Η Μαρία ζει στην Ζυρίχη και αποκαλύπτει πώς είναι να μεγαλώνει τα παιδιά της εκτός Ελλάδας
Η Μαρία Σκιαδά ζει στη Ζυρίχη, μαζί με τον Ελβετό σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά. Η νοσταλγία για την πατρίδα είναι έντονη, είναι ένα συναίσθημα που δεν σβήνει ποτέ.
Η Μαρία επιθυμεί τα παιδιά να αισθάνονται ότι έχουν δύο πατρίδες, δύο πολιτισμούς από τους οποίους τροφοδοτούνται. Η Μαρία μας εξομολογείται πώς μεταλαμπαδεύει στα παιδιά της την αγάπη για την Ελλάδα. Και μας συγκινεί. Nα τι μοιράστηκε μαζί μας.
«Προσγειώθηκα στην Ελβετία το 2006. Πότε πέρασαν 15 χρόνια; Εδώ με έσπρωξε η δύναμη αυτή που σπρώχνει τους ανθρώπους να υπερβούν τον εαυτό τους και δικές τους κατηγορηματικές δηλώσεις του τύπου: «εγώ δεν πρόκειται να φύγω από την Ελλάδα ποτέ». Ο έρωτας, δηλαδή. Μαζί του και η περιέργεια. Ως καθηγήτρια της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας στην Ελλάδα, ήμουν περίεργη για τους όρους εκμάθησης και διδασκαλίας των Ελληνικών εκτός του περιβάλλοντος όπου η γλώσσα-στόχος ομιλείται φυσικά. Το αποτέλεσμα της μετάβασης αυτής ήταν ένα διδακτορικό στη Γλωσσοδιδακτική από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, η ίδρυση του Σχολείου Ελληνικού Πολιτισμού στη Ζυρίχη, όπου ενήλικες αλλόγλωσσοι διδάσκονται την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, ένας μικτός γάμος και δυο παιδιά, ένας γιος 13 χρόνων σήμερα και μία κόρη 11. Δύο Ελληνοελβετάκια.
Οι σχέσεις με τους ανθρώπους δεν είναι θέμα γεωγραφικής εγγύτητας
Στην αρχή φοβόμουν ότι η γεωγραφική απόσταση θα είχε ως επακόλουθο την συναισθηματική απόσταση των παιδιών από τους οικείους μου στην Ελλάδα. Με ανησυχούσε επίσης το γεγονός ότι τα παιδιά μου θα μεγάλωναν με διαφορετικές παραστάσεις και βιώματα από τα δικά μου. Δεν θα μπορούσαν έτσι να νιώσουν ή και να εξηγήσουν δικές μου σκέψεις, έγνοιες, πρότυπα και συμπεριφορές, ενώ το ελληνικό κομμάτι της ταυτότητάς τους θα παρέμενε ανίσχυρο και ελλιπές. Γρήγορα οι φόβοι αυτοί διαψεύστηκαν.
Οι σχέσεις με τους ανθρώπους δεν είναι θέμα γεωγραφικής εγγύτητας ούτε η ύπαρξη κοινών βιωμάτων είναι o μόνος δρόμος για την κατανόηση του άλλου. «Μονάχη έγνοια» παραμένει η γλώσσα. Όχι η διγλωσσία. Αυτή δεν με φόβισε ποτέ. Γνωρίζουμε πλέον ότι τα δίγλωσσα παιδιά έχουν την ικανότητα να κατακτούν τις γλώσσες των γονιών τους ως ανεξάρτητα συστήματα (αφομοιώνουν ακόμα και την προσωδία της γλώσσας), χωρίς να καταστούν ομιλητές ενός ιδιότυπου, μεικτού γλωσσικού μορφώματος. Η έλλειψη συνέχειας της γλώσσας, (ως πρόσβασης στον αντίστοιχο πολιτισμό, λογοτεχνία κλπ.) είναι αυτή που με στενοχωρεί. Ότι τα εγγόνια μου θα μιλάνε ελληνικά πολύ λιγότερο από τα παιδιά μου και η επόμενη γενιά ακόμα λιγότερο μέχρι να εξαφανιστούν εντελώς. Από την άλλη, πριν ένα χρόνο χτύπησε την πόρτα του σχολείου μία νεαρή μαθήτρια και όταν την ρώτησα γιατί ήθελε να μάθει Ελληνικά μου απάντησε: «γιατί η προγιαγιά μου ήταν Ελληνίδα». Επομένως, όλα είναι πιθανά.
