Αλεξία Καλτσίκη: «Ανήκω και δεν ανήκω κάπου, συγχρόνως. Κι αυτό με βοήθησε να μην έχω στεγανά»
Η Αλεξία Καλτσίκη μεγάλωσε στην Καλλιθέα. Σχολείο πήγε στις Ουρσουλίνες. Θέατρο σπούδασε στην σχολή του Εθνικού, όπου και αρίστευσε. Από τότε ξεκίνησε η πορεία της στο θεατρικό σανίδι, μια πορεία που συνεχίζει με την ίδια αφοσίωση, και μάλιστα σε μια εποχή που η τηλεόραση δεσπόζει. Κορυφαία εκπρόσωπος της γενιάς της, με ρόλους και συνεργασίες που ξεχωρίζουν, απ΄ τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Ανατόλι Βασίλιεφ ως τον Δημήτρη Τάρλοου και τον Δημήτρη Καραντζά, ετοιμάζεται τώρα να κατέβει στην Επίδαυρο.
«Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε το θέατρο. Από παιδί το ήθελα. Σε προσχολική ηλικία η πρώτη μου επιλογή ήταν κλόουν, μετά ηθοποιός. Οι προσλαμβάνουσές μου ήταν κυρίως οι ελληνικές ταινίες, αλλά δεν νομίζω ότι είναι εκεί η ρίζα –η ρίζα είναι στο ίδιο το παιχνίδι. Μ΄άρεσε πολύ να παίζω με ιστορίες, το κάναμε συνέχεια, και να κάνω τους άλλους να γελάνε. Γι΄αυτό και, όταν τελικά ασχολήθηκα με το θέατρο, ήταν μια φυσική εξέλιξη. Οι γονείς μου δεν ήταν θεατρόφιλοι –ο πατέρας μου ηλεκτρονικός, η μητέρα μου δακτυλογράφος.
Το σπίτι μου θα΄λεγα ότι ήταν αντιφατικό: Πήγα σε σχολείο θηλέων, στις Ουρσουλίνες. Η εφηβεία μου ήταν κλειστή, δεν μπορούσα να βγω εύκολα. Μεγάλωσα στην Καλλιθέα. Στο κέντρο της Αθήνας, μόνη μου, κατέβηκα για να βρω που είναι το Θέατρο Τέχνης. Στην ενασχόλησή μου με το θέατρο δεν υπήρχε καμία αντίρρηση, ούτε στην αδελφή μου που την ενδιέφερε το τραγούδι. Σ΄αυτά ήταν πολύ προοδευτικοί. Την ίδια στιγμή όμως υπήρχε ένας συντηρητισμός. Την μητέρα μου την ενδιέφερε η παιδεία και οι Ουρσουλίνες πληρούσαν τις προδιαγραφές, μάθαινες και μια γλώσσα, ενώ παράλληλα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν και οικονομικά. Εκτός σχολείου κάναμε μπαλέτο και πιάνο –ίσως και από μια ανάγκη της μητέρας μου να μας δώσει ερεθίσματα, καθώς η ίδια δεν κατάφερε ν΄ασχοληθεί μ΄αυτά. Επειδή ήμουν καλή μαθήτρια, οι γονείς μου ήθελαν να δώσω και σε μια άλλη σχολή, σαν να υποτιμούσαν το θέατρο, αλλά εγώ το είχα πάρει πατριωτικά.
Οταν αποφάσισα να δώσω στην δραματική δεν ήξερα ούτε είχα κάποιον να με καθοδηγήσει. Μόνη μου προετοιμάστηκα. Την πρώτη χρονιά έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό και στο Τέχνης, και δεν πέρασα σε καμία. Εμαθα για το εργαστήρι του Διαμαντόπουλου –έδωσα εξετάσεις, πήγα για έναν χρόνο και τότε διάβασα και είδα ό,τι δεν είχα διαβάσει και δει σ΄όλη μου τη ζωή. Ετσι, την επόμενη χρονιά, ξανάδωσα και στις δύο σχολές και πέρασα και στις δύο. Επέλεξα το Εθνικό γιατί δεν πλήρωνες δίδακτρα».
