Η μυθιστορηματική ζωή της Μαίρης Χρονοπούλου -O κινηματογράφος και ο «άγνωστος» έρωτας με τον Μίμη Πλέσσα
Η Μαίρη Χρονοπούλου «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, σκορπίζοντας μεγάλη θλίψη στον καλλιτεχνικό κι όχι μόνο κόσμο.
Τις τελευταίες ημέρες η ηθοποιός νοσηλευόταν διασωληνωμένη στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», καθώς γλίστρησε στα σκαλοπάτια του σαλονιού του σπιτιού της και χτύπησε στο κεφάλι, ενώ έμεινε αναίσθητη για ώρες, μέχρι να εντοπιστεί από τη βοηθό της και να διακομιστεί στο νοσοκομείο.
Η μυθιστορηματική ζωή της Μαίρης Χρονοπούλου
Αναμφίβολα υπήρξε η τελευταία μεγάλη σταρ του ελληνικού κινηματογράφου, γυναίκα λαμπερή, με προσωπικότητα και φινέτσα, η Μαίρη Χρονοπούλου έγραψε τη δική της Ιστορία και άφησε το στίγμα της στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας.
Η Μαίρη Χρονοπούλου, βέρα Αθηναία, γεννήθηκε Κολωνάκι, στις 16 Ιουλίου 1933. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες, στο «σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», όπως συνήθιζε να λέει με το χαρακτηριστικό της χιούμορ. Όμως ένιωθε πάντα καταπιεσμένη από τους περιορισμούς της αυστηρής μητέρας της, την οποία όπως είχε αποκαλύψει σε μία συνέντευξή της στην Έλενα Κατρίτση, θεωρούσε υπεύθυνη για το γεγονός ότι ο πατέρας της τους είχε εγκαταλείψει, όταν εκείνη ήταν 8 χρόνων.
Μικρή ήθελε να γίνει μπαλαρίνα, αλλά μία αγγελία του Δημήτρη Ροντήρη που ζητούσε ψηλές κοπέλες για τον Χορό των αρχαίων τραγωδιών, την οδήγησε στο Εθνικό. Έτσι, βρέθηκε να σπουδάζει στη δραματική σχολή, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε παραστάσεις δίπλα στην Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή.
Το 1953 πήρε το βάπτισμα του πυρός και στον κινηματογράφο, ερμηνεύοντας έναν μικρό ρόλο στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Χαρούμενο Ξεκίνημα».
Γρήγορα με προτροπή της Δέσπως Διαμαντίδου, παρ αποφάσισε να βγει στο ελεύθερο θέατρο. Μάλιστα, επειδή τότε ακόμη υπήρχε η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, πέρασε από επιτροπή ειδικών ταλέντων για να πάρει το δίπλωμά της. Από το 1957 άρχισε να εργάζεται σε διάφορους θιάσους, αρχικά με τα έργα των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου «Η Κυρία» και το «Ρομάντζο μιας καμαριέρας».
Το 1958 συμμετείχε στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Τελευταίο Ψέμα». Από το 1963 και μετά έγινε πρωταγωνίστρια της Φίνος Φιλμ, ερμηνεύοντας ρόλους ντάμας και μοιραίας γυναίκας, δίπλα σε όλους τους μεγάλους ζεν πρεμιέ της εποχής, όπως ο Νίκος Κούρκουλος, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Γιώργος Φούντας και ο Αλέκος Αλεξανδράκης.
Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της στις ταινίες «Κόκκινα Φανάρια» (1963) και «Το αίμα βάφτηκε κόκκινο» (1966) του Βασίλη Γεωργιάδη, «Χωρίς Ταυτότητα» (1963) και «Πολύ Αργά για Δάκρυα» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Οι Αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965), «Κοινωνία Ώρα Μηδέν» του Ντίνου Δημόπουλου (1966), «Η Ζούγκλα των Πόλεων» (1970) του Σταύρου Τσιώλη, «Η Λεωφόρος του Μίσους» (1968) και «Ορατότης Μηδέν» (1970) του Νίκου Φώσκολου (1970). Δύο από τις ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε («Κόκκινα Φανάρια», «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο») ήταν υποψήφιες για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Εκτός από τους δραματικούς ρόλους της, η Μαίρη Χρονοπούλου, ξεχώρισε με την παρουσία της σε τρία μιούζικαλ του μετρ του είδους Γιάννη Δαλιανίδη: «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» (1967), όπου ερμήνευσε το τραγούδι «Έκλαψα χτες», «Μια Κυρία στα Μπουζούκια» (1968), όπου τραγούδησε τις μεγάλες επιτυχίες «Είμαι Γυναίκα του Γλεντιού» και «Του Αγοριού Απέναντι», και «Γοργόνες και Μάγκες» (1968).
