Νικολέτα Κοτσαηλίδου: «Το "εσύ είσαι όμορφη", δεν το καταλάβαινα και, ίσα-ίσα, με πλήγωνε»
Η Νικολέτα Κοτσαηλίδου έχει μια διάφανη καθαρότητα, στην όψη, στο βλέμμα, στον τρόπο που μιλάει. Από παιδί, ηθοποιός ήθελε να γίνει, και να παίζει στο θέατρο.
Είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού. Αργησε να κάνει τηλεόραση, θέλοντας ν΄αποφύγει την μεγάλη έκθεση και την δημοσιότητα. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Ζει στην Αθήνα. Φέτος συνεχίζει στην τηλεοπτική σειρά «Κάνε ότι κοιμάσαι» και παίζει στην «Αγρυπνία», στο θέατρο Συγγρού 33.
«Με το θέατρο ήθελα από παιδί, σαν τρελή, ν΄ασχοληθώ, το θέατρο, το καθαρό θέατρο. Ονειρευόμουν Επίδαυρο. Δεν ήμουν απ΄τα παιδιά που έβλεπαν τηλεόραση και την ονειρευόντουσαν. Ήμουν αλλού. Κάποια στιγμή στην Β΄Γυμνασίου, ακολούθησα τον πατέρα μου μ΄ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα στην Επίδαυρο. Οση ώρα ήμουν στον χώρο δεν μπορούσα να μιλήσω, δεν ανέπνεα, ήταν τέτοια η ενέργεια. Έλεγα ότι θέλω να΄ρθω εδώ, να κάνω μόνο αυτή τη δουλειά και τίποτ΄άλλο.
»Θυμάμαι με είχε πάει η μαμά μου σε μια παιδική παράσταση, “Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού” του Καμπανέλλη και είχα ενθουσιαστεί. Μ΄εντυπωσίασε το να μπαίνεις σ΄έναν άλλο ψυχισμό και να προσπαθείς να τον μεταφέρεις σε κάποιον, μέσα απ΄την αφήγηση ενός έργου.
»Οι γονείς μου φοβόντουσαν που το παιδί τους θέλει να γίνει ηθοποιός. Στα 17, όταν έπρεπε να δώσω εξετάσεις, ο μπαμπάς μου ήταν πολύ αρνητικός και κάποια στιγμή επειδή είμαι και πεισματάρικο μου΄πε: “Παιδί μου πήγαινε να σπουδάσεις κάτι άλλο κι αν γυρίσεις και το θες ακόμα, να το κάνεις”. Σπούδασα Πληροφορική και Επικοινωνία στις Σέρρες. Εγώ όμως ήθελα να περάσω διερμηνέων-μεταφραστών στην Κέρκυρα, αλλά ήταν εκτός πανελληνίων. Εκανα διπλή προετοιμασία. Κι ενώ είχα γράψει 18άρια-19άρια, δεν ήταν αρκετό ώστε να είμαι σ΄αυτά τα 20-30 παιδιά που θα πέρασαν. Και κατέληξα στη μόνη σχολή απ΄όλες που είχα δηλώσει που δεν ήθελα…
»Ωστόσο η προετοιμασία για την διερμηνέων- μεταφραστών μου΄κανε πολύ καλό. Όταν με τα χρόνια ήρθε η μετάφραση στο θέατρο, κούμπωσε και χαίρομαι πολύ.
»Προέρχομαι από μία οικογένεια που έχει μέσα πολλούς καθηγητές και δασκάλους, απ’ την μεριά του πατέρα μου. Η μαμά μου είναι δημόσιος υπάλληλος στον ΟΑΕΔ, είχε τελειώσει την Βιομηχανική. Ηταν άνθρωποι με ανοιχτά μυαλά, αλλά φοβόντουσαν, για να πω την αλήθεια, το θέατρο σε σχέση με την εύρεση εργασίας.
»Δεν έλεγα σε κανέναν ότι θέλω ν΄ασχοληθώ με το θέατρο. Ούτε οι κολλητές μου στο σχολείο δεν το΄ξεραν. Αισθανόμουν ότι άμα το πω θα μειώσω τ΄όνειρο. Πίστευα ότι δεν θα καταλάβουν την αγάπη που είχα για το θέατρο και κάπως φοβόμουν ότι θα μου ευτελίσουν αυτό που νιώθω -το κρατούσα επτασφράγιστο μυστικό.