Πολλές φορές οι γονείς που καλούμαστε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας εκτός του οικείου γλωσσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, έχουμε την τάση να επιδιδόμαστε σε μία υπερπροσπάθεια αναπλήρωσης αυτού του κενού. Αρνούμαστε να αφεθούμε στη νέα πραγματικότητα από φόβο ότι αυτό που αφήσαμε πίσω θα μας ξεχάσει ή ακόμα χειρότερα θα το ξεχάσουμε εμείς. Η υπερπροσπάθεια όμως αυτή, πέρα από ψυχοφθόρα, καταντάει επιτηδευμένη, αν όχι γραφική. Αποφάσισα λοιπόν να φερθώ φυσικά, όπως θα φερόμουν αν μεγάλωνα τα παιδιά μου στην πόλη που γεννήθηκα. Τους μιλούσα και τους μιλάω πάντα στα Ελληνικά, διαβάζουμε μαζί βιβλία, ακούμε μουσική, τραγουδάμε, παρακολουθούμε ταινίες, συντηρούμε μικρές παραδόσεις που έφερα από το σπίτι μου. Τα ίδια δηλαδή ακριβώς που θα έκανα και στην Ελλάδα.
Τα παιδιά απλά ακολούθησαν. Δεν έφεραν ποτέ αντίσταση. Ίσως γιατί δεν έγινε καμία προσπάθεια επιβολής. Δεν ενοχοποιήθηκαν τα λάθη τους, ούτε η ξένη προφορά. Δυσκολεύτηκαν μόνο όταν ήρθε η ώρα να διδαχτούν την γλώσσα συστηματικά, όμως το δέχτηκαν. Η παραγωγή γραπτού λόγου είναι η δεξιότητα που υστερεί, ωστόσο μπορούν να διαβάζουν και γνωρίζουν ρητά βασικούς κανόνες ορθογραφίας και γραμματικής. Παράλληλα, έχουν αναπτύξει ένα πλούσιο βιωματικό φορτίο. Αναπαράγουν αναγνωρίσιμες σκηνές από κλασικές ελληνικές ταινίες, «κολλάνε» στον λόγο τους ατάκες από ελληνικές σειρές, με το ανάλογο ύφος και στη σωστή στιγμή. Τελευταία, ο γιος μου ξεκαρδίζεται διαβάζοντας το Σπουργίτι του Αρκά,
Η κόρη μου τραγουδάει το «Σιγά μην κλάψω» με ωραιότατη ελβετική προφορά
Τα ελληνικά τούς είναι χρήσιμα ως το μόνο μέσο επικοινωνίας μαζί μου, με την οικογένεια και τους φίλους στην Ελλάδα. Ίσως φέτος για τον γιο μου και για έναν ακόμη λόγο. Η δασκάλα του στην 1η Γυμνασίου είναι ελληνικής καταγωγής.
Τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα σπίτι όπου το ραδιόφωνο εκπέμπει σε ελληνική συχνότητα και μεταδίδει την επικαιρότητα καθημερινά. Επειδή η ρητορική στην Ελλάδα είναι περισσότερο δραματική, έχουν την εντύπωση ότι μόνο εκεί συμβαίνουν συνταρακτικά γεγονότα. Τα παιδιά τα προσλαμβάνουν και πολλές φορές τα σχολιάζουμε και τα συζητάμε από κοινού. Γελάνε ακόμα και με τα πολιτικά ανέκδοτα. Γνωρίζουν τα ονόματα των πολιτικών αρχηγών, των κομμάτων, αγωνιούσαν για το αποτέλεσμα των εκλογών, πανηγύρισαν την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, ενώ τελευταία, κάθε φορά που επιστρέφουν στο σπίτι από το σχολείο με ρωτάνε: «Ζει ακόμα ή πέθανε;» και εννοούν τον Κουφοντίνα. Βέβαια, όταν ερχόμαστε στην Ελλάδα τα ξαδέρφια φροντίζουν ώστε να μην χάνονται «επεισόδια» από την ελληνική πραγματικότητα. Ακόμα και αυτά που θα ήταν προτιμότερο να είχαν χαθεί.
