Το Μεγάλο μας Τσίρκο: Οι προδομένες ελπίδες της Ελλάδας που «τρώει τα παιδιά της»
Στις 22 Ιουνίου του 1973, μεσούσης της δικτατορίας, ο θεατρικός θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου ανεβάζει στο θέατρο «Αθήναιον» το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Το μεγάλο μας Τσίρκο».
Σε μία περίοδο που το οικοδόμημα της χούντας αρχίζει να κλονίζεται, το θιασαρχικό ζεύγος Καρέζη-Καζάκος επιδίωκε έναν τρόπο να συνεισφέρει στον αντιστασιακό αγώνα. Εμπνευσμένοι από μία παράσταση που παρακολούθησαν στο Παρίσι, οι δυο τους οραματίστηκαν ένα έργο-πανόραμα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, από την Τουρκοκρατία μέχρι και την γερμανική κατοχή -μια σπονδυλωτή ιστορική ανασκόπηση που εκτυλίσσεται σε 12 επεισόδια.
Με γνώμονα την λαϊκή τους συνείδηση, o Kαζάκος και η Καρέζη φιλοδοξούσαν να αφηγηθούν την ιστορία του τόπου απευθυνόμενοι στον απαίδευτο λαό, να μιλήσουν ζεστά, όχι φιλολογικά, να γράψουν ένα έργο «που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης».
Το τολμηρό αυτό εγχείρημα ανέθεσαν στον «γεννήτορα του μεταπολεμικού θεάτρου», τον θρυλικό θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη. Προκειμένου να γράψει ένα έργο προσιτό, ο Καμπανέλλης σκαρφίζεται ένα ευρηματικό αφηγηματικό τέχνασμα: η Τζένη Καρέζη θα υποδυόταν το Ρωμιάκι, έναν φιλομαθή αλητάκο με παιδική περιέργεια που θα εκπροσωπούσε τη φωνή του κοινού. Δεν ήξερε, δεν καταλάβαινε, αλλά ρώταγε «πότε έγινε αυτό; γιατί εκείνο;». Μέσα από μία σειρά ερωταποκρίσεων ανάμεσα στο Ρωμιάκι και τον Ρωμιό, ο Καμπανέλλης αφηγείται περίτεχνα την ιστορία της Ελλάδας, τη χώρα που «τρώει τα παιδιά της».
Στην παράσταση συμμετείχαν οι εκλεκτοί του καλλιτεχνικού σιναφιού της εποχής. Την σκηνοθεσία ανέλαβε ο Κώστας Καζάκος, τα σκηνικά φιλοτεχνήθηκαν από τον θρυλικό καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιο Σπαθάρη, τους στίχους του Καμπανέλλη «έντυσε» ο αείμνηστος Σταύρος Ξαρχάκος και τα υπερβατικά τραγούδια της παράστασης ερμήνευσε με τη μυθική φωνή του ο «Αρχάγγελος» Νίκος Ξυλούρης.
«Το έργο μας κυρίες και κύριοι μόνον υπόθεση και πυροτεχνήματα δεν έχει. Κατά τα άλλα όμως έχει μουσική, χορό, τραγούδι, γιατί είναι ένα έργο που αποφάσισε να το ρίξει όξω να ξεθυμάνει». Με αυτά τα λόγια καλώς όριζε η Τζένη Καρέζη το κοινό στο κατάμεστο θέατρο κάθε βράδυ, δίνοντας την σκυτάλη στον Νίκο Ξυλούρη που προλογίζει το έργο τραγουδώντας «όσα χωράνε στην αλήθεια, δεν τα βαστάν τα παραμύθια».
Καλήν εσπέραν, Νίκος Ξυλούρης:
Η μουσική της παράστασης ωστόσο δεν ήταν απλώς μία ευχάριστη συνοδεία -αποτελούσε βασικό δομικό στοιχείο του έργου και στόχευε απευθείας στην συνείδηση του Έλληνα. «Υπάρχουν στη ζωή καταστάσεις που δεν τις χωράει ο λόγος και τότε παραχωρεί τη θέση του στη σιωπή, ή τρελαίνεται και γίνεται στίχος και στίχος που ξανατρελένεται και γίνεται τραγούδι», λέει ο αφηγητής του έργου.
