Αλέν Ντελόν- Ρόμι Σνάιντερ: Το χρονικό ενός μεγάλου έρωτα
Ο Πάολο Μπαλντίνι, κριτικός κινηματογράφου της «Corriere della Sera», αναρωτιόταν αν υπήρχε πιο ρομαντική ιστορία αγάπης από εκείνη του Αλέν Ντελόν με τη Ρόμι Σνάιντερ. Και παρόλο που ο χωρισμός τους ήταν οδυνηρός, η μετέπειτα φιλίας τους, αλλά και ο τρόπος που ο Γάλλος ζεν πρεμιέ την αποχαιρέτησε, όταν εκείνη έφυγε από τη ζωή, δείχνουν ότι μάλλον είχε δίκιο.
Ο Αλέν Ντελόν θα αποκάλυπτε χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του πως μετάνιωσε που δεν την παντρεύτηκε, πως ο χαμός της τον διέλυσε και γι’ αυτό το λόγο πια δεν μπορούσε να ξαναδεί την «Πισίνα», την ταινία που συμπρωταγωνίστησαν χρόνια μετά από το τέλος της σχέση τους.
Όταν η Ρόμι Σνάιντερ συνάντησε τον Αλέν Ντελόν
Το 1958 η Ρόμι Σνάιντερ ήταν δεκαεννέα χρόνων, αλλά είχε ήδη πρωταγωνιστήσει στην επιτυχημένη τριλογία «Σίσσυ η θλιμμένη αυτοκράτειρα» και θεωρούταν μια από τις μεγαλύτερες σταρ της εποχής της. Έτσι, όταν της προτάθηκε να παίξει στην ταινία «Χριστίνα» του Πιερ Γκασπάρ-Ουί, κλήθηκε να επιλέξειτον συμπρωταγωνιστή της. Εκείνη είδε πολλές φωτογραφίες νέων ηθοποιών και διάλεξε, χωρίς να τον έχει γνωρίσει, έναν άγνωστο 23χρονο Γάλλο, τον Αλέν Ντελόν, που τη μαγνητίζει με το βλέμμα του.
Κόρη διάσημων Γερμανο-Αυστριακών ηθοποιών από πολύ πλούσια αστική οικογένεια εκείνη, ένας τυχοδιώκτης «αλήτης» αυτός, δεν μοιάζουν σε τίποτα. Η πρώτη τους συνάντηση ήταν καταστροφική. Ο Ντελόν τη βρίσκει «εμετική και άχρωμη», μια «παραφουσκωμένη Γερμανίδα χήνα», ενώ η Σνάιντερ θεωρεί πως «παραείναι ωραίος, παραείναι νέος, παραείναι καλοχτενισμένος , ντυμένος σαν τζέντλεμαν, με γραβάτα και κοστούμι, υπερβολικά της μόδας». Εκείνος βέβαια, προσπαθώντας να κερδίσει τη συμπάθειά της, την υποδέχεται στο Ορλί με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, που εκείνη βρίσκει υπερβολικά κόκκινα. Θα δειπνήσουν μαζί, αλλά καθώς ο Ντελόν δεν είχε χρήματα, θα του κάνει εκείνη το τραπέζι.
Ο Ντελόν με το δύσκολο παρελθόν- μεγάλωσε σε θετή οικογένεια, και μετά σε ένα σχολείο Καθολικών μοναχών, υπηρέτησε στον στρατό, αλλά στάλθηκε στην Ινδοκίνα λόγω της κακής του διαγωγής, δούλεψε ως βοηθός αλλαντοποιού, σερβιτόρος και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς για να επιβιώσει- δεν φημιζόταν για τους καλούς του τρόπους. Η Σνάιντερ από την άλλη δεν άντεχε τη συμπεριφορά του, το γεγονός ότι αργούσε στα γυρίσματα και ότι μιλούσε πολύ γρήγορα. Οι εντάσεις μεταξύ τους ήταν συχνές κι όλοι πίστευαν πως αυτή θα ήταν η τελευταία τους συνεργασία.
Όμως η γοητεία του Ντελόν ήταν τέτοια, που ακόμα και η αυστηρή Σνάιντερ δεν κατάφερε να της αντισταθεί. Οι κόντρες τους γρήγορα έφεραν το πάθος κι ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε, που έκανε τον Τύπο της εποχής να παραληρεί. Τα δημοσιεύματα μιλούσαν τότε «για την αρπαγή της αυτοκράτειρας από τον αχρείο Γάλλο ζεν πρεμιέ». Η φήμη και η αξία της Σνάιντερ, που ήταν από τις πιο ακριβοπληρωμένες ηθοποιούς, πέφτουν κατακόρυφα.
