Μαριγώ Ζαραφοπούλα: Η όμορφη αριστοκράτισσα που έδρασε ως κατάσκοπος στην Επανάσταση του 1821
Η Μαριγώ Ζαραφοπούλα γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις αρχές του 1821 μέσω του αδελφού της, του εμπόρου Χατζη-Βασίλη Σαράφη.
Λόγω των σχέσεων της οικογένειάς της με σημαίνοντες Τούρκους, ανέλαβε το έργο της συλλογής πληροφοριών για τις κινήσεις αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης και χρησιμοποιήθηκε ως μυστική πράκτορας, για την μεταφορά σημαντικών εγγράφων. Όταν όμως ο Ασημάκης Θεοδώρου πρόδωσε τα μυστικά της οργάνωσης στις οθωμανικές αρχές, εκείνη μέσω των γνωριμιών της πληροφορήθηκε το συμβάν και κατάφερε να γλιτώσει. Έγινε πιστή συνεργάτης των Περραιβού, Παπαφλέσσα, Χρυσοσπάθη και Αγγαλόπουλου, έδωσε πολλές φορές χρήματα στην «Εφορία της Πόλης», και ήταν εκείνη που βοήθησε τους γιους του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, οι οποίοι διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη ως αιχμάλωτοι να δραπετεύσουν.
Όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της ίδιας και του αδελφού της, στη Φιλική Εταιρεία, εκείνη γνώρισε διώξεις, ενώ ο αδελφός της καρατομήθηκε. Μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες, η Μαριγώ που σύμφωνα με καταγραφές ήταν πανέμορφη κατάφερε να μεταβεί στην Ύδρα, φέρνοντας μαζί της ένα μεγάλο χρηματικό, ποσό το οποίο διέθεσε για τις ανάγκες της επανάστασης. Στην Ελλάδα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον αξιωματικό Γεώργιο ή Θεόδωρο Στεφάνου και απέκτησε μαζί του μαζί του δύο παιδιά
Μάλιστα, στην Πελοπόννησο, χρησιμοποιήθηκε από τον Κολοκοτρώνη και τον Υψηλάντη ως κατάσκοπος εντός της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου για να συλλέγει πληροφορίες. Σε εκείνη τη μάχη ο σύζυγός της σκοτώθηκε. Η Μαριγώ όμως δεν το έβαλε κάτω: χρηματοδότησε την εκστρατεία του Φαβιέρου στην Κάρυστο και του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στην Κρήτη. Την προσφορά της Αριστοκράτισσας της Επανάστασης, αναφέρουν σε έγγραφα τους αρκετοί σημαντικοί οπλαρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Χατζηχρήστος, Νικηταράς και άλλοι, που πιστοποιούν πως διέθεσε την περιουσία της για την περίθαλψη τραυματιών και ασθενών και για την αγορά πολεμοφοδίων και τροφίμων για τον στρατό.