«Μπαίνοντας στη σχολή δεν υπήρχε καν ο χώρος να σκεφτώ. Ημουν εκεί. Θυμάμαι εκείνη την εποχή και την αχαλίνωτη περιέργεια που είχα να δω τι γίνεται. Αργότερα μπήκαν τα κριτήρια.
Δάσκαλοί μου ήταν η Χατζηαργύρη, ο Στέφανος Κυριακίδης, ο Διαγόρας Χρονόπουλος, ο Μιχαλακόπουλος –άνθρωποι που είχαν κάνει την διαδρομή τους, με εξαίρεση τον Μιχαλακόπουλο που ήταν ενεργός και με τον οποίο συνδεθήκαμε. Τώρα μ΄αρέσει περισσότερο η ζύμωση που γίνεται ανάμεσα σε μαθητές και δασκάλους.
Οφείλω πολλά στη σχολή κυρίως λόγω εξάσκησης. Μ΄έμαθε να κάνω, να κάνω, να κάνω. Στο πρώτο έτος μας μίλησε ο Μιχαλακόπουλος για τον Ανδρέα Μανωλικάκη και για τα σεμινάρια που θα ερχόταν να κάνει (σ.σ. καθηγητής στο Actor Studio στη Νέα Υόρκη). Εγώ, επειδή τύχαινε να είμαι αριστούχος έπαιρνα υποτροφία και μαζί με τα λεφτά που έβγαζα τα καλοκαίρια, πήγαινα στα σεμινάριά του και γλυκάθηκα. Εκεί, κατάλαβα πολύ αργότερα, τι μου είχε συμβεί. Είχα έρθει σ΄επαφή με μία μέθοδο. Το επιβεβαίωσα και αργότερα αυτό, όταν ήρθα σ΄επαφή με την μέθοδο του Ανατόλι Βασίλιεφ (σ.σ. κορυφαίος Ρώσος σκηνοθέτης). Κατάλαβα πόσο με ελκύει η μέθοδος. Στην συνέχεια την αναζήτησα και με αναζήτησε».
«Ημουν ένας πολύ κλειστός και ντροπαλός άνθρωπος. Αν και αριστούχος του Εθνικού ντρεπόμουν να πάω να δω τον διευθυντή -τον Νίκο Κούρκουλο. Σκεφτόμουν τι θα του πω. Ούτε βιογραφικό δεν άφηνα. Απ΄την άλλη πήγαινα μανιωδώς σ’όλες τις ακροάσεις που μάθαινα. Ετσι βρήκα τις πρώτες μου δουλειές –πρώτη-πρώτη μια παράσταση που σκηνοθετούσε ένας Φιλιππινέζος, ο Αντόν Χουάν, σε δικό του έργο, στο Χώρα.
Πώς πήγα στον Λευτέρη Βογιατζή; Κάποια στιγμή, ξαφνικά, με παίρνει τηλέφωνο ο βοηθός του Λευτέρη, που δεν τον ήξερα, και μου λέει να πάω εκεί –τώρα, εκείνη την ώρα. Πήγα, έγινε η συνάντηση, διαβάσαμε, με ξαναφώναξαν –εγώ είχα τρομοκρατηθεί. Ηταν για το “Καθαροί πια” της Σάρα Κέιν. Είχα ήδη δει τον “Θείο Βάνια” του Βογιατζή, όπως είχα δει, μαθήτρια, το “Το Τέλος του παιχνιδιού” του Μπέκετ με τον Μινωτή και τον Τσακίρογλου. Ακόμα θυμάμαι την παντομίμα σ΄ένα μονόπρακτο του Μπέκετ που προηγείτο της παράστασης με την Ασπασία Κράλλη.
