ τον εαυτό μου πως είναι με τα παιδιά. Εχω μια ανιψιά. Δεν ξέρω αν ο Λάμπρος και η Ελένη θα κάνουν παιδιά. Εγώ, ο Δημήτρης, θέλει ο Λάμπρος κι η Ελένη να κάνουν παιδιά. Η Μαρία νομίζω ότι δεν θέλει η Ελένη κι ο Λάμπρος να κάνουν παιδιά… Υποθέτω υπάρχει και κάτι που θέλουν οι σεναριογράφοι».
«Αν θέλω κάτι είναι να συνεχίσω να είμαι εμπνευσμένος γι΄αυτό που κάνω, να μην χάσω το πάθος, τον ενθουσιασμό μου και να τροφοδοτώ τον εαυτό μου.
Η βία σε όποια μορφή, επαγγελματική, οικογενειακή, προσωπική πρέπει να καταδικάζεται. Και τα περιστατικά, που συμβαίνουν σε όλους τους χώρους και όχι μόνον στο θέατρο, να παίρνουν τον δρόμο τους, να φτάνουν στην δικαιοσύνη, όταν αυτό απαιτείται».