»Στις Σέρρες πέρασα καλά γιατί έζησα φοιτητική ζωή. Οπότε όταν ήρθα στην Αθήνα αφοσιώθηκα στις σπουδές μου, έπεσα, κυριολεκτικά με τα μούτρα, επειδή κάπως αισθανόμουν ότι θέλω να προλάβω. Διάβαζα πολύ, Σαίξπηρ, τους αρχαίους. Ως παιδί της Θεσσαλονίκης, δεν είχα πολλά ερεθίσματα, δεν είχαμε πολύ θέατρο.
»Θυμάμαι τότε που με πήγαινε ο πατέρας μου στις Σέρρες, είχα φορτώσει τα μπαγκάζια στο αυτοκίνητο, κι έτσι όπως με είδε ξενερωμένη, μου΄πε: “Δεν έχει σημασία τι θα σπουδάσεις, απ΄τη στιγμή που δεν θα κάνεις κάτι πολύ συγκεκριμένο. Αυτό που σου δίνει το Πανεπιστήμιο, είναι τρόπος σκέψης και μέθοδο. Πάρε τα εφόδια που σου δίνει και εστίασε εκεί”. Κι εκείνη τη στιγμή μου το καθάρισε τόσο πολύ γιατί σκέφτηκα ότι για να το λέει, αφ΄ενός κάτι θα ξέρει και αφ΄ετέρου κάπως το΄νιωθα όλο αυτό που μου΄λεγε περί μεθόδου. Με τα χρόνια μου χρησίμευσε πολύ.
»Λίγο πριν τελειώσω την σχολή, μπήκα στο Εθνικό -και αφού το τελείωσα έκανα και την πτυχιακή μου και ξεμπέρδεψα. Κι έτσι ο πατέρας μου έγινε ο πιο θερμός υποστηρικτής μου. Η επιτυχία στο Εθνικό νομίζω ότι ήταν αυτό που τον έκανε να ηρεμήσει κάπως μέσα του. Ημασταν περίπου 550-600 υποψήφιες και έπαιρναν έξι, ναι, 6 -με διάλεξαν στην εξάδα. Αλλά αυτό δεν ήταν απόρριψη για τις άλλες ούτε σήμαινε ότι εγώ είχα κάτι παραπάνω. Μπορεί, ας πούμε, την επόμενη να μην είχε πάει τόσο καλά για μένα.
»Αυτόν τον τεράστιο ανταγωνισμό τότε δεν τον καταλάβαινα, γιατί εγώ δεν πίστευα ότι θα περάσω Εδωσα περισσότερο για να μην το μετανιώσω αργότερα. Με θυμάμαι με κάποια κορίτσια που δεν γνωριζόμασταν, ν΄αγκαλιαζόμαστε και αισθανόμουν ότι ένας τόσο ακραίος ανταγωνισμός μερικές φορές μπορεί να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά.
»Το πέρασμα στη δουλειά ήταν δύσκολο, γιατί όταν βγήκε η δική μας η φουρνιά, πέσαμε σχεδόν πάνω στην κρίση. Ηταν πολύ λίγες οι δουλειές και πολύ μεγάλο το άγχος. Εν τω μεταξύ μου έκαναν προτάσεις για τηλεόραση, αλλά τις απέφευγα, γιατί φοβόμουν, δεν ήθελα. Είναι και το πώς μας εκπαίδευσαν στο Εθνικό -όχι τηλεόραση, όχι διαφημιστικά. Αλλά κι εγώ, από μόνη μου, είχα αυτό το κόλλημα με το θέατρο. Γιατί όντως αν είχα δεχτεί κάποιες δουλειές στην τηλεόραση που μου είχαν προτείνει, σίγουρα θα ήταν και πιο εύκολο οικονομικά και κάποιες γνωριμίες παραπάνω θα΄κανα.
»Ελεγα, παιδιά, οικογένεια, υποχρεώσεις δεν έχεις, οπότε μέχρι να σου΄ρθει αυτό που εσύ έχεις ανάγκη, υπάρχουν και τα μπαρ και πάρα πολλές δουλειές γύρω-τριγύρω. Γιατί ακόμα και οι παραστάσεις που έκανα τότε δεν ήταν τόσο καλά πληρωμένες. Ήθελα να με συντηρούν οι γονείς μου όσο το δυνατόν λιγότερο. Δεν με στεναχωρούσε να κάνω την σερβιτόρα ή προώθηση τσιγάρων. Ηταν δική μου επιλογή. Με το που βγήκα έκανα έναν μικρό ρόλο στον “Καρυωτάκη”, στην ΕΡΤ, όπου ένοιωθα προστατευμένη. Ξαναέκανα τηλεόραση μετά από 12-13 χρόνια.
