Ντίνα Κώνστα: Η ζωή μιας μεγάλης κυρίας του ελληνικού θεάτρου
«Η μόνη ανεπιτήδευτη ντίβα της εποχής μας» έγραψε ο Χάρης Ρώμας στον λογαριασμό του στο Facebook, αποχαιρετώντας μια μεγάλη κυρία του θεάτρου, την Ντίνα Κώνστα, που άφησε την τελευταία της πνοή την Κυριακή στις 3 Ιουλίου σε ηλικία 83 ετών.
Το ευρύ κοινό τη γνώρισε μέσα από τις τηλεοπτικές σειρές «Δις Εξαμαρτείν» και «Δύο ξένοι» των Ρέππα-Παπαθανασίου και Ρήγα-Αποστόλου, όπου ως Γιολάντα Ραγιά και έπειτα ως Ντένη Μαρκορά χάρισε γέλιο με το μοναδικό χιούμορ της κι έκανε τις θρυλικές ατάκες σλόγκαν της εποχής. Η Ντίνα Κώνστα όμως αφήνει πίσω της μια μεγάλη καριέρα 50 χρόνων και υπηρέτησε κάθε είδος με συνέπεια, συνδυάζοντας μοναδικά την κωμικότητα της ύπαρξης με το δράμα της ανθρώπινης ψυχής σε κάθε ρόλο που ερμήνευσε.
Γεννήθηκε στη Σάμο, στο χωριό Σπαθαραίους, στις 31 Δεκεμβρίου 1938. Ήταν το δεύτερο κορίτσι μιας εύπορης οικογένειας, αλλά έχασε τον πατέρα της λίγους μήνες αφού γεννήθηκε. Επαναστατική φύση, είχε εξομολογηθεί πως δεν ήταν από τα παιδιά που έλεγαν ποιήματα στις σχολικές γιορτές, γιατί δεν άντεχε οτιδήποτε ήταν υποχρεωτικό.
Αργότερα, με τη μητέρα της ήρθαν στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στους Αμπελόκηπους όπου πήγε σχολείο. Με τη βοήθεια ενός θείου της από την πλευρά του πατέρα της αποφασίζει να πάει στις Βρυξέλλες και να σπουδάσει δημοσιογραφία. Είχε διαβάσει τις ανταποκρίσεις του Χέμινγουεϊ από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε εντυπωσιαστεί. Το όνειρό της ήταν να κάνει μια δουλειά που δεν θα είχε ρουτίνα. Η μητέρα της αντιδρά, καθώς είχε ονειρευτεί για εκείνη μια καριέρα στην τράπεζα. Ο θείος πείθεται και αποσύρει την υποστήριξή του, θεωρώντας ότι η δημοσιογραφία ήταν τυχοδιωκτικό επάγγελμα για ένα κορίτσι.
Η ησυχία όμως δεν ταίριαζε στην ανυπότακτη Ντίνα, ήταν μια καταδίκη από την οποία ήθελε να ξεφύγει. Κάπως έτσι της ήρθε η ιδέα να δοκιμαστεί στο θέατρο, επειδή ήταν «άτομο αυτοκαστροφικό», όπως συνήθιζε να λέει. Άλλωστε πάντα έβλεπε πολλές παραστάσεις στο Υπόγειο του Κουν και το Εθνικό. Γράφτηκε λοιπόν στη Δραματική Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη, κρυφά από την οικογένειά της. Μάλιστα για να πληρώνει τα δίδακτρα δούλευέ τότε σε ένα χρωματοπωλείο. Καθηγήτριά της ήταν η Μαίρη Αρώνη. Τα πρώτα χρόνια στη σχολή τής έδιναν μόνον δραματικούς ρόλους, μιας κι είχε, όπως έλεγαν, δραματικό πρόσωπο.
Στο «Βυζάντιο», όπου σύχναζε γιατί της άρεσε ο Χατζιδάκις, γνώρισε τον Μποστ που τότε είχε γράψει τη «Φαύστα» και της πρότεινε να παίξει τον ομώνυμο ρόλο. Έτσι πρωτοεμφανίστηκε στην Ελεύθερη Σκηνή το 1965. Στη συνέχεια, την πήρε στο θίασό του Μάνος Κατράκης και μετά ο Κώστας Μουσούρης. Εργάστηκε μέχρι και τη δικτατορία στο ελεύθερο θέατρο, ώσπου τη δεκαετία του ’80 μπήκε στο Εθνικό, όπου έμεινε εφτά χρόνια. Συμμετείχε σε παραστάσεις που ανέβηκαν στο Ηρώδειο και στο Εθνικό, αλλά η μονιμότητα δεν την ενδιέφερε ποτέ. Οπότε άφησε την ασφάλεια του κρατικού φορέα -τότε οι ηθοποιοί στο Εθνικό ήταν μόνιμοι -και βγήκε στο ελεύθερο θέατρο, αναζητώντας, όπως έχει πει, την ουσία, «μακριά από τα αλισβερίσια επιτροπών».
Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 συμμετείχε σε τηλεοπτικές σειρές. Η πρώτη της συμμετοχή ήταν η σειρά «Μια φορά και έναν καιρό» το 1976, στην ΕΡΤ, δάνεισε και τη φωνή της στη «Φρουτοπία», ενώ στο θέατρο συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Στέφανο Ληναίο και Έλλη Φωτίου, τον Σταμάτη Φασουλή και τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο.
Σε συνέντευξή της είχε αναφέρει ότι οι κωμικοί ρόλοι είναι επικίνδυνοι, γιατί μπορεί εύκολα να γίνεις γελοίος, όμως η ίδια ήξερε να κρατάει το μέτρο, ακόμα και στις απαιτητικές συνθήκες της τηλεόρασης. Για τον ρόλο της Ντένης Μαρκορά, είχε αποκαλύψει πως «γινόταν ένας χαμός» από τον απλό κόσμο που τη συναντούσε. «Οι περισσότεροι με ρωτούσαν αν είμαι Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός. Αυτό τους ενδιέφερε πάρα πολύ», σχολίασε, σημειώνοντας πως «ήταν ένα σίριαλ καλογραμμένο. Όταν κάτι είναι καλά γραμμένο, πάει και καλά. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο, όρεξη να έχεις».
Η τελευταία τηλεοπτική σειρά που συμμετείχε ήταν τα «Χρυσά Κορίτσια» στην ΕΤ1, το 2009. Σημαντική στιγμή στη θεατρική της καριέρα, η παράσταση «Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας» που αφορούσε στη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου. Τον ρόλο αυτόν, η ίδια τον θεώρησε μεγαλο ρίσκο και γι’ αυτό στην αρχή δίσταζε να πει το «ναι». Τελικά όμως, όπως έκανε πάντα, μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά και έδωσε μια αξέχαστη ερμηνεία, που επαινέθηκε από την κριτική και τους θεατές, οι οποίοι κάθε βράδυ την χειροκροτούσαν για ώρα όρθιοι.
Η Ντίνα Κώνστα έχει εκφράσει ανοιχτά τις πολιτικές της απόψεις, ενώ είχε θέσει υποψηφιότητα με τον Συνασπισμό στις Ευρωεκλογές του 1999, στις βουλευτικές εκλογές του 2000 και στις βουλευτικές εκλογές του 2004. Η εμπλοκή της με την πολιτική, αν και πάντα ενδιαφερόταν για τα κοινά, προέκυψε εξαιτίας της πολύ στενής σχέσης της με τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, καταφέρνοντας να συγκεντρώσει 9000 ψήφους, για μια θέση που έτσι κι αλλιώς πήγαινε στον αρχηγό του κόμματος.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, επειδή δεν της άρεσε η δέσμευση του γάμου. «Από τη μάνα μου δεν περιοριζόμουν. Έβλεπα τις άλλες κι έλεγα πώς σκλαβώνονται έτσι. Έκανε η αδελφή μου παιδιά και ήταν σαν δικά μου. Όταν αρρώστησα, ήρθε στο νοσοκομείο η ανιψιά μου και με φρόντιζε καλύτερα και από παιδί μου. Εμένα η φυλακή δεν μου πάει», είχε πει στον Χρήστο Παρίδη σε συνέντευξή της στη Lifo.
Οι φιλίες για εκείνη είχαν μεγαλύτερη σημασία από τους έρωτες, όμως τα τελευταία χρόνια πολλά από τα αγαπημένα της πρόσωπα άρχισαν να φεύγουν. Εκείνη έμενε με μια κυρία που τη φρόντιζε, μέχρι που τελικά διαγνώστηκε με άνοια και έκτοτε ζούσε σε έναν οίκο για ηλικιωμένους. Η είδηση του θανάτου της, που έγινε γνωστή από τον Σπύρο Μπιμπίλα, γέμισε θλίψη τον καλλιτεχνικό κόσμο αλλά και τους αμέτρητους θαυμαστές της, που γράφουν συγκινητικά μηνύματα στα social media. Γιατί τους ανθρώπους που μας συγκίνησαν και μας έκαναν να χαμογελάσουμε δεν τους ξεχνούμε ποτέ. Και η Ντίνα Κώνστα ήταν μία από αυτούς.
Όπως είχε πει κα η ίδια: «Έζησα πολύ δύσκολες στιγμές αλλά και πολύ σπουδαίες. Τι μετράει; Οι σπουδαίες στιγμές». Εκείνη είχε πολλές...