Η Μαίρη Χρονοπούλου ήταν από τις λίγες σταρ της λεγομένης «Χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου», που πήρε μέρος και σε σινεφίλ παραγωγές. Έπαιξε στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Κυνηγοί» (1977) και «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), ενώ το 1987 κέρδισε το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην ταινία του Κώστα Βρεττάκου «Τα Παιδιά της Χελιδόνας, όπου υποδυόταν μία ηλικιωμένη αντάρτισσα. Την ίδια εποχή φωτογραφήθηκε και για το Playboy. Η ίδια έλεγε πως το να παίζει μία γυναίκα μεγάλης ηλικίας και ταυτόχρονα να κάνει τολμηρή φωτογράφηση ήταν ένα αρκετά ριψοκίνδυνο εγχείρημα, που θα πρέπει να γραφτεί στο βιβλίο Γκίνες.
Στο θέατρο, δοκιμάστηκε σχεδόν όλα τα είδη και το 1972 συγκρότησε τον δικό της θίασο με τον οποίο ανέβασε τα έργα: «Τι Ώρα θα γυρίσεις Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και «Ένα Καυτό Κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη. Παράλληλα,πρωταγωνίστησε και σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές.
Στις 16 Ιουνίου 2021, η Μαίρη Χρονοπούλου τιμήθηκε με το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στην Τελετή Απονομής των Βραβείων ΙΡΙΣ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το βραβείο της το απένειμε ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, Σπύρος Μπιμπίλας, μαζί με τον πρόεδρο της Ακαδημίας, Γιώργο Τσεμπερόπουλο, που μίλησε για τη «ρώμη της παρουσίας της, η οποία σφράγισε μια σειρά κινηματογραφικών ειδών».
Οι έρωτες της ζωής της Μαίρης Χρονοπούλου
Από την προσωπική της ζωή δεν έλειψαν οι θυελλώδεις δεσμοί. Πρώτος έρωτας της ο Μίμης Πλέσσας, τραγούδια του οποίου ερμήνευσε με τεράστια επιτυχία, τον οποίο γνώρισε, όταν ήταν 16 ετών.
«Τον ερωτεύτηκα βιαίως. Αυτός ήταν 20, μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική με το master της χημείας, θεός για μένα. Μισώ τον αθλητισμό αλλά πήγα για μπάσκετ αφού η αδελφή του Μίμη ήταν η αρχηγός της ομάδας. Το έχουμε αποκαλύψει τόσες φορές που όλες του οι σύζυγοι λένε «για όνομα του θεού βαρεθήκαμε να το ακούμε». Είχα πάει και στον πρώτο του γάμο, φόρεσα μαύρο ταγέρ και γόβες και πήγα», είχε εξομολογηθεί η ίδια σε συνέντευξή της.
Αργότερα είχε σχέση με τον Κώστα Πρέκα, αλλά και τον Αντρέα Μπάρκουλη, με τον οποίο υπήρξε αρραβωνιασμένη για τρία χρόνια. Η σχέση τους υπήρξε έντονη και μάλιστα ο ίδιος είχε αποκαλύψει στη βιογραφία του πως τη χτυπούσε, γεγονός που την έκανε τελικά να φύγει από το σπίτι.
Για τη σχέση της με τους άντρες, η Μαίρη Χρονοπούλου, που όπως υποστήριζε δεν υπήρξε ποτέ «μία γυναίκα του γλεντιού, αλλά μία απλή άστη», είχε πει: «Οι άνδρες αντιδρούσαν άσχημα απέναντί μου. Δεν το συγχωρούν οι μάγκες εύκολα το να είσαι σε ένα επάγγελμα προβολής. Εγώ κανονική γυναίκα ήμουνα, αλλά δεν το καταλάβαιναν. Όταν η γυναίκα είναι πιο προβεβλημένη από έναν άντρα το πληρώνει. Με ζήλευαν πολύ, λες και ήμουν η Λουκρητία Βοργία, ενώ ήμουν απόλυτα πίστη. Έφαγα πολλά χρόνια με κάθε άντρα και μου έχουν επισυνάψει 500 σχέσεις, που δεν υπήρξαν. Έμεινα 7 χρόνια μόνη μου, από τα 35 μέχρι τα 42, εποχή που ήμουν στα ντουζένια μου. Είχα πάθει σοκ από προηγούμενη σχέση και δεν ήθελα να συνυπάρχω με κανέναν. Δεν άντεχα στην ιδέα ότι θα με ακουμπήσει έστω και στα ακροδάχτυλα μου ένας άντρας».
