Η συγκλονιστική ανάρτηση του Αύγουστου Κορτώ: Τέτοιον καιρό πριν εφτά χρόνια, το σώμα μου, σήκωσε μπαϊράκι
Με μια ανάρτηση γροθιά στο στομάχι ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ, μοιράζεται με τους διαδικτυακούς του φίλους τη στιγμή που ο ίδιος έφτασε πολύ κοντά στον θάνατο.
Έχοντας αναπτύξει ο οργανισμός του ένα αυτοάνοσο νόσημα, ο επιδραστικός συγγραφέας έφτασε σχεδόν στο χείλος του γκρεμού, καθώς όπως αναφέρει στην ανάρτησή του «Τη στιγμή της εισαγωγής μου, τα αιμοπετάλια είχαν σχεδόν αφανιστεί: 2.000 ανά κυβικό χιλιοστό αίματος, με φυσιολογικές τιμές μεταξύ 150 και 400 χιλιάδες». Ο Αύγουστος Κορτώ κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του εκείνη τη νύχτα, παίρνοντας ένα πολύ δυνατό μάθημα ζωής: «Μ' όλη μου την καρδιά, εύχομαι και παρακαλώ να σφίξουν τα δόντια και να μείνουν σπίτι, να αντέξουν λίγο ακόμα (γιατί δυο και τρεις μήνες μες σε ολόκληρη ζωή, είναι λίγο). Κι αν η φωνή εντός τους επιμένει, εύχομαι να σκεφτούν - και ποτέ να μη ζήσουν - την αγωνία του νοσοκομείου μες στη νύχτα, τη σκοτεινή πόρτα που στέκει πάντα μισάνοιχτη. Να θυμηθούν, και να ευλογήσουν, με τον ακριβό χτύπο της καρδιάς τους, τη ζωή, τη ζωή, τη ζωή».
Διαβάστε την ανάρτηση του Αύγουστου Κορτώ
Τέτοιον καιρό πριν εφτά χρόνια, το σώμα μου, εν αγνοία μου, σήκωσε μπαϊράκι: άρχισε να καταστρέφει συστηματικά τα ίδια του τα αιμοπετάλια, σαν να ήταν ο θανάσιμος εχθρός του.
Αυτόματοι μώλωπες, ουλορραγία: τα τριχοειδή είχαν αρχίσει να σπάζουν, κι η θρομβοποίηση εξασθενούσε ολοένα.
Ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα είναι το όνομα της νόσου - ένα απ' τα πολλά αυτοάνοσα. Το είχα ψυλλιαστεί (να 'ναι καλά η ιατρική), αλλά όταν έφτασα στο Γεννηματάς, μες στη νύχτα, οι μελανιές εμφανίζονταν η μια μετά την άλλη, σε δευτερόλεπτα, σαν ειδικό εφέ. Τη στιγμή της εισαγωγής μου, τα αιμοπετάλια είχαν σχεδόν αφανιστεί: 2.000 ανά κυβικό χιλιοστό αίματος, με φυσιολογικές τιμές μεταξύ 150 και 400 χιλιάδες.
Για μερικά λεπτά, προτού πιάσει η πρώτη ενέσιμη κορτιζόνη, βρέθηκα στα πρόθυρα του θανάτου - στο χαλάκι της εξώπορτας. Ανά πάσα στιγμή, ένα απ' τα λεπτεπίλεπτα, πολύτιμα αγγεία του εγκεφάλου μου θα μπορούσε να σκάσει σαν μπαλόνι - κι όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ποτέ ως εκείνη τη στιγμή, και τον πανικό της, δεν είχα αντιληφθεί τι ασύλληπτο θαύμα ήταν ο αδιάκοπος χτύπος της καρδιάς μου, η σιωπηλή βιομηχανία του αίματός μου, το περίτεχνο, ασύγκριτο φαινόμενο της ζωής. Και δεν ήμουν διατεθειμένος να το χάσω - παρ' όλο που εφημερεύοντες γιατροί και νοσηλευτές είχαν πέσει πάνω μου χωρίς να χαθεί δευτερόλεπτο, εγώ τους παρότρυνα κι άλλο "Γρήγορα! Γρήγορα! Την κορτιζόνη!" Να προφτάσουμε - να ξεγελάσουμε - το τέλος, κι η απαίσια πόρτα να κλείσει.
Και γιατί μου 'ρχονται τώρα όλα αυτά;
Γιατί σήμερα η μέρα είναι υπέροχη, ηλιόλουστη, ονειρεμένη. Γιατί, όπως όλοι, έχω πήξει μες στο σπίτι, κι η καλοκαιριάτικη αύρα με τραβάει σαν πετονιά, με το αγκίστρι της άδειας πόλης σκαλωμένο στη σάρκα. Γιατί ένα κομμάτι μου μου λέει να στείλω 6 και να βγω τάχα για περίπατο, και να πάω όσο μακριά αντέχουν τα πόδια μου, ιδίως έτσι και δω κάπου μαζεμένο κόσμο. Γιατί είναι στη φύση του ανθρώπου να ανταμώνει, γιατί η ερημιά μας φοβίζει, μας πλακώνει, μας απωθεί ενστικτωδώς. Γιατί, κατά βάθος, κανείς δεν πιστεύει στ' αλήθεια - ούτε καν την τελευταία στιγμή - πως θα πεθάνει. "Κάτι θα γίνει, και θα 'μαι ο πρώτος που θα τη γλιτώσω".
Όμως κανείς δεν γλιτώνει απ' τη φθορά του σώματος. Και μεθαύριο ξημερώνει Μεγαλοβδόμαδο, κι είναι αμέτρητοι οι άνθρωποι που θα νιώσουν ό,τι νιώθω εγώ αυτή τη στιγμή: τη λαχτάρα για κόσμο, χαρούμενες φωνές, πρόσωπα που μοιράζονται μια γιορτή που συνδυάζει τον θάνατο και την συντριβή, την πανωλεθρία του θανάτου.
Μ' όλη μου την καρδιά, εύχομαι και παρακαλώ να σφίξουν τα δόντια και να μείνουν σπίτι, να αντέξουν λίγο ακόμα (γιατί δυο και τρεις μήνες μες σε ολόκληρη ζωή, είναι λίγο). Κι αν η φωνή εντός τους επιμένει, εύχομαι να σκεφτούν - και ποτέ να μη ζήσουν - την αγωνία του νοσοκομείου μες στη νύχτα, τη σκοτεινή πόρτα που στέκει πάντα μισάνοιχτη. Να θυμηθούν, και να ευλογήσουν, με τον ακριβό χτύπο της καρδιάς τους, τη ζωή, τη ζωή, τη ζωή.