Όταν ο σκηνοθέτης Βλαδίμηρος Νικολούζος ταξίδεψε στα βάθη του Αμαζονίου
Ο Βλαδίμηρος Νικολούζος, σκηνοθέτης και ποιητής, από μικρός ένιωθε τη βαθιά περιέργεια να ανακαλύψει τι υπάρχει πέρα από αυτό που βλέπουμε και ξέρουμε. Κι αυτή η ανάγκη τον οδήγησε σε ένα παράτολμο εγχείρημα. Έτσι ταξίδεψε έως τον Αμαζόνιο, καταγράφοντας την καθημερινότητα των κοινοτήτων που ζουν μέσα στο δάσος, για τις ανάγκες της καινούργιας του ταινίας, τη «Χώρα των λησμονημένων τραγουδιών», με σκοπό να μας θυμίσει ένα μακρινό παρελθόν, το οποίο καθορίζει την ίδια μας την ύπαρξη. Ο ίδιος μοιράστηκε μαζί μας την εμπειρία αυτών των αποστολών, καθώς και την κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή εξαιτίας της επέλασης των μεγάλων εταιρειών.
«Πρώτη φορά επισκέφτηκα τον Αμαζόνιο του Περού -ο Αμαζόνιος είναι ένα μέρος που πιάνει πολλές χώρες- το 2016, σε ένα ταξίδι προσωπικής αναζήτησης περισσότερο. Τότε, πήγα στην Pucallpa και λίγο πιο μέσα. Εκεί γνώρισα κάποιους ανθρώπους από το Deep Forest Foundation, το ίδρυμα με το οποίο συνεργάζομαι, το οποίο στην ουσία είναι μια οργάνωση, που ασχολείται με θέματα πολιτισμικής διαφύλαξης της κληρονομίας των ιθαγενών. Αφετέρου, βοηθάει όλες αυτές τις κοινότητες σε επίπεδο υποδομών, ύδρευσης, αποχέτευσης, αλλά και παροχής φαρμάκων. Τα τελευταία χρόνια η επαφή αυτών των ανθρώπων με τον δυτικό πολιτισμό, που κατακτάει κυριολεκτικά τον Αμαζόνιο, αλλοτριώνοντάς τον φυσικά, δημιουργεί προβλήματα. Για παράδειγμα, μια από τις παλαιότερες κοινότητες, οι Awa guaja είναι νομάδες, δηλαδή ανά περιόδους τριών τεσσάρων μηνών αλλάζουν σημείο, ανάλογα με την εποχή του κυνηγιού. Παλιότερα, δεν είχαν προβλήματα αποχετευτικά με αυτές τις μετακινήσεις, καθώς η ίδια η φύση θεράπευε όσα άφηναν πίσω τους. Τώρα, λόγω της εταιρείας Vale, που κάνει εξορύξεις σιδήρου και τραυματίζει την περιοχή, ή τις εταιρείες που κόβουν ξύλα, αναγκάζονται να ζουν σε διάφορα χωριά, και επειδή δεν γνωρίζουν από υγιεινή, δημιουργούνται αρρώστιες. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν έχουν ανάγκη από εμάς, τέτοιους οργανισμούς εννοώ, για να τους προστατέψουν από τους "άλλους εμάς", που τους εκμεταλλεύονται βάναυσα.
