Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: «Δεν έχει ξεπεράσει ποτέ το λογικό μου ο έρωτας»
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ξεχώρισε από νωρίς –έχει ταλέντο, δουλεύει πολύ, κι έχει δυό μάτια έντονα, έκπληκτα, ενίοτε, σαν τρομαγμένα... Γεννήθηκε στην Αθήνα. Εγινε ηθοποιός γιατί νόμιζε ότι είναι εύκολο. Εχει δύο παιδιά. Τον Φεβρουάριο κλείνει τα 43.
«Δεν θυμάμαι πολύ τον εαυτό μου παιδί. Και ως τα έξι δεν τον θυμάμαι καθόλου. Η μνήμη μου είναι επιλεκτική. Αυτό που σίγουρα κρατάω από τότε, είναι την έντονη ανάγκη μου για μαγεία, σαν επιθυμία, μέχρι σήμερα -ότι πίσω απ' αυτό έχει κάτι άλλο, ότι πίσω απ' αυτή την πόρτα υπάρχει κάτι άλλο. Είναι και περιέργεια και επιθυμία να διαβάσω τον κόσμο με όχι πεζό τρόπο –και παραμένει. Κρατάω την φαντασία, κόσμους ολόκληρους. Αλλά δεν κρατάω καθόλου την επιθετικότητά μου. Μέχρι την εφηβεία ήμουν πολύ επιθετικός, γιατί ήμουν πολύ τρομαγμένος, μπορούσες να με πληγώσεις εύκολα.
Μεγάλωσα σ' ένα κανονικό περιβάλλον, με τα όλα του. Τίποτα το ιδιαίτερο. Απλώς κάτι μέσα μου ήταν πάντοτε έτοιμο να νιώσει προσβεβλημένο. Ο πατέρας μου καθηγητής μαθηματικών, η μητέρα μου ιδιωτική υπάλληλος. Ανήκαν σ' αυτήν την παρεξηγημένη γενιά του Πολυτεχνείου. Στο σπίτι είχαμε τεράστια βιβλιοθήκη, διαβάζαμε.
Θέατρο δεν βλέπαμε καθόλου. Μου έχουν πει ότι έχω πάει στον «Οδυσσεβάχ», θα' μουν 2-3 ετών και νομίζω ότι έχω κάποιες μνήμες, αλλά δεν είναι αλήθεια. Ισως γιατί έχω τον δίσκο του Σαββόπουλου, και ο Σαββόπουλος υπήρξε και παραμένει μια από τις πολύ σοβαρές αγάπες μου.
Επίσης κρατάω σίγουρα το ελεύθερο κάμπινγκ που κάναμε στις οικογενειακές διακοπές, ως τα δώδεκα περίπου. Ο,τι κοντινότερο στον Παράδεισο απόλυτη ελευθερία, φύση.
Στο σχολείο είχα φίλους, τίποτα σπουδαίο όμως. Γενικά τίποτα σπουδαίο. Ημουν βολικός, καλό παιδί, αδιάφορος μαθητής, όχι κακός, το σχολείο δεν μ' άρεσε καθόλου.
Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο κέντρο. Λίγο μετά μετακομίσαμε στα προάστια. Εχω έναν αδελφό, μια τάξη μεγαλύτερη. Είμαστε κοντά, δεμένοι.
Στο υποσυνείδητο ή ασυνείδητο νομίζω ότι πάντα φλέρταρα με την κατασκευή ιστοριών, με τους κόσμους έξω από 'δω, με την ποίηση -μ' άρεσε να διαβάζω, με την ανάγνωση, μ' άρεσε να τραγουδάω, να διαβάζω δυνατά και να μ' ακούν. Ήμουν αυτός που θα επέλεγαν για να διαβάσει κάτι. Μ' άρεσε να βρίσκω τις διαδρομές μιας φράσης, που αν τη φωτίσεις έτσι ή αλλιώς θα ζωντανέψει ή θα πεθάνει. Οπότε, ναι, εκεί κάτι υπάρχει, αλλά καμία σχέση με το θέατρο, δεν ήξερα καν ότι μπορεί να είναι μια δουλειά».
