Νίκος Πορτοκάλογλου Bovary

Νίκος Πορτοκάλογλου: Τα πιο αισιόδοξα τραγούδια μου τα έγραψα σε σκοτεινές εποχές

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι τα τραγούδια του. Ανθρωπος ζεστός, φιλικός, ευαίσθητος -οικογενειάρχης. Γεννήθηκε στον Βόλο, μεγάλωσε στην Νέα Σμύρνη, ζει στο Χαλάνδρι.

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Σμύρνη. Ηταν δύο ετών όταν εγκαταστάθηκαν στον Βόλο μετά την Καταστροφή. Εκεί γεννήθηκα. Περίπου στην ίδια ηλικία, στα τρία μου, ήρθα στην Αθήνα. Σμύρνη-Βόλος, Βόλος-Νέα Σμύρνη, αυτή είναι η διαδρομή. Μεγάλωσα στην Νέα Σμύρνη. Θυμάμαι την γειτονιά μου σαν ένα παραδεισένιο μέρος, με μεγάλους κήπους, γεμάτο μαργαρίτες την άνοιξη -μνήμη από μια άλλη ζωή, μια άλλη χώρα που χάθηκε. Εχει διαφορά να το θυμάσαι με αγάπη και συγκίνηση αλλά να μην λες “αχ και να μπορούσα να γυρίσω εκεί”. Αυτό δεν το έχω.
Οταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω γελοιογράφος ή ζωγράφος. Ή ποδοσφαιριστής. Αλλά κατάλαβα ότι δεν είχα ταλέντο. Οταν άρχισα να μαθαίνω κιθάρα, με κέρδισε εντελώς, ήμουν συνεχώς με μια κιθάρα. Μέτριος μαθητής. Μου ήταν εντελώς απωθητικό το σχολείο –δημόσιο επί χούντας. Μόνον στην τελευταία τάξη, είχα την τύχη να εμφανιστεί ένας φιλόλογος, ο κύριος Παναγιώτου, μια καταπληκτική φυσιογνωμία που μας καταγοήτευσε.
Πήγαινα για αρχιτεκτονική -δεν μπήκα. Πέρασα δύο χρόνια σε ένα χάος, με τους γονείς μου να αγωνιούν για μένα και το μέλλον μου. Δούλευα σαν μουσικός σε λαϊκά μαγαζιά παίζοντας κιθάρα ή μπάσο, μεγάλη εμπειρία. Μετά πήγα στις Βρυξέλλες σε μια σχολή Καλών Τεχνών –με φιλοξένησε ο θείος μου που έμενε εκεί. Τότε σιγουρεύτηκα ότι ήθελα να γίνω μουσικός και κατάλαβα πόσο πολύ ήθελα να ζήσω στην Ελλάδα. Η περίοδος του άγχους για το μέλλον μου, γέννησε, εκεί, τα πρώτα μου τραγούδια, από δική μου εσωτερική ανάγκη».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Στα 21 μου έφυγα από το πατρικό μου. Νοικιάσαμε με τα παιδιά ένα σπίτι στο Φάληρο κι έτσι ξεκινήσαμε τους Φατμέ. Μετά άρχισα να περιπλανιέμαι, για πολλά χρόνια, ακόμα κι όταν παντρευτήκαμε με την Μαρίνα, με ένα δισάκι στον ώμο. Δεν το έχω εξηγήσει αυτό ακόμα. Μέναμε περίπου ενάμιση με δύο χρόνια στο κάθε σπίτι και αλλάζαμε γειτονιά. Μέχρι που αγοράσαμε αυτό το σπίτι και στεριώσαμε, πάνε είκοσι χρόνια.
Η διάλυση των Φατμέ ήταν κομβική στιγμή, το τέλος της εφηβείας μου -με έναν βίαιο τρόπο. Για μένα οι Φατμέ ήταν η παράταση των εφηβικών χρόνων, οι συμμαθητές μου από το σχολείο. Ημασταν όμως πια τριαντάρηδες. Συνέχισα μόνος, δεν αναρωτήθηκα ποτέ, το θεωρούσα αυτονόητο. Ακολούθησε μια δύσκολη εποχή. Σαν να βρέθηκα σε μια έρημο κι ενώ ήμουν πολύ δημιουργικός, δεν πήγαινε τίποτα καλά. Στον τρίτο πια δίσκο που έβλεπα να μην φτάνει η φωνή μου στον κόσμο, κλονίστηκα για πρώτη φορά και είπα μήπως πρέπει να τα παρατήσω, να κάνω κάτι άλλο».