»Τι ρόλο έπαιξε η εμφάνιση, η ομορφιά; Τώρα αγγίζεις ένα θέμα που για μένα είναι πάρα πολύ περίεργο. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ όμορφη. Ναι, μου το έδειχναν, αλλά είναι κάτι το οποίο δεν μπορούσα να καταλάβω. Οσο ζούσα στη Θεσσαλονίκη, ήμουν ένα αγοροκόριτσο με μια μπάλα του μπάσκετ στα χέρια. Ποτέ δεν ήμουν η όμορφη του σχολείου ή, τέλος πάντων, μέσα στις όμορφες. Κι επειδή η μητέρα μου είναι μία πάρα πολύ όμορφη γυναίκα, αυτό δεν υπήρξε σαν θέμα μέσα στην οικογένειά μας.
»Και κάπως ξαφνικά όταν μπήκα στο Εθνικό, λίγο οι συμφοιτητές μου, λίγο οι καθηγητές άρχισαν να λένε ότι “εντάξει τώρα, εσύ είσαι όμορφη”… Δεν το καταλάβαινα και, ίσα-ίσα, με πλήγωνε. Για μένα ήταν τρομερά αρνητικό. Μερικές φορές ίσως να μ΄έκανε και ν΄αποφεύγω πράγματα μόνο και μόνο για να μην βοηθήσω τους άλλους να κρατήσουν αυτή την ταμπέλα. Είναι κάποια πράγματα σχετικά με το πώς έχεις μεγαλώσει, τα καταλαβαίνεις αλλά δεν μπορείς να τα υιοθετήσεις. Παραμένω ένα παιδί που δεν μ΄αφορά αυτό τόσο πολύ. Είμαι καχύποπτη, ναι, νομίζω ότι αυτή είναι η σωστή λέξη.
»Στην πορεία μου δεν αισθάνομαι ότι έγινε ποτέ κάτι που να κάνει το κλικ ώστε να νιώσω ασφάλεια. Νομίζω ότι ακόμα έχω μεγάλη ανασφάλεια και αγωνία -κάθε ρόλος είναι και μια καινούργια πρόκληση. Καλό είναι να μην νιώθουμε ποτέ ότι κάπου έχουμε φτάσει. Γιατί μπορεί να μας κάνει να χαλαρώσουμε, να μην μελετάμε, να μην παλεύουμε. Κάθε καινούργιος ρόλος είναι σαν να με πηγαίνει στο μηδέν κι άντε πάλι ν΄αποδείξεις ότι μπορείς να τα βγάλεις πέρα πάνω στη σκηνή για να ταξιδέψει ο άλλος.
»Αισθάνομαι ότι όλοι οι άνθρωποι που έχω περάσει απ΄τα χέρια τους, εννοώ τους σκηνοθέτες, ήταν ένα σκαλοπατάκι για να με κάνουν πιο ώριμη μέσα στη δουλειά. Απ΄όλους είχα κάτι να πάρω ακόμα και από μια σχετικά κακή συνεργασία -τεράστιο μάθημα. Νοιώθω ότι τουλάχιστον στην περίπτωσή μου, όλα συνετέλεσαν στο να γίνονται αργά και σταθερά τα βήματα. Και να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα.
»Η δημοσιότητα δεν μ΄απασχόλησε ποτέ. Αλλά δεν μπορώ να μην χαίρομαι όταν κάποιος εκτιμάει αυτό που γίνεται και όχι μόνο για μένα, αλλά για όλη την δουλειά, όπως τώρα στο “Κάνε ότι κοιμάσαι”. Το δέχομαι με χαρά, γιατί αισθάνομαι ότι άμα αυτούς για τους οποίους το κάνουμε είναι ικανοποιημένοι, άρα εγώ πρέπει να είμαι διπλά.