Όταν η ταινία τελειώνει,τη συνοδεύει στο αεροδρόμιο και εκείνη τον αποχαιρετά με κλάματα. Δυο μέρες όμως μετά συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να είναι μακριά του, της λείπει τόσο πολύ, που φέυγει για το Παρίσι να τον βρει.
Οι δυο τους όμως κυκλοφορούν στο Παρίσι, αδιαφορώντας για τον κόσμο. Εκείνη δεν μιλά καθόλου γαλλικά, εκείνος δεν γνωρίζει γερμανικά. Η μόνη φράση που ξέρει είναι το «Ich liebe dich» (αγαπώ), που όπως θα γράψει η Σνάιντερ στο ημερολόγιο της «την επαναλάμβανε συνέχεια, με κακή προφορά». Κατά τα αλλά, «τρέχει σαν τρελός με το πράσινο MG του, γράφοντας τα φανάρια στα παλιά του τα παπούτσια», όπως διηγείται η Σνάιντερ, που πλέον έχει πάψει να ενοχλείται από τους κακούς τρόπους του και αφήνεται να παρασυρθεί από τα συναισθήματά της.
Το Μάρτιο του 1959 αποφασίζουν να αρραβωνιαστούν. Εκείνος τη φωνάζει «ma puppette» (κουκλίτσα μου), ενώ εκείνη τον αποκαλεί «grandpa» (πάππου), γιατί ήταν λίγο μεγαλύτερος της. Ο Ντελόν μέχρι τότε είχε σχέσεις μόνο με μεγαλύτερες γυναίκες, η Σνάιντερ ήταν ο πρώτος του νεανικός έρωτας.
«Ήταν πολύ ωραίο και αγνό. H Ρόμι είχε την ηλικία μου. Ως τότε, οι γυναίκες που αγαπούσα ήταν μεγαλύτερες μου κατά δέκα χρόνια. Αυτή τη φορά δεν ήταν μία από τα ίδια. Μπορώ να πω ότι ήταν ο πρώτος μεγάλος μου έρωτας: ο έρωτας των είκοσι χρόνων είναι κάτι που δεν ξεχνιέται. Μετά, δεν είναι ποτέ το ίδιο», θα εξομολογούταν πολλά χρόνια μετά ο Γάλλος σταρ, ενώ εκείνη δεν φοβόταν να παραδεχτεί πως « ο Ντελόν ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής της».
Μέσω του Ντελόν μάλιστα γνώρισε τον Λουκίνο Βισκόντι, που ξετρελαίνεται μαζί της. Με εκείνον αφήνει πίσω της τις εμπορικές ταινίες και περνά στο ποιοτικό σινεμά και το θέατρο. Ο νέος γαλλικός κινηματογράφος όμως την τρομάζει και αρχίζει να ανησυχεί για την καριέρα της. Ταυτόχρονα, ο Ντελόν έχει γίνει δημοφιλής, οι γυναίκες πέφτουν στα πόδια του κι εκείνος, παρόλο που την αγαπάει, συχνά υποκύπτει στους πειρασμούς.
Οι διαφορές τους ξαναβγαίνουν στο προσκήνιο και οι καβγάδες τους γίνονται έντονοι.
«Δεν πίστευα ποτέ ότι η ζωή μου θα έπαιρνε αυτή την αισθηματική τροπή μαζί της. Δεν επρόκειτο για τον μεγάλο έρωτα, αλλά για τον πρώτο, τον έρωτα των 20 χρόνων, τον έρωτα της νεότητας. Ήμασταν πολύ διαφορετικοί. Είχα εντός μου πράγματα ,που δεν έβλεπε κανείς. Είχα το παρελθόν μου, της Ινδοκίνας, τη δύσκολη παιδική μου ηλικία, αλλά αυτό δεν φαινόταν στο πρόσωπό μου. Εκείνη ήταν μια Ευρωπαία σταρ, αλλά εσωτερικά ήταν ένα παιδί. Υπήρχε μια χτυπητή αντίθεση μεταξύ μας», θα δήλωνε ο Ντελόν για τη σχέση τους, συμπληρώνοντας:
Δεν επρόκειτο για τον μεγάλο έρωτα, αλλά για τον πρώτο, τον έρωτα των 20 χρόνων, τον έρωτα της νεότητας. Ήμασταν πολύ διαφορετικοί. Είχα εντός μου πράγματα ,που δεν έβλεπε κανείς. Είχα το παρελθόν μου, της Ινδοκίνας, τη δύσκολη παιδική μου ηλικία, αλλά αυτό δεν φαινόταν στο πρόσωπό μου. Εκείνη ήταν μια Ευρωπαία σταρ, αλλά εσωτερικά ήταν ένα παιδί. Υπήρχε μια χτυπητή αντίθεση μεταξύ μας», θα δήλωνε ο Ντελόν για τη σχέση τους, συμπληρώνοντας:
«Η Ρόμι προερχόταν από μια κοινωνική τάξη, που μισώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Δεν ήταν βέβαια δικό της σφάλμα. Μέσα σε πέντε χρόνια δεν κατάφερα να απαλείψω τίποτα απ’ όλα αυτά που της είχαν εντυπωθεί τα 20 χρόνια της προηγούμενης ζωής της. Στην ουσία, ζούσα με δυο γυναίκες. Με την μία ήμουν τρελά ερωτευμένος. Τη δεύτερη, την απεχθανόμουν το ίδιο έντονα».