Αρχικά, ξεκίνησα να εργάζομαι για το ίδρυμα, μοντάροντας υλικό που είχαν τραβήξει άλλοι παλιότερα, έκανα μια παρουσίαση με αυτό στο Βερολίνο το 2017 και έτσι κατέθεσα μια πρόταση για αυτή την ταινία, η οποία ελπίζουμε να είναι έτοιμη προς το τέλος του 2022. Αυτή τη στιγμή. έχουμε ολοκληρώσει τα γυρίσματα και βρισκόμαστε στη φάση του μοντάζ και του post-production. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ όχι τεκμηρίωσης, αλλά καταγραφής με τίτλο "Η χώρα των λησμονημένων τραγουδιών". Μιλούν μόνο αυτοί οι άνθρωποι γι' αυτούς, δεν υπάρχουν επιστημονικές αναλύσεις, δηλαδή μιλάμε για μια αποτύπωση της ζωής τους, εστιάζοντας στα τραγούδια και τις τελετές τους, όχι μόνο τις σαμανικές, αλλά και τα τελετουργικά της καθημερινότητας. Τα τελετουργικά που σηματοδοτούν τις εποχές είναι πραγματικά μαγικά: μιμούνται ζώα, είναι αρκετά αστεία και διασκεδαστικά, είναι θα λέγαμε το δικό τους θέατρο. Επίσης ζωγραφίζουν πολύ, τραγουδούν, έχουν καλή σχέση με την αρχιτεκτονική, χτίζουν εξαιρετικά πράγματα από ξύλο, έχουν τις δικές τους κοσμογονικές ιστορίες... Από τις πιο δυνατές εμπειρίες είναι οι τελετουργίες της νύχτας, που πραγματοποιούνται για πολλές μέρες συνεχόμενα. Τις κάνουν συνήθως τρεις φορές τον χρόνο, ακολουθώντας τις πορείες του φεγγαριού, και μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες περνούν σε μια κατάσταση φυσικής έκστασης.
Έχουμε επισκεφτεί πέντε διαφορετικές κοινότητες. Η καθεμία από αυτές έχει μεν τη δική της διάλεκτο, αλλά όλοι αισθάνονται τον κοινό τόπο, που είναι το δάσος. Οι διάλεκτοί τους, όμως, ακουμπούν σε κοινή ρίζα γλωσσολογική και όλοι αυτοπροσδιορίζονται ως "άνθρωποι". Γι’ αυτό, οι ανθρωπολόγοι σήμερα αποφεύγουν να μιλάνε για "φυλές". Υπάρχουν βέβαια εντάσεις μεταξύ τους, στο παρελθόν έχουν καταγραφεί και συγκρούσεις, αλλά τώρα περισσότερο συγκρούονται με τους δυτικούς, τις εταιρείες δηλαδή που θέλουν να διαλύσουν τον τόπο τους. Οι κατηγορίες εκμετάλλευσης είναι τριών ειδών. Πρώτη και βασική, η αποψίλωση για ξυλεία και αγροκαλλιέργεια συνήθως με μεταλλαγμένους σπόρους. Ο δεύτερος τρόπος είναι οι εξορύξεις μετάλλων, σιδήρου και χρυσού κυρίως, που μάλιστα μολύνει τα ποτάμια, γιατί χρησιμοποιούνται πολλά χημικά, με δραματικά αποτελέσματα για τη χλωρίδα και την πανίδα. Και φυσικά οι υδρογονάνθρακες, τα πετρέλαια δηλαδή. Πλέον, εντείνονται οι μελέτες για μεγάλες γεωτρήσεις, λόγω και της ενεργειακής κρίσης, που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση της Βραζιλίας. Η Κολομβία χρησιμοποιεί τον Αμαζόνιο περισσότερο για να κάνει trafficking. Το θέμα είναι ότι όλη αυτή η κατάσταση διαλύει τους κοινωνικούς ιστούς, μετατοπίζει τις κοινότητες στο δάσος, ακόμα και σε μικρές ομάδες τριών και τεσσάρων ανθρώπων, πράγμα πολύ σκληρό. Οπότε, κάποιοι αντιδρούν βίαια, κάποιοι εξαγοράζονται βέβαια. Παρατηρείται δε, ότι η νέα γενιά αλλοτριώνεται, θέλει να αποκτήσει τις δυτικές ανέσεις -κινητά, μηχανάκια κ.λπ. -που τους δίνουν οι μεγάλες εταιρίες ως αντάλλαγμα. Αλλά όλα αυτά γίνονται με μια απίστευτη βιασύνη, που δεν μπορεί να αφομοιώσει αυτές τις τεράστιες πολιτισμικές διαφορές 20.000 χρόνων.