Παντρεύτηκε μόνο μία φορά τον Αύγουστο του 1975, τον τότε δήμαρχο Σπάτων και αργότερα βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Δήμο Μπότσαρη. Η τελετή έγινε στη Μητρόπολη και είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορούσε να προσεγγίσει την εκκλησία. Χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας για να φτάσει στον ναό με αρκετή καθυστέρηση και ένα σπασμένο παρμπρίζ από τους αμέτρητους θαυμαστές της, που ήθελαν να τη δουν από κοντά. Τρεις μέρες κράτησε αυτός ο δυστυχισμένος γάμος, όπως έλεγε η ίδια, γεγονός που την οδήγησε να φύγει στη Θεσσαλονίκη, αναζητώντας δουλειά στο ΚΘΒΕ. Τελικά αυτός ο κύκλος έκλεισε μετά από δύο χρόνια με ένα βελούδινο διαζύγιο.
Ο τελευταίος μεγάλος έρωτας με τον Νίκο Σταγόπουλο
Ο τελευταίος σύντροφος της ζωής της ήταν ο Νίκος Σταγόπουλος, με τον οποίο γνωρίστηκαν στο θέατρο Πανελλήνιο. Μαζί μοιράστηκαν δέκα χρόνια κοινής συνύπαρξης και υπήρξαν ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια της δεκαετίας του ‘90 παρά τη διαφορά ηλικίας τους. Γι’ αυτό και μετά από τον χωρισμό τους, οι δυο τους παρέμειναν καλοί φίλοι.
Δεν έκανε παιδιά, γιατί όπως είχε εξομολογηθεί, δεν πίστευε πως κανείς από τους συντρόφους τους θα γινόταν καλός πατέρας. Δώρισε όμως όλη την περιουσία της, καθώς και το υπέροχο σπίτι της στην Παιανία, στο «Χαμόγελο του παιδιού».
Ένας από τους καλύτερους της φίλους ήταν ο Νίκος Κούρκουλος, με τον οποίο συμπορεύτηκαν για 52 ολόκληρα χρόνια τόσο στη ζωή όσο και στη δουλειά. Μάλιστα ήταν και κουμπάροι, καθώς έχει βαφτίσει τον γιο του, τον Άλκη.
Τον Αύγουστο του 1999 υπέστη ένα σοβαρό ατύχημα με το αυτοκίνητό της, που την έχει αναγκάσει να βρίσκεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αφού μπήκε στη διαδικασία πολλών χειρουργικών επεμβάσεων, κατάφερε να επανέλθει και δεν δίσταζε να μιλήσει με θάρρος για εκείνη τη δύσκολη περίοδο της ζωής της: «Έξι φορές πήγα να φύγω από τη ζωή. Μετά από το τροχαίο σταμάτησα το θέατρο, έκανα μία αποτυχημένη εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη. Μετά το ατύχημα με πήγαν στο νοσοκομείο με ανακοπή. Εννέα μήνες με κράταγαν σε μηχανήματα. Μετά κάηκα. Και πέρσι ήμουν σε σοβαρό κώμα. Δεν το πιστεύω πως συνήλθα. Πήγα πολλές φορές στο θάνατο και γύρισα. Ένας φίλος μου μου είπε ότι ο δημιουργός με άφησε να ζήσω για κάποιο λόγο… Δεν ξέρω ποιος είναι ακόμα το ψάχνω», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της.
Με δύναμη ψυχής,κατάφερε να αναρρώσει, έχασε τα κιλά που είχε πάρει όταν ήταν καθηλωμένη στην αναπηρική καρέκλα και επέστρεψε στην τηλεόραση, παίζοντας στον τελευταίο κύκλο της σειράς «Έτερος εγώ» του Σωτήρη Τσαφούλια.
Έκτοτε, άρχισε και πάλι να δίνει διάφορες συνεντεύξεις, ενώ παράλληλα μέσα από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Ιnstagram μοιραζόταν σπουδαία μαθήματα ζωής και αναμνήσεις από την πλούσια καριέρα της.