Σε μία σειρά από συγκλονιστικές ερμηνείες, ο Νίκος Ξυλούρης, καταθέτει την ψυχή του και παρασέρνει τους θεατές να συμμετάσχουν τραγουδώντας παθιασμένα «Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι, μην έχεις πια την πείνα για καμάρι. Οι αγώνες πούχεις κάνει δεν φελάνε, το αίμα το χυμένο αν δεν ξοφλάνε».
Το εμβληματικό έργο πολιτογραφήθηκε αρχικά ως κωμωδία, ωστόσο δεν άργησε να μετουσιωθεί μέσα από την πρόσληψη του κοινού σε ένα ισχυρό σύμβολο πολιτικής αντίστασης. Στο πέρας του χρόνου, το «Μεγάλο μας Τσίρκο» σημάδεψε ανεξίτηλα το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της χώρας και αναδείχθηκε σε μία από τις πιο επιδραστικές παραστάσεις στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
Αλληγορικά γραμμένο, το έργο κατάφερε να υπερπηδήσει τα εμπόδια της λογοκρισίας της εποχής και να εξελιχθεί σε μία συλλογική πολιτική διαμαρτυρία εναντίον του καθεστώτος. «Ήταν τα έξυπνα κείμενα του Καμπανέλλη που δεν έδιναν χώρο στο καθεστώς να δικαιολογήσει τη λογοκρισία... Τι θα έλεγαν, λογοκρίνουμε την ιστορία;» είχε αναφέρει σχετικά ο Κώστας Καζάκος σε συνέντευξή του με το περιοδικό Umano.
Πράγματι, ένα σωρό στίχοι και διάλογοι που πέρασαν τον έλεγχο των ανυποψίαστων χουντικών απέκτησαν νόημα μέσα από τη συλλογική πολιτική συνείδηση των θεατών. Μέσα από αφηγηματικά τεχνάσματα και υπαινιγμούς, ο Καμπανέλλης χρησιμοποιεί την ιστορία ως συγκάλυψη του παρόντος και καταφέρνει με μοναδική μαεστρία να αρθρώσει απαγορευμένο πολιτικό λόγο σε μία παράσταση εγκεκριμένη από το καθεστώς.
Όπως αναφέρει ο Φίλιππος Χάγερ, καθηγητής Δραματικών Τεχνών στο Πανεπιστημίο του Μπέρμπινγκχαμ, ο Καμπανέλλης μπόρεσε να παρακάμψει την λογοκρισία των αρχών διότι αντιλήφθηκε πως «η καλλιτεχνική επάρκεια των λογοκριτών ήταν πολύ χαμηλότερη από αυτήν του κοινού».
Κοινώς, «τους την έφερε». Ο Καμπανέλλης έστρεψε «το όπλο» του καθεστώτος εναντίον του. Όπως οι χουντικοί εργαλειοποίησαν την ιστορία για την προώθηση του εθνικοπατριωτικού ιδεολογήματος, έτσι και ο ευρηματικός συγγραφέας αντιστρέφει το αφήγημα, πατάει στα βάσανα και τον αγώνα του ελληνικού λαού και δοξάζει την διαχρονικότητα του αντιεξουσιαστικού αγώνα.
Όπως μαρτυρά άλλωστε και ο τίτλος του έργου, η ελληνική ιστορία απομυθοποιείται εξαρχής και η φολκλορική, κιτς προπαγάνδα του ένδοξου Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού που προωθούσε το καθεστώς χλευάζεται ως ένα σκηνοθετημένο, κωμικοτραγικό θεάμα-ένα μεγάλο τσίρκο. «Οποιαδήποτε ομοιότης της κωμωδίας μας με δράμα είναι εντελώς συμπτωματική» λέει ο Καζάκος καθώς ανοίγει την παράσταση.