«Θέλοντας ν' αποφύγω κάθε τι που μοιάζει με συνέχεια του σχολείου ή πανεπιστήμιο, αποφάσισα να γίνω μάγειρας. Να κάνω κάτι που σχετίζεται με τα χέρια μου, πρακτικό. Μ' άρεσε να μαγειρεύω, ακόμα μ' αρέσει. Τότε, ένας καθηγητής που έκανε θέατρο στο σχολείο και μ' έβλεπε να διαβάζω μου λέει "γιατί δεν παίζεις σε μια παράσταση που ετοιμάζω". Κι από εκεί ξεκινάει όλο αυτό. Με το που παίζω λέω ότι αυτή είναι η λύση –όχι ανάγκη έκφρασης. Μου φάνηκε εύκολο, διασκεδαστικό, σωτήριο. Το αποφάσισα.
Οι γονείς μου το πήραν πολύ καλά, με την δυσπιστία που οφείλει να΄χει κάποιος απέναντι σ΄αυτά. Αλλά επειδή εγώ γενικά ούτε έλεγα ούτε έκανα βλακείες, νομίζω ότι ένιωσαν πως το εννοώ. Εδωσα κατευθείαν στη σχολή του Θέατρου Τέχνης. Από την πρώτη μέρα και από τότε κάθε μέρα μέχρι σήμερα, αισθάνομαι ότι αυτό είναι.
Από την β΄ λυκείου που αποφάσισα να γίνω ηθοποιός άρχισα να βλέπω θέατρο και να διαβάζω –αγόραζα και θεατρικά βιβλία. Οταν πια μπήκα στο Τέχνης ήμουν ένας πολύ αποφασισμένος και συγκεντρωμένος φοιτητής. Ξεκίνησα να παίζω απ΄ το πρώτο έτος. Χρωστάω πολλά στη Γεωργία Σιδέρη, πρώτα και κύρια ευγνωμοσύνη. Γιατί ήδη από τους πρώτους μήνες –εκείνη πάντα στην γραμματεία της σχολής-, μου ζήτησε να πάω να δουλέψω στο Υπόγειο, κι έτσι μπήκα στον κόσμο του θεάτρου. Και τρελάθηκα. Εκανα σκηνικά, πράγματα με τα χέρια μου. Εκει με γνώρισε ο Μίμης Κουγιουμτζής, αλλά δεν νομίζω να με συμπάθησε. Είχα μακριά μαλλιά, σκουλαρίκια, φόραγα δαχτυλίδια. Ωστόσο το καλοκαίρι του πρώτου έτους, όταν χρειάστηκε δύο επιπλέον παιδιά για τον Χορό των "Ορνίθων" στην Επίδαυρο, στην επετειακή παράσταση για τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του Κουν, ο ένας ήμουν εγώ. Κόντεψα να πεθάνω από το άγχος μου –το θέατρο γεμάτο, 13.000 θεατές, το αδιαχώρητο. Ηταν η πρώτη μου παράσταση, κι ήταν εκεί.
Είμαι αισιόδοξος στο βάθος και απαισιόδοξος στην επιφάνειά μου
Ημουν σίγουρος ότι θα κάνω αυτή την δουλειά και θα περνάω τέλεια, χωρίς καμία αμφιβολία. Δεν είχα αυτοπεποίθηση, πίστη είχα, είναι διαφορετικό.
Είμαι αισιόδοξος στο βάθος και απαισιόδοξος στην επιφάνειά μου. Θα είμαι αυτός που θα πει ότι τα πράγματα δεν θα πάνε καλά αλλά κι αυτός που είναι σίγουρος ότι θα πάνε. Πονηρή τακτική.