Αν έχω συστολή; Ναι ίσως αυτό να με χαρακτηρίζει. Συνεσταλμένη είμαι, όχι ντροπαλή
Μετά την οντισιόν στον Βογιατζή έμαθα ότι με είχαν φωνάξει γιατί με είχε δει σε μια παράσταση ο Χρήστος ο Λούλης και ανέφερε το όνομά μου, χωρίς να με ξέρει. Του το οφείλω. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μας χειραψία με τον Λευτέρη.
Δυστυχώς το θέμα της διεκδίκησης των πραγμάτων, σε σχέση με τον χαρακτήρα μου, είναι κάτι που το δουλεύω, δεν είναι κάτι που το΄χω. Θεωρώ ότι υπήρξα πολύ τυχερή επειδή ο χαρακτήρας μου δεν με βοηθούσε. Αν έχω συστολή; Ναι ίσως αυτό να με χαρακτηρίζει. Συνεσταλμένη είμαι όχι ντροπαλή».
«Εμένα οι περιορισμοί με ελευθερώνουν. Το θέατρο είναι μια αναμέτρηση με το χάος, αν θες να είσαι αφύλακτος, γιατί αυτή είναι η δουλειά μας, άρα και απροστάτευτος. Οπότε χρειάζεται να πεις, όπως στα μαθηματικά, ότι έστω 1+1=2, όχι για να το λύσεις, αλλά για να το πιάσεις από κάπου και μετά να κάνεις την ελεύθερη πτώση σου -όχι για να δημιουργήσεις πλέγμα ασφαλείας.
Πιστεύω ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον παιδαγωγό: Λέμε ότι ο Ροντήρης ή ο Κουν υπήρξαν δάσκαλοι. Κατά την γνώμη μου, όταν μεταδίδεται μια γνώση, αυτή συνεχίζεται και εξελίσσεται. Στην πραγματικότητα αυτό δεν συνέβη, γιατί τελικά αυτό που δίδαξαν δεν είχε συνέχεια. Ηταν άνθρωποι που διδασκόσουν επειδή ήσουν δίπλα τους. Οι ίδιοι ήθελαν να κάνουν όπως λαχταρούσαν τη δουλειά τους. Δεν ήταν ζητούμενό τους το να μάθεις. Ούτε ο Λευτέρης πίστευε στις μεθόδους, ούτε στην εκπαίδευση».
«Ολοι αυτοί –κι αυτό είναι ακόμα πιο συγκινητικό, κατάφεραν να διεκδικήσουν σ΄ένα πολύ άγριο τοπίο έναν τρόπο δουλειάς που δεν είναι αυτονόητος. Εφτιαχναν το δικό τους όραμα, ήταν παθιασμένοι μ΄αυτό που ήθελαν να κάνουν. Δεν τους ένοιαζε τίποτ΄άλλο. Ούτε καν αν εσύ θα μάθεις. Τους ένοιαζε όμως αν εσύ θα μετατοπιστείς. Εσύ μάθαινες παρατηρώντας τους. Το θέμα δεν ήταν να καταλάβεις αλλά να γίνει αυτό -ήταν μανιώδεις και ιδιοφυείς. Βασικό τους υλικό ήταν η λειτουργία του ηθοποιού– άρα ήμασταν όλοι καταδικασμένοι, κι εμείς κι εκείνοι, να γίνει η παράσταση. Ο παιδαγωγός έχει άλλη υπομονή, γιατί έχει άλλο στόχο.
Ημουν έγκυος όταν έπαιζα στον “Θερισμό” στο Εθνικό. Δεν το είχα καταλάβει κι όταν το κατάλαβα πήρα αμέσως τον Δημήτρη Τάρλοου, που το σκηνοθετούσε, να του το πω, γιατί θα ξεκινούσαμε πρόβες. Ηταν πολύ δεκτικός, σαν κάτι πολύ φυσιολογικό και τον ευγνωμονώ γι΄αυτό. Ηταν πολύ ωραίο για μένα που δούλευα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης –είχα εύκολη εγκυμοσύνη».