Ταξίδευα μέχρι το 2021, οπότε διακόπηκαν τα γυρίσματα λόγω κορωνοϊού. Εγκλωβιστήκαμε στο Περού και δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε για τρεις μήνες. Το συνεργείο μας είναι μικρό φυσικά, έχουμε όμως μαζί μας πάντα ανθρωπολόγους. Μένουμε μαζί με τις κοινότητες γύρω στον ένα μήνα με σαράντα μέρες, γιατί είναι αρκετά σκληρό να ζήσεις εκεί. Υπάρχουν κίνδυνοι καθημερινοί, έχω αισθανθεί φόβο ναι, αλλά κυρίως έχω αισθανθεί δέος για τη δύναμη της φύσης. Αυτή την τεράστια δύναμη του δάσους να εισχωρεί παντού, μέσα από όλα αυτά τα όντα που φιλοξενεί. Ο Αμαζόνιος είναι ένα τεράστιο ποτάμι με πολλούς παραπόταμους, οπότε οι μετακινήσεις, γίνονται ως επί το πλείστον με βάρκες, νύχτα κατά βάση. Φυσικά, δεν μιλάμε για ένα ταξίδι αναψυχής. Οι συνθήκες είναι άγριες και οι κίνδυνοι πολλοί σε κάθε βήμα, ο ύπνος κυρίως είναι πολύ δύσκολος.
Οι άνθρωποι όμως μας υποδέχονται φιλικά, τους ενδιαφέρει αυτή η καταγραφή, αλλά δεν τους απασχολεί η έννοια της ιστορικότητας. Δεν υπάρχει, ας πούμε, η λέξη "παρελθόν", μιλούν για το "μακρινό τώρα". Δεν αντιλαμβάνονται ηλικίες, υπάρχουν απλώς οι μικροί και οι μεγάλοι. Τα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, περνούν διαδικασίες ενηλικίωσης και αυτό είναι το πέρασμα στην επόμενη φάση. Κανείς όμως δεν μένει "μεταξεταστέος", δεν εκδιώκεται κανείς. Υπάρχει μια φροντίδα για την κοινότητα.
Ο πολιτισμός έχει συστηματοποιηθεί σε εμάς, η δική τους σχέση με τον χρόνο είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Διασώζουν από γενιά σε γενιά ιστορίες, αλλά μέσα από μια κυκλική αντίληψη του χρόνου και όχι γραμμική. Γι' αυτό είναι σαν παιδιά, ανεξαρτήτου ηλικίας. Φυσικά, εμείς επισκεπτόμαστε κοινότητες που έχουν κάνει επαφή με τον δυτικό κόσμο, ή έχουν κάνει πρόσφατη επαφή, τα τελευταία είκοσι χρόνια, και όχι τις κοινότητες που δεν έχουν κάνει ποτέ επαφή, γιατί είναι πολύ επικίνδυνο. Οι ανθρωπολόγοι άλλωστε δεοντολογικά δεν πιέζουν την επαφή, γιατί μπορεί και εμείς να τους βλάψουμε κι εκείνοι εμάς.
Έχω ταξιδέψει στην περιοχή μετά από τις μεγάλες φωτιές κι έχω κινηματογραφήσει τεράστιες καμένες εκτάσεις. Οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν αυτή την καταστροφή με φόβο, γιατί τους ανατρέπει όλη τους τη ζωή. Συνεχώς κάτι τους διώχνει, μετατοπίζονται όλο και πιο μέσα στο δάσος. Μέχρι που δεν θα υπάρχει πια άλλο μέσα, οπότε πού θα πάνε; Θα εξοντωθούν, όπως εξοντώθηκαν από τον κορωνοϊό όλοι οι ηλικιωμένοι τους. Διότι και Δυτικοί πηγαίνουν εκεί και οι νεότεροι ιθαγενείς επισκέπτονται κάποιες βραζιλιάνικες κωμοπόλεις, για να προμηθευτούν εργαλεία, ρύζι και ζάχαρη. Συνήθως δεν υπάρχουν χρήματα, οι αγορές γίνονται με ανταλλαγές, όσοι έχουν χρήματα δεν ξέρουν τι να τα κάνουν, μερικές φορές τα φοράνε σαν κόσμημα.