Ηδη από το δεύτερο έτος παίζω πρωταγωνιστικό ρόλο στο Υπόγειο, στο έργο του Καμπανέλλη. Εκεί με βλέπει ο Λευτέρης Βογιατζής και με παίρνει, την επόμενη χρονιά, πήγαινα τρίτο έτος, στην "Νύχτα της κουκουβάγιας". Μ΄ έδιωξαν όμως απ΄ το Τέχνης –δεν επιτρεπόταν να δουλεύουμε. Δεν επέστρεψα. Τέλειωσα στη σχολή του Θεμέλιου. Εκεί γνώρισα τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη. Συμφοιτητές, μετά συγκάτοικοι για ένα διάστημα...
Ο Λευτέρης ήταν δύσκολη εμπειρία αλλά άξιζε, άξιζε πάρα πολύ. Ηταν και ένα αριστούργημα αυτή η παράσταση. Την είχα δει τον Μάιο κι όταν πήγα να του πω συγχαρητήρια με ρώτησε αν θέλω να δουλέψω μαζί τους. Και μετά ανακοίνωσε στον θίασο ότι θα είμαι του χρόνου στην παράσταση. Ολα εκεί επί τόπου, παρανοϊκό.
Είναι πολύ αντιφατικές οι δυνάμεις που υπάρχουν μέσα μου –μπορεί και σ΄όλους τους ανθρώπους. Αν με ρωτήσεις "μπορείς", θα σου πω ότι είμαι σίγουρος, ότι αυτή τη φορά θα με καταλάβουν, θα φανεί η φούσκα, θα δουν την αλήθεια. Και ταυτόχρονα δεν διανοούμαι ότι δεν μπορώ. Τρέχουν και τα δύο μέσα μου. Ο,τι συμβαίνει το εισπράττω πάντα ως αποτέλεσμα της πίστης μου. Κι ότι η ζωή είναι μαγικό πράγμα. Θυμάμαι σαν τώρα το βράδυ που γύριζα από τον Λευτέρη: Πέρναγα από μια τζαμαρία, είδα τον εαυτό μου και είπα "η ζωή είναι μαγική, μεταφυσική"».
«Εχω τεράστια περιέργεια, έχω κάνει λιγότερα απ' όσα θα' θελα κι ας έχω κάνει πολλά. Δεν έχω κανένα ταμπού, δεν βάζω καμία ταμπέλα. Το γούστο μου ακόμα διαμορφώνεται όπως και η αισθητική μου, που κινείται προς μια περιοχή. Αν μπορούσα να δοκιμάσω κι άλλα πράγματα θα το έκανα με χαρά. Από τα 20 μου είχα στρατηγική για δύο πράγματα. Οτι θα πρέπει να είμαι και γνωστός, γιατί η αναγνωρισιμότητα είναι καθοριστικής σημασίας για τις επιλογές, και ότι θα πρέπει να πληρώνομαι σ' αυτή την δουλειά. Είδα ηθοποιούς που είχαν εγκλωβίσει τον εαυτό τους σε περιοχές αυστηρά θεατρικές, κλειστές, κι εκεί στα 50-60 όλο αυτό μαύριζε, δεν είχε πια χαρά. Κι απ' την άλλη, έβλεπα ότι αν η αναγνωρισιμότητα δεν γίνει πολύ προσεκτικά και δεν ισορροπήσει με το λεγόμενο θέατρο έρευνας, ρεπερτορίου, ποιοτικό –αν κι όλες οι λέξεις λάθος είναι-, τότε πάλι καίγεται αυτό το χαρτί. Οπότε, η βασική στρατηγική μου είχε να κάνει μ' αυτόν τον κύβο του Ρούμπικ και πώς να ξεκλειδώσει σωστά, ώστε να κλειδώσει σωστά στο τέλος της μέρας. Να ζεις απ' αυτή την δουλειά, να κάνεις τα πράγματα που σ' αρέσουν και να είσαι κι εσύ κι οι άλλοι διαθέσιμοι στην άσκηση. Μ' ένοιαζε πολύ να ασκηθώ. Να μην φτάσω στην ηλικία που είμαι τώρα και να μην έχω δοκιμάσει εγκαίρως συγκεκριμένες περιοχές του θεάτρου. Γιατί σε εποχές άγνοιας κινδύνου, που είσαι τολμηρός και άφοβος, διαμορφώνεσαι. Κι αυτό είναι άθληση –αν δεν συμβεί τότε δεν μπορεί να συμβεί μετά.