«Το θέμα παιδί και δουλειά το κατάλαβα αργότερα. Πάντως δεν ήμουν από εκείνες που έλεγαν ότι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνω παιδί. Ωστόσο, είναι αλήθεια, ότι επηρεάζει την δουλειά σου και πρακτικά αλλά και με πολύ καλά στοιχεία. Μετατοπίζεσαι. Θυμάμαι στην σχολή είχα μια συμμαθήτρια που ερωτεύτηκε και άλλαξε ακόμα και πάνω στη σκηνή. Γιατί δεν γίνεται όλα αυτά να μην σ΄αλλάζουν...
Για μένα, στο θέατρο τα ζητούμενα παραμένουν εκεί, να τα ψάξεις, να τα αναζητήσεις. Ο χρόνος όμως -και η τέχνη θέλει χρόνο-, δεν υπάρχει πια. Τα ερωτήματα υπάρχουν, αλλά αναγκαστικά γίνεται μια προσωπική ιστορία που την κουβαλάς μαζί σου και προσπαθείς όσο γίνεται να την προχωρήσεις. Οταν βρίσκεσαι με ανθρώπους που έχουν τέτοιες αναζητήσεις υπάρχει κάποιος χώρος για να προχωρήσεις κι εσύ. Αλλά δεν μπορεί να΄ναι αυτό καθαυτό το θέμα της δουλειάς, όπως συνέβαινε παλαιότερα με τον Λευτέρη ή τον Βασίλιεφ. Γιατί εκεί, ο χρόνος της δουλειάς ήταν ένας χρόνος διαχείρισης ενέργειας.
Ανήκω και δεν ανήκω κάπου, συγχρόνως. Κι ίσως αυτό να μ΄έχει βοηθήσει ώστε να μην έχω στεγανά
Παρατηρώ ότι οι σκηνοθέτες που ορίζουν το τοπίο και το πλαίσιο έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να προχωρούν από δουλειά σε δουλειά, σε σύγκριση με τους ηθοποιούς. Γιατί όταν το κριτήριό σου είναι ν΄ανταποκριθείς, δεν υπάρχει πια ο χρόνος ν΄αμφισβητήσεις. Αλλά μόνο μέσα απ΄την αμφισβήτηση μπορεί να γεννηθεί το προχώρημα.
Βλέποντας και τον γιο μου να μεγαλώνει, βλέπω πως αλλάζει το σώμα. Οπότε, το να είσαι καθημερινά σε πρόβες, κάνοντας ένα συγκεκριμένο ζέσταμα για έξι ή εννέα μήνες, σε μετατοπίζει ασυνείδητα. Τώρα δεν είναι εύκολο να συμβούν οι μετατοπίσεις. Τώρα πια, η ανάγκη είναι ν΄ανταποκριθείς στα ζητούμενα μιας παράστασης. Δεν ξέρω πώς μπορεί αυτό ν΄αλλάξει και ισχύει παντού. Συχνά παρατηρώ ότι εμείς οι ηθοποιοί δουλεύουμε σε εξοντωτικούς ρυθμούς, ανθυγιεινούς για τα σκηνικά μας μέσα».
«Ζω απ΄αυτήν την δουλειά. Ορισμένες επιλογές μέσα στην πορεία μου μπορεί να μην με ικανοποιούν εξίσου, αλλά έχω πάντα κάποια κριτήρια. Επίσης θεωρώ σημαντικό να έχεις αντίληψη γιατί κάνεις μια δουλειά. Κι εγώ έχω ωφεληθεί από δουλειές. Η πορεία μου είναι λίγο “σχιζοφρενική” –την μία ήμουν στο Αμόρε και την άλλη στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας σε νεοελληνικό έργο, την μία με τον Βογιατζή και την άλλη στο Κιβωτός. Ανήκω και δεν ανήκω κάπου, συγχρόνως. Κι ίσως αυτό να μ΄έχει βοηθήσει ώστε να μην έχω στεγανά.