Το 1962 ο Ντελόν διατηρούσε ερωτική σχέση με τη μούσα του Άντι Γουόρχολ, Nico. Το καλοκαίρι της ίδιας χρόνιας, εκείνη έφερε στον κόσμο ένα αγόρι, τον Κριστιάν. Ο ηθοποιός όμως αρνείται την πατρότητα και δεν αναγνωρίζει το αγόρι, που τελικά υιοθετήθηκε από τη μητέρα του η Εντίθ και τον δεύτερο σύζυγό της Πολ Μπουλόν, από όπου πήρε και το επίθετό του. Η Σναίντερ υποφέρει από την προδοσία, αλλά κάνει υπομονή.
Το 1963 ήταν όμως η χρόνια που δόθηκε το τελειωτικό χτύπημα στη σχέση τους. Ο Ντελόν παίζει στην ταινία η «Μαύρη Τουλίπα», όπου γνωρίζεται με την εξωτική καλλονή Ναταλί Μπαρτελεμί. Η Ναταλί του μοιάζει: είναι κι αυτή ατίθαση, μια φωτιά, που έμελλε να τον κάψει. Η Σνάιντερ μαθαίνει από τα Μέσα για το ειδύλλιο. «Είδα σε όλες τις εφημερίδες την ίδια φωτογραφία, ο Αλέν, καθισμένος στην πτυσσόμενη πολυθρόνα με το όνομά του, με μια κοπέλα καθισμένη στα γόνατά του, την, μέλλουσα κυρία Ντελόν», θα αφηγούταν αργότερα.
Ο Ντελόν με ένα σημείωμα την εγκαταλείπει. «Λυπάμαι. Ξέρω πως θα σε έκανα δυστυχισμένη. Αναχωρώ για το Μεξικό με τη Ναταλί. Σου εύχομαι κάθε καλό», της έγραψε, ωστόσο δεν κατάφερε να συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό του.
«Δεν μου μίλησε ποτέ για εκείνη. Αλλά μερικές φορές διέκρινα ένα ίχνος θλίψης στα μάτια του και ήξερα ότι ήταν για τη Ρόμι», είχε αναφέρει σχετικά η Ναταλί μετά από τον θάνατο της Σνάιντερ και το τέλος του γάμου της με τον Ντελόν.
Λίγες μέρες μετά από την εξαφάνισή του, η Σνάιντερ έλαβε ακόμα ένα γράμμα: «Διάφοροι λόγοι με ανάγκασαν να σου πω “αντίο”. Ζήσαμε τον γάμο μας, πριν καν παντρευτούμε. Σου δίνω πίσω την ελευθερία σου ,αφήνοντας σε σένα την καρδιά μου». Εκείνη, διαλυμένη για να ξεπεράσει τον χωρισμό τους, παντρεύεται τον Γερμανό σκηνοθέτη Χάρι Μέγιεν το 1966 και κάνει μαζί του έναν γιο.
Ο Ντελόν παντρεύεται τη Νάταλι και αποκτούν επίσης έναν γιό, τον ηθοποιό Άντονι Ντελόν. Μετά από χρόνια, αφού η Σνάιντερ έχει πλέον χωρίσει από τον Μέγιερ και έχει ξαναπαντρευτεί τον Ντάνιελ Μπιασίνι, με τον οποίο θα αποκτήσει μια κόρη τη Σάρα Μαγκνταλένα, θα ξανασυναντηθεί με τον παλιό της έρωτα και θα γίνουν φίλοι.
Το 1969 ο Αλέν Ντελόν την επιλέγει αυτός ως συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία «Η πισίνα». Το κινηματογραφικό τους φιλί θα μείνει στην Ιστορία του κινηματογράφου ως ένα από τα πιο καυτά όλων των εποχών. Οι φήμες ότι έχουν ξανασμίξει δίνουν και παίρνουν, η Σνάιντερ όμως σπεύδει να δώσει τέλος σε όλα αυτά, δηλώνοντας: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο κρύο από μια νεκρή αγάπη».