Συγκροτημένος; Ή και καθόλου. Είμαι και τα δύο, υπάρχει κι εκεί ένα δίπολο. Δεν ήταν αποτέλεσμα συγκρότησης ότι έκανα οικογένεια νωρίς, αλλά άγνοιας κινδύνου, πάλι. Είχα την επιθυμία να κάνω οικογένεια, ν΄αποκτήσω παιδιά και ταυτόχρονα πλήρη άγνοια, ένα θράσος, μια πίστη ότι μπορώ, κι μ΄έναν μεγάλο τρόμο.
»Τα έζησα περισσότερο τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά κι ήμουν κι εγώ μικρός. Μ΄αρέσει ο ρόλος του πατέρα. Και με δυσκόλεψε και με τρόμαξε και έχασα κάποια πράγματα και κέρδισα κάποια άλλα. Δεν γίνεται να τα΄χουμε όλα σ΄αυτή την ζωή. Και δεν γίνεται να λυπόμαστε που δεν τα΄χουμε. Για να είμαι ειλικρινής και αληθινός, υπάρχουν πράγματα που μετάνιωσα που τα έχασα –έτσι είναι η ζωή. Αν αποφασίσεις να πας στο βουνό θα χάσεις την θάλασσα. Παρόλο που είμαι πολύ ανισόρροπος, ισορροπημένα έγιναν τα πράγματα.
Έχω κάνει λιγότερα απ' όσα θα' θελα κι ας έχω κάνει πολλά
Ο γιος μου είναι 16 στα 17, φουλ εφηβεία, και η κόρη μου 8 στα 9, ζωντανή παιδική ηλικία. Τώρα είναι πιο εύκολα, γιατί εγώ είμαι πιο εύκολος. Οι ενοχές μου είναι λιγότερες, η σχέση με τον εαυτό μου καλύτερη -είμαι λίγο πιο ήρεμος. Οπότε κι η σχέση μου με τα παιδιά είναι πιο ήρεμη.
Την δουλειά μου δεν την διαφημίζω στα παιδιά μου –εμπεριέχει και την αναγνωρισιμότητα που είναι καπελωτική. Δεν είναι εύκολο για ένα παιδί. Θέλει διπλό κόπο για να΄χει την δική του ταυτότητα.
Οι έρωτες; Δεν είμαι από τους ανθρώπους που μπορούν να κάνουν τρελά πράγματα για τον έρωτα. Γενικά η τρέλα με τρομάζει, με τρομοκρατεί –την αφήνω όλη για το θέατρο. Συνδέεται με την απώλεια της συνείδησης κι αυτό μου προκαλεί τρόμο. Ερωτεύομαι παράφορα με τον τρόπο μου –αν και δεν ξέρω τι είναι να ερωτεύεσαι παράφορα, αλήθεια. Δεν έχει ξεπεράσει ποτέ το λογικό μου ο έρωτας. Αλλά δεν ξέρω αν αυτό είναι ο έρωτας. Φυσικά κι έχω κλάψει, πολλές φορές. Δεν έχω παρακαλέσει πολύ (μ΄έχουν παρακαλέσει κατά καιρούς), από θέση, όχι γιατί δεν το θέλω. Ξαναλέω: Το λογικό είναι πολύ ισχυρό σε μένα, άρα και η άμυνα. Ξαναγυρίζω πίσω στα παιδικά χρόνια και στο πόσο εύκολο είναι να πληγωθώ. Εκεί δημιουργείται μια τεράστια αμυντική δύναμη. Είναι κάτι που προσπαθώ να σπάσω, να επιστρέψω στον εαυτό μου να πονέσει -δεν μου είναι εύκολο. Ελπίζω ότι μεγαλώνοντας θα είναι καλύτερα –είμαι ήδη καλύτερα, μου επιτρέπω περισσότερα».