Φέτος, η σεζόν ξεκίνησε με την "Φαίδρα" στο Προσκήνιο, συνεχίστηκε με το “Νυχιάγνκ” στο Πορεία (δώσαμε και μια παράσταση στις φυλακές). Τώρα ετοιμαζόμαστε για πρεμιέρα: “Πέρσες” του Αισχύλου στην Επίδαυρο».
Κορυφαία στους «Πέρσες»
«Η οπτική της παράστασης δεν στηρίζεται στην πλοκή της, αλλά κυρίως στα θέματα που διαχειρίζεται μια κοινότητα όταν αυτή χάνει την πίστη και την ελπίδα της στους κρίκους που την κρατούσαν ενωμένη. Μ΄αυτή την λογική βρισκόμαστε κι εμείς στον Χορό των “Περσών” (σ.σ. Αλεξία Καλτσίκη και Θεοδώρα Τζήμου, κορυφαίες), και άντρες και γυναίκες και παιδιά και εθελοντές. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί μια κοινότητα. Οι πιστοί είναι οι πολίτες και όχι οι γέροντες άντρες.
Είναι ένας Χορός που έχει μια διαδρομή, ξεκινώντας από άτομα –στην αρχή είναι ένας, μετά ένας άλλος, ύστερα ένας τρίτος, τέταρτος... Σαν να είμαστε σ΄έναν δημόσιο χώρο που ερχόμαστε να διαχειριστούμε τον φόβο μας γι΄αυτό που δεν γνωρίζουμε. Δεν είναι τυχαίο που η παράσταση ξεκινάει από ένα πεντάστιχο μια Ιρανής ποιήτριας –όλο αυτό που συμβαίνει εδώ, μ΄εσάς κι εμάς, όλοι μαζί ξεκινάμε απ΄το τίποτα, απ΄την άγνοια, απ΄τις παρυφές του σκοταδιού. Υπάρχει μια μετακίνηση από άτομα προς ένα σύνολο, ένα τοπίο ρευστό, όπως αυτό που ζούμε κι εμείς».
«Η Επίδαυρος; Εμένα πάντα μ΄επηρεάζει ο χώρος, το ίδιο το θέατρο αλλά και ο σκηνικός χώρος, όσο μου επιτρέπουν οι συνθήκες. Γιατί ο δικός μου στόχος είναι να επικοινωνώ με τους ανθρώπους που έχω απέναντί μου στην σκηνή. Οπότε, πάντα ο χώρος με καθορίζει, πολλώ δε μάλλον η Επίδαυρος. Κουβαλάει και μια μυθολογία. Η Επίδαυρος είναι σαν μια ζωντανή σχέση με ένα πρόσωπο και έναν χώρο που θες πολύ να συναντήσεις και την ίδια στιγμή είναι ένα καινούργιο πρόσωπο κι ένας καινούριος χώρος. Κουβαλάει μνήμες, εκτός από τις συλλογικές μυθολογίες. Προσωπικά, για μένα έχει και κάτι θεραπευτικό αλλά και υπερβατικό. Τα κείμενα είναι τόσο καλά δομημένα και στοχευμένα που σε αναγκάζουν να καθαρίσει λίγο η πνευματική σου σκέψη και ισορροπία, αλλά και η σκηνική σου νοοτροπία. Δεν γίνεται να μην είσαι γυμνός στην Επίδαυρο. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα εκεί, κατάλαβα ότι είναι ένας πολύ ζεστός χώρος. Εχει μια καθαρότητα η Επίδαυρος. Ξεκαθαρίζει και γι΄αυτόν που παίζει και γι΄αυτόν που βλέπει».
«Πέρσες» του Αισχύλου: Επίδαυρος, 15-16/7. Μετάφραση Παναγιώτης Μουλλάς, διασκευή-σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς. Παίζουν: Ρένη Πιττακή, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Γιάννης Κλίνης κ.ά.