«Ευδοκία»: Η ιστορία πίσω από τη «σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών»
Τρεις ταινίες γύρισε σε όλη του τη ζωή ο σπουδαίος σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός, η μία εξ αυτών ήταν η «Ευδοκία» (1971), που έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως ένα εξαιρετικό δείγμα νεωτερικότητας και παράδοσης.
To ειδύλλιο μιας νεαρής πόρνης και ενός λοχία του στρατού, που ερωτεύονται κόντρα στα στερεότυπα, αλλά τελικά δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις της κοινωνίας και τις δικές τους και έτσι συντρίβονται, για την εποχή ήταν μια καινοτομία, που δοκίμαζε τα «χρηστά ήθη και έθιμα».
Εξαιτίας της Χούντας, ο Δαμιανός ήξερε πως θα είχε να αντιμετωπίσει τη λογοκρισία του καθεστώτος, και γι' αυτό επέλεξε να γυρίσει την ταινία στα αγγλικά, βάζοντας ως παραγωγό ένα Βρετανό φίλο του. Άλλωστε ο ίδιος με την οικογένειά του είχε ζήσει έναν χρόνο στο Λονδίνο. «Η πόρνη και ο στρατιώτης» θα ήταν αρχικά ο τίτλος, ο Έλληνας δημιουργός, όμως -που ήδη είχε συγκεντρώσει την προσοχή των Γάλλων κριτικών με την πρώτη του ταινία, το «Μέχρι το πλοίο»-, προτίμησε τελικά το όνομα της κεντρικής ηρωίδας του, που ήταν και το όνομα της μητέρας του.
Αν και η υπόθεση εκτυλίσσεται κάπου στη Βόρειο Ελλάδα, ο Δαμιανός επέλεξε να γυρίσει το μεγαλύτερο μέρος της στην Αττική: σε φτωχικές γειτονιές, σε δρόμους χωμάτινους, που αποτύπωναν με ρεαλισμό την εικόνα μιας Ελλάδας, που οι συνταγματάρχες δεν ήθελαν να φαίνεται. Όμως τελικά κατάφερε να πάρει την άδεια για τα γυρίσματα, μερικά εκ των οποίων έγιναν μέσα σε πραγματικά στρατόπεδα. Ο λόγος ήταν πως για πρωταγωνιστή είχε επιλέξει έναν ερασιτέχνη, τον Γιώργο Κουτούζη, ο οποίος ταίριαζε στην εικόνα των αξιωματικών.
Το εντυπωσιακό είναι ότι για τους κεντρικούς ρόλους ο Δαμιανός δεν επέλεξε επαγγελματίες ηθοποιούς, αλλά δυο νέα παιδιά, που δεν είχαν καμία σχέση με την υποκριτικής. Πρώτα, βρήκε τυχαία σε ένα καφενείο τον Κουτούζη. Εκείνη τη μέρα ο νεαρός είχε μπλέξει σε έναν καβγά με το αφεντικό από την οικοδομή όπου δούλευε και ήρθαν σχεδόν στα χέρια. Ένα περιστατικό που κανείς δεν θα θυμόταν μετά από χρόνια, αν εκείνη τη στιγμή δεν βρισκόταν εκεί ο μεγάλος σκηνοθέτης. Θεωρώντας ότι βρήκε το πρόσωπο, που θα μπορούσε ενσαρκώσει τον λοχία του, του έκανε την πρόταση.
Ο Κουτούζης δεν είχε όνειρο να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο, όμως πείστηκε από το όραμα του Δαμιανού και καθώς είχε μείνει άνεργος, είπε το «ναι». Το μεγάλο πρόβλημα όμως ήταν η κοπέλα που θα έπαιζε την Ευδοκία. Ο Δαμιανός είχε συναντήσει πολλές ηθοποιούς για τον ρόλο, αλλά καμία δεν του έκανε. Μέχρι που η γυναίκα του, η Άρτεμις, ανακάλυψε τυχαία στο Λονδίνο μια Κύπρια κοπέλα με ιδιαίτερη αύρα. Μόλις την είδε, ήξερε ότι είχε βρει αυτό που ζητούσε ο άνδρας της.
Μέλος μιας πολύτεκνης και όχι ευκατάστατης οικογένειας, η μεγαλωμένη στο Λονδίνο Μαρία Βασιλείου ήρθε στην Ελλάδα και μαζί με τον συμπρωταγωνιστή της έμεινε στο σπίτι της οικογένειας Δαμιανού. Εκεί και οι δυο προετοιμάζονταν σκληρά για τους ρόλους τους. Εκείνη την περίοδο τους απαγορευόταν να βλέπουν ταινίες για να μείνουν απερίσπαστοι και γενικώς ζούσαν σαν εσώκλειστοι. Ο Κουτούζης, που αργότερα δούλεψε ως ναυτικός και εργάτης στα ναυπηγεία, νοσταλγούσε πάντα εκείνα τα χρόνια, ενώ για την συμπρωταγωνίστριά του είχε πει σε συνέντευξή του στη Lifo πως: «Ήταν ένα γελαστό παιδί, μέσα στη ζωντάνια, με μεσογειακό ταπεραμέντο και εμφάνιση, αλλά και με συνήθειες αγγλικές. Ένα περίεργο κράμα, που της έδινε γοητεία».