Το 1972 θα συμπρωταγωνιστήσουν για ακόμα μια φορά στη «Δολοφονία του Τρότσκι». Την ίδια περίοδο η μοίρα επιφυλάσσει στη Σνάιντερ ένα τρομακτικό χτύπημα: ο δεκατετράχρονος γιος της σκοτώνεται σε ένα φρικτό ατύχημα, παίζοντας στον κήπο του σπιτιού της. Ο Ντελόν τής συμπαραστέκεται όσο κανείς άλλος και αναλαμβάνει τα πάντα, ακόμη και να οργανώσει την κηδεία, καθώς εκείνη έχει καταρρεύσει.
«Ο πιο σημαντικός άντρας στη ζωή μου παραμένει ο Ντελόν. Είναι πάντα έτοιμος να μου κρατήσει το χέρι. Θα ερχόταν να με βοηθήσει ανά πάσα στιγμή. Ο Αλέν δεν με εγκατέλειψε ποτέ, ούτε σήμερα ούτε χθες», θα γράψει η ίδια αργότερα.
Ο κατήφορος όμως για τη Σνάιντερ είχε αρχίσει. Βυθισμένη στη θλίψη για την απώλεια του παιδιού της, βρίσκει παρηγοριά στο αλκοόλ και στα χάπια. Λίγα χρόνια αργότερα το 1982 θα φύγει από τη ζωή σε ηλικία 44 ετών. Ο Ντελόν φροντίζει να ταφεί δίπλα στον γιο της.
Την αποχαιρετά με ένα σπαρακτικό γράμμα στο «Paris Match»: «Σε βλέπω να κοιμάσαι. Είμαι μαζί σου, δίπλα στο κρεβάτι σου. Φοράς ένα μακρύ μαύρο φόρεμα με ένα κόκκινο κέντημα στο μπούστο. Αυτά είναι λουλούδια, νομίζω, αλλά δεν τα κοιτάζω. Θα πω αντίο, το μεγαλύτερο αντίο, Puppelé μου. Έτσι σε φώναζα. Στα γερμανικά σημαίνει “μικρή κούκλα”. Δεν κοιτάζω τα λουλούδια, αλλά το πρόσωπό σου και νομίζω ότι είσαι όμορφη, και ενδέχεται να μην υπήρξες ποτέ τόσο όμορφη. Νομίζω επίσης ότι αυτή είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου –και στη δική σου– σε βλέπω ήρεμη και ανακουφισμένη. Είσαι τόσο ήσυχη, είσαι τόσο ωραία, πόσο όμορφη είσαι. Σαν ένα χέρι να διέγραψε απαλά από το πρόσωπό σου όλες τις εντάσεις, όλα τα άγχη της ατυχίας. Σε παρακολουθώ να κοιμάσαι. Μου λένε ότι είσαι νεκρή. Σκέφτομαι εσένα, εμένα, εμάς […] Ήρθες από τη Βιέννη και σε περίμενα, στο Παρίσι, με ένα μπουκέτο λουλούδια, που δεν ήξερα πώς να κρατήσω […] Και τότε σε ερωτεύτηκα παράφορα. Και με ερωτεύτηκες και εσύ. Θεέ μου, ήμασταν νέοι, όπως ήμασταν και ευτυχισμένοι […] Μετά η ζωή… η ζωή μας, που δεν είναι δουλειά κανενός, μας χώρισε […] “Puppelé” μου, σε κοιτάζω ξανά και ξανά. Θέλω να σε καταβροχθίσω με τα μάτια μου και να σου λέω ξανά και ξανά ότι ποτέ δεν ήσουν τόσο όμορφη και ήρεμη. Ξεκουράσου. Είμαι εδώ. Έμαθα λίγα γερμανικά μαζί σου. Ich liebe dich. Σε αγαπώ. Σε αγαπώ “Puppelé” μου», έγραψε, μεταξύ άλλων, απευθυνόμενος στη μεγάλη του αγάπη.
Το 2018, ο Αλέν Ντελόν πήγε προσωπικά στα γραφεία της εφημερίδας» Le Figaro» για να δημοσιεύσει ένα συγκινητικό μήνυμα: «Η Ρόζμαρι Αλμπαχ-Ρέτι, γνωστή ως Ρόμι Σνάιντερ, θα γινόταν 80 ετών σήμερα, Κυριακή 23η Σεπτεμβρίου. Όποιος την αγάπησε και εξακολουθεί να την αγαπά, ας εκφράσει μια σκέψη για αυτήν. Ευχαριστώ. Αλέν Ντελόν». Ίσως τώρα να την ξανασυναντήσει...