«Η αναγνωρισιμότητα μου συνέβη από πολύ νωρίς και λίγο-λίγο, ευτυχώς. Τίποτα δεν συνέβη που να μου κουνήσει το κεφάλι. Δεν βγήκα ποτέ στον δρόμο κι έγινε χαμός. Ηδη απ΄τα είκοσι είμαι κάπως γνωστός, ως τα τριάντα είμαι γνωστός. Ετσι γλίτωσα από απωθημένα ή την μεγάλη φιλοδοξία να συμβεί, γιατί συνέβη. Δεν κυκλοφορώ στον δρόμο με την αίσθηση ότι είμαι γνωστός. Αν κάποιος με σταματήσει είναι γιατί με βλέπει στην τηλεόραση, όχι γιατί μ΄εκτιμάει, το δέχομαι σαν αποτέλεσμα μιας διαδρομής –τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Δεν θέλω ν΄ασχολούνται όμως με την προσωπική μου ζωή, καθόλου. Δεν θεωρώ ότι αυτό είναι ένα τίμημα που πρέπει οπωσδήποτε να πληρώσω. Κάποια στιγμή μπορεί να δημοσιευτεί κάτι και ξέρω ότι είναι κομμάτι της δουλειάς μου. Αν κάνεις ηλιοθεραπεία μπορεί και να σ΄αρπάξει ο ήλιος –από εκεί μέχρι να πάθεις εγκαύματα, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Δεν γίνεται όμως να θέλεις να κάνεις ηλιοθεραπεία χωρίς να σ΄αρπάξει καθόλου ο ήλιος, αυτό έχει μέσα του ένα φαταουλισμό. Και δεν τον έχω. Είναι λογικό ν΄ασχοληθεί κάποιος με την προσωπική μου ζωή, και κάπως παίρνει το σήμα ότι δεν έχει και πολύ χώρο και τελειώνει εκεί. Αν εσύ την εκθέτεις μέσα από τα social media –τότε, κάποια στιγμή μπορεί να γίνει και καμιά χοντράδα...
»Επιτυχία; Λοιπόν, τον άλλο μήνα γίνομαι 43. Είμαι άνδρας, ηθοποιός, μεσαίας εμφάνισης. Η ζωή μου είναι πολύ εύκολη. Εχω ένα μεγάλο προβάδισμα έναντι των γυναικών συναδέλφων μου κι ένα ακόμα μέσα στο ρεπερτόριο. Το θέατρο έχει πολλή αντρική διανομή και από φύση πολύ λιγότερους άνδρες. Από μικρός ως σήμερα είχα πάντα την υπενθύμιση “χρειάζεσαι”, “είσαι χρήσιμος”. Επιλέγω συνειδητά την λέξη χρήσιμος και όποτε μπορεί να νιώσω λίγο παραπάνω, επιστρέφω σ΄αυτήν. Μου είναι πολύ πιο ωραίο το χρήσιμος. Και όσο είσαι χρήσιμος θα είσαι ενεργός και όσο θα είσαι ενεργός θα κάνεις αυτό που σ΄αρέσει και αν σου τυχαίνουν και μια-δυο επιτυχίες κάθε τόσο, αυτές είναι εκεί για να πριμοδοτούν κι άλλο το να μπορείς να επιλέξεις. Ως εκεί...».
«Λέω πολύ συχνά μπράβο στον εαυτό μου όταν καταφέρνω να γλιτώσω απ΄την απελπισία που με πιάνει ότι δεν θα τα καταφέρω. Οπως τώρα που είναι τόσο δύσκολες οι συνθήκες στην δουλειά μας –και λόγω Covid. Το βασικό μπράβο έρχεται όταν καταφέρνω να σταθώ πάνω απ΄αυτό και να πω ότι τα πράγματα θα γίνουν, κι αν δεν γίνουν δεν πειράζει.