»Το μόνο που με δυσκόλεψε σε βαθμό να μου σακατέψει την ψυχή για αρκετά μεγάλο διάστημα ήταν όταν η δημοσιότητα ήρθε μέσα απ΄τον κίτρινο τύπο. Αυτό με σόκαρε γιατί κάπως πάντα πίστευα ότι άμα πάρεις έναν δρόμο που είσαι πολύ προσεκτικός και δεν κυνηγάς τη δημοσιότητα, αλλά κάνεις απλά και σοβαρά τη δουλειά σου, δεν θα΄ρθει. Μου χτύπησε όμως την πόρτα και σοκαρίστηκα. Γιατί εγώ τότε δεν ήμουν γνωστή, δεν έκανα τηλεόραση, δεν ήμουν στα φώτα.
»Και ήταν κίτρινο. Γιατί γράφτηκαν και ειπώθηκαν πάρα πολλά ψέματα. Μας κυνηγούσαν οι παπαράτσι. Η δημοσιότητα ήρθε από κάτι προσωπικό (σ.σ. η σχέση της με τον Σπύρο Παπαδόπουλο) κι εγώ είχα παλέψει τόσο πολύ να μην κάνω τηλεόραση. Αισθανόμουν αδικημένη. Χίλιες φορές να΄χα κάνει τηλεόραση ή κάτι, τέλος πάντων, για να προλάβουν να με γνωρίσουν ως Νικολέτα, και όχι ως σύντροφο ενός ανθρώπου.
»Δεν θα πω ότι ήταν μια κακή περίοδος για μένα γιατί είναι σαν να υπογραμμίζω μόνο αυτό το κομμάτι. Αλλά αυτό το κομμάτι μ΄έκανε να αισθανθώ πάρα πολύ άσχημα σε πολλά επίπεδα κι άλλαξε και τη ζωή μου. Επαψα να βγαίνω έξω. Ναι, ναι. Είναι πολύ δύσκολο να΄χεις μια σχέση και να θέλεις να βγεις για φαγητό, για ποτό, να διασκεδάσεις. Κι όμως, έπαψα να βγαίνω. Σε κάθε δημοσίευμα έλεγα, εντάξει, τώρα θα σταματήσουν, δεν έχουν κάτι άλλο να γράψουν. Και κάθε φορά είχα την ελπίδα ότι αφού εγώ δεν προκαλώ, δεν δίνω συνεντεύξεις γι΄αυτό το θέμα, θα σταματήσουν. Αλλά δεν τελείωνε, οπότε μετά έπρεπε να πάρω ακραίες αποφάσεις. Γιατί είναι ακραίο ν΄αλλάζεις τη ζωή σου για τον κίτρινο τύπο κι αυτό μας έκανε πολύ κακό. Δεν άντεχα πλέον. Πόσο να γελάσεις, πόσες φορές να πεις εντάξει, μια, δύο, πέντε, δέκα. Εξώδικο; Ναι, έκανα σε μια-δυο φάσεις όταν όντως γράφτηκαν πάρα πολύ άσχημα πράγματα.
»Και να σου πω και κάτι; Οχι μόνο για μένα αλλά και ο Σπύρος, μέχρι να υπάρξουμε ως σύντροφοι, δεν είχε απασχολήσει τον κίτρινο τύπο, ποτέ. Ηταν άσχημο, με τριάντα χρόνια πορείας στο θέατρο, στην τηλεόραση, με τόσες δουλειές. Γιατί εμείς αλλιώς βιώναμε αυτό που είχαμε και αλλιώς έβγαινε. Και προκειμένου να μην αλλοιώσει και την ουσία της σχέσης, φτάσαμε στο σημείο να μην μπορούμε να κυκλοφορήσουμε μαζί, να μην ξαναβγούμε ποτέ μαζί, για να μην δίνουμε πάτημα για φωτογραφίες και τα λοιπά.