Η επαφή με το δάσος με έχει αλλάξει σε πολλά επίπεδα. Έχει αλλάξει η αντίληψή μου για το τι είναι σημαντικό, παρόλο που πάντα με βρίσκω στα μείον σε σχέση μαζί τους. Με έχει φέρει πιο κοντά στο ανθρώπινό μου κέντρο, σε αυτό που είμαι πριν γίνω αυτό που είμαι -εθνικά, ηλικιακά, φυλετικά, μορφωτικά... Όλη αυτή η ψευδαίσθηση για το είμαι, χωρίς να το αποποιούμαι, έχει μετατοπιστεί. Γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε κάνω αυτή την ταινία. Η τέχνη για μένα είναι ενθύμηση, θα ήθελα λοιπόν να θυμίσω την καταγωγή μας, όχι με την έννοια της παράδοσης, αλλά με την έννοια της ψυχικής καταγωγής, γιατί έχουμε υπάρξει και ολόκληροι, πιο ολόκληροι από αυτό που νομίζουμε πως είμαστε τώρα. Αν υπάρχει ένας στόχος, είναι να θυμηθούμε, να δούμε τον εαυτό μας μέσα από ένα φίλτρο άλλο, να φωτίσουμε μια άλλη πλευρά. Γιατί μπορεί να θυμηθείς και κάτι που έρχεται από ένα μακρινό παρελθόν, χιλιάδες χρόνια πίσω, κι αυτή η μνήμη που ανασύρεται να γίνει ακόμα και θεραπευτική.
Η ζωή εκεί σκληρή, δύσκολη, αλλά αποκαλυπτική για τη σχέση μας με τη φύση και τον ίδιο μας τον εαυτό. Οι άνθρωποι ζουν σε καλύβες, αλλά μερικές φορές φτιάχνουν και μεγαλύτερες δομές, που μοιάζουν σαν μικροί καθεδρικοί μέσα στο δάσος. Είναι εντυπωσιακή η τεχνογνωσία, που έχουν αναπτύξει σε σχέση με την αρχιτεκτονική τους. Ρεύμα δεν υπάρχει βέβαια, κάποιοι ίσως έχουν γεννήτριες, τις οποίες βρίσκουν από τις εταιρείες φυσικά. Υπάρχει μια τάση συνεχής εξαγοράς τους με διαφορά αντικείμενα. Όλοι άλλωστε θέλουν να ζήσουν το όνειρο του δυτικού πολιτισμού, γιατί αυτό θα τους έλυνε προβλήματα.
Οι Ματίς, που ζουν στον Αμαζόνιο της Βραζιλίας, ξυπνούν νωρίς και κοιμούνται πολύ αργά. Τα βράδια, οι άνδρες μαζεύονται στις "μαλόκας", τις καλύβες, και λένε ιστορίες, πίνοντας τάτσι, ένα ποτό σαν φυσικό αναβολικό που τους κρατάει ξύπνιους. Το πρωί σηκώνονται κατά τις τέσσερις και κυνηγούν. Οι γυναίκες κάνουν περισσότερo τις δουλειές του σπιτιού, ασχολούνται με τα παιδιά, αλλά έχουν δύναμη, εκεί το θηλυκό δεν είναι καταπιεσμένο, απλώς οι γυναίκες έχουν διαφορετικές λειτουργίες μέσα στην ημέρα. Δεν υπάρχει η έννοια του γάμου. Αν μια γυναίκα, ή ένας άνδρας, στήσει την αιώρα πλάι σε κάποιον που του αρέσει, τότε απλώς οι δυο τους μπορούν να κάνουν παιδιά. Η έννοια της οικογένειας δεν είναι κλειστή, δεν καθορίζεται από έναν θεσμό, υπάρχει ως φυσική συνέπεια. Δεν υπάρχει η έννοια της ενοχής, ούτε η έννοια του εγώ, όπως τη βιώνουμε εμείς.
