Βίρνα Λίζι: Η ξανθιά Ιταλίδα καλλονή με την πιο ερωτική φωνή στο σινεμά
Η πιο ερωτική φωνή του σινεμά, που μάγεψε τον Φελίνι και την έκανε πρωταγωνίστριά του στο θρυλικό «8 1/5», η ξανθιά καλλονή με την γοητευτική ελιά κοντά στα χείλη που θύμιζε τη Μερίλιν Μονρόε, η υπέροχη Αικατερίνη των Μεδίκων από την ταινία του Πατρίς Σερό «Πριγκίπισσα Μαργκό», η μούσα του Αντονιόνι... Αυτά και τόσα αλλά έχουν ειπωθεί για μια από τις ιδιαίτερες ηθοποιούς της Χρυσής Εποχής του ιταλικού κινηματογράφου, την υπέροχη Βίρνα Λίζι.
Η Βίρνα Πιεραλίζι, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά της, γεννήθηκε στην Αγκόνα στις 8 Νοεμβρίου του 1936. Ο πατέρας της ήταν μαρμαροποιός και η ίδια έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η οικογένειά της μετακόμισε στη Ρώμη στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όπου συνέχισε το σχολείο. Επειδή ήταν πολύ καλή μαθήτρια, οι γονείς της ήλπιζαν ότι θα συνέχιζε τις σπουδές της στο κολέγιο και θα αναλάμβανε την επιχείρησή τους. Όμως, το 1953 ένας οικογενειακός τους φίλος, ο τραγουδιστής Τζιάκομο Ροντινέλα, έπεισε τους κινηματογραφικούς παραγωγούς Αντόνιο Φερίνιο και Έττορε Πέσε από τη Νάπολη, να της κάνουν ένα δοκιμαστικό. Έτσι, η Λίζι σε νεαρή ηλικία πήρε τον πρώτο της ρόλο και ντεπουτάρισε στη μεγάλη οθόνη. Μπορεί εκείνη η ταινία με τίτλο «Napoli Canta» πλέον να έχει ξεχαστεί, όμως αποτέλεσε την αφετηρία για μια μεγάλη καριέρα.
Μέσα τα επόμενα δυο χρόνια, εμφανίστηκε σε δεκάδες ταινίες, όπως το «Questa è la Vita», στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τον θρυλικό Τοτό, μέχρι που ο σκηνοθέτης Φραντζέσκο Μασέλι, της εμπιστεύτηκε τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «La Donna del Giorno». Το σαγηνευτικό της βλέμμα και η εκλεπτυσμένη της θηλυκότητα, μαγνήτιζαν τον φακό κι έφεραν έναν νέο αέρα στη μεγάλη οθόνη, κατατάσσοντάς την ανάμεσα στις σταρ του ιταλικού σινεμά.
\Δύο χρόνια αργότερα, το 1959, εμφανίζεται και στο θέατρο, συγκεκριμένα στο Piccolo Teatro di Milano στην παράσταση «I giacobini», όπου και γνωρίζει τον αρχιτέκτονα Φράνκο Πέκι, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1960, απέκτησαν ένα γιο, τον Κοράντο και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος. Εκείνη την περίοδο, η Λίζι έκανε κυρίως κωμωδίες στο σινεμά και συμμετείχε σε επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε σε μια διαφήμιση οδοντόπαστας, λέγοντας την ατάκα: «con quella bocca può dire ciò che vuole» (μ’ αυτό το στόμα μπορείς να πεις ό,τι θέλεις), που έγινε σλόγκαν στην Ιταλία.
Αργότερα θα φύγει για τη Γαλλία, όπου συνεργάζεται με σημαντικούς δημιουργούς, ενώ πρωταγωνιστεί δίπλα στον γοητευτικό Aλέν Ντελόν στο φιλμ «La Tulipe Noire», που της χάρισε την παγκόσμια καταξίωση. Τότε ήταν που τράβηξε την προσοχή των Χολιγουντιανών παραγωγών, οι οποίοι είδαν στο πρόσωπό της μια αντίπαλο της Μέριλιν Μονρόε και αμέσως της πρότειναν έναν ρόλο στο πλευρό του Τζακ Λέμον στην κωμωδία «How to Murder Your Wife».
Η κραταιά κινηματογραφική βιομηχανία εκτίμησε τον επαγγελματισμό της και θαμπώθηκε από τη λάμψη της, η ίδια όμως γρήγορα βαρέθηκε να παίζει τους ρόλους της ξανθιάς γατούλας. Αρνούμενη να μπει σε καλούπια, αφού συμπρωταγωνίστησε με μεγάλους σταρ της εποχής, όπως τον Τόνι Κερτις ή τον Φρανκ Σινάτρα, και μετά από ένα θρυλικό εξώφυλλο στο «Esquire», όπου ξυριζόταν (!), αρνήθηκε στον Ροζέ Βαντίμ να παίξει στην «Barbarella» -στην οποία πρωταγωνίστησε τελικά η Τζέιν Φόντα- κι επέστρεψε στην Ευρώπη. «Δεν ένιωθα άνετα εκεί. Πρώτα από όλα δεν ήξερα καν αγγλικά, αντιμετώπιζα δυσκολία στο να εκφραστώ, στο να επικοινωνήσω» θα έλεγε για την απόφασή της, ομολογώντας ότι ο κόσμος του θεάματος πάντα τής φαινόταν θλιβερός.
Συμμετείχε σε εμπορικές ιταλικές παραγωγές, όπως το «Casanova 70, Le bambole» (1965), την «Arabella» (1967) και το «Le dolci signore» (1968), όπως πήρε μέρος και σε πιο σινεφίλ ταινίες με μικρότερους ρόλους, όπως στο βραβευμένο στις Κάννες «Signore & Signori» (1966).
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 αποφασίζει να κάνει μια παύση για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της, αλλά επανέρχεται λίγο αργότερα και πάλι στο προσκήνιο. Οι πιο σημαντικές στιγμές της ήταν ο πρώτος ρόλος στο «Al di là del bene e del male» της Λιλιάνα Καβάνι το 1977, το «Ernesto» του Σαλβατόρε Σαμπέρι το 1979, το «Buon Natale... buon anno» του Λουίτζι Κομεντσίνι το 1989, μέχρι που το 1994 ο Πατρίς Σερό της έδωσε τον ρόλο που της χάρισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών και το Σεζάρ Καλύτερης Ερμηνείας.
Στη συνέχεια για μεγάλο διάστημα έπαιξε στην τηλεόραση, ενώ η τελευταία της εμφάνιση έγινε στο «Latin Lover» της Κριστίνα Κομεντσίνι, με την οποία συνεργάστηκε στενά τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Δυστυχώς, το 2014 διαγνώστηκε με καρκίνο στον πνεύμονα. Έναν μήνα αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου, πέθανε ήσυχη στο σπίτι της, όπως ανακοίνωσε ο γιος της, σε ηλικία 78 ετών. Οι εφημερίδες της Ιταλίας την αποχαιρέτησαν αποκαλώντας την «ντίβα». Εκείνη όμως πριν από μερικά χρόνια είχε αρνηθεί αυτό τον τίτλο: «Μα, τι θα πει ντίβα; Εγώ πάντα ένιωθα ηθοποιός. Ποτέ δεν έχασα το μυαλό μου», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της, συμπληρώνοντας: «Δεν έχω μετανιώσει ποτέ για κάτι που είπα. Μέσα μου νιώθω πως είμαι μια κανονική γυναίκα, που πατάει τα πόδια της στη γη, ακόμη και όταν κάνει βόλτες στο Λος Άντζελες με λιμουζίνα».