Για μένα η ικανοποίηση συνδέεται με την χαρά του παίζειν. Οταν τελειώνει η παράσταση θέλω να φύγω –φαίνεται και στην υπόκλιση. Δεν είναι σεμνότητα, είναι έκθεση. Νιώθω εκτειθειμένος, γυμνός, ντρέπομαι. Ομως την ώρα που παίζω νοιώθω τρομερό ενθουσιασμό, όχι γιατί είμαι καλός εγώ, αλλά για την επικοινωνία που αναπτύσσεται επί σκηνής πέραν του συμφωνημένου –όπως στην τζαζ».
«Εχω κάνει φίλους στο θέατρο και έχω γνωρίσει και υπέροχους ανθρώπους. Με τον Κωνσταντίνο (σ.σ. Μαρκουλάκη) δουλεύαμε έξι χρόνια μαζί στο θέατρο Αθηνών σε μια πολύ μοναδική στιγμή και για τους δυο μας. Πριν τον “Πουπουλένιο” γνωριζόμασταν πολύ λίγο –απ΄την δουλειά γίναμε φίλοι, συνδεθήκαμε παίζοντας. Και η απόφαση της επανάληψης της συνεργασίας παρέμεινε καλλιτεχνική ως το τέλος –δεν οδηγήθηκε απ' τη φιλία. Αυτή η ομάδα έχει πολλούς ανθρώπους μέσα της που είναι φίλοι μου γιατί έγινε με πολλή αγάπη και επειδή με τον Κωνσταντίνο γίναμε κάπως σαν οικοδεσπότες πια, φέραμε πολλούς ανθρώπους που γίνανε φίλοι μας. Η Στεφανία Γουλιώτη, ο Νίκος Ψαρράς, ο Νίκος Κουρής είναι φίλοι μου, δικοί μου άνθρωποι κι ας μην βγαίνουμε για καφέ –δεν βγαίνω και για καφέ. Συνδέομαι όμως κι όσο μεγαλώνω συνδέομαι περισσότερο.
Ερωτεύομαι παράφορα με τον τρόπο μου –αν και δεν ξέρω τι είναι να ερωτεύεσαι παράφορα, αλήθεια
Η γνώμη μου για τις καταγγελίες και το #metoo είναι συγκεκριμένη κι όχι εξαιρετικά βολική. Εχω πρόβλημα με την βία άρα και αυτονοήτως με οποιαδήποτε επιβολή της. Γι΄αυτό έχω πρόβλημα με οποιονδήποτε άνθρωπο παραβιάζει τα όρια του άλλου, όποια κι αν είναι αυτά. Τόσο απλά. Κι αυτό το λέω είτε αφορά στην μία πλευρά είτε στην άλλη. Επίσης δεν μπορώ να δεχτώ το μίσος ως τρόπο κοιτάγματος του κόσμου. Αν κάποιος κακοποιεί έναν άνθρωπο θα πρέπει να τιμωρηθεί με βάση τους νόμους του σήμερα και κάθε φορά θα συζητάμε γι΄αυτούς και θα τους ανασκευάζουμε ανάλογα με την στιγμή που είμαστε. Αν κάποιος, προκειμένου να δικαιώσει κάποιον που κακοποιήθηκε, αρχίζει να συμπεριφέρεται επίσης με μίσος, και να κακοποιεί με την σειρά του άλλους ανθρώπους για να δικαιώσει τον άνθρωπο που κακοποιήθηκε, μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο κακοποίησης, απ΄τον οποίο επίσης θέλω ν’απέχω. Δεν καταλαβαίνω το “σταματήστε τον κύριο που συμπεριφέρεται βίαια” με το “σπάστε του το κεφάλι”. Εχω την πολυτέλεια να ζω σε μια συνθήκη ειρήνης, δημοκρατίας, δικαιωμάτων και συστημάτων που έχουμε την τάση τόσο εύκολα ν΄ακυρώνουμε –εκπαίδευση, δικαστικό, δικαιοσύνης. Αν όλα είναι για πέταμα μήπως γίνουμε αρένα; Και ποιος θα επιβιώσει; Ο πιο ισχυρός. Αν λοιπόν το να επιβιώσει ο πιο ισχυρός είναι αίτημα, τότε έχουμε γλιστρήσει εντελώς στην πλευρά του κακοποιητή. Τότε ο κακοποιητής νίκησε πανηγυρικά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή και ψυχραιμία. Ταυτόχρονα είναι τέλειο να βρίσκεται η δύναμη και άνθρωποι που ένοιωθαν καταπίεση να μην την νοιώθουν πια και να εκθέτουν πράγματα που έχουν συμβεί και αυτά να οδηγούνται στην δικαιοσύνη».
