Οι τρεις άνθρωποι που είδαν την Νταϊάνα πριν φύγει από τη ζωή
Αν ζούσε η αγαπημένη πριγκίπισσα των Βρετανών -κι όχι μόνο- φέτος θα συμπλήρωνε τα εξήντα της χρόνια.
Όμως, το νήμα της ζωής της Λαίδης Νταϊάνα κόπηκε πρόωρα, στις 31 Αυγούστου του 1997, λίγο μετά από τα μεσάνυχτα, όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε η ίδια και ο σύντροφός της Ντόντι Αλ Φαγιέτ, γιος του δισεκατομμυριούχου Μοχάμεντ αλ Φαγιέντ, προσέκρουσε στην 13η τσιμεντένια κολόνα στήριξης της οροφής του τούνελ Pont de l'Alma στο Παρίσι.
Οι θεωρίες για το τραγικό συμβάν ήταν πολλές -κάποιες από αυτές στοχοποίησαν ακόμα και τη Βασίλισσα Ελισάβετ, θεωρώντας πως ήθελε να απαλλαγεί από τον «μπελά» που της προκαλούσαν οι περιπέτειες της πρώην νύφης της. Φυσικά τίποτα από όλα αυτά ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε, αλλά ο θάνατος της Lady D συνεχίζει να προκαλεί απορίες κι ερωτηματικά.
Πρόσφατα μάλιστα ένα εκτεταμένο ρεπορτάζ της «Daily Mail» αποκαλύπτει νέες λεπτομέρειες για τα όσα συνέβησαν μετά από το ατύχημα.
Η Λαίδη Νταϊανα και ο Ντόντι αλ Φαγιέτ βρίσκονταν εκείνη την περίοδο για διακοπές στη γαλλική Ριβιέρα, όταν αποφάσισαν να επισκεφτούν και το Παρίσι. Η σχέση τους βέβαια παρέμενε μυστική, όμως οι φωτογράφοι και πλήθος κόσμου είχαν περικυκλώσει το ξενοδοχείο Κάρλτον Ριτς, όπου και διέμεναν.
Το κυνηγητό αυτό είχε εξαντλήσει ψυχολογικά το ζευγάρι και περισσότερο την Πριγκίπισσα, που πλέον ήθελε να ζήσει μια ήρεμη ζωή. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα οι δυο τους θέλησαν να κάνουν μια βόλτα στην Πόλη του Φωτός. Η έξοδός τους από την κεντρική είσοδο ήταν σχεδόν αδύνατη. Έτσι, ένα πολυτελές όχημα χρησιμοποιήθηκε για να παραπλανήσει τους παπαράτσι που είχαν στηθεί απέξω, ενώ εκείνοι έφυγαν με μια μαύρη Μercedes από την πίσω πόρτα.
Οι φωτογράφοι αντιλήφθηκαν το σχέδιο και άρχισαν να τους ακολουθούν κατά μήκος της Rue Cambon στη διασταύρωση με τη Rue de Rivoli. Η Μερσεντές μπήκε στο Cours la Reine, κατά μήκος το Σηκουάνα, τρέχοντας με αυξημένη ταχύτητα. Πέρασε κάτω από την Pont Alexandre III, αλλά δεν κατάφερε να πάρει έναν ολισθηρό δρόμο εξόδου, που θα τους προσέφερε την πιο άμεση διαδρομή προς τον προορισμό τους.
Συνέχισαν λοιπόν κατά μήκος της όχθης του ποταμού, προς την επόμενη γέφυρα, την Pont de l'Alma. Αυτό το σημείο θεωρήθηκε κρίσιμο για τα όσα ακολούθησαν, γι' αυτό εκεί διεξήχθησαν πληθώρα ερευνών.
Κοντά στην είσοδο της υπόγειας διάβασης, η επιταχυνόμενη Mercedes διασταυρώθηκε με ένα λευκό Fiat Uno. Ο οδηγός του Αλ Φαγιέντ έχασε τον έλεγχο και το αυτοκίνητο των δύο τόνων προσκρούει στον 13ο πυλώνα της σήραγγας, με εκτιμώμενη ταχύτητα γύρω στα 100 χλμ/ώρα. Οι πρώτες εκτιμήσεις υπέδειξαν ως υπαίτιους τους παπαράτσι που κυνήγησαν το όχημα και ανάγκασαν τον οδηγό να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα.
Οι δημοσιογράφοι της βρετανικής εφημερίδας μίλησαν με τρεις ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή με την Νταϊάνα, μετά από το δυστύχημα. Ο πρώτος είναι ο γιατρός Frederic Mailliez, που έτυχε να περάσει από το σημείο, επιστρέφοντας στο σπίτι του μετά από ένα πάρτι γενεθλίων.
Βλέποντας τι είχε συμβεί, πλησίασε το όχημα και διαπίστωσε πως δυο από τους τέσσερις επιβάτες ήταν ακόμα ζωντανοί. Αποφάσισε να τους προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Δεν είχε αναγνωρίσει την Νταϊάνα, που σύμφωνα με τον γιατρό δεν αιμορραγούσε, αλλά ήταν σχεδόν αναίσθητη και είχε δυσκολία στην αναπνοή.
Ο Mailliez κάλεσε τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης από το κινητό του και στη συνέχεια επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Τότε είδε πως είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου, που φωτογράφιζε τη σκηνή.