Οι απορίες που έχουν και αφορούν την Ελλάδα αλλάζουν καθώς μεγαλώνουν και προκύπτουν από τις αποκλίσεις που παρατηρούν στην συμπεριφορά, στις συνήθειες και στις διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις. Αναφέρω κάποιες που έχουν παρέλθει:
«Γιατί στην Ελλάδα μας φιλάνε και ξένοι άνθρωποι;», «Γιατί στην Αθήνα γράφουν σε όλους τους τοίχους και υπάρχουν αδέσποτα σκυλιά;», «Γιατί τα παιδιά είναι πιο ζωηρά και μπορούν να μένουν ξύπνια μέχρι αργά τη νύχτα;», «Ποιος σκέφτηκε όλους αυτούς τους μύθους;», «Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ζητιανεύουν και παιδιά που δουλεύουν στο δρόμο;»
Τέλη Αυγούστου, επιστρέφοντας με τον γιο μου (4 χρονών)στη Ζυρίχη, μετά από ένα πολύβουο, φωτεινό καλοκαίρι στις Κυκλάδες, καθόμαστε στο σπίτι οι δυο μας. Ο μικρός κοιτάζει για ώρα έξω από το παράθυρο και ξαφνικά με ρωτάει: «Μαμά, πού είναι ο ήλιος;». Μικρή παύση και συνεχίζει: «Μαμά, πού είναι οι άνθρωποι;».
Νομίζω πως το έμψυχο υλικό είναι αυτό που τους λείπει περισσότερο. Και η θάλασσα. Επίσης, για τα παιδιά η Ελλάδα είναι κατεξοχήν τόπος διακοπών, επομένως τους λείπει όλη αυτή η αίσθηση ελευθερίας και απόλυτης ξεγνοιασιάς που συνδέεται με αυτές. Στην Ελλάδα ερχόμαστε 4 φορές τον χρόνο. Με το που φτάνουμε ορμάνε στην αγκαλιά του παππού και της γιαγιάς, κάθονται στο όμορφα στρωμένο τραπέζι που μας περιμένει κι έπειτα τρέχουν να συναντήσουν τα ξαδέρφια τους. Το σμίξιμο με τους φίλους το καλοκαίρι στο νησί, γεμάτο χαρούμενες φωνές και αγκαλιές, είναι συγκινητικό.
Τα παιδιά δεν κρύβουν την ελληνική τους καταγωγή, ούτε την προβάλλουν εμφατικά. Όλοι την γνωρίζουν. Οι φίλοι τους που έρχονται στο σπίτι την διαπιστώνουν. Στα βιβλία με τα «περίεργα γράμματα», στη μουσική, στη διακόσμηση. Ακόμα και μπροστά στους φίλους τους, τα παιδιά μού απευθύνονται πάντα στα Ελληνικά. Δεν ντρέπονται για αυτό. Τα 15 χρόνια που είμαστε εδώ δεν έχουν δεχθεί προσβολές για την ελληνική τους καταγωγή, μόνο μερικά εγκωμιαστικά σχόλια για την μελωδία της γλώσσας. Η ελληνικότητά τους είναι μία φυσική κατάσταση, συνυφασμένη με την ύπαρξή τους. Ενίοτε κυριαρχεί. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: σε ένα πρόσφατο σχολικό πρότζεκτ, όπου τα παιδιά έπρεπε να παρουσιάσουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους, ο Ε. μίλησε για την ελληνική του καταγωγή και έφερε παραδείγματα λέξεων που χρησιμοποιούν στην σχολική καθημερινότητα και έχουν ρίζα ελληνική: Mathematik, Algebra, Pause (παύση, το διάλειμμα στα γερμανικά). Στην ανατροφοδότηση της παρουσίασης που έλαβε από την τάξη, μία συμμαθήτρια έγραψε το εξής σχόλιο: «Πολύ ωραία η παρουσίασή σου. Δεν ήξερα ότι είσαι και Ελβετός!»
Ο μπαμπάς τους έχει υιοθετήσει μια στάση θετική και ανοιχτή απέναντι στον άλλον πολιτισμό. Του αφήνει χώρο, χωρίς να αποστασιοποιείται από αυτόν ή να τον επικρίνει. Μετέχει ολόψυχα και υποστηρίζει την αλληλεπίδραση αυτή.
Την αγάπη μου για την Ελλάδα τα παιδιά την αισθάνονται εντονότερα τη στιγμή του αποχαιρετισμού. Τη στιγμή που, μετά από μία παρατεταμένη διαμονή, βρισκόμαστε ξανά στο αεροπλάνο της επιστροφής. Έρχονται και τα δύο κοντά μου, νιώθουν την βαριά καρδιά και σωπαίνουν. Κι είναι σαν να λένε: «θα ‘ρθουμε ξανά».