Οι αρχές δεν είχαν πάτημα για να λογοκρίνουν το έργο, επομένως αρκέστηκσαν στον εκφοβισμό και τις καθημερινές πιέσεις. Εσατζήδες με γκλοπ και όπλα έμπαιναν στο θέατρο και κοιτούσαν τον κόσμο, κατέγραφαν ποιες σκηνές της παράστασής, ποιοι στίχοι και ποιες φράσεις έκαναν τον κόσμο να εκστασιζάεται, να γελάει και να χειροκροτεί ενθουσιωδώς. «Η χούντα αυτό που φοβόταν ήταν τον κόσμο που αναστατώνεται, που χειροκροτεί, που «ανάβει», είχε πει ο Καζάκος.
Μέσα στο ευρύτερο κλίμα πολιτικής ζύμωσης που επικρατούσε εκείνη την περίοδο, το αντίκτυπο που είχε το «Μεγάλο μας Τσίρκο» στην ενθάρρυνση του κοινού και η απήχηση της παράστασης αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα στην εξέγερση. Τα συνθήματα και τα πανό που χρησιμοποιήθηκαν στις σκηνές με την απαίτηση του λαού για Σύνταγμα στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843, βρέθηκαν να κοσμούν την πύλη του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη του 1973. «Ήταν οι ιστορικές συγκυρίες που ξεπέρασαν το καλλιτεχνικό γεγονός και το μετέτρεψαν σε πολιτικοκοινωνικό. Ο λαός το προκάλεσε!» είχε αναφέρει σχετικά ο Καζάκος.
Το θέατρο Αθήναιον στεγαζόταν στην διασταύρωση των οδών Μάρνη και Πατησίων, ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο. Την ημέρα της εξέγερσης όλοι οι συντελεστές της παράστασης στάθηκαν ευθαρσώς στο πλευρό των φοιτητών. Ο Ξυλούρης με τον Ξαρχάκο μπήκαν μέσα στο Πολυτεχνείο και ο «Ψαρονίκος» ένωσε τη φωνή του με τον αγώνα των φοιτητών, ξεσήκωσε τα πλήθη και τραγούδησε «πότε θα κάμει ξαστεριά» μαζί τους.
Τις επόμενες μέρες οι αρχές συλλαμβάνουν την Καρέζη και τον Καζάκο, ως ύποπτους για συμμετοχή στην εξέγερση. Ωστόσο ήταν ξεκάθαρο πως η σύλληψη ήταν προσχηματική -οι προεκτάσεις που πήρε το έργο και ο αντίκτυπος που είχε στην κοινωνία ήταν ο πραγματικός λόγος που συνελήφθη οι δύο θιασάρχες.
Τον Ιούλιο του 1974, όταν η πτώση της Χούντας έδωσε σειρά στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, το «Μεγάλο μας Τσίρκο» ξανανέβηκε με την προσθήκη των μέχρι πρότινος λογοκριμένων σκετς και ενός τραγουδιού («Το προσκύνημα») που απέτισε φόρο τιμής στους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
Η επιδραστικότερη ίσως παράσταση στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, το «Μεγάλο μας Τσίρκο» μας υπενθυμίζει πως ακόμα και στους πιο ζοφερούς καιρούς, ο πολιτισμός προσφέρεται ως εργαλείο πνευματικής απελευθέρωσης και η τέχνη νοηματοδοτεί τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Στα λόγια του αείμνηστου Κώστα Καζάκου: «Η δουλειά της τέχνης είναι να ξελαφρώνει τον άνθρωπο από τα βάρη, το μόχθο της ζωής, να του δίνει κουράγιο, να τον ενδυναμώνει για να μπορεί να αντέξει αυτό το μεγάλο φορτίο. Όταν είναι δύσκολες οι εποχές, το φορτίο γίνεται αβάσταχτο, και τότε το ελληνικό θέατρο συμπαραστέκεται στους αγώνες του λαού μας.»