«Οἱ ὑποφαινόμενοι […] πιστοποιοῦμεν ἐν γνώσει καὶ μὲ πλήρη πεποίθησιν ὅτι ἡ κ. Μαριγὼ Ζαραφοπούλα, ἀδελφὴ τοῦ Χατζῆ-Βασίλη ἐκ Ταταούλων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ καὶ ὑπὲρ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος καρατομηθέντος παρὰ τῆς Οθωμανικῆς ἐξουσίας, σύζυγος δὲ τοῦ φονευθέντος Ταγματάρχου τοῦ Πεζικοῦ Στεφάνου, διὰ τῶν ὁποίων εἴχεν ἐν Κων/λει ἰσχυρῶν μέσων καὶ δι’ ἰδίων αὐτῆς χρημάτων συνετέλεσε εἰς την δραπέτευσιν τῶν Ἀοιδίμων υἱῶν τοῦ ἀξιοδέβαστου γέροντος Π. Μαυρομιχάλη κρατουμένων παρά τῆς Ὀθωμανικῆς ἐξουσίας ἐν Κων/λει καὶ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν κατατρεχθεῖσα παρὰ της ἐξουσίας. Διεσώθη εἰς Βλαχομπογδανίαν μετὰ πολλοὺς κινδύνους καὶ εξοδα. Ἐκείθεν μετέβη εἰς Ὕδραν κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ἐπαναστάσεως ὅπου λαβοῦσα παρὰ τοῦ πατρός της ἱκανὴν χρηματικὴν ποσότητα μετέβη εἰς τὴν Τριπολιτζὰν πολιορκουμένην τότε παρὰ τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων καὶ ἐστάλη παρὰ τῶν ἀοιδίμων ἀρχηγῶν Θ. Κολοκοτρώνη καὶ Δ. Ὑψηλάντη καὶ λοιπῶν ἐντὸς τῆς πόλεως καὶ νὰ ἐγχειρίση οὐσιώδη ἐγγραφα, ἐκπλήρωνε δὲ θαμασίως τὸν σκοπὸν τῆς ἀποστολῆς της τουθ’ αὐτὸ ἔκαμε, καὶ εἰς τὴν πολιορκίας τοῦ Ναυπλίου. Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν τῆς εἰσβολῆς τῶν Αίγυπτίων ἐν τῇ Πελοποννήσῳ ἐστάλη ὑπὸ τῶν διαφόρων ἐπισήμων ὁπλαρχηγῶν εἰς διάφορα μέρη κρατούμενα ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, διὰ τὸν αὐτὸν σκοπὸν ἔδωσε καὶ ἔλαβε γράμματα ἐκ τῶν πολιορκουμένων μερὼν καί ἐξεπλήρωσε ἀκριβῶς τὀν σκοπόν τῆς ἀποστολῆς της. Ἐν δὲ τῇ ἐποχῆ καθ’ ἥν τὰ ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ τὸ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ συνταγματάρχου Φαβιέρου Πεζικὸν τακτικῶν ὑπέφερεν ἐν Καρύστῳ καὶ ἦταν εἰς κίνδυνον ἡ μνησθεῖσα κυρία δ’ ἰδίων της χρημάτων ἐφόρτωσε ἀπὸ τὶς Σπέτζες μίαν γολέταν μὲ παξιμάδια καὶ τὰ ἐπῆγε ἡ .ιδια εἰς Κάρυστον καὶ τὰ διεμοίρασε εἰς τὸν πεινώντα στρατόν, πρὸς δὲ καὶ είς τὴν κατὰ τῆς Κρήτης ἐκστρατείαν τοῦ Χατζῆ-Μιχάλη συνεισέφερε χρηματικὰς ποσότητας δ’ ἀγορὰν πολεμοφοδίων καὶ τροφῶν.
Εἰς ἔνδειξιν τούτων ἁπάντων ἀποφαινόμεθα τῇ 20 Νοεμβρίου 1843 ἐν Ἀθήναις. Π. Νοταράς, Χατζή Χρήστος, Γ. Αγαλλόπουλος, Π. Μαυρομιχάλης, Χατζή Μιχάλης, Νικήτας Σταματελόπουλος, Ιάκωβος Κούμης, Νικ. Γριτζώτης».
Η Ζαραφοπούλα συνεχίζει την δράση της, ώσπου τελειώνει η σκλαβιά μαζί και η μεγάλη της περιουσία. Μόνη πια με τα δυο ανήλικα παιδιά της προσπαθεί να συνεχίσει την ζωή της, όμως οι κακουχίες τη λυγίζουν για πρώτη φορά. Το 1865 αιτήθηκε να λάβει τη σύνταξη από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων, εκφράζοντας το παράπονο ότι άλλοι που προσέφεραν πολύ λιγότερα από εκείνη και τον σύζυγό της στον Αγώνα, πήραν σύνταξη και αυτή που «στερείται ακόμα και αυτού του επιουσίου» δεν έλαβε τίποτα. Κατέθεσε μάλιστα τέσσερα πιστοποιητικά που επιβεβαίωναν την προσφορά της, όμως δυστυχώς την ίδια χρονιά πέθανε άπορη και λησμονημένη…