«Σ΄αυτή την δουλειά δεν σου έχει υπογράψει κανείς συμβόλαιο ότι θα γράφεις τραγούδια για πάντα. Κι εκεί πάνω η απάντηση δόθηκε από ένα τραγούδι: Σ΄αυτή την φάση της απογοήτευσης, σχεδόν απόγνωσης, θα έλεγα –είναι καταπληκτικό αυτό που συμβαίνει με τα τραγούδια, σαν να σου μιλάει το ασυνείδητό σου και να σε φέρνει ξανά στον δρόμο σου- ξεπήδησε το τραγούδι “Τα καράβια μου καίω, από πείσμα και τρέλα θα ζω σε τούτη την χώρα”. Μια αναμέτρηση με την απελπισία μου. Και βγήκε μια βαθύτερη φωνή από μέσα μου και είπε όχι δεν θα τα παρατήσεις. “Ωσπου να΄βρω νερό”… Μετά από είκοσι - είκοσι πέντε χρόνια επανήλθε το τραγούδι και πήρε άλλο νόημα, σε μια κατάσταση συνολικής κρίσης. Την εποχή που έφευγε ο κόσμος από την χώρα για να επιβιώσει, κι αυτοί που έμεναν χρειάζονταν ενθάρρυνση για να το παλέψουν, έγινε ο ύμνος τους. Ξαφνικά στις συναυλίες ήταν κορυφαία στιγμή συγκίνησης.
Αν υπήρχε ένα μηχάνημα που να μετρούσε πόσες φορές έχω παίξει κάθε δίσκο, νομίζω ότι θα έβγαιναν πρώτοι οι Μπητλς, ο Σαββόπουλος, ο Ντίλαν, ο Μπόουι, ο Τσιτσάνης. Από τα άλμπουμ με τους Φατμέ ξεχωρίζω τα “Ψέματα” και από τα δικά μου “Τα παιχνίδια με τον Διάβολο”».

 Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Οικογενειάρχης; Πολύ δύσκολο. Κι αν εκπέμπω μια υγεία, αυτή είναι πληρωμένη με πάρα πολύ κόπο. Παντρεύτηκα 25 χρόνων. Κοντεύουμε τα σαράντα χρόνια μαζί. Πάμε για πρωτάθλημα, για βραβείο. Είναι δύσκολο να συντηρήσεις ζωντανό οτιδήποτε, από ένα λουλουδάκι μέχρι μια σχέση, φιλική, συνεργατική, πολλώ δε μάλλον την προσωπική, που έχει καθημερινότητα. Και να την συνδυάσεις με την επαγγελματική του μουσικού, ενός περιπλανώμενου. Ενώ η ζωή μιας οικογένειας χρειάζεται σταθερότητα, ένα νοιάξιμο διαρκές. Αλλά πάντα αυτό προσπάθησα να κάνω, να συνδυάσω τα αντίθετα -στην μουσική μου, στην ζωή μου.
Την στιγμή που γνώρισα την γυναίκα μου και αισθάνθηκα ότι είναι η γυναίκα της ζωής μου και παντρεύτηκα, κατάλαβα ότι εκεί άρχισε το πραγματικό παραμύθι. Παντρευτήκαμε πιτσιρίκια με απόλυτη άγνοια κινδύνου, τρελά ερωτευμένοι. Οι γονείς μας έμειναν άφωνοι και για αρκετά χρόνια πίστευαν ότι ήταν ένα νεανικό καπρίτσιο.
Ενοιωθα ότι η οικογένεια είναι ένα παλιό και φθαρμένο πράγμα αλλά και μια πολύ ωραία πρόκληση. Πάμε να το κάνουμε αλλιώς -πάντα υπάρχει αλλιώς».

 Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Ως πατέρας, ειδικά με την κόρη μου, επειδή ήταν μια δύσκολη εποχή, από την διάλυση του συγκροτήματος και μετά, ήμουν διαρκώς αγχωμένος και σε μια αναζήτηση. Με αποτέλεσμα να είμαι λιγότερο παρών από ό,τι θα ήθελα. Στον γιο μου ήταν αλλιώς. Ημουν 40, επαγγελματικά πιο ήρεμα, πιο ήρεμος με τον εαυτό μου. Είχα περισσότερη αυτοπεποίθηση. Ο ρόλος του πατέρα και γενικώς η οικογένεια για μένα ήταν από τα μεγαλύτερα δώρα της ζωής μου. Θα το θεωρούσα τεράστια ήττα αν είχα μια σπουδαία καριέρα και έναν κατεστραμμένο γάμο ή μια κατεστραμμένη σχέση με τα παιδιά μου. Εβλεπα τέτοια παραδείγματα σε κοντινά μου πρόσωπα ή στους μεγάλους που θαύμαζα, τον Πικάσο, τον Μπέργκμαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έκανα κι εγώ λάθη. Φτάσαμε πολλές φορές στο χείλος του γκρεμού, αλλά το παλέψαμε».

«Μια σκηνή από την Οδύσσεια με συγκλόνιζε από μικρό παιδί: Οταν ζητάει από τους ναύτες να τον δέσουν στο κατάρτι, χωρίς να του κλείσουν τα αφτιά, για να ακούει το τραγούδι των σειρήνων αλλά να μην τον λύσουν όσο κι αν φωνάζει. Η πάλη με τον εαυτό σου. Εμείς μεγαλώσαμε με την κουλτούρα της απελευθέρωσης και μας συνεπήρε στα νιάτα μας. Οταν είδα το Γούντστοκ έκλαιγα. Είμαστε η γενιά της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της πολιτικής και κοινωνικής, και είναι πιο δύσκολο να παλέψουμε με τον εαυτό μας.
Σε μια στιγμή της ζωής σου περνάς την κρίση μέσης ηλικίας, και βλέπεις ένα πρόσωπο που σου μοιάζει εκείνη την στιγμή ο απόλυτος έρωτας και η απόλυτη απελευθέρωση, κι είναι απλώς ένας αντικατοπτρισμός της υπαρξιακής κρίσης που περνάς. Μια σειρήνα.
Η ιδέα του να πας κόντρα στον εαυτό σου και τις επιθυμίες σου είναι πολύ ξένη στην σύγχρονη κουλτούρα. Γι΄αυτό και βλέπεις ότι τα ζευγάρια, με την πρώτη δυσκολία, χωρίζουν. Κάπως έτσι έγραψα το “Δεν μας συγχωρώ, από φόβο χάσαμε”, κάνοντας προσομοίωση –ήμασταν έτοιμοι να χωρίσουμε. Μετά ήμουν ευγνώμων, γιατί περάσαμε σε μια άλλη πίστα. Κι αυτό είναι το δύσκολο. Πιανόμουν από την δύναμη του αισθήματος που είχα από τον πρώτο καιρό -δεν μπορεί να ήταν ψέμα, ήταν πολύ βαθύ».

 Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Eβρισκα πάντα γελοία την δικαιολογία ότι το ροκ δεν συμβαδίζει με την συμβατική ζωή και ότι η οικογένεια είναι μικροαστική αντίληψη. Τα έβρισκα μίζερα, ρηχά, εύκολα, τζάμπα μαγκιά. Δηλαδή δεν βλέπεις ότι η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να το κάνεις με έναν άλλον τρόπο, τον δικό σου.
Τα τραγούδια και οι δίσκοι είναι το ημερολόγιο της ζωής μου. Κι επειδή έχω και πολύ κακή μνήμη, αντίθετα από τον πατέρα μου που είχε εξοργιστική, λειτουργούν σαν βοήθεια μνήμης για μένα.
Η πρωτογενής δημιουργία είναι η στιγμή που γράφεις έναν καινούργιο στίχο, μια καινούργια μελωδία, αυτή η μαγική στιγμή. Κι εξακολουθεί να είναι για μένα η μεγαλύτερη χαρά και ένα άλυτο μυστήριο –ευτυχώς. Με λένε αθεράπευτα αισιόδοξο. Τα πιο αισιόδοξα τραγούδια μου τα έγραψα σε σκοτεινές εποχές, σε εποχές που ζορίστηκα. Κι έβγαιναν από μέσα μου σαν μια προσπάθεια αυτοΐασης, ή σαν μια ευχή για κάτι καλό που θα έρθει.
Συνήθως για μένα προηγείται ο στίχος –όχι ολόκληρος, μια σπίθα, μια ιδέα, ένα δίστιχο. Από εκεί ξεκινάω να μουρμουρίζω μια μελωδία και μετά αν αισθανθώ ότι με κινητοποιεί, συνεχίζω.
Το ”Να με προσέχεις”, γράφτηκε όταν ήμουν σε μια γενικότερη κρίση υπαρξιακή, ψυχολογική, οικονομική, επαγγελματική. Σαν έκκληση για βοήθεια, κάτι σαν το “Help” του Τζον Λένον.


