Νταλιντά: «Η ζωή είναι ανυπόφορη για μένα... συγχωρέστε με»
«Η ζωή είναι ανυπόφορη για μένα... συγχωρέστε με»: αυτά ήταν τα λόγια της Νταλιντά στο τελευταίο της σημείωμα. Λίγο αργότερα, η γυναίκα που σημάδεψε το γαλλικό τραγούδι πήρε υπερβολική δόση βαρβιτουρικών κι έδωσε τέλος στη ζωή της.
Η Νταλιντά γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Γιολάντα Κριστίνα Τζιλιότι. Οι γονείς της, Ιταλοί εμιγκρέδες, είχαν καταγωγή από την Καλαβρία: ο πατέρας της ήταν το πρώτο βιολί στην Όπερα του Καΐρου και μητέρα της μοδίστρα. Η Γιολάντα μεγαλώνει με τους δυο αδερφούς της, ο ένας απ' τους οποίους χρόνια αργότερα θα γινόταν και μάνατζέρ της, σε μια περιοχή, όπου Καθολικοί, Ορθόδοξοι και Μουσουλμάνοι συμβιώνουν ειρηνικά.
Στα δύο της χρόνια, μια φλεγμονή στο μάτι, την αφήνει για σαράντα μέρες βυθισμένη στο σκοτάδι. Η μόνη διέξοδός της είναι η μουσική. Το κορίτσι με τους επιδέσμους στα μάτια, ζει μόνο μέσα από τους ήχους. Οι γιατροί κάνουν ό,τι μπορούν και η νεαρή Γιολαντα καταλήγει με ένα ζευγάρι γυαλιών με χοντρό σκελετό, που σιχαίνεται. Γίνεται περίγελος του σχολείου. Τα παιδιά είναι σκληρά μαζί της, την κοροϊδεύουν κι εκείνη κλείνεται στον δικό της κόσμο για να αντιμετωπίσει τις πληγές της. Μέχρι που αποφασίζει να μην ξαναφορέσει αυτά τα άσχημα γυαλιά, παρόλο που δεν μπορεί να δει καθαρά. Τα μισόκλειστα μάτια της μοιράζουν υποσχέσεις και η Γιολάντα, που πια έχει μεταμορφωθεί σε μια όμορφη γυναίκα, βρίσκει την προσοχή που πάντα ήθελε.
Μετά από την αποφοίτησή της από το ιταλικό καθολικό σχολείο, αρχίζει να δουλεύει ως μοντέλο σε διάφορους οίκους μόδας, μέχρι που παίρνει μέρος σε έναν διαγωνισμό ομορφιάς. Έτσι το 1954 κατακτάει τον τίτλο της «Μις Αιγύπτου», που της δίνει το διαβατήριο για τον κινηματογράφο. Συμμετέχει λοιπόν στο αιγυπτιακό μελόδραμα «A glass and a cigarette» του Νιαζί Μουσταφ. Τότε, ο Σερίφ Κάμελ, διευθυντής του περίφημου Gezira Club, του παλαιότερου και πολυτελέστερου κλαμπ της Αιγύπτου, της προτείνει να υιοθετήσει το ψευδώνυμο «Νταλιλά».
Με αυτό το όνομα, την ανακαλύπτει ο Γάλλος σκηνοθέτης Μαρκ Ντε Γκαστίν και την παίρνει μαζί του στο Παρίσι. Ήταν η εποχή που η Μπριζίτ Μπαρντό μεσουρανούσε, οπότε μια μελαχρινή από την Αίγυπτο δεν είχε και μεγάλη τύχη στη μεγάλη οθόνη. Κάπως έτσι η Νταλιλά, που αργότερα θα γίνει Νταλιντά, στρέφεται στο τραγούδι. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην εμφανίζεται σε διάφορα καμπαρέ της γαλλικής πρωτεύουσας, μέχρι που στον δρόμο της βρίσκονται ο Εντι Μπάρκλεϊ, ιδιοκτήτης της ομώνυμης δισκογραφικής εταιρείας, και ο μουσικός παραγωγός Λισιέν Μορισέ. Εκείνοι διακρίνουν ότι αυτό το κορίτσι έχει κάτι διαφορετικό.
Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε με τίτλο «Madonna» δεν πήγε και τόσο καλά. Ακολούθησε όμως το single «Βambino», που την έφτασε έφερε στο top 10 της Γαλλίας. Με περισσότερες από 300.000 πωλήσεις την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του, το άλμπουμ σημείωσε ρεκόρ στην ιστορία της γαλλικής δισκογραφίας. Η Νταλιντά πια είναι στο επίκεντρο της δημοσιότητας, οι Γάλλοι λένε πως η φωνή της έχει «χρώμα και ένταση, ευγένεια, αισθησιασμό και ερωτισμό, όλα όσα αγαπούν οι άντρες» και ο Μορισέ την παροτρύνει να τραγουδήσει σε διάφορες γλώσσες.
Ταυτόχρονα μεταξύ τους γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας. «Για τη Δαλιδά όλα ήταν μεγάλα», θα πει ο αδελφός της. «Δεν υπήρχαν μικρές χαρές και λύπες. Όλοι οι έρωτές της ήταν τεράστιοι. Ήταν ερωτευμένη με τον έρωτα. Έδινε μεγάλη σημασία στην εσωτερική ομορφιά των ανθρώπων και στα συναισθήματα. Κάθε φορά που κάτι δεν ήταν το ιδανικό της, απλώς δεν συνέχιζε».
Τον Απρίλιο του 1961, έχοντας πια γίνει σταρ διεθνούς βεληνεκούς, παντρεύεται με τον Μορισέ. Ο γάμος τους όμως δεν κράτησε πάνω από δύο χρόνια και πολλοί λένε πως η αιτία του χωρισμού τους ήταν η γνωριμία της με τον Ζιν Σομπιέσκι.
Εκείνη την περίοδο βάφει τα μαλλιά της ξανθά, γεγονός που την καθιερώνει ως fashion icon. Τα αδρά μεσογειακά χαρακτηριστικά της έρχονται σε αντίθεση με την ανοιχτή της χαίτη, ενώ η ίδια προχωράει σε μια σειρά από τολμηρές εμφανίσεις: για παράδειγμα, γίνεται η πρώτη γυναίκα που εμφανίζεται με σμόκιν, το οποίο εκείνη την εποχή μόλις είχε λανσάρει ο Ιβ Σεν Λοράν, κι εντυπωσιάζει με τη γοητεία της.
Τη δεκαετία του ’60 ερμηνεύει τη γαλλόφωνη έκδοση των «Παιδιών του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι - λέγεται μάλιστα πως ο ίδιος ο Χατζιδάκις, που τότε δεν είχε σε καμία υπόληψη το κομμάτι που του χάρισε το Όσκαρ, εκτίμησε πολλά χρόνια αργότερα την δική της εκτέλεση- το 1965 τραγουδά τον «Χορό του Ζορμπά», που διασκεύασε γι' αυτή προσωπικά ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ συνεχίζει να εδραιώνει τη φήμη της με ηχογραφήσεις τραγουδιών σε διαφορετικές γλώσσες, περιοδείες και τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Το 1966 οι διοργανωτές του Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο έχουν τη φαεινή ιδέα να συνοδεύει επί σκηνής τον κάθε συμμετέχοντα ένας διεθνούς φήμης σταρ. Η Νταλιντά θα εμφανιζόταν με τον 28χρονο Λουίτζι Τένκο, που τραγουδάει το «Ciao amore, ciao». Οι δυο τους συναντήθηκαν λίγους μήνες πριν και ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος. Οι δημοσιογράφοι είναι ενθουσιασμένοι με το νέο ζευγάρι της showbiz, όμως η εμφάνισή τους στο Σαν Ρέμο δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Ο Λουίτζι τη βραδιά εκείνη, απογοητευόμενος, αυτοπυροβολήθηκε, την ώρα που η Νταλιντά δειπνούσε με τους υπεύθυνους της δισκογραφικής εταιρείας. Εκείνη τον βρήκε στο δωμάτιο νεκρό με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Τρεις μήνες μετά, έκανε και η ίδια απόπειρα. «Τους είπα ότι θα έφευγα για το Τορίνο», θα διηγηθεί η ίδια αργότερα σε συνέντευξή της. «Στις τουαλέτες του αεροδρομίου έβαλα μαντίλι και μαύρα γυαλιά για να μη με αναγνωρίζουν. Φτάνοντας στο Παρίσι πήρα ταξί για το ξενοδοχείο Prince de Galles. Στη ρεσεψιόν έδωσα το πραγματικό μου όνομα και ζήτησα να μη με ενοχλήσει κανείς. Έγραψα ένα γράμμα για τη μητέρα μου, ένα για τον Λισιέν (Μορισέ) και ένα για το κοινό μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ήμουν γαλήνια. Και ανακουφισμένη που θα πήγαινα να βρω τον Λουίτζι». Μια καμαριέρα αγνόησε, ευτυχώς τις εντολές της, μπήκε στο δωμάτιο, και την έσωσε.