»Στα χρόνια που ήμασταν μαζί, νομίζω μόνο τα δύο δουλέψαμε μαζί. Έτσι και αλλιώς δεν ήθελα επειδή προσέχω και δεν θέλω να μπαίνουν εύκολα ταμπέλες. Με τον Σπύρο συνεργαζόμασταν άψογα. Είναι ένας σπουδαίος συνεργάτης και λέω συνεργάτης γενικά, γιατί ήταν και είναι και συνάδελφος πάνω στη σκηνή και σκηνοθέτης. Πήρα πάρα πολλά πράγματα από εκείνον. Η αλήθεια είναι ότι μπορεί να είχα ανάγκη, σαν νέα ηθοποιός να υπάρξω πάνω στη σκηνή ένα-δυό χρόνια ακόμα μαζί του, γιατί η κάθε χρονιά που περνούσε ήταν ένα επιπλέον μεταπτυχιακό. Έχεις να πάρεις πολλά απ΄τους ανθρώπους που έχουν φάει τη σκηνή με το κουτάλι. Ωστόσο προτίμησα να φύγω. Μετά ήρθαν κι όλα αυτά τα δημοσιεύματα που κράτησαν σίγουρα μια πενταετία. Ουσιαστικά τα 3-4 τελευταία χρόνια που δεν δουλεύαμε πλέον μαζί -απλώς έκανα μεταφράσεις για εκείνον, πάψαμε και να κυκλοφορούμε μαζί, το οποίο φυσικά και συνετέλεσε πάρα πολύ στο να καταστραφεί η σχέση.
»Είναι υπέροχος άνθρωπος ο Σπύρος αλλά είναι και εκείνος πολύ παρεξηγημένος, για όσους δεν τον ξέρουν. Κι επειδή ακριβώς έχουν γραφτεί και πράγματα σε φυλλάδες, είναι πολύ κρίμα ο κόσμος να τα πιστεύει και να βγάζει πόρισμα. Για μένα είναι άνθρωπος με Α κεφαλαίο για να μην πω με όλα τα γράμματα κεφαλαία κι όσοι τον ξέρουν καλά μπορούν να το επιβεβαιώσουν.
»Και είναι οικογένεια. Δεν μπορώ δηλαδή να νιώσω ότι επειδή τελείωσε η σχέση θα τελειώσει και ο οικογενειακός δεσμός. Ούτε ότι δεν θα συνεργαστώ μαζί του. Το να συνεργάζεσαι με τον Σπύρο είναι ευλογία.
»Οταν πέρσι με πήρε ο Αλέξανδρος Πανταζούδης και μου είπε “σε θέλω για μια σειρά (σ.σ. “Κάνε ότι κοιμάσαι”) αλλά να ξέρεις ότι θα είναι και ο Σπύρος” κι αν έχω πρόβλημα, του είπα, “τρελός είσαι;” Ισα-ίσα για μένα αυτό ήταν θετικό».
Αστυνομικός στο «Κάνε ότι κοιμάσαι»
«Στο “Κάνε ότι κοιμάσαι” είναι αλήθεια ότι στην αρχή μου είχαν προτείνει τη Βικτώρια, τον ρόλο που έκανε η Έμιλυ Κολιανδρή, που ήταν υπέροχη, εξαιρετική. Μ΄άρεσε πάρα πολύ ο ρόλος της Βικτώριας, αλλά επειδή είμαι κατά βάθος αγοροκόριτσο μ΄άρεσε και η Άννα, που την ένιωθα πιο τσαμπουκαλεμένη. Κι όταν τελικά μου είπε ο Αλέξανδρος ότι του κάνω πιο πολύ για αστυνομικός, δεν είχα κανένα πρόβλημα.
»Ως αστυνομικός έχει σημασία να μπορέσεις να πείσεις τον θεατή. Πρέπει να βρεις τρόπο να κρατάς το όπλο, να΄χεις σωστά στημένο το σώμα σου. Υήρχαν δηλαδή πράγματα για τα οποία είχα αγωνία. Ναι, είναι δύσκολη σειρά που την κάνει εύκολη το τόσο καλό σενάριο του Γιάννη Σκαραγκά. Κοίτα, τον πρώτο καιρό, ψάχτηκα πολύ, ρώτησα ανθρώπους που ξέρουν από όπλα, γιατί ήθελα να΄μαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα.