Πραγματικά, αυτή η παράξενη κοπέλα, που ακτινοβολούσε ερωτισμό χωρίς να χάνει την αθωότητά της, με τη δυναμική της ερμηνεία αποθέωσε την ταινία, φτιάχνοντας μια αντισυμβατική για την εποχή της ηρωίδα, που ακόμα και σήμερα θα μπορούσε να θεωρηθεί πρότυπο γυναικείας χειραφέτησης. Βέβαια λόγω της κυπριακής της προφοράς, ο Δαμιανός αποφάσισε να ντουμπλάρει τη φωνή της. Έτσι ενώ το σώμα και το πρόσωπο της Ευδοκίας ανήκει σε εκείνη, τα λόγια της τα λέει η Ελένη Ροδά.
Το περίεργο είναι πώς αν και η ερμηνεία της Βασιλείου απέσπασε διθυραμβικά σχόλια, η ίδια κυριολεκτικά εξαφανίστηκε. Συμμετείχε αργότερα σε δυο ταινίες του Ομήρου Ευστρατιάδη, ενώ έκανε και ένα πέρασμα από τον «Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όμως έκτοτε ποτέ κανείς δεν την ξαναείδε. Οι φήμες άρχισαν να οργιάζουν. Κάποιοι είπαν πως πέθανε σε τροχαίο ατύχημα στην Αγγλία, πράγμα που όπως αποδείχτηκε, δεν ευσταθούσε. Η πραγματικότητα ήταν ότι η Βασιλείου όντως επέστρεψε στο Λονδίνο, όπου και παντρεύτηκε. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή της, πέρα από το γεγονός ότι τελικά πέθανε από καρκίνο το 1989.
Το ζεϊμπέκικο
Αν κάποιος δεν έχει την ταινία, σίγουρα θα έχει ακούσει το τρομερό ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος ειδικά για τη σκηνή που ο λοχίας-Κουτούζης χορεύει . Όταν έγινε το γύρισμα σε μια ταβέρνα στην κάτω Κηφισιά, το κομμάτι δεν είχε γραφτεί ακόμα. Έτσι ο Κουτούζης χόρεψε, αν και δεν ήξερε ζεϊμπέκικο, την «Άτακτη» του Μάρκου Βαμβακάρη. Αργότερα, ο Δαμιανός γνώρισε τον Λοΐζο μέσω ενός κοινού τους φίλου, που του τον πρότεινε επειδή ήταν νέος σύνθετης και δεν θα του έπαιρνε πολλά λεφτά. Ο Λοΐζος λοιπόν έγραψε το κομμάτι, βλέποντας τη σκηνή ήδη γυρισμένη.
Στην ηχογράφηση, ζήτησε από τον Θανάση Πολυκανδριώτη που θα έπαιζε τα όργανα να το ερμηνεύσει με τζουρά, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Κι όμως αυτή η επιλογή αποδείχτηκε καθοριστική. Στη συνέχεια, πρότεινε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο να γράψει στίχους, εκείνος όμως του είπε ότι δεν χρειάζεται, γιατί το κομμάτι αυτό είναι ύμνος από μόνο του. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ένα από τα πιο θρυλικά ζεϊμπέκικα της ελληνικής μουσικής και το μοναδικό ορχηστρικό του Λοΐζου.
Η ερωτική σκηνή
Η «Ευδοκία» είναι μια ελεγεία των παθιασμένων και καταραμένων ερώτων, κι όμως δεν υπάρχει καμία ερωτική σκηνή, εκτός από ένα πλάνο, όπου το ζευγάρι ξυπνάει γυμνό μετά από τη γαμήλια νύχτα. Μάλιστα, ο Κουτούζης έχει εξομολογηθεί πως σε αντίθεση με τη Βασιλείου που δεν είχε θέμα, εκείνος ζορίστηκε στο γύρισμα. Ο βασικός λόγος πως στο σετ βρισκόταν η γυναίκα του Δαμιανού, την οποία είχε σε μεγάλη υπόληψη.
Αν και ο Δαμιανός είχε καταφέρει να πάρει την άδεια από το καθεστώς για τα γυρίσματα, και παρόλο η Βασιλείου που κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μετά από την προβολή η ταινία απαγορεύτηκε και ο σκηνοθέτης φυλακίστηκε για έξι μήνες για «προσβολή των αξιών του ελληνικού στρατού».
Η «Ευδοκία» σήμερα έχει δικαιωθεί –μάλιστα το 1985 η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, την ανακήρυξε τη σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών- αλλά δεν συνέβη το ίδιο και στην εποχή της. Οι κριτικές ήταν χλιαρές, όταν τελικά κατάφερε να παιχτεί στις σκοτεινές αίθουσες. Ήταν η ελληνική διανόηση που αναγνώρισε την αξία της και την καλωσόρισε ως πρόδρομο του «κοινωνικού ρεαλισμού», δίνοντάς της μια θέση στην αθανασία.
Θα περνούσαν όμως είκοσι χρόνια, μέχρι ο Δαμιανός να αποφασίσει να γυρίσει την τρίτη και τελευταία ταινία της ζωής του, τον «Ηνίοχο».