Ο Μορισέ, που παρέμενε ερωτευμένος μαζί της, στάθηκε στο πλευρό της. Το 1970 όμως βρέθηκε και αυτός νεκρός: το ιατροδικαστικό πόρισμα έδειξε αυτοκτονία. Τότε η Νταλιντά αρχίζει να ασχολείται με τον διαλογισμό, ταξίδεψε στην Ινδία και αδιαφορούσε για την καριέρα της. Μέχρι που τελικά κάνει ένα εντυπωσιακό comeback, τραγουδώντας με τον Αλέν Ντελόν το «Paroles, paroles». Μάλιστα με τον διάσημο γόη είχε και μια σύντομη ερωτική σχέση, που έληξε άδοξα.
Η Νταλιντά πλέον έχει καθιερωθεί ως η απόλυτη Disco queen. Από το 1980 και μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η σχέση της με τον Φρανσουά Μιτεράν, αν και έγινε γνωστή, δεν είχε την κατάληξη που εκείνη περίμενε. Ο νέος Πρόεδρος, μετά από την εκλογή του, επέλεξε να μην την έχει στο πλευρό του. Εκείνη μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας, βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά του παρουσιαστή Ρισάρ Σανφρέ, που έφερε τον τίτλο του Κόμη του Σαν Ζερμέν, με τον οποίο μένουν μαζί μέχρι το 1981. Τον Ιούλιο του 1983 ο Σανφρέ, που ήταν και η μεγαλύτερη σχέση της ζωής της, αυτοκτονεί με το γκάζι του αυτοκινήτου του. Η Νταλιντά χάνει έναν ακόμα άνδρα που αγάπησε, τραγουδά το «Je suis malade» (Είμαι άρρωστη), και με την ερμηνεία της δίνει μορφή στον πόνο της. «Όποιον άντρα αγαπώ, τον καταστρέφω», θα έλεγε η ίδια, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
Το 1984 οσκηνοθέτης Ζαν-Κριστόφ Αβερτί τη σκηνοθετεί σε μία αξέχαστη τηλεοπτική εμφάνιση, όπου τραγουδά σε εφτά διαφορετικές γλώσσες, χορεύει τα παλιά της hits και αλλάζει πάνω από 40 κοστούμια όλα δημιουργίες των μεγαλύτερων σχεδιαστών.
Η σκιά του θανάτου όμως στέκεται βαριά από πάνω της, ενώ ένα σοβαρό πρόβλημα με τα μάτια της την οδηγεί στο χειρουργείο. Δεν αντέχει πια να εμφανίζεται ζωντανά, οπότε στρέφεται και πάλι στον κινηματογράφο, παίζοντας στην ταινία του Αιγύπτιου Γιουσέφ Σαχίν «Le sixieme jour». Το ίδιο διάστημα ερμηνεύει στα γαλλικά και το «Last Christmas», την τεράστια ποπ επιτυχία του Τζορτζ Μάικλ με τους Wham.
Το 1987 πέφτει σε βαριά κατάθλιψη. Αν και προσπαθεί να αντιμετωπίσει την αρρώστια της μέσα από τη δουλειά, κάνοντας πολλές περιοδείες, είναι φανερό στο περιβάλλον της ότι πια δεν έχει κουράγιο. Στις 3 Μαΐου, βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Ήταν μόλις 54 ετών.