«Με τις “Αγριες Μέλισσες” αισθάνθηκα την υπενθύμιση ότι κάτι παίζεται στην τηλεόραση –είχα να παίξω από τους “4” του Παπακαλιάτη στο Mega, προ μνημονίων...
»Εβλεπα τις “Μέλισσες” όποτε μπορούσα και μ΄άρεσαν. Δεν φαντάστηκα τον εαυτό μου μέσα σ΄αυτό και πως να τον φανταστώ. Ηταν ένας ολόκληρος κόσμος –μόνον οι σεναριογράφοι τα σκέφτονται αυτά. Μ΄εξέπληξε η πρόταση, μ΄άρεσε ο ρόλος του εκδότη-δημοσιογράφου, όπως μ΄αρέσει και ο χώρος του, το γραφείο του, μου κάνει σαν νουάρ, μου θυμίζει αμερικανικές ταινίες.
»Δεν θα μπορούσα να είμαι καθόλου σαν τον Πέτρο γιατί έχω τεράστιο θέμα με την ιδεολογία. Η ιδεολογία ανατρέπεται κάθε λεπτό στο κεφάλι μου. Υπάρχουν κεντρικές αξίες, πολύ σοβαρές, αλλά η ιστορία που λέγεται ιδεολογία με τρομάζει. Δεν αμφισβητώ την επιθυμία να ανατραπεί ένα καθεστώς χουντικό ως παράλογη, είναι μια πολύ λογική τάση. Αλλά την επιθυμία να την ανατρέψεις εσύ ο ίδιος, με όποιον τρόπο, τη συζητάω. Νιώθω ότι ήδη από εκεί μπαίνεις σε πολύ επικίνδυνα χωράφια. Φυσικά, δίπλα σου μπορεί να περπατάει ο ήρωας, αλλά μαζί και ο δολοφόνος. Τα όρια είναι πολύ λεπτά, τρομάζω. Εννοείται ότι δεν θ΄άντεχα να ζω σ΄ένα τέτοιο καθεστώς, αλλά δεν ξέρω με ποιον τρόπο θα προσπαθούσα να επέμβω. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα ήταν πάντως τα όπλα, δεν νομίζω ότι μπορώ να τ΄αντέξω, πέρα απ΄την αυτοάμυνα. Κατά τα άλλα με δυσκολεύει τρομερά η έννοια της βίας, με σοκάρει».
Σκηνοθετεί: «Μηχανή του Τούρινγκ» του BenoitSoles με τον Ορφέα Αυγουστίδη (Βασιλάκου) & «Αμαντέους» του Πίτερ Σάφερ με τους Γιάννη Νιάρρο, Νίκο Ψαρρά, Μαίρη Μηνά (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, πρεμιέρα 2/2/2022)
Θα παίξει: «Το Σώσε» του Μάικλ Φρέιν, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη με τον ίδιο και τους Σμαράγδα Καρύδη, Γιώργο Χρυσοστόμου, Λένα Παπαληγούρα, Στεφανία Γουλιώτη (Παλλάς, Μάρτιος 2022)
Παίζει: «Αγριες Μέλισσες» (Αntenna, Δευτέρα-Πέμπτη, 22.00)