»Το βραβείο που πήραμε στο Φεστιβάλ της Κορέας μας έδωσε μεγάλη χαρά γιατί έτσι αποδεικνύεται ότι όταν κάνουμε σοβαρά τη δουλειά μας στην Ελλάδα, μπορούμε να πετύχουμε πολλ . Στην σειρά είναι όλοι τόσο μα τόσο πωρωμένοι -απ΄τους ηθοποιούς, το συνεργείο, τους σκηνοθέτες, την αγαπάνε όλοι…
»Πιστεύω και το πιστεύω πολλά χρόνια ότι έχουμε εξαγώγιμα προϊόντα, αρκεί να το πιστέψουμε κι εμείς και να μη μας πιάνει το “έλα μωρέ”. Εγώ που διαβάζω πολλά έργα για να μπορώ να κάνω τη δουλειά της συμβουλευτικής (σ.σ. προτείνει έργα σε θέατρα), αν δεν σκεφτόμουν ότι ένα έργο είναι γερμανικό, για παράδειγμα, δεν ξέρω αν θα το διάβαζα. Με την ίδια λογική και εμείς έχουμε τέσσερις-πέντε συγγραφείς που μπορούν να βγουν έξω. Γιατί να μην το κάνουμε; Μερικές φορές αισθάνομαι ότι στην Ελλάδα απ΄την μια έχουμε κάτι που μας κάνει να λειτουργούμε πολύ ψωνίστικα κι απ΄την άλλη, μια υπεροψία και μια σιγουριά παραπάνω. Αυτό το “ξέρεις ποιος είμαι εγώ”, που μπορεί να μην είσαι και τίποτα, και ταυτόχρονα ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, μας κάνει να μην ισορροπούμε. Ενώ εάν μπορούσαμε να βρούμε μια ωραία ισορροπία ανάμεσα σ΄αυτά τα δύο, θα΄χαμε μια λίγο καλύτερη θέση στον παγκόσμιο χάρτη.
»Οταν σκέφτομαι το μέλλον, θέλω να με σκέφτομαι πάνω στη σκηνή. Στην οικογένεια είχαμε ένα αστείο απ΄τη στιγμή που μπήκα στο Εθνικό, μέχρι και πριν δύο χρόνια περίπου που έπαιξα πρώτη φορά στην Επίδαυρο: Κάθε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά Πάσχα, γιορτές κλπ όταν μιλούσαμε στο τηλέφωνο τους έλεγα, “μανούλα μου χρόνια σου πολλά, να σε χαιρόμαστε, γερή και δυνατή, και να με καμαρώσεις στην Επίδαυρο...”. Κι αυτό συνέβαινε μ΄όλους στην οικογένεια. Οπότε πριν από δυο χρόνια που έπαιξα τελικά στην Επίδαυρο, μου λέει η μάνα μου, “βρε κορίτσι μου 15 χρόνια τώρα αυτή την ευχή κάνουμε, τι θα γίνει τώρα;” Θα λέμε “γερή και δυνατή να με καμαρώνεις στην Επίδαυρο και να΄ρθουν κι άλλοι ρόλοι”».
«Αγρυπνία» στην Συγγρού
«Στην πρώτη ανάγνωση της “Αγρυπνίας” παραξενεύτηκα. Γιατί είναι τόσο γεμάτο και πυκνογραμμένο έργο που δεν το κατάλαβα καλά. Στην δεύτερη, αρρώστησα… Θυμάμαι ότι με το που τελείωσα τη δεύτερη ανάγνωση, άρχισα να γράφω, σκέψεις, ιδέες. Είναι σπουδαίος συγγραφέας ο Δημήτρης Δημητριάδης. Θεωρώ “Τα δώρα της νύχτας”, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος -εμείς το λέμε “Αγρυπνία” μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία γιατί έχει τόσα μα τόσα πολλά κοινά με την τραγωδία, που όσο το διαβάζω τόσο πιο κοντά είμαι. Αν δεν είχε μια τόσο σύγχρονη και καθημερινή γλώσσα σε κάποια σημεία, κι αν από κάτω δεν είχε την υπογραφή Δημητριάδης θα μπορούσες να το δεις μέχρι και στην Επίδαυρο. Συχνά αισθάνομαι ότι καλούμαι να κάνω μια τραγωδία σε κλειστό χώρο.
»Μου΄χε πει κάποια στιγμή η Φιλαρέτη Κομνηνού ότι αγαπάς την Επίδαυρο γιατί είσαι πόντια. Όπως αγαπάς και τα έντονα πράγματα, τα γήινα. Και η αρχαία τραγωδία έχει πολλή γη. Ναι, μπορεί να οφείλεται στο ότι είμαι πόντια».
«Αγρυπνία» του Δημήτρη Δημητριάδη, θέατρο Συγγρού 33
«Κάνε ότι κοιμάσαι», ΕΡΤ1, Δευτέρα-Τρίτη, 21.45