«Ο δίσκος που έκανα όταν ήταν έγκυος η γυναίκα μου στην κόρη μας, ήταν “Το Ταξίδι”, ο τελευταίος με τους Φατμέ. Και το συγκεκριμένο τραγούδι, “Το Ταξίδι”, θα έλεγα ότι είναι το τραγούδι της ζωής μου. Ο πιο αρχετυπικός συμβολισμός, το ταξίδι του Οδυσσέα. Αισθανόμουν τότε, την δεκαετία του ΄80, ότι η γενιά μου μεγάλωσε με το όνειρο της απόδρασης. Οι συνομήλικοί μου δεν ήθελαν να ζουν στο εδώ και το τώρα, αλλά στο αλλού ή στο άλλοτε.Μου φαίνεται μάταιο και θλιβερό να νοσταλγείς ένα παρελθόν που δεν ξέρεις καλά καλά… Είναι δυνατόν να μην σου αρκεί αυτό που ζεις σήμερα; Κι εγώ αγαπάω πράγματα που συνέβησαν σε άλλες δεκαετίες, αλλά ποτέ δεν είπα γιατί να ζω τώρα και όχι τότε».

«Με τον Λαυρέντη είχαμε παράλληλες διαδρομές, ποτέ κοινή, ούτε είχαμε ξανασυνεργαστεί. Συνομήλικοι, γεννημένοι στην ίδια πόλη, ξεκινήσαμε ταυτόχρονα από συγκροτήματα -όταν διαλυθήκαν, συνεχίσαμε. Ανατριχιαστικό πόσο παράλληλοι ήταν οι δρόμοι μας.
Το φινάλε ήταν τρομερό. Γνωριστήκαμε αυτή την τελευταία χρονιά με την έννοια της στενής συνεργασίας, από τις πιο εγκάρδιες και σημαντικές της ζωής μου. Από τις πρώτες συναντήσεις ανακαλύψαμε ότι είμαστε αδελφές ψυχές, αν και διαφορετικοί χαρακτήρες, μαύρο-άσπρο. Εκείνος φωνακλάς, εξωστρεφής, αλλά και πολύ τρυφερός και γλυκός από μέσα. Πολιτικά διαφορετικοί. Αλλά εστιάσαμε σ΄αυτά που μας ένωναν -ζήτημα οπτικής, επιλογής. Ηταν τεράστια χαρά αυτή η χρονιά.

Φωτογραφία: NDP

Το τέλος, μυθιστορηματικό. Ολοκληρώσαμε την καλοκαιρινή περιοδεία, παίξαμε, τελευταία συναυλία στην πόλη μας, στον Βόλο, μια πολύ συγκινητική βραδιά, όπου ήρθαν συγγενείς και φίλοι. Μετά εκείνος πήγε στο χωριό, στην κόρη του κι εγώ γύρισα Αθήνα. Προετοιμαζόμασταν για το Ηρώδειο, σε τρεις μέρες. Μιλήσαμε το βράδυ της παραμονής. Είχα κάνει πρόβα με μια παιδική χορωδία που θα είχαμε στο Ηρώδειο και του τηλεφώνησα: “Ελα Λάρυ, όλα καλά, τα πιτσιρίκια είναι σούπερ…”. “Μπράβο Νικολάκη μου, ωραία, θα τα πούμε αύριο”. Και στις πέντε το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο -ήταν ο συνεργάτης του Λαυρέντη και… Από τις πιο οδυνηρές στιγμές της ζωής μου». Μου έμεινε το γέλιο του, τα πειράγματά μας, η δύναμη που είχε πάνω στην σκηνή. Εβαζε τα δύο πόδια κάτω, δεν κουνιόταν καθόλου σε όλη την συναυλία, έτσι με την κιθάρα κρεμασμένη, εξέπεμπε μια δύναμη. Κι αυτή η φοβερή φωνή, μεγάλωνε, βράχνιαζε λίγο, γινόταν συγκλονιστική. Ο Λαυρέντης μέσα σ΄αυτό τον κύκλο των λεγόμενων έντεχνων τραγουδοποιών ήταν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Κι ενώ έκανε και τραγούδια πολιτικά, υπερίσχυε πάντα μια γλύκα, χωρίς καμία σοβαροφάνεια, κανένα στόμφο…
Εγώ αισθανόμουν ότι ήταν προετοιμασμένος από καιρό γιατί είχε περάσει πολύ σοβαρά προβλήματα με την καρδιά του. Και ζούσε μ΄αυτό. Από την άλλη είχε αυτόν τον ανέμελο χαρακτήρα, τον παιχνιδιάρικο, τον χαβαλεντζίδικο. Γελούσαμε πολύ…».

 Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Το Μουσικό Κουτί

«Το πιο ωραίο κομπλιμέντο που μου είπε ένας φίλος για το Μουσικό Κουτί είναι ότι δεν υπάρχει ίχνος νοσταλγίας. Κι ότι ενώ τραγουδάμε παλιά τραγούδια, το βλέμμα είναι προς το μέλλον. Είναι μια εκπομπή που από την φύση της περιέχει μια ματιά στις καταβολές μας, στις ρίζες μας, χωρίς νοσταλγία. Άλλωστε ούτε όλα τα παλιά τραγούδια είναι καλά ούτε όλα μας αφορούν σήμερα.
Από την ΕΡΤ ήρθε η πρόταση. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν “τι δουλειά έχω εγώ με την τηλεόραση” κι ότι υπάρχουν άλλοι που ξέρουν καλύτερα. Υπήρχε όμως μια επιμονή και τότε είπα ότι είναι σαν αν είσαι πάντα στην αντιπολίτευση και να βρίζεις την κυβέρνηση, κι όταν σου πουν περάστε να κυβερνήσετε να λες όχι ευχαριστώ. Εκατσα και σκέφτηκα πως θα ήθελα να είναι μια μουσική εκπομπή που θα πήγαινα ως καλεσμένος.
Ενα κομμάτι της ιδέας στηρίχθηκε στο περσινό μου πρόγραμμα, το Juke Box, στα τραγούδια που μας μεγάλωσαν –είχε ξεκινήσει από τις κουβέντες μας με τον Λαυρέντη αλλά δεν προλάβαμε. Να υπάρχει το ρεπερτόριο των καλεσμένων συνδυασμένο με μια κουβέντα και να διηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες –όχι τις απόψεις μας για το τραγούδι και την επικαιρότητα.
Αποφεύγω τις θεωρητικές συζητήσεις, ειδικά μέσα στην κρίση που ασχοληθήκαμε και ασχολήθηκα όσο ποτέ με την πολιτική -ατελείωτες συζητήσεις με φίλους που αρκετές κατέληγαν σε τσακωμούς, απομάκρυνση. Χάσαμε φίλους μέσα σ΄αυτά τα χρόνια. Ηθελα η εκπομπή να είναι κι ένα είδος αποτοξίνωσης από την τοξικότητα των προηγούμενων χρόνων.

Επίσης ήθελα να υπάρχουν οι εξερευνήσεις, κάτι καλό καινούργιο. Απευθύνθηκα στον Πάνο Σουρούνη που ξέρω ότι παρακολουθεί πολύ τα νέα ρεύματα κι έτσι έχουμε μεγάλη λίστα με νέα πρόσωπα.
Ο τίτλος ήταν μια ιδέα του Κωνσταντίνου Ζούλα. Μαγικό αντικείμενο το μουσικό κουτί, μας συνδέει με την παιδική μας ηλικία, λίγο σαν θησαυρός…
Είμαι ευτυχής που έχω δίπλα μου αυτό το πολύ φωτεινό και ταλαντούχο πλάσμα, την Ρένα Μόρφη. Είμαστε από διαφορετικές γενιές, όπως και οι μουσικοί. Επικεφαλής της μπάντας με πολλές ιδέες, ο Γιάννης Δίσκος (πνευστά). Εχω εντυπωσιαστεί από την εργατικότητα και τον ενθουσιασμό της ομάδας, σαν ένα δικό τους στοίχημα. Είμαι άνθρωπος που δίνει χώρος στους μουσικούς, είμαι μέρος της μπάντας».

Το «Μουσικό Κουτί», κάθε Τετάρτη από την ΕΡΤ1 (22.00)