Η ιεραρχία σε αυτές τις κοινότητες δεν είναι καταπιεστική, είναι μια ιεραρχία σεβασμού: αυτός που προσφέρει περισσότερο στην κοινότητα, ή τους προστατεύει από εχθρούς, αποκτάει τον σεβασμό και μία εξουσία, αλλά όχι όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς. Γενικώς, η ανάγκη για κυριαρχία δεν υπάρχει όπως σε εμάς. Οι άνθρωποι αυτοί λειτουργούν συλλογικά, με γνώμονα το καλό της κοινότητας, δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να κλέψει κάτι για τον εαυτό του, και αν το κάνει, θα εκδιωχτεί. Η έννοια της δύναμης τους αφορά με μια παιδικότητα, τους ενδιαφέρει περισσότερο ας πούμε ποιος θα πετάξει το βέλος μακρύτερα από τον άλλον. Είναι εντυπωσιακό πόσο πολύ γελούν και φυσικά δεν υπάρχει κατάθλιψη ή στενοχώρια. Τον θάνατο τον αντιμετωπίζουν με σοφία. Λυπούνται για όσους φεύγουν, αλλά τον βλέπουν ως είναι μια φυσική κατάληξη που τη δέχονται, μιας και θεωρούν ότι οι νεκροί περνούν το ποτάμι και ανεβαίνουν στον ουρανό. Οι σαμάνοι είναι οι πιο θλιμμένοι, ας το πούμε έτσι, οι ποιητές, που από μικροί ξεχωρίζουν και παίρνουν αυτή τη θέση μέσα στην κοινότητα.
Είχα πάντα ένα όνειρο να συνδέσω, ή να βρω τρόπους να αποτυπώσω κινηματογραφικά περιοχές του πλανήτη που δεν έχουν καταγραφεί συχνά, σε επίπεδο πολιτισμικό, αλλά και πνευματικό. Με ενδιαφέρει ο σαμανισμός, οι πνευματικές τακτικές που υπάρχουν από τότε που υπάρχει και ο άνθρωπος. Μέσα από αυτή την ανάγκη, έφτασα στο σημείο να κάνω αυτή την ταινία. Αλλά φυσικά βρήκα ανθρώπους, όπως η Katya Bakhirka, η πρόεδρος του Deep Forest Foundation, που μας συνδέουν οι ίδιες αναζητήσεις, οι οποίο στάθηκαν δίπλα μου. Οπότε ήταν κάπως σαν πεπρωμένο αυτή η απόφαση...
Όταν επιστρέφω από τα ταξίδια, νιώθω συχνά ότι δεν τα έχω ζήσει όλα αυτά. Φτάνω στην πόλη, ας πούμε, και δεν μπορώ να μείνω σε ένα μπαρ, βγαίνω και ψάχνω ένα δέντρο να κάτσω. Οι διαφορές είναι μεγάλες, αλλά ταυτόχρονα οι άνθρωποι αυτοί είναι αδέρφια μας. Και αυτές τις ομοιότητες είναι που θέλω να φωτίσω με την ταινία. Γιατί κι αυτοί έχουν ανάγκη την καλή μας πλευρά, κι εμείς τη δική τους. Αρκεί να μην τους επιβάλλουμε τους δικούς μας τρόπους και όρους, αλλά να τους επιτρέψουμε να υπάρξουν με τον τρόπο που εκείνοι θέλουν.