Νέλι Μπλάι

Νέλι Μπλάι -Η δημοσιογράφος που κλείστηκε σε ψυχιατρείο για να καταγράψει τις άθλιες συνθήκες

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η δημοσιογραφία ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο και οι λίγες κυρίες που τους επιτρεπόταν να γράφουν σε εφημερίδες, ασχολούνται αποκλειστικά με θέματα οικοκυρικής, κηπουρικής, μαγειρικής και κοινωνικών σχολιασμών. Μέχρι που εμφανίστηκε μια ξεχωριστή γυναίκα, η δυναμική Νέλι Μπλάι -το πραγματικό της όνομα της ήταν Ελίζαμπεθ Τζέιν Κόχραν- που έγινε πρωτοπόρος σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «ερευνητική δημοσιογραφία».

Ιρλανδικής καταγωγής και παιδί πολύτεκνης οικογένειας γεννήθηκε το 1864 και μεγάλωσε στην περιοχή Κόχρανς Μιλ της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ. Ο πατέρας της ήταν δικαστής της κοινότητας και είχε πολλούς μύλους, όμως πέθανε αρκετά νωρίς. Έτσι η μητέρα της αναγκάστηκε να ξαναπαντρευτεί. Όμως ο πατριός της Ελίζαμπεθ ήταν άνθρωπος αυταρχικός και σκληρός, οπότε η μητέρα της τον εγκατέλειψε και έφυγε με τα παιδιά της στο Πίτσμπεργκ. Χωρίς οικονομικούς πόρους, η μονογονεϊκή πλέον οικογένεια δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι κοινωνικές ανισότητες αποτελούσαν πεδίο έρευνας για την Ελίζαμπεθ, που έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως για τις γυναίκες που αγωνίζονταν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, κάτω από αντίξοες συνθήκες, όπως δηλαδή έκανε και η μητέρα της.

Η πρώτη της επαφή με τη δημοσιογραφία έγινε το 1885, όταν ένα άρθρο στην τοπική εφημερίδα που καλούσε τις γυναίκες να μένουν σπίτι και να αναθρέφουν τα παιδιά τους, την εξόργισε. Με το ψευδώνυμο «Ένα μικρό ορφανό κορίτσι» γράφει την δική της απάντηση και εντυπωσιάζει με τη γραφή της τους ιδιοκτήτες, που τελικά της προτείνουν συνεργασία. Σύμφωνα με την τακτική της εποχής υιοθετεί το ψευδώνυμο Νέλι Μπλάι, από ένα τραγούδι της εποχής, και ξεκινάει την δημοσιογραφική της καριέρα.

Τολμηρή και υπέρμαχος της αλήθειας, γράφει άρθρα για τις άθλιες εργασιακές συνθήκες που επικρατούν σε αρκετές βιομηχανίες. Μία από τις επιχειρήσεις απειλεί να αποσύρει τη διαφήμισή της από την εφημερίδα και οι αρχισυντάκτες ζητούν από την Νέλι να γράψει για κηπουρική, εκείνη όμως αρνείται και παραιτείται.

Φεύγει τότε ταξίδι στο Μεξικό και η «Pittsburgh Dispatch» αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει ως ανταποκρίτριά της. Η Μπλάι θα στείλει μια σειρά άρθρα, στα οποία καταγράφει τη φτώχεια αλλά και την διαφθορά που επικρατούσε στη χώρα. Το ταξίδι της κράτησε έξι μήνες περίπου, ώσπου η μεξικανική κυβέρνηση έμαθε τι έγραφε στις ανταποκρίσεις της (πως ασκούσε δριμεία κριτική στην απολυταρχική κυβέρνηση του Πορφίριο Ντίας). Την εμπειρία της από το πολύμηνο αυτό ταξίδι στο Μεξικό, την εξέδωσε σε βιβλίο, το 1888 με τίτλο «Six Months in Mexico» («Έξι μήνες στο Μεξικό»).

Επιστρέφει στην Αμερική και μένει για ένα μικρό διάστημα στο Πίτσμπεργκ, μέχρι που εγκαταστάθηκε οριστικά στην Νέα Υόρκη. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να βρει δουλειά σε μια από τις μεγάλες εφημερίδες της πόλης, καθώς κανείς δεν προτιμά τις γυναίκες δημοσιογράφους, κατέληξε τελικά, το 1887 σαν συνεργάτης της μαχητικής εφημερίδας του Τζόζεφ Πούλιτζερ, «New York World» που ταιριάζει στην προσωπικότητά της.

Η πρώτη της αποστολή ήταν να ερευνήσει τις συνθήκες διαβίωσης των ψυχικά ασθενών στα ψυχιατρεία της Νέας Υόρκης. Χρησιμοποιώντας το όνομα «Νέλι Μπράουν» στις 25 Σεπτεμβρίου του 1887 εισάγεται ως τρόφιμος στο δημοτικό ψυχιατρείο γυναικών «New York City Lunatic Asylum». Υποδυόμενη την ψυχικά ασθενή, αντιμετώπισε την σκληρή συμπεριφορά του προσωπικού και των γιατρών, διαπιστώνοντας ότι πολλές από τις γυναίκες ήταν απλώς άπορες ή ξένες, ενώ κατέγραψε πως το φαγητό που σερβίρονταν ήταν ακατάλληλο. Μετά από δέκα μέρες, οι δικηγόροι της εφημερίδας την πήραν τελικά από το άσυλο. Η έρευνά της που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα τον Οκτώβριο του 1887 έγινε μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία. Πολλές εφημερίδες της χώρας την ανατύπωσαν και η Μπλάι έγινε διάσημη. Η έρευνα προκάλεσε την παρέμβαση εισαγγελέα και είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν σημαντικές βελτιώσεις, ενώ μάλιστα αυξήθηκε και ο προϋπολογισμός του ιδρύματος.