«Άρχισα να της μιλάω αγγλικά, λέγοντας ότι ήμουν γιατρός και ότι το ασθενοφόρο έρχεται και όλα θα πάνε καλά, πράγματα δηλαδή που λένε οι γιατροί για να κάνουν έναν ασθενή να νιώσει καλά. Δεν ήξερα ακόμα ποια ήταν» ανέφερε συγκεκριμένα ο γιατρός στο ρεπορτάζ.
Ο πρώτος αστυνομικός που έφτασε στον τόπο του ατυχήματος ήταν ο Sebastian Dorzee, ο οποίος αναγνώρισε αμέσως την Πριγκίπισσα. Ο αρχιπυροσβέστης Xavier Gourmelon κατέφτασε αμέσως μετά, με δύο οχήματα από τον πυροσβεστικό σταθμό Marlar.
Ο ίδιος είδε μια φιγούρα δίπλα σε ένα ακόμη θύμα του τροχαίου. Πράγματι, ήταν ο γιατρός Mailliez δίπλα στην Νταϊάνα, που τότε ακόμα «κουνούνταν και μιλούσε». Η ομάδα του απομακρύνει τον νεκρό Ντόντι από το αυτοκίνητο. «Μόλις βγήκε, έμεινα με τη γυναίκα επιβάτη» λέει. «Μιλούσε στα αγγλικά και έλεγε "Θεέ μου, τι συνέβη;"».
Ο γιατρός είπε στον πυροσβέστη ότι έπρεπε να απομακρύνουν τη γυναίκα από το αυτοκίνητο. «Την βγάλαμε και την τοποθετήσαμε πρώτα σε μια ξύλινη σανίδα και μετά σε ένα στρώμα γεμάτο αέρα» λέει εκείνος.
Τότε όμως η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. «Έτσι ξεκινήσαμε να της κάνουμε μαλάξεις δύο από εμάς και η καρδιά της άρχισε πάλι να χτυπά σχεδόν αμέσως. Από εκεί και πέρα, η θεραπεία της θα εξαρτιόταν από τους γιατρούς». Όταν έφτασε το πρώτο ασθενοφόρο, ο Mailliez ενημέρωσε τον γιατρό που ειδικεύεται στη θεραπεία ασθενών οι οποίοι νοσηλεύονται σε ΜΕΘ, για την κατάσταση των τραυματιών. «Του έδωσα την εκτίμησή μου και επέστρεψα στο αυτοκίνητό μου», θυμάται, προσθέτοντας ότι, στη συνέχεια, έφυγε από το σημείο, χωρίς να γνωρίζει ποιος θα αναλάμβανε τη θεραπεία.
Καθώς, όμως, η αρτηριακή πίεση της Πριγκίπισσας είχε σταθεροποιηθεί αρκετά, αποφασίστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο Σαλπετριέ στο 13ο διαμέρισμα.
Εκεί, η Νταϊάνα παθαίνει νέα ανακοπή. Οι γιατροί κάνουν τα πάντα, αλλά η μάχη χάνεται. Ο γενικός χειρουργός Δρ Monsef Dahman καλείται να εκτελέσει χειρουργική επέμβαση για να εντοπίσει και να σταματήσει την εσωτερική αιμορραγία.
Ο Alain Pavie, ένας από τους πιο διακεκριμένους καρδιοχειρουργούς της Γαλλίας, φτάνει στο νοσοκομείο, εντοπίζει την πηγή της αιμορραγίας, τη θέτει υπό έλεγχο, αλλά η καρδιά της πλέον δεν χτυπά. Λίγο μετά τις 4 το πρωί η ιατρική ομάδα παίρνει την απόφαση να σταματήσει τις προσπάθειες ανάνηψης, οι οποίες δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Το τρίτο άτομο που μίλησε για την εμπειρία του από την τραγική εκείνη μέρα είναι ο πάτερ Clochard-Bossuet. Όπως αναφέρει, όταν τον κάλεσαν στο τηλέφωνο και του ζήτησαν να πάει στο νοσοκομείο για την Νταϊάνα, θεώρησε πως κάποιος του έκανε φάρσα. Τελικά, όμως, πείστηκε και έφτασε στο κτίριο, όπου μία νοσοκόμα τον συνόδευσε σε ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο. Εκεί, τον περίμεναν αρκετοί αξιωματούχοι και ανάμεσά τους ο Γάλλος υπουργός Εσωτερικών Jean-Pierre Chevènement και ο Βρετανός πρέσβης.
«Ο πρέσβης μου είπε: "Θα σας πάμε τώρα στο δωμάτιο όπου βρίσκεται η Νταϊάνα". Σας ζητάμε να προσευχηθείτε για εκείνη και να την προσέχετε μέχρι να βρεθεί ένας Αγγλικανός ιερέας» θυμάται εκείνος. Εκεί την είδε για πρώτη φορά. «Ήταν εντελώς άθικτη, χωρίς σημάδια ή λεκέδες ή μακιγιάζ. Εντελώς φυσική. Και ήταν μια πραγματικά όμορφη γυναίκα και φαινόταν σαν... θα μπορούσες σχεδόν να της μιλήσεις» εξομολογείται ο Clochard-Bossuet.
Την ώρα που προσευχόταν για την ψυχή της, ο Γάλλος υπουργός Εσωτερικών επιβεβαίωσε δημόσια ότι η Πριγκίπισσα ήταν νεκρή. Όπως αναφέρει ο κληρικός, αμέσως σκέφτηκε τους δυο μικρούς γιους της, τους πρίγκιπες Χάρι και Ουίλιαμ. «Θα πρέπει να τους ξυπνήσουν και να τους πουν ''τελείωσε''. Είναι το χειρότερο πράγμα» δήλωσε
Με πληροφορίες από την Daily Mail.