Με την σύμφωνη γνώμη και με χρηματοδότηση της εφημερίδας της, θα φύγει στις 14 Νοεμβρίου 1889 για τον γύρο του κόσμου. Επηρεασμένη από το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες», κατάφερε να κάνει τα 40.070 χιλιόμετρα της περιμέτρου της γης, σε 72 μέρες, 6 ώρες και 11 λεπτά, επιστρέφοντας στην Νέα Υόρκη στις 25 Ιανουαρίου του 1890, νικώντας τον Φιλέα Φογκ.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, η εφημερίδα δημοσιεύει τα τηλεγραφήματα και τις ανταποκρίσεις της κι έτσι η Μπλάι γίνεται θρύλος. Το 1890 εξέδωσε την περιπέτεια αυτή σε βιβλίο με τίτλο «Nellie Bly's Book: Around the World in Seventy-Two Days» («Το βιβλίο της Νέλι Μπλάι: Ο γύρος του κόσμου σε 72 μέρες»).

Αν και το ταξίδι αυτό έφερε τεράστια έσοδα στην εφημερίδα, της αρνήθηκαν το bonus που θεωρούσε ότι δικαιούταν, γεγονός που την έκανε να παραιτηθεί. Ωστόσο όταν άλλαξε η διεύθυνση η Μπλάι επέστρεψε στη θέση της. Από τις 17 Σεπτεμβρίου του 1893 θα ξεκινήσει η δεύτερη συνεργασία της (με μια συνέντευξη που θα πάρει από την φυλακισμένη αναρχική Έμμα Γκόλντμαν), η οποία θα κρατήσει μέχρι το 1896.

Επιμένοντας στην ερευνητική δουλειά, άλλοτε υποδύεται μια γυναίκα που θέλει να αγοράσει ένα παιδί, προκειμένου να μελετήσει τα κυκλώματα αγοραπωλησίας βρεφών, άλλοτε πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο και βιώνει τη «σκλαβιά των λευκών» όπως την ονομάζει, και φτάνει να παρανομήσει για να μπει στη φυλακή και να μελετήσει τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών εντός του σωφρονιστικού συστήματος.

Το 1985 σε ηλικία 31 ετών θα παντρευτεί τον εργοστασιάρχη Ρόμπερτ Σήμαν –εκείνος ήταν 72!- και θα εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία, αναλαμβάνοντας τις επιχειρήσεις του συζύγου της. Η εταιρεία της που ασχολούνταν με την παρασκευή ατσάλινων αντικειμένων θα αποκτήσει μεγάλη δύναμη, ενώ η ίδια άρχισε να ασχολείται με τις εφευρέσεις. Το 1902 θα παρουσιάσει την πρώτη ευρεσιτεχνία της -έναν στοιβαζόμενο σκουπιδοντενεκέ για βιομηχανική χρήση και το 1905 θα πατεντάρει και θα κατασκευάσει πρώτη, ατσάλινα βαρέλια για την μεταφορά και αποθήκευση υγρών (αντί των ξύλινων που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε. Το 1905 επίσης θα πατεντάρει ένα καινούριο είδος μεταλλικού δοχείου αποθήκευσης γάλακτος.

Δυστυχώς η κακή διαχείριση αλλά και η υπεξαίρεση χρημάτων από υπαλλήλους οδηγούν την επιχείρηση σε πτώχευση.

Η Μπλάι όμως δεν το βάζει κάτω κι επιστρέφει σε αυτό που ξέρει καλά: τη δημοσιογραφία. Έτσι το 1914 πιάνει δουλειά στην εφημερίδα «New York Evening Journal». Το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου θα την βρει στη Βιέννη, όπου είχε πάει ψάχνοντας καινούριους χρηματοδότες για την επιχείρησή της. Θα παραμείνει εκεί μέχρι το 1918, στέλνοντας συχνά ανταποκρίσεις στην εφημερίδα της σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου, μην διστάζοντας να βρεθεί ακόμα και στα πεδία των μαχών. Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ασχολήθηκε με την προστασία των ορφανών παιδιών, υιοθετώντας μάλιστα και αυτή ένα το 1921 σε ηλικία 57 ετών.

Στις 9 Ιανουαρίου του 1922 δημοσιεύτηκε το τελευταίο της άρθρο με τίτλο «Nellie Bly, "On Pranks of Destiny». Την ίδια μέρα εισήχθη με σοβαρή βρογχοπνευμονία, στο νοσοκομείο. Η υγεία της ήταν ήδη επιβαρυμένη λόγω καρδιακών προβλημάτων και δεκαοχτώ μέρες αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 1922, άφησε την τελευταία της πνοή.